12 Οκτωβρίου 2022

Χάρις Αλεξίου & Τάνια Τσανακλίδου - ανταπόκριση (2014)


Καθώς μίλησα πρόσφατα με την Τάνια Τσανακλίδου στο τηλέφωνο για λογαριασμό του Αθηνοράματος και την είδα και στο Ηρώδειο ζωντανά, στο αφιέρωμα που έστησε για τον Γιάννη Σπανό, ο νους δεν ήθελε πολύ για να πετάξει σε προηγούμενα συναυλιακά μας ραντεβού. 

Τελευταία φορά πριν την πανδημία την είδα βέβαια στο Club του Σταυρού Του Νότου, τον Ιανουάριο του 2018. Περισσότερο, όμως, θυμήθηκα τη διάσταση απόψεων που είχαμε με τον (μακαρίτη, πλέον) φίλο και συνάδελφο Νίκο Ράλλη για τις κοινές της εμφανίσεις με τη Χάρις Αλεξίου –στις αρχές του 2014, στην «Άνοδο». Εγώ, δηλαδή, τα πέρασα πολύ ωραία τη βραδιά που έδωσα το παρών (14 Φλεβάρη), μα στον Νίκο δεν άρεσε καθόλου τη μέρα που πήγε (λίγο αργότερα από εμένα). 

Τέλος πάντων, δεν τα συμφωνούσαμε πάντα με τον Νίκο, ούτε στα μουσικά, ούτε στα πολιτικά, μακάρι όμως να ζούσε και να είχαμε κι άλλες διαφωνίες. Επί του παρόντος, δοθείσης της ευκαιρίας αυτής, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση που είχα υπογράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis, η οποία εμπεριείχε ούτως ή άλλως μια μνεία σε λεγόμενα του Νίκου.

* Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην «Άνοδο» και ανήκουν στην εξαίρετη Ευαγγελία Θωμάκου (VaGGiNet)


Κυλούσαν οι μέρες –με τις υποχρεώσεις, τις σκοτούρες και τις χαρές τους– μα η μνήμη της Παρασκευής στην «Άνοδο» δεν έσβηνε. Όλο κανά τραγούδι από το πρόγραμμα σιγομουρμούραγα, όλο κάποιο βιντεάκι  έψαχνα στο YouTube, όλο και μιλούσα σε φίλους και γνωστούς για την εμπειρία να συναντάς την Αλεξίου και την Τσανακλίδου μαζί στην ίδια σκηνή. Γιατί περί εμπειρίας επρόκειτο, όχι απλά συναυλίας.

Συνάντησα, κατά κύριο λόγο, τη δυσπιστία και την έκπληξη. Άκουσα για το πόσο δεν χαίρουν πια συμπάθειας η Χαρούλα και η Σουλτάνα «διότι τις ξεπεράσαμε», άκουσα για το πόσο «μη cool» φαντάζουν εν έτει 2014. Και άκουσα βέβαια να κροταλίζει ξανά κάτω από τη γλώσσα η καραμέλα για την Αλεξίου, που δεν έχει πια φωνή και δεν τραγουδάει· την οποία ακούω από τότε που ήμουν ακόμα φοιτητής. 

Έφερα κατά νου, σε αντιδιαστολή, την τιγκαρισμένη μέχρι τους εξώστες «Άνοδο», που πραγματικά το έκαψε την Παρασκευή και το γλέντησε με την ψυχή της –παρεμπιμπτόντως, από τα καλύτερα μαγαζιά του είδους: βλέπεις απ' όπου κι αν κάθεσαι, διαθέτει ωραία σκηνή, ο φωτισμός (ειδικά τα μωβ) ήταν εξαιρετικός και ο ήχος κρύσταλλο. 

Και σκέφτηκα τη χαράδρα που επιμένει να χάσκει μεταξύ όσων ακούν ξένη μουσική και των όσων ακούν ελληνικά. Κριτικάρουμε συχνά την ομφαλοσκοπική ημιμάθεια των τελευταίων (αλήθεια είναι), αλλά σπάνια την ευκολία με την οποία σνομπάρουν οι πρώτοι τα εγχώρια είδωλα, πριν πάνε να χειροκροτήσουν διάφορους συζητήσιμους διεθνείς. Μη μένουμε μόνο στο εύκολο θύμα (τους Scorpions), να βάλουμε στην κουβέντα και τους Fall, να θυμηθούμε και το φιάσκο των Tropic Of Cancer...

Για την Αλεξίου, τα έχει πει ωραία ο Νίκος Ράλλης –μία από τις πιο ευαίσθητες κεραίες ανάμεσα στους γράφοντες για το εγχώριο τραγούδι. Βλέποντάς την στην «Άνοδο» σκέφτηκα λοιπόν ξανά εκείνη τη φράση του: Το να λέει η Χάρις Αλεξίου τα τραγούδια της δεν είναι κάτι το τόσο απλό, διαθέτει τεράστιο βιωματικό βάρος η προσέγγισή της


Και ήταν στο "Θεός Αν Είναι" και στον τρόπο με τον οποίον αρθρώθηκε ο στίχος «δική μου είναι η Ελλάς» από το "Ούζο Όταν Πιεις" (μόνο αν έχεις συναισθανθεί ότι έχεις στο χέρι όλη την Ελλάδα μπορείς να τον πεις έτσι) όπου αποκρυσταλλώθηκε τούτη η αλήθεια, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη στιγμή του σχεδόν τετράωρου προγράμματος –περισσότερο κι από το "Μινοράκι" και από το "Όλα Σε Θυμίζουν", ακόμα και από τα "Ζήλεια Μου" και "Μια Ζωή Μέσα Στους Δρόμους". 

Ναι, λείπει η φωνητική έκταση της νεότητας, αλλά γιατί πρέπει πια να έχει τόση σημασία, αφού η Αλεξίου αποδεικνύεται σε θέση να δώσει τόσο φορτισμένες ερμηνείες; Προσαρμοσμένες μεν στις νυν δυνατότητες των χορδών, μα τόσο βαπτισμένες στο πυρ των δικών της βιωμάτων; Μιλάμε για καντάρια συγκίνησης, κυρίες και κύριοι. Απέναντι στα οποία μετρήματα τύπου πού φτάνει η χορδή τώρα στα 63 και πού έφτανε στον τάδε δίσκο, τότε, φαντάζουν μικρόψυχα· και άσχετα. 

Η Τάνια Τσανακλίδου, πάλι, δεν παίζει στις προσαρμογές. Εξακολουθεί και βασίζει τα πάντα στην «κλασική συνταγή», εκείνη με την οποία την πρωτοθαύμασα χρόνια πριν –πριν ακόμα και το ορόσημο του Μαγικού Κουτιού– στο θέατρο του Παπάγου. Είναι μια ηθοποιός που τραγουδά ή μια τραγουδίστρια που παίζει; 

Ποιος ξέρει; Μ' αυτήν την αξεδιάλυτη περσόνα συνεχίζει πάντως να αλωνίζει τη σκηνή, όντας ικανή να σε σηκώσει στα ουράνια τη μια και να σε ρίξει στα τάρταρα την άλλη: Σουλτάνα Φωφώ στην πρώτη περίπτωση, να κάνει στη μπάντα τις κοινωνικές συμβάσεις με φουριόζικη πρόζα / κομμάτια σε κάποιο πάτωμα στην έτερη περίπτωση, χαμένη σε φανταστικές συνομιλίες με τη μητέρα (τη ρίζα) περί ζωής και γήρατος. Χωρίς βέβαια να λείπει κι εκείνο το γνώριμο πια ποτήρι ουίσκι και το τσιγάρο το βαρύ, με το οποίο χόρεψε το δικό της ζεϊμπέκικο ενόσω ερμήνευε (απολαυστικά) το "Αυτή Η Νύχτα Μένει".  
    

Αλλά την ουσία του προγράμματος στην «Άνοδο» δεν θα τη βρείτε αν απλά ενώσετε το τι κάνει η Αλεξίου με το τι κάνει η Τσανακλίδου. Δεν θα τη βρείτε ούτε αν βάλετε στην εξίσωση τα τόσα και τόσα διαχρονικά τραγούδια, ούτε αν προσθέσετε τους θαυμάσιους μουσικούς που τις συνοδεύουν (πραγματικά ένας κι ένας). Όση σημασία κι αν έχουν τέτοιες παράμετροι στην ποιότητα του αποτελέσματος, το πράγμα τελικά εδράζεται στη χημεία μεταξύ των δύο ερμηνευτριών. 

Ναι, είναι ωραίες και στο κομμάτι όπου στέκονται μόνες τους –κάθε μία με τον δικό της τρόπο– όμως η παράσταση απογειώνεται όταν βρίσκονται η μία δίπλα ή αντίκρυ στην άλλη. Όταν αρχίζει να μπαίνει η μία μέσα στα τραγούδια της αλληνής, όταν η Αλεξίου λέει Τσανακλίδου και τούμπαλιν, όταν η τελευταία φωνάζει «χορευτικό!» και επιδίδονται σε συντονισμένη, σπαρταριστή κίνηση κατά μήκος της σκηνής. Όλα αποκτούν αυτό το κάτι παραπάνω όταν οι δυο τους κοιτάζονται, ανταλλάσσουν ατάκες, αγγίζονται. 

Δεν ξέρω αν η Χαρούλα και η Σουλτάνα είναι ξιπασμένες ντίβες, όπως άκουσα να λένε. Και να σας πω την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει κιόλας. Με ενδιαφέρει ότι μαζί –εκεί πάνω στη σκηνή– αποδείχθηκαν για ακόμα μία φορά καλλιτέχνιδες με το κάπα κεφαλαίο. Δυο γυναίκες οι οποίες ζουν κάθε τραγούδι που λένε, ζούνε την παράσταση, το αλισβερίσι με τους μουσικούς τους και την επικοινωνία με το κοινό. Κι αυτό το πληθωρικό τους πάθος στο μεταδίδουν με το ξάφνιασμα και  την ένταση μιας ηλεκτροπληξίας. 

Η αιτία της επιτυχίας είναι βαθύτερη, λοιπόν. Οπότε λυπάμαι ειλικρινά όσους έχουν καταστεί ανάπηροι ν' απολαύσουν ένα τέτοιο πρόγραμμα, εξαιτίας ιδεοληψιών για την ταυτότητα που θέλουν να συγκροτούν μέσω της μουσικής (κουλ, χιπ, νιού, ποστ, αλτ, δεν ξέρω κι εγώ τι). Άσχετα με το πόσα εκλεκτά ακούσματα μπορεί να έχουν στοιβάξει σπίτι τους.     



10 Οκτωβρίου 2022

ΨΧ: Φεστιβάλ Νέας Ελληνικής Ψυχεδελικής Μουσικής, μέρες 1 & 2 - ανταπόκριση (2014)


Το βράδυ του Σαββάτου, αν και μαζευτήκαμε παρέα για ποτά και κοκτέιλ στο «Odori», η ένταση της μουσικής μας φάνηκε λάθος για έξοδο καθήμενων που ήθελαν να πουν και καμιά κουβέντα. 

Αποφασίσαμε έτσι να πάμε και μια βόλτα από το «Ρομάντσο», όπου οι φετινές Νύχτες Πρεμιέρας έκαναν το τελικό, κεφάτο τους πάρτυ. Και είχες την επιλογή να αράξεις έξω στην Αναξαγόρα, αν δεν ήθελες πολλή φασαρία ή να χωθείς μέσα, πλάι στα decks των (φίλων) DJs –ιδρώνοντας τη «φανέλα» με σούπερ χορευτικές επιλογές σαν το "Dominator" των Kalipo & Local Suicide.

Σε κάποιο σημείο της βραδιάς έπεσε και το ερώτημα της τελευταίας συναυλίας που είχαμε παρακολουθήσει στο «Ρομάντσο», με το δικό μου μυαλό, όμως, να πετάει αυτόματα στον Σεπτέμβρη του 2014. Τότε που είχα δώσει το παρών και για την 1η και για τη 2η μέρα του νεότευκτου ΨΧ (ήτοι, Φεστιβάλ Νέας Ελληνικής Ψυχεδελικής Μουσικής) –είχαμε ακόμα αντοχές, όχι αστεία. 

Με απασχόλησε, λοιπόν, ότι, αν και θυμόμουν την περίσταση, δεν μπορούσα να ανακαλέσω πολλά από τις εμφανίσεις που είχα παρακολουθήσει, πέρα από τους Bazooka, οι οποίοι βρίσκονταν τότε σε πωρωτική τροχιά ανόδου στα εγχώρια rock πράγματα. Αναζήτησα έτσι την ανταπόκριση που δημοσίευσα για λογαριασμό του Avopolis και, βουαλά, αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία είναι από το live των Bazooka στο ΨΧ 2014 και ανήκει στη Ντιάνα Καλημέρη, όπως και όλες οι εικόνες της 2ης ημέρας του φεστιβάλ. Η κάτωθι των Chinese Basement, όπως και όλες οι φωτογραφίες της 1ης ημέρας, ανήκουν στην Αίγλη Δράκου.


Ημέρα 1η (Παρασκευή 12/9/2014)

Η πρώτη ΨΧ ημέρα σημείωσε μια σημαντική επιτυχία και μια σημαντική αποτυχία. Από τη μία δηλαδή, όπως έγινε άμεσα φανερό ήδη από τις 21.30, όταν και κατέφτασα στο Ρομάντσο, το φεστιβάλ πέτυχε να γίνει το πρώτο meeting point της νέας σαιζόν για ένα κομμάτι της εναλλακτικής Αθήνας που ακούει κιθάρες. Η ψυχεδέλεια έδωσε λοιπόν απλά την αφορμή, όχι τόσο ως «μουσικό είδος», μα ως γενικότερη τάση της indie σκηνής του σήμερα. 

Από την άλλη, όπως φάνηκε όταν πια τα ρολόγια έδειξαν 02.00 και οι headliners Noise Figures βγήκαν μπροστά σε λιγοστό κοινό (ευχαριστώντας μας που ακόμα βρισκόμασταν εκεί), δεν κερδήθηκε ούτε το στοίχημα της παραμονής του αρχικού κόσμου, ούτε κι αυτό της προσέλκυσης ακόμα περισσότερων, όσο κυλούσε η βραδιά. Κάτι που δυστυχώς οδήγησε το πρόγραμμα σε εκτροχιασμό. 


Οι Steams (μου) φάνηκαν λιγάκι αγχωμένοι, ωστόσο άνοιξαν την 1η ΨΧ ημέρα αναπλάθοντας επιτυχημένα μια ατμόσφαιρα ύστερων 1960s σε ήχο και ερμηνεία. Το set τους διέθετε σημεία με ελκυστικό ηλεκτρισμό, η ντράμερ τους τράβηξε αρκετά βλέμματα προς τη σκηνή, αλλά στα τέλη πια της βραδιάς η ανάμνησή τους είχε θαμπώσει. Ίσως έφταιξε ο υπερβολικά ρετρό χαρακτήρας του υλικού και η εστίασή τους στη δουλική ανάπλαση των όσων έχουν θαυμάσει στην αγγλοσαξονική σκηνή, η οποία δεν συμβάδισε με κάποια προθυμία για διάλογο με το παρόν –κάτι που τελικά στερεί σε ταυτότητα. Πιστεύω επίσης ότι έπρεπε να παίξουν λιγότερο, ειδικά αν λάβουμε υπόψη πως ξεκίνησαν 1 ώρα μετά την προγραμματισμένη έναρξη. 

Οι Chinese Basement, από την άλλη, παρότι εμφανίστηκαν μόλις δεύτεροι στο line-up, αναδείχθηκαν τελικά στους αδιαφιλονίκητους πρωταγωνιστές της 1ης μέρας του φεστιβάλ: και τον περισσότερο κόσμο μάζεψαν στην Αναξαγόρα και το πιο ενθουσιώδες χειροκρότημα έλαβαν και την πιο δυναμική και ξεχωριστή performance έκαναν. Είναι βέβαια αλήθεια ότι από όλες τις μπάντες με τις οποίες συνυπήρξαν χρωστούν τα λιγότερα στην ψυχεδελική επιρροή κι έτσι η συμμετοχή τους άφησε κι ένα ερωτηματικό –αν και εντάξει, μπορείς αν θες να βρεις κάτι από Cream στον ήχο τους. 


Μικρή σημασία είχαν πάντως τέτοιες παρατηρήσεις όταν τα πιτσιρίκια από τη Θεσσαλονίκη εξαπέλυσαν εναντίον μας τις φρενιασμένες α-λα-Fugazi κιθάρες τους, ένα εκπληκτικό μπουζούκι, καθώς και τον έξυπνο (μα και λιγάκι άγουρο ακόμα) ελληνικό τους στίχο, που δείχνει να χρωστά πολλά στην παρακαταθήκη του Γιάννη Αγγελάκα. Βγάζουν καινούργιο δίσκο όπου να 'ναι, μας έταξαν κι ένα χριστουγεννιάτικο single, θα έχουμε επομένως ευκαιρίες να τους θαυμάσουμε ξανά live κάπου στην πρωτεύουσα. 

Καταλαβαίνετε φαντάζομαι ότι μετά από έναν τέτοιον τυφώνα, οι My Drunken Haze, οι οποίοι έλαβαν τη σκυτάλη της συνέχειας, είχαν πολύ δύσκολο έργο να φέρουν σε πέρας. Δεν μπόρεσα λοιπόν να μη σημειώσω το πόσο εύκολα επέβαλλαν στη σκηνή του Ρομάντσου την παρουσία τους, πείθοντάς μας να ακολουθήσουμε την ευγενική ψυχεδελοπόπ τους, παρότι οι διαθέσεις είχαν αγριέψει και τα βλέμματα γυάλιζαν. 


Ομολογουμένως, δεν παίζουν κάτι ιδιαίτερο –κάτι δηλαδή που να μην έχεις ξανακούσει πολλές φορές, αν έχεις κάνει τον κόπο να σκάψεις στην ηλιολουσμένη ψυχεδελική ποπ των ύστερων 1960s: ήχησαν ως μπάντα υπερβολικά πρόθυμη να ακολουθήσει τη ρετρό μόδα της εποχής. Αλλά το δέσιμό τους, η εμφανής ικανότητά τους στην οργανοπαιξία και κυρίως η σωστή, όμορφη φωνή της Ματίνας Θρουμουλοπούλου έκαναν τη διαφορά. Δυστυχώς, έλαχε στο δικό τους set να γίνει φανερό πως κάτι δεν κυλούσε σωστά στη βραδιά. Πριν καν τελειώσουν, δηλαδή, άρχισαν οι αποχωρήσεις στο κοινό, το οποίο δεν είχε αυξηθεί όσο περνούσε η ώρα.

Τη νύφη πλήρωσαν οι Prins Obi & The Dream Warriors, δηλαδή το νέο εγχείρημα του Γιώργου Δημάκη των Baby Guru. Γιατί, αν και πραγματοποίησαν δυνατή έναρξη, με τη φωνή του Prins Obi να γεμίζει μελωδικότατα το Ρομάντσο πάνω από ρευστούς, χαλαρούς ψυχεδελο-kraut ρυθμούς, έμειναν πολύ σύντομα με αισθητά λιγοστό κοινό απέναντί τους. Το μικρότερο αριθμητικά, ως εκείνο το σημείο της βραδιάς. 


Αν τώρα κράτησα σωστά τον χρόνο, πρέπει τελικά να πετσόκοψαν το μισό περίπου από το προγραμματισμένο τους set. Κι αυτό, σε συνδυασμό με το ότι οι περισσότεροι από όσους παρέμειναν στην Αναξαγόρα περισσότερο ανέλυαν το τι γινόταν παρά πρόσεχαν τα επί σκηνής δρώμενα, είχε ως αποτέλεσμα να μη μπορείς να βγάλεις ασφαλή συμπεράσματα. Θα αποτολμήσω πάντως να πω ότι τίποτα από όσα έπαιξαν δεν ακούστηκε τόσο καθηλωτικό, όσο το αρχικό κομμάτι.  


Τι να πουν βέβαια και οι Noise Figures, οι οποίοι, παρότι headliners, κατέληξαν να παίξουν έμπροσθεν μιας πολύ ...οικογενειακής κατάστασης, ευχαριστώντας όσους παραμείναμε για την υπομονή μας. Δεν νομίζω ότι έκαναν κάποια προσπάθεια να κρύψουν την απογοήτευσή τους, οπωσδήποτε όμως συμπεριφέρθηκαν ως άψογοι επαγγελματίες κι έπαιξαν με μεγάλη ορμή και πάθος. 

Η μέχρι στιγμής εμπειρία που έχουν αποκομίσει ο Γιώργος Νίκας με τον Στάμο Μπάμπαρη έγινε άμεσα φανερή με το που πήραν θέση στη σκηνή ο ένας αντίκρυ στον άλλον, η μεταξύ τους επικοινωνία ήταν υποδειγματική για ντουέτο και το rock 'n' roll τους δυνατό και ξάστερο, αν και μάλλον στερεοτυπικό για τα προσωπικά μου γούστα. Παρά την άβολη περίσταση και τη γκρίνια για το περασμένο της ώρας, τους χάρηκα περισσότερο από εκείνο το support που είχαν κάνει τον Μάρτιο στους Black Rebel Motorcycle Club.

Δεν τελείωσε λοιπόν καλά η πρώτη ΨΧ μέρα, παρά την αξιόλογη μουσική που ακούσαμε κατά περιστάσεις, καθώς μάλλον υποτιμήθηκαν οι αντοχές του κόσμου που ήρθε ως την Αναξαγόρα: σε αναλογία, δηλαδή, νομίζω ότι κέρδισαν οι μεγαλύτεροι (ή έστω οι κάπως μεγαλύτεροι) σε ηλικία, άνθρωποι που πιθανότατα είχαν πίσω τους μια μακριά, εργάσιμη ημέρα, μη διαθέτοντας κουράγιο να ξενυχτήσουν. Οι προβλέψεις, πάντως, έλεγαν ότι η επόμενη ημέρα θα ήταν μια τελείως διαφορετική υπόθεση.

Ημέρα 2η (Σάββατο 13/9/2014)

Και το Σάββατο ήταν όντως μια εντελώς άλλη μέρα: με πλήθος κόσμου να έρχεται από νωρίς και να κάθεται μέχρι το τέλος του φεστιβάλ –κατακλύζοντας και το ίδιο το Ρομάντσο και τον δρόμο μπροστά από αυτό– και με τους 20άρηδες να αποτελούν ολοφάνερη πλειονότητα. Στοιχεία τα οποία έφτιαξαν μια ωραία και ζωντανή ατμόσφαιρα στα δρομάκια πίσω από το δημαρχείο Αθηνών.


Οι μουσικές εργασίες άρχισαν γύρω στις 21.00 (νωρίτερα αυτή τη φορά), με τους Acid Barretts. Μια μπάντα αναιμική, που δυστυχώς δεν μπόρεσε να πείσει ή να κεντρίσει επαρκώς την προσοχή. Βλέποντας μάλιστα τον έναν από τους δύο μουσικούς να φοράει μπλουζάκι Neu!, δεν απέφυγα τη σκέψη πως ήρθε στο ΨΧ με πολύ βαριά «φανέλα», η οποία έμεινε αστήριχτη από το αδύναμο, μονότονο υλικό το οποίο μας παρουσίασαν. Δεν αντιλέγω, το κέλυφος ήταν πράγματι ψυχεδελικό. Έμοιαζε όμως ως απόπειρα δουλικής αναπαραγωγής ενός στιλ που τα παιδιά αυτά έχουν μάθει μέσα από τους δίσκους της Sacred Bones, λ.χ., παρά ως κατακτημένη άποψη. 


Τα πράγματα άλλαξαν άρδην όταν βγήκαν οι Alien Mustangs. Έχοντας διαβάσει για το παλικαρίσιο support που έκαναν στην πρόσφατη συναυλία των Moon Duo στη Θεσσαλονίκη, ανυπομονούσα να τους δω σε δράση. Και πράγματι, έπαιξαν θαυμάσια, άσχετα αν δεν άκουσα ούτε κι από αυτούς κάτι ικανό να σταθεί στα δικά του πόδια, δισκογραφικά μιλώντας. Υπήρχε ωστόσο νεύρο, παλμός και μια σχέση ουσίας με τα ψυχεδελικά αρώματα και με την acid rock παράδοση, την οποία η μπάντα υπερασπίστηκε με πειθώ επί σκηνής. 


Η συνέχεια άνηκε στους Circassian, συγκρότημα για το οποίο έχω ακούσει διάφορους επαίνους μα δεν είχα τρακάρει ποτέ –είχα λοιπόν και περιέργεια και προσδοκίες. Οι οποίες τελικά μάλλον προσδοκίες έμειναν. Κι όχι γιατί δεν αξίζουν· απεναντίας, σε κάποια σημεία, όταν επιδόθηκαν σε κάτι σαν ...τσιφτετελοπάνκ, ήχησαν πραγματικά ενδιαφέροντες, υπηρετώντας επάξια και την psych κληρονομιά, με τις μουσικές γέφυρες μεταξύ Δύσης και Ανατολής. 

Νομίζω όμως ότι τους έφαγε μια πολύ λάθος εντύπωση για το τι σημαίνει «παίζω σε φεστιβάλ». Μια τέτοια συνθήκη, δηλαδή, απαιτεί καλό ξεδιάλεγμα υλικού, προκειμένου να βγει ένα στιβαρό set· δεν πρόκειται για δική σου συναυλία, με απλά μικρότερη χρονική διάρκεια. Αυτό βέβαια αποτελεί και μια γενικότερη παρατήρηση, για τις περισσότερες από τις μπάντες που συμμετείχαν στο ΨΧ. Απλά στην περίπτωση των Circassian, έκανε μπαμ.


Ελέω Last Drive καταβολών, οι BLML του Γιώργου Καρανικόλα ήταν η μπάντα για την οποία αδημονούσε ένα μεγάλο κομμάτι από όσους έδωσαν το παρών το Σάββατο στο φεστιβάλ. Και πράγματι, με το που ανέβηκαν στη σκηνή, κατέστησαν σαφές γιατί «ο παλιός είναι αλλιώς». Απίθανες κιθάρες, στιβαρά κατασκευασμένες συνθέσεις και μελωδίες που βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση αλλάζοντας (μερικές φορές αναπάντεχα) μορφή, τους έκαναν να απέχουν παρασάγγας από όσα γκρουπ προηγήθηκαν. Με τα φωνητικά του Καρανικόλα να προσθέτουν και σε ατμόσφαιρα και ιδιαιτερότητα, παρά τις χτυπητές τους αδυναμίες σε επίπεδο άρθρωσης. Έπαιξαν εξαιρετικά οι BLML, επιβεβαιώνοντας όσα λέγονται για αυτούς. Θα καταγράψω ωστόσο ότι ο πληκτράς θα πρέπει ή να σταματήσει να βγαίνει στο μικρόφωνο ή να δουλέψει πιο συστηματικά τον παράγοντα «κάνω φωνητικά». 


Όμως ακόμα και οι τρανοί BLML θόλωσαν σαν ανάμνηση με το που έσκασαν μπροστά μας οι Bazooka. Γιατί δεν ήταν πια συναυλία αυτό που ακολούθησε, μα μια ιδρωμένη, κολασμένη και άγρια επίθεση εναντίον μας με κιθαριστικούς όλμους και φωνητικά-μπαζούκα. Όπως και στην πρώτη ΨΧ μέρα, έτσι και στη δεύτερη έμελλε δηλαδή να πρωταγωνιστήσει η μπάντα με τους πιτσιρικάδες η οποία χρωστούσε τα λιγότερα στον παράγοντα ψυχεδέλεια. 

Κάτι όμως που, και πάλι, δεν σε ενδιέφερε πια να αναλύσεις, καθώς παραδινόσουν στο ενθουσιώδες, ξουραφιασμένο γκαραζοπάνκ τους. Ήταν φυσικά η χαρά όσων κατέφτασαν στο Ρομάντσο με μπλουζάκια Karma To Burn και Melvins, αλλά κι ένα σπουδαίο κλείσιμο για το φεστιβάλ ΨΧ. Το οποίο, παρά τις περιπέτειες της Παρασκευής, έριξε αυλαία με σαφέστατα θετικό πρόσημο, γενόμενο το πρώτο σημαντικό σημείο αναφοράς της εγχώριας σκηνής για τη σαιζόν που μόλις ξεκίνησε. 



04 Οκτωβρίου 2022

Loretta Lynn - Full Circle [δισκοκριτική, 2016]


Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δικτυώνουν μεν, μα συνάμα εξαπατούν κιόλας. Αρκετοί οι λόγοι και για το ένα φαινόμενο και για το άλλο –δεν χρειάζεται τεχνοφοβία, μα ας μη λείψει και η πιο κριτική ματιά– μέρος πάντως της όλης διάστασης είναι και η κάπως πιο πλασματική εικόνα του χρόνου που παράγεται. 

Πέρα δηλαδή από το γνώριμο θέμα με τις «ταχύτητες της ιντερνετικής εποχής» ή του γοργού timeline του Facebook, το να έχεις λ.χ. φίλη σε αυτό τη Loretta Lynn και να βλέπεις τα πολύ συχνά της posts, μπορεί να σε οδηγήσει να λησμονήσεις ότι είχε φτάσει στα 90. Κι έτσι, μαθαίνοντας για τον θάνατό της, απομένεις όχι μόνο λυπημένος, μα και λίγο έκπληκτος, γιατί νιώθεις ότι ήταν σαν χθες που τη «συνάντησες» και διάβασες τις σκέψεις της.

Πέθανε λοιπόν η Loretta Lynn, μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country και από τα σπουδαιότερα «αηδόνια» της Αμερικής. Είναι ηχηρή η απώλεια και δεν μετριέται με τα έτη. 

Περισσότερα λόγια δεν χωράνε, νομίζω, σε τέτοιες περιστάσεις. Εγώ τουλάχιστον δεν τα γουστάρω και γι' αυτό δεν έχω χειρότερο στην επαγγελματική μου ζωή από τις νεκρολογίες. Τους καλλιτέχνες που λατρέψαμε, άλλωστε, τους κουβαλάμε ακόμα κι όταν δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. 

Αποχαιρετώ λοιπόν την αγαπημένη Loretta αναδημοσιεύοντας την κριτική μου στο άλμπουμ της «Full Circle», από το 2016. Πρωτοδημοσιεύτηκε, τότε, στο Avopolis και παρατίθεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον David McClister


Κύλησαν κάμποσα χρόνια από το άλμπουμ Van Lear Rose, όταν η Loretta Lynn συνάντησε τον νεαρό, αφοσιωμένο Jack White κι εκείνος την έστειλε στο #24 των εθνικών charts των Η.Π.Α., συστήνοντας παράλληλα μία από τις πολύ μεγάλες κυρίες της country στο indie (και ευρύτερα rock) κοινό. 

Στα 83 της έτη, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, η τραγουδοποιός θα μπορούσε κάλλιστα να αναπαύεται σε μια άνετη κουνιστή καρέκλα στη βεράντα της στο Κεντάκι –το στάχυ στο στόμα, προαιρετικό– αγκαλιά με τον θρύλο της γυναίκας που έγινε σούπερ σταρ κι ας αρνούνταν πεισματικά (για κάποιο διάστημα) να την παίξουν τα ραδιόφωνα της πατρίδας της. Για τέτοιους καλλιτέχνες, όμως, η μουσική είναι η ζωή τους η ίδια. Ακόμα λοιπόν κι αν οι ρυθμοί είναι πλέον αισθητά πιο αργοί, ξαναμπήκε στο στούντιο και καταθέτει ένα ακόμα άλμπουμ.

Τι έχει όμως να κομίσει «ένα ακόμα άλμπουμ» της Loretta Lynn; Πολλά, είναι η (μόνη σωστή) απάντηση. Και δεν χρειάζεται καν να ανατρέξουμε σε εκείνη τη λαϊκή ρήση για τη γριά κότα και το ζουμί.

Το Full Circle έχει μεράκι, έχει ατόφια βιωματικότητα, διαθέτει χαρακτήρα, υφαίνεται νότα προς νότα στα μέτρα της καταπληκτικής φωνής της Lynn, η οποία βαστάει γερά κόντρα στη φθορά και στον χρόνο, ανά σημεία εντυπωσιάζοντας με την ενάργεια που ακόμα αποπνέει: ακούστε τη στο "Who's Gonna Miss Me?", κάντε αυτή τη χάρη στον εαυτό σας. Πάνω απ' όλα, όμως, το Full Circle είναι ένα άλμπουμ με αδιαφιλονίκητη country ταυτότητα. Το οποίο μπορεί να βοηθήσει τους νεότερους υπερατλαντικούς σκαπανείς να βρουν έναν μπούσουλα ως προς το τι εστί βερίκοκο, σε μια εποχή όπου εύκολα μπορείς να χαθείς σε κατά βάση ροκ χαρμάνια σαν το indie folk και την americana, που έχουν τόση σχέση με τη λαϊκή ψυχή της βαθιάς Αμερικής όση και ο Morrissey με τα κρεοπωλεία.  

Το Full Circle, έκφραση αγαπημένη και με ιδιαίτερη σημειολογία στην country δισκογραφία, σε προσκαλεί να κάτσεις κάτω και να ακούσεις τη Loretta Lynn να τακτοποιεί ένα κομμάτι του παρελθόντος· του δικού της, σε πρώτο πλάνο, μα και της λαϊκής μουσικής των Η.Π.Α., σε μια πιο πανοραμική εικόνα. Ξανατραγουδάει το b-side του πρώτου της single "Whispering Sea" (και το λέει καλύτερα, σε σύγκριση με την άγουρη εκτέλεση του 1960), τριγυρνάει στα προπολεμικά λιβάδια των Carter Family αναζητώντας τις πρωταρχικές πηγές της country παράδοσης ("Black Jack David") και μεταμορφώνει το γνωστό μας "Always On My Mind" σε ένα γλυκόπικρο χρονικό του γάμου της.

Ο εν λόγω δίσκος εύκολα μπορεί να παρεξηγηθεί ως συντηρητικός, καθώς δεν ασχολείται ούτε καν για τα προσχήματα με οτιδήποτε το ανανεωτικό, ενώ το υλικό του είναι δεδομένο. Αλλά μια τέτοια θέαση σου δείχνει τα δέντρα μόνο, όχι το δάσος. Γιατί πρόκειται για μια επίκληση καρδιάς προς την πιο αυθεντική και ανόθευτη ουσία των πραγμάτων, από μια «νοικοκυρά» που ξέρει κάθε γωνιά του country σπιτικού της. 

Μπορεί λοιπόν να χάνεται ενίοτε σε ακουστικές διαθέσεις ή να επιδιώκει να αναπροσδιοριστεί εκ νέου βαπτιζόμενη ξανά στις βουνίσιες ρίζες των Απαλαχίων, μα την ίδια στιγμή αποτελεί κι εκείνη μια γερή ρίζα για τη νεότερη τραγουδοποιία του χώρου της. Η οποία ξαναπρασινίζει με αυτή τη μέθοδο «αυτόματου ποτίσματος», ας την πούμε. Έχει επομένως άλλη βαρύτητα η βόλτα της Loretta Lynn στο παρελθόν. Γιατί δεν είναι η νοσταλγία που την παρακινεί, μα η ίδια η ζώσα μνήμη. 



01 Οκτωβρίου 2022

Σταμάτης Κόκοτας - ανταπόκριση (2020)


Η πρώτη μέρα του φετινού Οκτώβρη έμοιαζε με μικρό καλοκαίρι στην Αθήνα –ηλιόλουστη, με εκείνη τη θερμοκρασία που δεν ζεσταίνεσαι μεν, μα ιδρώνεις κι όταν περπατάς. 

Έφερε όμως και την είδηση ενός ακόμα φευγιού, αυτό του Σταμάτη Κόκοτα. Μιας ξεχωριστής φιγούρας από το μεγάλο παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού –με χαρακτηριστικές φαβορίτες και αξέχαστες συμμετοχές σε ράλι– με εξίσου ξεχωριστή, υπέροχα καθάρια φωνή, η οποία συνδέθηκε με κάμποσα σπουδαία τραγούδια. Σαν ένα δικό μου αγαπημένο, το "Πες Πως Μ' Αντάμωσες", από το 1968.

Αναπόφευκτα, μάλλον, σε τέτοιες στιγμές σκέφτεσαι κι εσύ τα «ευτυχώς» της δικής σου σχέσης με το ελληνικό τραγούδι. Εκείνα π.χ. που, παρά την κούραση της φορτωμένης καθημερινότητας, σε έφεραν στο «Άλσος» τον Ιανουάριο του 2020 –λίγο πριν το ξέσπασμα του κορωνοϊού– ώστε να δεις τον Σταμάτη Κόκοτα ζωντανά. Για τελευταία φορά, όπως αποδείχθηκε.

Τιμής ένεκεν, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις συγκριτικά με το πρώτο δημοσίευμα, το οποίο έγινε για λογαριασμό του Avopolis. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο «Άλσος» και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Πίσω στο μακρινό 1966, ο Σταμάτης Κόκοτας έκανε ιδανικό ξεκίνημα στη δισκογραφία, με Σταύρο Ξαρχάκο, Νίκο Γκάτσο και άμεσο σουξέ ("Στου Όθωνα Τα Χρόνια"). 54 χρόνια μετά, έκλεισε με αυτό την πρώτη από τις δύο βραδιές του στο Άλσος, εν μέσω θερμότατου χειροκροτήματος και επευφημιών. Έχοντας στο μεταξύ προσφέρει μια πλούσια συναυλία, σε ένα γεμάτο μαγαζί. Προσαρμοσμένη μεν στις φωνητικές δυνατότητες των 83 ετών του, μα με ενίοτε εντυπωσιακές υπερβάσεις, που θύμισαν τον τραγουδιστικό του θρύλο κι έκαναν την όλη υπόθεση να ξεφύγει από το απλώς νοσταλγικό στιγμιότυπο.

Παίρνοντας ωστόσο τα πράγματα με τη σειρά, ήταν γύρω στις 21.20 που μας καλησπέρισε ο Παντελής Αμπαζής, ο οποίος είχε αναλάβει να ανοίξει το πρόγραμμα στο Άλσος. Και μπήκε διαλύοντας την όποια αμφιβολία μπορεί να είχαν διάφοροι θαμώνες για το ποιος είναι, τραγουδώντας το "Madame (Padam Padam)", το ντουέτο του δηλαδή με τον Πάνο Μουζουράκη που χάλασε κόσμο στη δεκαετία που μόλις τελείωσε. Προσωπικά, πάντως, ουδέποτε μου άρεσε η αισθητική του συγκεκριμένου κομματιού, το οποίο σε υποβάλλει επιπλέον και σε σκωτσέζικα ντους σε στιχουργικό επίπεδο, λόγω της αλλοπρόσαλλης διαδοχής ορισμένων σπιρτόζικων ιδεών με ομοιοκαταληξίες πρόχειρες και κάποιες φορές σαχλές.


Αν επιμένω όμως εδώ σε εκτενέστερο σχολιασμό του "Madame (Padam Padam)" δεν είναι επειδή βρήκα ευκαιρία να τα πω, αλλά γιατί η ίδια εικόνα του πότε ύψος, πότε βάθος, χαρακτήρισε τελικά όλη την παρουσία του Αμπατζή στο Άλσος. Από τη μία, δηλαδή, είχες έναν άνθρωπο από τον οποίον δεν έλειπε το μπρίο, που πάνω στη σκηνή κουβάλησε την αλήθεια του και την ειλικρινή του αγάπη για την παραγκωνισμένη τέχνη του σατιρικού τραγουδιού, όπως τη δίδαξε κάποτε ο Γιάννης Λογοθέτης και έπειτα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης: η διασκευή λ.χ. στο "Είμαι Πολύ Ωραίος" του Θέμη Ανδρεάδη, ήταν μια απολαυστική νότα. 

Από την άλλη, δεν μπορούσες να αποφύγεις την αίσθηση ότι παρακολουθούσες έναν ελάσσονα διάδοχο εκείνων των μεγαλείων, η οποία διογκώθηκε μάλιστα μετά το διάλειμμα του Κόκοτα, όταν ο Αμπαζής επέστρεψε για να αρχινήσει το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Χωρίς πλέον δικά του τραγούδια για να το διανθίσει, πόνταρε κυρίως σε παλιά λαϊκά, τα οποία απέδωσε με υπέρ το δέον χαβαλεδιάρικη διάθεση. Και ναι μεν δεν πλατείασε, δείχνοντας σωστή αντίληψη της σκηνικής οικονομίας, όμως ήταν εκεί που σημειώθηκε και το ναδίρ του set του, με τα ...στρινγκάκια που πρόσθεσε στο "Αχ! Βρε Παλιομισοφόρια" να γίνονται το «ΟΚ boomer» στιγμιότυπο της βραδιάς.

Την ίδια κανονικότητα στις εμφανίσεις του έδειξε και ο Δημήτρης Κόκοτας, παίζοντας δηλαδή δύο διαφορετικά set μικρής σχετικά διάρκειας, ακριβώς πριν τις εμφανίσεις του πατέρα του. Με τη διαφορά ότι τα πράγματα εδώ ήταν πολύ πιο συνεκτικά –αν και δεν ήταν όλες οι αποφάσεις σωστές. Πάνε 30 χρόνια απ' όταν ο Δημήτρης Κόκοτας πρωτοβγήκε στο στερέωμα ως φέρελπις τραγουδιστής και κοντά 13, πλέον, από την τελευταία του δισκογραφική καταγραφή. Για όσους θυμούνταν λοιπόν τον νεαρό από τη δεκαετία του 1990, όταν για ένα φεγγάρι μεσουράνησε στα εμπορικά ραδιόφωνα με διάφορα σουξέ του Φοίβου, ήταν ένα μικρό σοκ να τον αντικρίζεις 50άρη, με κάποια εμφανώς γκρίζα μαλλιά.
 

Ήταν ωστόσο ένας κομψός και καλοστεκούμενος 50άρης, ο οποίος φάνηκε να έχει προβάρει καλά τη μεταγραφή των λαϊκοπόπ επιτυχιών του σε ένα πιο λιτό ενορχηστρωτικά σχήμα (πιάνο, μπουζούκι, κιθάρα), θέτοντας τη φωνή του σε πρώτο πλάνο. Ένα ακόμα μικρό σοκ για όσους δεν καταδεχόμασταν κάποτε να ακούσουμε το ρεπερτόριό του, ήταν ότι τραγούδια σαν το "Αδύνατον Χωρίς Εσένα Να Ζήσω", το "Κι Άσε Να Λένε" ή η "Ανεμώνα" στέκονται μια χαρά τόσον καιρό μετά. Ταίριαξαν, μάλιστα, και στα «κοκοτικά» γυρίσματα που επιστράτευσε ο ερμηνευτής, εμπλουτίζοντας το τραγούδι του με χρωματισμούς που έλειπαν παλιά. 

Ακόμα λοιπόν κι αν του λείπει η πρωτοκλασάτη φωνή, ο Δημήτρης Κόκοτας κέρδισε τις εντυπώσεις με την απόδοσή του στο Άλσος. Αυτό που δεν έπρεπε να κάνει ήταν να κλείσει κάθε μέρος με ένα από τα μεγάλα τραγούδια του εγχώριου παρελθόντος, προφανώς για να γίνει μια γέφυρα με τον κόσμο του πατέρα του, καθώς εκτιμήθηκε ότι υπήρχε απόσταση. Πρώτα-πρώτα, ήταν άσχημο οπτικά ότι ενώ ήξερε απέξω τα δικά του έπρεπε να έχει μπροστά του γραμμένα το "Θα Σε Ξανάβρω Στους Μπαξέδες" και το "Χρυσοπράσινο Φύλλο". Δεύτερον, δεν είναι ερμηνευτής για τέτοιες επιλογές. Του λείπουν δυνάμεις και βιώματα, μπαίνει σε συγκρίσεις με μεγέθη μη ανταγωνίσιμα, βάζει περιττώς δύσκολα στις δυνατότητές του, με αποτέλεσμα π.χ. να βγει εκτός μέτρου καθώς έλεγε τους "Μπαξέδες".

Ο Σταμάτης Κόκοτας, τώρα, δεν πρόλαβε καν να μας καλησπερίσει, αφού με το που πάτησε το σανίδι ξέσπασε από κάτω το χειροκρότημα. Καθώς  το κοινό είχε στην πλειονότητά του μεγάλες και πολύ μεγάλες ηλικίες, αυτό σήμαινε λίγο-πολύ ότι η συναυλία είχε κερδηθεί με γκολ από τα αποδυτήρια. Επί της ουσίας, δηλαδή, φάνηκε ότι δεν υπήρχαν απαιτήσεις από τον 83άχρονο Κόκοτα, άλλες από το να βρίσκεται εκεί, ενώπιόν μας, κουβαλώντας την πλούσια του προίκα και δίνοντας τον τόνο ώστε να αρχινήσουν γνώριμα τραγούδια και να ξυπνήσουν μνήμες από τη νιότη των παρευρισκομένων. 

Για ένα διάστημα στην αρχή της συναυλίας, μάλιστα, και ο ίδιος φάνηκε ότι θα αρκούνταν σε μια τέτοια προσέγγιση, ενεργοποιώντας απλά τον παράγοντα νοσταλγία. Παρά άλλωστε την εμφανή του χαρά που βρισκόταν ξανά στη σκηνή, έδειχνε συνάμα και εύθραυστος: οι κινήσεις του ήταν μικρές και πολύ μετρημένες και χρειαζόταν βοήθεια για να ανέβει και να κατέβει τα λίγα σκαλοπατάκια της σκηνής. Τα τραγούδια λέγονταν καθαρά, με ορθότατη άρθρωση, τα χρώματα ήταν εκεί για να υποκαθιστούν τη χαμένη φωνητική έκταση, αλλά η όλη προσέγγιση είχε συνάμα και κάτι το διεκπεραιωτικό –σαν να άφηνε το βάρος στα ίδια τα τραγούδια, μεταθέτοντάς το από τον ίδιο.


Όλα αυτά, όμως, ήταν εν τέλει απλά το αναγκαίο ζέσταμα. Το ρεφρέν «Αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή, φωτιά να καίει» από την "Πειραιώτισσα" έριξε την πρώτη σπίθα, με τον Αγρινιώτη τραγουδιστή να ανεβάζει διαρκώς στροφές από εκεί και πέρα, προσφέροντας ερμηνείες πέρα από κάθε προσδοκία. Ό,τι είχε, μας το έδωσε ο Σταμάτης Κόκοτας στο Άλσος. Αντανακλώντας έτσι έναν θρύλο που δεν βασίστηκε μόνο στο ιδιαίτερο της περσόνας (οι φαβορίτες, τα ράλι κτλ.), αλλά και σε μια φωνή με σπάνια στόφα και ταυτότητα, που ευτύχησε βέβαια να συναντήσει μεγάλους δημιουργούς και σπουδαία τραγούδια.

Και τι δεν ακούσαμε στο Άλσος, εκείνο το βράδυ. Και "Ρωμιός Αγάπησε Ρωμιά" και "Όνειρο Απατηλό" και "Το Θέμα Είναι Να Τη Βρω" και "Μη Μου Χτυπάς Μεσάνυχτα Την Πόρτα" και "Μια Παρένθεση Και Μόνο" και "Να 'Χα Τα Χρόνια Σου" και "Το Φεγγάρι Κάνει Βόλτα" και "Στου Προφήτη Ηλία". Ο κόσμος μουρμούρισε μαζί με τον Κόκοτα «Με κυνηγούν, με κυνηγούν κάθε βραδιά/της γειτονιάς, της γειτονιάς σου τα παιδιά» όταν έφτασε η ώρα για τον "Τρελό", ενώ σύσσωμο έπεσε το τραγούδι και στο ρεφρέν του "Πες Πως Μ' Αντάμωσες". Όπου έβρεξε καντάρια συγκίνησης, με τη μνήμη να στέκεται στον συνθέτη του, τον Γιάννη Σπανό –μία από τις αναπάντεχες απώλειες του 2019. 

Ο Κόκοτας διατήρησε γενικά την επίδοσή του και σε όλο το δεύτερο μέρος του προγράμματος. Το οποίο μπορεί να ξεκίνησε με ένα από τα νέα του τραγούδια, από τον δίσκο που βγήκε πρόσφατα ("Μάτια Όμορφά Μάτια Μου"), αλλά είχε ως κορωνίδα το "Γιε Μου": με όλες τις απώλειες και τη φθορά του χρόνου, ο Κόκοτας παρέδωσε εδώ μια ερμηνεία που έκανε πολλούς σημερινούς τραγουδιστές να φαίνονται δεύτεροι. Θυμίζοντας έτσι και το μέτρο των πραγμάτων στο ελληνικό ρεπερτόριο που, σκόντο στο σκόντο, χάθηκε μετά τα 1990s· αλλά ας μην την πιάσουμε εδώ αυτήν τη συζήτηση και πικραθούμε πάλι με όσους «όλα καλά καμωμένα» τα βρίσκουν.

Τα όσα απολαύσαμε και θαυμάσαμε, τέλος, δεν θα είχαν ακουστεί όπως τα ακούσαμε δίχως την παρουσία του Γιάννη Δοναδίκη στο πιάνο και του Κοσμά Κοκόλη στο μπουζούκι. Έπαιξαν και οι δύο θαυμάσια, με μέτρο και ουσία, αποφεύγοντας τις φιοριτούρες. Επί σκηνής υπήρχε ωστόσο κι ένας κιθαρίστας, που όχι μόνο δεν αναφέρθηκε –μια σημαντική παράλειψη– αλλά δεν ακουγόταν και πολύ καθαρά, τουλάχιστον στο αριστερό άκρο της σκηνής όπου βρισκόμουν. Τους Παντελή Αμπαζή & υιό Κόκοτα, επίσης, συνόδευσε (ωραία) κάποιος άλλος πιανίστας, του οποίου δεν μπόρεσα να ακούσω το όνομα. Κι αν η μισή ντροπή μου αναλογεί, νομίζω ότι δεν ήταν κάτι για το Άλσος να προσθέσει τους δύο μουσικούς στην περιγραφή της παράστασης, στην επίσημη ιστοσελίδα του.



23 Σεπτεμβρίου 2022

Σταύρος Ξαρχάκος: Αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη - ανταπόκριση (2019)


Καθώς το καλοκαίρι δίνει πια τη θέση του στο φθινόπωρο, η εγχώρια συναυλιακή επικαιρότητα οριοθετήθηκε από το sold-out του αφιερώματος στον Νίκο Ξυλούρη στο Ηρώδειο. Ιθύνοντας νους του, ο Σταύρος Ξαρχάκος.

Και ο Σταύρος Ξαρχάκος ξέρει πολύ καλά να φτιάχνει αφιερώματα, παίρνοντας ό,τι είναι δυνατόν να πάρει από τους συντελεστές τους οποίους διαλέγει κάθε φορά. Το έχει αποδείξει στο παρελθόν, οπότε κι εγώ φροντίζω να μην τα χάνω, όταν λαμβάνουν χώρα.

Με τη νυν αφορμή, λοιπόν, το blog επιστρέφει σήμερα σε δύο ανάλογες ξαχάρκειες βραδιές των τελευταίων ετών. Πατώντας εδώ, θα βγείτε σε ένα αφιέρωμα  στον Γιώργο Ζαμπέτα (Gazarte, Δεκέμβριος 2018) με τη Χάρις Αλεξίου στη δύση της σπουδαίας τραγουδιστικής της καριέρας, λίγο πριν πάρει απόφαση να σταματήσει (Ιούνιος 2020). Συνεχίζοντας κάτωθι, πάλι, θα βρείτε ένα αφιέρωμα στον Μάρκο Βαμβακάρη (Gazarte, Απρίλιος 2019) με συντελεστές τη Δήμητρα Γαλάνη, τον B.D. Foxmoor των Active Member και τον Στέλιο Βαμβακάρη –σε μία από τις τελευταίες του ζωντανές εμφανίσεις, αν όχι την τελευταία, καθώς πέθανε τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς.

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά, με κάποιες από τις κάτωθι να ανήκουν στον Άκη Χρήστου (έχουν και το credit του), για το mousikesebeeries.gr.


Σκεπτόμενος εκ νέου τον Γιώργο Ζαμπέτα, ο Σταύρος Ξαρχάκος πέτυχε τον χειμώνα του 2018 να τον ξαναφέρει στο προσκήνιο. Διατηρώντας τον ασυμβίβαστα λαϊκό, μα σε θέση πλέον να επικοινωνήσει (και) με ένα ακροατήριο που διαθέτει περισσότερες αναφορές από όσες συνδιαμόρφωνε μια τυπική γειτονιά της παλιάς Αθήνας. Η απόσταση δεν ήταν μικρή. Ωχριούσε όμως σε σύγκριση με αυτήν που έπρεπε να διανύσει –χρονικά, μα και πολιτισμικά– το επόμενο ξαρχάκειο στοίχημα, γύρω από έναν ακόμα Μεγάλο Λαϊκό: τον Μάρκο Βαμβακάρη.

Άργησα να γράψω τη σχετική κριτική και εν μέρει φταίει ότι δεν είχα επαγγελματική υποχρέωση να το κάνω. Κυρίως, όμως, φταίει που επί ημέρες δεν έβγαζα άκρη με το πώς ένα πασιφανώς καλομελετημένο πρόγραμμα με άφησε κομματάκι απογοητευμένο. Υπήρχε δηλαδή μια αντίφαση προς επίλυση· μια ανάγκη να εξερευνηθούν τα όρια της προσωπικής εντύπωσης με αυτήν που καλείται να αποτυπώσει μια δημοσιογραφική ανταπόκριση. Βλέπετε, το ότι λήξαμε κάποτε τα περί «αντικειμενικότητας» ως μύθευμα μιας θετικιστικής εποχής, δεν σημαίνει ότι δικαιούμαστε να ξαμολάμε αβασάνιστη την αποψάρα μας, όπως δυστυχώς συμβαίνει στον μουσικό Τύπο όλο και περισσότερο. 

Ο κατά Ξαρχάκο Βαμβακάρης αρθρώθηκε σε 2 μέρη, ομολογουμένως φτιαγμένα με πολλή προσοχή. Ο ίδιος ο Ξαρχάκος μας είπε ότι το πρώτο αποτελούσε μια μαθητεία στον θρυλικό Συριανό, ενώ το δεύτερο θα εστίαζε στα ντουζένια και στα καραντουζένια του: τα περίφημα (πλέον) κουρδίσματά του στα μπουζούκια, τα οποία του επέτρεπαν να κομπανιάρει εαυτόν απουσία κάποιου άλλου οργάνου. 

Μου διέφυγε η σημασία του σκηνικού ερειπίων που τοποθετήθηκε ως φόντο της ορχήστρας στο πρώτο μέρος της συναυλίας (μια φωτογραφία του Βαμβακάρη θα έκανε καλύτερη δουλειά). Ωστόσο δημιουργήθηκε υποβλητικό κλίμα, αφενός λόγω των αναμμένων κεριών (δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου φώτα), αφετέρου χάρη στην εμφάνιση του Στέλιου Βαμβακάρη στον εξώστη του Gazarte –ο οποίος ανέλαβε από εκεί την εκκίνηση με έναν υπέροχο αμανέ, που σύνδεσε το ρεμπέτικο του πατέρα του με το αμέσως προγενέστερό του σμυρνέικο ύφος. Χωρίς να το καταλάβεις, το πρόγραμμα σε είχε ήδη «ρουφήξει». 


Το τμήμα αυτό, επίσης, αποδείχθηκε ιδιαίτερα τολμηρό. Ο Ξαρχάκος είχε σχεδιάσει ενορχηστρώσεις πλούσιες, με σύγχρονα πατήματα, οι οποίες ανακάτεψαν τη δωρική λαϊκότητα του Βαμβακάρη με λόγιες ή/και τζαζ παρεκκλίσεις· μέχρι και κάτι σαν blues rock ήχησε στιγμιαία στην κιθάρα. Κοσμαγάπητες επιλογές σαν τη "Φραγκοσυριανή", το "Χαράματα Η Ώρα Τρεις" –που τραγουδήθηκε χορωδιακά, απ' όλους τους συντελεστές– ή το "Τα Δυο Σου Χέρια Πήρανε (Βεργούλες)" παρέμειναν έτσι αναγνωρίσιμες, ταυτόχρονα όμως τοποθετήθηκαν κάπου μεταξύ της καθ' ημάς Ανατολής και της πιο σύγχρονης Δύσης. Σε μια επικίνδυνη μεν ισορροπία, που όμως πρόσφερε επαρκές έδαφος ώστε να σταθούν οι κεντρικοί ερμηνευτές: η Δήμητρα Γαλάνη, κάτοχος ούτως ή άλλως μιας φωνής ικανής να σταθεί περίφημα σε ένα τέτοιο πολιτισμικό σταυροδρόμι· και ο Μιχάλης Μυτακίδης (γνωστός μας ως B.D. Foxmoor από τους Active Member), ο οποίος λειτουργούσε βασικά σαν αφηγητής, περνώντας ανά σημεία σε ένα χαλαρό rap. 

Το δεύτερο μέρος είχε μια περίτεχνη (σχεδόν industrial υφής) εισαγωγή να το γεφυρώνει με το πρώτο, όμως εδώ τα φώτα άναψαν και ο Στέλιος Βαμβακάρης ήρθε επί σκηνής αναλαμβάνοντας κεντρική θέση και ως μπουζούκι, αλλά και ως ερμηνευτής –με τη Γαλάνη και τον B.D. Foxmoor να παραμένουν βέβαια στις θέσεις τους. Η παρουσία του και η επιθυμία εστίασης (όπως είπαμε) στα ντουζένια και στα καραντουζένια του πατέρα του, έκαναν αυτό το τμήμα της συναυλίας πιο «ορθόδοξο»: οι λοξές ματιές και οι παρεκκλίσεις εξαφανίστηκαν και επικράτησε ο χαρακτήρας ενός (διευρυμένου) λαϊκού πάλκου, με τα 4 μπουζούκια της ορχήστρας να δίνουν τον τόνο. 

Έτσι, όμως, τα πράγματα έχασαν σε περιπέτεια: ως έναν βαθμό έμειναν συντηρητικώς γνώριμα και ως έναν άλλον δημιούργησαν το παράδοξο να ακούς τραγούδια μιας  περιθωριακής ζωής σε έναν χώρο σαν το Gazarte, όπου το ζευγάρι πίσω μου συζητούσε στο διάλειμμα για τον Αντώνη Ρέμο και για το αν ο Ξαρχάκος παρέμενε άραγε «δικός τους» ή είχε απομακρυνθεί στα χρόνια της κυριαρχίας του Αντώνη Σαμαρά στη Νέα Δημοκρατία. Από την άλλη, το πιο οικείο αυτό κλίμα έφερε εξωστρέφεια τόσο πάνω στη σκηνή, όσο και στους θεατές, καθώς ορισμένοι άρχισαν π.χ. να σιγοτραγουδούν σε σημεία. 

Το χειροκρότημα στο τέλος ήχησε θερμό και παρατεταμένο: το encore, ακόμα κι αν είχε σχεδιαστεί, πραγματικά απαιτήθηκε με ζήλο, από ένα Gazarte (σημειωτέον) αρκετά γεμάτο με κόσμο, παρότι οι σχετικές παραστάσεις βαίναν πια προς φινάλε. Και δεν γίνεται να μην παραδεχτείς ότι ήταν ένα δίκαιο χειροκρότημα, για μια παράσταση που τίμησε τον Μάρκο Βαμβακάρη και προσπάθησε φιλότιμα να τον οραματιστεί εκ νέου. 

Πού βρίσκεται λοιπόν η «γκρίνια»;

Μέρες μετά, τίποτα δεν μένει πιο σθεναρά εντυπωμένο στη μνήμη από τη φιγούρα του Ξαρχάκου ως ιδανικού, αεικίνητου μαέστρου, παθιασμένου με την κάθε νότα του Βαμβακάρη, με τον κάθε στίχο των τραγουδιών του στο στόμα του. Τα έδωσε όλα εκεί πάνω στο σανίδι του Gazarte και πρέπει σωματικά να κουράστηκε πολύ, ήταν όμως χάρμα οφθαλμών· τόσο, ώστε συχνά ξεχνούσες τι άκουγες και έμενες απλά να τον κοιτάζεις. Είχε ασφαλώς και μια ορχήστρα φίνα, μουσικούς πραγματικά δοσμένους στα όργανά τους, αλλά και συντονισμένους στη δική του υπερ-προσπάθεια: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Αλέξανδρος Καψοκαβάδης (κλασική κιθάρα, νυκτά έγχορδα), Γιώργος Λιμάκης (κιθάρα), Ηρακλής Ζάκκας (πρώτο μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Δημήτρης Ρέππας (μπουζούκι, μπαγλαμάς, τζουράς), Μιχάλης Δήμας (μπουζούκι, μπαγλαμάς) & Αντώνης Τζίκας (κοντραμπάσο).


Αλλά, όσο προς τιμήν των παραπάνω κι αν είναι μια τέτοια εικόνα, τόσο θολώνει τελικά το στίγμα των κεντρικών πρωταγωνιστών. Η Δήμητρα Γαλάνη τραγούδησε βέβαια πολύ ωραία –οι "Βεργούλες" της, ήταν για σεμινάριο. Την ίδια στιγμή, όμως, έμεινε αφύσικα περιορισμένη στην καρέκλα της και φόρεσε στην όλη της παρουσία (σκηνική και ερμηνευτική) ένα παράταιρο της περίστασης «έντεχνο» φίλτρο, που κορυφώθηκε νομίζω στο κλείσιμο του πρώτου μέρους του προγράμματος. Στο δεύτερο μέρος την είδαμε μεν πιο κινητική, ήταν όμως τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε μάλλον την παρόπλισε, μην επιτρέποντάς της π.χ. να λειτουργήσει όπως η Χάρις Αλεξίου στην προαναφερόμενη παράσταση περί Ζαμπέτα. Εκεί, δηλαδή, όλα ακουμπούσαν και «κούμπωναν» στην Αλεξίου. Ενώ, εδώ, η Γαλάνη έμεινε απλά ως μια σολίστ, με τον ουσιαστικό της ρόλο να μειώνεται στην εξέλιξη, καθώς έπαιρνε τα ηνία ο Στέλιος Βαμβακάρης.

Επιπλέον, η επιλογή του B.D. Foxmoor –ένα κρίσιμο στοίχημα, εξαρχής– νομίζω ότι δεν λειτούργησε. Ανά σημεία, βέβαια, βρήκε τα πατήματά του, ενώ μας χάρισε και μια σπουδαία σκηνική στιγμή όταν σηκώθηκε, θεόρατος, για μια άτυπη ζεϊμπεκιά μπροστά στον Ξαρχάκο. Δεν έφερε όμως ποτέ τον νέο ορίζοντα που υποσχόταν η παρουσία του, ενώ τα αφηγηματικά του μέρη έμειναν παγιδευμένα σε εκείνη την έτοιμη να κλάψει εντεχνίλα, που συχνά έχει μαστίσει το low bap. Καταλαβαίνω ασφαλώς ότι γι' αυτό ακριβώς επιλέχθηκε, ως μόνο ευρέως αναγνωρίσιμο «σύνορο» του ελληνικού χιπ χοπ με την έντεχνη/λαϊκή δημιουργία. Παρά ταύτα, μια τέτοια προσέγγιση δεν ταίριαζε στον Βαμβακάρη. Εδώ χρειαζόταν ένα νεότερο παιδί, από εκείνα που κερδίζουν την καρδιά της σημερινής νεολαίας με το φλογερό ραπάρισμά τους και μπορούν να μεταδώσουν καλύτερα την αίσθηση του περιθωρίου, όπως διαμορφώνεται με επίκαιρους, (ημι)μητροπολιτικούς όρους.

Η άρθρωση επίσης του B.D. Foxmoor δεν ήταν σταθερή, με αποτέλεσμα να χάνονται λέξεις και νοήματα ακόμα και για τα μπροστινά τραπέζια, σε ένα περιβάλλον με άψογο κατά τα λοιπά ήχο. Στο δε δεύτερο μέρος του προγράμματος, όπου δικαιολογημένα στάθηκε αμήχανα εν μέσω της κυριαρχίας των 4 μπουζουκιών και του Στέλιου Βαμβακάρη, αφέθηκε σε μια λαϊκίστικη πολιτικολογία, η οποία εξάντλησε γρήγορα την αιχμή της, γενόμενη όχι απλά φλύαρη, μα και φτηνή. Επειδή οι καιροί είναι όχι μόνο πονηροί, μα και ...εκλογικοί, ας διευκρινίσω ότι δίκιο είχε σε όσα είπε –όμως, ως γνωστόν, ο τρόπος με τον οποίον εκφράζεται κανείς, μπορεί να τον κάνει να χάσει ακόμα και το δίκιο του.  

Ως συνέπεια των παραπάνω ο Βαμβακάρης έμεινε στη μνήμη περισσότερο ως ήδη είχε· ως ο λαϊκός εκείνος δημιουργός, δηλαδή, που έλαμψε στο δεύτερο μέρος του προγράμματος στο Gazarte. Παρουσιάστηκε πράγματι ωραία, ευτυχώντας να βρεθεί στα χέρια του Ξαρχάκου και μιας άξιας ορχήστρας, με τον ίδιο του τον γιο να τον πρεσβεύει σε αυτήν, κουβαλώντας κάτι από την αυθεντικότητα του ρεμπέτικου πνεύματος. Όμως δεν ήταν κάποιος Βαμβακάρης που μας είχε λείψει, ενώ τελικά επισκίασε εκείνον τον διαφοροποιημένο Βαμβακάρη που προσπάθησε να φέρει ενώπιόν μας το πρώτο μέρος της συναυλίας. Και νομίζω ότι τον είχαμε περισσότερο ανάγκη.