04 Ιουλίου 2022

Scorpions - ανταπόκριση (2016)


Ο νέος ερχομός των Scorpions με τον Alice Cooper σε ρόλο «special guest» (Τετάρτη 6/7, Ολυμπιακό Στάδιο) με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι πέρασαν 6 καλοκαίρια από τον Ιούλιο του 2016, όταν τους παρακολούθησα για τελευταία φορά –καθώς δεν πήγα στο Καλλιμάρμαρο να τους δω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (2018): έχω μάθει να φοβάμαι όπως ο διάολος το λιβάνι τις hard rock συμπράξεις με ορχήστρες, άλλωστε και οι αγαπημένοι Γερμανοί δεν διαθέτουν καλή προϋπηρεσία στον συγκεκριμένο τομέα.

Παρά ταύτα, ούτε τώρα θα πάω να τους δω –κι ας έβγαλαν έναν ωραίο δίσκο φέτος, ονόματι Rock Believer: οι αντοχές με έχουν εγκαταλείψει και για λίγο χρειάζεται ένα διάλειμμα από συναυλίες, γιατί υπάρχει και συνέχεια. Τουλάχιστον το 2016 που τους είδα στην Πλατεία Νερού έπαιζαν ήδη με τον Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος πλέον είναι κανονικός ντράμερ, έχοντας αντικαταστήσει και επισήμως τον James Kottak. Οπότε έχω πάρει μια «γεύση» της φόρας που τους έδωσε.

Οι τότε εντυπώσεις μου δημοσιεύτηκαν με τη μορφή συναυλιακής ανταπόκρισης στο Avopolis και αναδημοσιεύονται τώρα και εδώ ένεκα του νέου ερχομού των Σκορπιών –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στην Πλατεία Νερού και ανήκουν στην Τζωρτζίνα Πατεράκη.


Φτάνοντας λίγο πριν τις 7 στην Πλατεία Νερού, έμεινα παγωτό: νόμισα ότι είδα ανάμεσα στους συγκεντρωμένους τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, γνώριμο (φαντάζομαι) σε όσους παρακολουθείτε το e-tetRadio και την Εφημερίδα των Συντακτών ή παλιότερα την Ελευθεροτυπία. Έναν από τους γνωστότερους εχθρούς των Scorpions και της σχέσης τους με το ελληνικό κοινό, δηλαδή. Ήταν βέβαια απλά ο ας-τον-πούμε hard rock σωσίας του, οπότε όλα κομπλέ· η συμπαντική τάξη παραμένει (περίπου) ως την ξέρουμε. 

Ο Γιώργος Γάκης, πάλι –ο οποίος άνοιξε τη συναυλία παρέα με τους Troublemakers του– είναι ο τύπος με το αγέρωχο μακρύ μαλλί του κομμωτηρίου, το 1980s πέτσινο παντελόνι και το «σκληρό» γυαλί ηλίου, που λέει το ροκ εν ρολ «ροκ εντ ρολ», δεν κατανοεί ότι δεν γίνεται το support set του να διαρκεί περισσότερο από εκείνο των Firewind και παίζει τον David Coverdale της Ελλάδας. 


Είναι εύκολο λοιπόν να τον περάσεις για γραφικό και δεν βοήθησε την κατάσταση με τα συνεχή «εσείς» που έδινε στο κοινό ή με τη γενικότερη ανάγκη του να βλέπει χέρια ψηλά και συμμετοχή. Παρά ταύτα, το ζει εκεί πάνω στη σκηνή: έχει ενέργεια, διαθέτει παλμό, παραδίπλα του βρισκόταν ένας πολύ καλός νέος κιθαρίστας, ενώ δεν γίνεται να παραβλέψεις το γεγονός ότι μπόρεσε να πει το "Kashmir" των Led Zeppelin δίχως να εκτεθεί. Ο κόσμος τον στήριξε και τον χειροκρότησε θερμά και, να σας πω την αλήθεια τώρα, το άξιζε. Τα ράσα δεν κάνουν (πάντα) τον παπά.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι Firewind, η Πλατεία Νερού είχε ήδη όσο κόσμο είχαν και οι «μεγάλες» ημέρες του Release Athens. Όσο δε πέρναγε η ώρα έρχονταν ολοένα και περισσότεροι, κατά κύματα: ώσπου να δύσει ο ήλιος, συγκεντρώθηκε ένα εντυπωσιακό πλήθος –ανάμεσά τους, πάμπολλα νέα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, έτσι για να καταρρίπτεται η μυθολογία ότι σε τέτοια live πάνε μόνο αμετανόητοι καραφλομαλλιάδες. Οι περισσότεροι περίμεναν βέβαια με αγωνία τους Scorpions κι έτσι τραβήχτηκαν αρχικά προς τα πίσω, όμως οι Firewind δεν άφησαν περιθώρια να τους αγνοήσεις. 


Μπήκαν με "Into The Fire" έχοντας τη φόρα καταιγίδας, ενθουσίασαν όσους δεν είχαν ξαναδεί από κοντά τι αποδόσεις και επιδόσεις μπορεί να πιάσει στην ηλεκτρική ο Θεσσαλονικιός Κώστας Καραμητρούδης (Gus G.) –ένας από τους κορυφαίους κιθαρίστες που έβγαλε η χώρα μας– και σύστησαν επιτυχώς τον νέο τους frontman, τον Γερμανό Henning Basse. Ο οποίος τραγούδησε με όγκο και στιβαρότητα, χωρίς να καταπλακώνεται από το ποδοβολητό γύρω του, «αναγκάζοντας» τον κόσμο να του στήσει μια εντυπωσιακή κερκίδα στο "Falling To Pieces". Η δε power metal δραματικότητα με την οποία απέδωσε τον στίχο «what about those who died in vain?» από το "Few Against Many" υπήρξε άριστη, κερδίζοντας κατά κράτος τις μνήμες μας από τον Apollo Papathanasio, που το πρωτοτραγούδησε.

Πέρασε πολλή ώρα από το φινάλε των Firewind μέχρι την έναρξη των Scorpions και νομίζω ότι πολλοί, ιδιαίτερα οι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είχαν εισιτήριο στις sold-out θέσεις για καθήμενους, κουράστηκαν. Όταν πάντως βγήκαν οι Γερμανοί, ο ενθουσιασμός και ο πανζουρλισμός χτύπησαν κόκκινο. Κι εκεί έμειναν, σταθερά, σταθερότατα για τη 1,5 ώρα που κράτησε η «κανονική» συναυλία, μέχρι τη νέα απογείωση του αειθαλούς "Still Loving You" στην έναρξη του encore. 


Οι Scorpions δεν είχαν και λίγους άσσους στο μανίκι, εδώ που τα λέμε. Το πολυδιαφημισμένο οπτικό σόου της περιοδείας, βέβαια, ήταν μάλλον φτηνιάρικο, όμως ο ήχος αποδείχθηκε πολύ πετυχημένος. Τη θέση επίσης του ντράμερ κατείχε ο Mikkey Dee της Motörhead εποποιίας, ο οποίος έφερε κάτι που είχαμε ν' ακούσουμε από τα δοξασμένα χρόνια του Herman "Ze German" Rarebell: ισορροπώντας μαεστρικά μεταξύ αρένας και ατόφιου σκληρού rock 'n' roll, ο Dee έδωσε ρέστα, κάνοντας ακόμα και το drum solo –ναι, οι Scorpions επιμένουν σε αυτήν την πρακτική, αν είναι δυνατόν– να ακουστεί ως κατάθεση και όχι ως στείρα επίδειξη. Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε ότι ο Rudolf Schenker και ο Matthias Jabs παραμένουν κιθαρίστες ολκής, ικανοί για εντυπωσιακά «κοκορέτσια»· στο "Coast To Coast", ειδικά, έπεισαν ακόμα και τον πιο επιφυλακτικό. 

Εν τέλει, όμως, το χαρτί που κέρδισε την παρτίδα για τους Γερμανούς ήταν η καπατσοσύνη. Γνωρίζοντας δηλαδή καλά ότι ο πιο αδύναμος κρίκος τους είναι πια ο Klaus Meine –η φωνή του οποίου έχει υποστεί σημαντική φθορά– έστησαν ένα σόου που φρόντιζε να του δίνει συχνές και μελετημένες ανάσες. Πάρε λοιπόν οργανικά, πάρε drum solo, πάρε ένα ενδιάμεσο τμήμα με μπαλάντες, ο Meine το έβγαλε το μιαμισάωρο. Έστω κι αν χρειάστηκε να κάνει κι εκείνος οικονομία δυνάμεων, με αποτέλεσμα να ηχήσει λίαν απογοητευτικός σε εβδομηντάρικες στιγμές σαν τα "Speedy's Coming", "Steamrock Fever" και "Top Of The Bill". Σημασία έχει ότι, στο κορύφωμα της συναυλίας, όταν χρειάστηκε να πει στα καπάκια το "No One Like You" και το "Big City Nights", θύμιζε κάτι από τον παλιό, καλό εαυτό του. Τα έδωσε επίσης όλα στο "Dynamite" και στο "Still Loving You", μην αφήνοντας περιθώρια για (πολλές) γκρίνιες: για 68 χρονών άνθρωπο, τα παραπάνω φτάνουν και περισσεύουν. 


Το απογοητευτικό κομμάτι του live ήταν βέβαια η ανάπαυλα με τις μπαλάντες. Όχι γιατί λίγο ελληνικά, λίγο αγγλικά, λίγο ο κόσμος μας είπαν το "Θα 'Θελα Να Ήσουν (Αγάπη Μου)" της Μαρινέλλας, αλλά γιατί υπήρχε κάτι το αξεπέραστα νερόβραστο στις όλες γλυκές κιθάρες, στο προκάτ δράμα του "Send Me An Angel", στις φωτίτσες από κάτω και στον Klaus Meine να άδει το "Wind Of Change" τυλιγμένος σε μια ελληνική σημαία, με φόντο την πανσέληνο και κάτι άσπρα περιστέρια στο video wall. Το μέγεθος ωστόσο του ενθουσιασμού που έδειξαν χιλιάδες κόσμου για όλα αυτά, υπήρξε εντυπωσιακό: καλώς ή κακώς, φτιάχτηκε μια χημεία μεταξύ σκηνής και ακροατηρίου, την οποία σπάνια βλέπουμε σε συναυλίες.   

Γιατί λοιπόν τόσες χιλιάδες κόσμου τρέχουν στους Scorpions κάθε που έρχονται, αδιαφορώντας για το πόσο τσουχτερό μπορεί να γίνει το εισιτήριο ή για τα (50) χρόνια που βαραίνουν στις πλάτες τους; Το έχω ξαναγράψει με άλλες αφορμές και το ξανατονίζω: γιατί περνάνε καλά. Οι σημερινοί Scorpions προσφέρουν ένα δυναμικό, λαϊκό θέαμα για όλη την οικογένεια, ακίνδυνο και ασφαλές, με το κέλυφος μόνο της hard rock επικινδυνότητας που κρυβόταν σε περιπετειώδη τραγούδια σαν το "Zoo" και το "Blackout". Είναι λοιπόν εύκολο να πας μαζικά σε κάτι τέτοιο, αλλά δεν θα ξαναπάς (πόσο μάλλον να πάρεις και τα παιδιά ή τα εγγόνια σου μαζί), αν δεν έχεις περάσει καλά. 

Όσοι κράζουν, επομένως, πρέπει κάποια στιγμή να τον λάβουν υπόψη αυτόν τον κρίσιμο παράγοντα. Γιατί, τι να κάνουμε ρε παιδιά, δεν κάνουν σε όλους κούκου οι Sigur Rós, δεν τη βρίσκουν όλοι με τους επιγόνους των Kyuss, δεν είναι για όλους «ροκ» οι κιθάρες των Last Shadow Puppets, δεν είναι όλοι διατεθειμένοι να ρισκάρουν να χασμουρηθούν με τα καινούρια της PJ Harvey. Άλλο πράγμα τώρα αν έχουν δίκιο ή άδικο. Ας όψονται λοιπόν οι οδυρμοί για το κοινό που «πάλι πήγε στους Scorpions» και δεν στήριξε αναλόγως τα πιο εναλλακτικά πράγματα ή τα πράγματα που τέλος πάντων προτιμά ο τάδε ή ο δείνα ραδιοφωνικός παραγωγός ή γραφιάς, για να επιστρέψουμε τρόπον τινά και στον Δημήτρη Κανελλόπουλο της έναρξης. Δεν υπήρχε ποτέ αυτό το «αναλόγως», ούτε και βρισκόταν ποτέ το επίμαχο μπαλάκι στην πλευρά συγκροτημάτων που γιορτάζουν μισό αιώνα καριέρας.  



03 Ιουλίου 2022

Gogol Bordello - συνέντευξη (2008)


Με τους Gogol Bordello είχα και διατηρώ αμφίθυμη σχέση. Εκεί στις αρχές των '00s, όταν πρωτοεμφανίστηκαν στα μουσικά πράγματα, μου φάνηκαν γελοίοι: ούτε punk που τους βάφτιζαν, ούτε επαρκώς κάτι άλλο (gypsy, polka, δεν ξέρω τι), απλά ένα χαοτικό ανακάτεμα στυλ, του τύπου που φοριόταν πολύ στις αρχές του 21ου αιώνα –και ως έναν βαθμό όλοι σχεδόν στηρίξαμε, δίχως να αξίζει.

Μετά, όμως, έβγαλαν εκείνον τον κίτρινο δίσκο με τη σφεντόνα, το Gypsy Punks: Underdog World Strike (2005). Κι ακόμα τραγουδάω καμιά φορά από μέσα μου το "Start Wearing Purple". Μετά ήρθε το Super Taranta! (2007) –το οποίο ΟΚ, κάπως κράτησε το μομέντουμ, χωρίς όμως να είναι και τίποτις σπουδαίο– κι έπειτα το ξανάχασα το ενδιαφέρον μου. Μάλλον για τα καλά, αν και γνωρίζω ότι το 2014 που φάνηκαν για τελευταία φορά στην Αθήνα ήταν οι γνωστοί παλαβιάρηδες εαυτοί τους. Με την καλή και ξεσηκωτική έννοια.

Στο μεσοδιάστημα, το 2008, ανέλαβα να πάρω ένα τηλέφωνο τον ηγέτη τους Eugene Hütz, για να κάνουμε μια κουβέντα για λογαριασμό του περιοδικού Sonik, καθώς θα έρχονταν στην Αθήνα για το (ξεχασμένο, πλέον) φεστιβάλ Fly Beeyond. Στην αρχή ήταν ξινιόλος και περίεργος –άγνωστο γιατί. Αλλά στην πορεία το βρήκαμε και καταλήξαμε να γελάσουμε αρκετά, συζητώντας (μεταξύ άλλων) για τη Madonna, για τον Θεό, για παράξενους θείους από το εξωτερικό και για ...λεμονάτα σκουμπριά!

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε σε ένα από τα καλοκαιρινά Sonik του 2008, ενώ λίγο μετά πέρασε και στο ίντερνετ (στο Avopolis). Με την αφορμή ωστόσο του νέου ερχομού των Gogol Bordello στην Αθήνα (Τεχνόπολη, Τρίτη 5 Ιουλίου) αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε τότε προς τον Τύπο. 


Στη Γαλλία σας βρίσκω, από ό,τι έμαθα. Πώς τα περνάτε εκεί;

Όλα κυλάνε ρολόι, αλλά μη νομίζεις ότι έχουμε και πολύ χρόνο στη διάθεσή μας για βόλτες και άραγμα. Δίνουμε έξι συναυλίες την εβδομάδα.

Αυτό το καλοκαίρι σας περιμένουμε και στην Αθήνα. Σας έχουν βάλει με τους Massive Attack, δεν ξέρω κατά πόσο σου αρέσει η μουσική τους...

Νομίζω ότι οι Massive Attack είναι πια μια μπάντα που σε αφορά είτε σου αρέσει η μουσική τους, είτε όχι. Άσε που δεν είχα ποτέ μου «σύνορα» στο τι μπορεί να μου αρέσει. Απολάμβανα πάντοτε την ποικιλία και το ανακάτεμα πολύ διαφορετικών πραγμάτων –το καταλαβαίνεις άλλωστε και από τους Gogol Bordello αυτό. Όσο για την εμφάνισή μας στην Αθήνα, την περιμένω πώς και πώς: μας αρέσει ιδιαιτέρως να παίζουμε στις μεσογειακές χώρες. 

Για πες μου και μερικά πράγματα για το τελευταίο σας άλμπουμ, το Super Taranta!. Πρώτα-πρώτα, γιατί η "Supertheory Of Supereverything" είναι καλύτερη από τη Θεωρία των Υπερχορδών, ως εξήγηση της λειτουργίας του κόσμου;

Δεν θα έλεγα ότι είναι καλύτερη, θα έλεγα όμως ότι είναι πιο αστεία. Άλλωστε, στην πραγματικότητα, πρόκειται μάλλον για μια …μεθυσμένη εκδοχή αυτής! Και υπάρχει κι ένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, όπως γενικά στα τραγούδια μου. Μεγάλωσα βλέπεις σε μια οικογένεια η οποία περιλάμβανε τόσο θρησκευόμενους, όσο και άθεους. Οπότε το "Supertheory Of Supereverything" είναι μια προσπάθεια να συμβιβάσω τα αντίθετα. 

Άλλωστε πιστεύω ότι πίσω από κάθε θεωρία κρύβεται η αναζήτηση του Θεού: αυτό ψάχνει, στην ουσία της, και η Θεωρία των Υπερχορδών. Κι αν το κάνεις δίχως να σκαλώνεις σε δόγματα και χωρίς να φανατίζεσαι, τότε είναι κάτι πολύ σεβαστό.  

Και τι θα κάνουμε αν όντως ο Θεός δεν έχει χιούμορ και δεν φταίει η Αγία Γραφή για αυτήν του την εικόνα, όπως λες στους στίχους;

Όχι, όχι, ο Θεός έχει οπωσδήποτε χιούμορ –κοίτα τον πλανήτη και δεν χρειάζεται περαιτέρω συζήτηση. Την εικόνα αυτή την έχουν προωθήσει όλοι εκείνοι που καρπώνονται τα κέρδη της οργανωμένης θρησκείας ή προσπαθούν να γίνουν πλούσιοι μέσω εκείνης. Εναντίον τους στρέφεται λοιπόν το "Supertheory Of Supereverything", αυτούς κοροϊδεύει.

Έχεις πράγματι παράξενους θείους στο εξωτερικό, σαν κι αυτούς που περιγράφεις στο "My Strange Uncles From Abroad";

Έχω πράγματι –όμως δεν εμπνεύστηκα το τραγούδι από αυτούς. Το "My Strange Uncles From Abroad" είναι ένας προσωπικός φόρος τιμής στον Joe Strummer, που έφυγε τόσο γρήγορα και ξαφνικά –κάτι για το οποίο συνεχίζω να στεναχωριέμαι. Αυτός είναι ο παράξενος «θείος» μου κι εγώ το παράξενο «ανίψι» του. 

Το Super Taranta! περιλαμβάνει όμως και μια ωδή στο αλκοόλ. Δεν είναι λίγο εξιδανικευτική η εικόνα που του δίνεις; 

Δεν είναι καθόλου εξιδανικευτική. Το γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι δεν βλέπουν το ποτό ως φίλο, αλλά ως έναν αφέντη στον οποίον σκλαβώνονται, ελπίζοντας να λύσουν τα προβλήματά τους, δεν είναι δικό του φταίξιμο. 

Για σκέψου λίγο, γιατί, από τα αρχαία χρόνια, δεν γίνεται ποτέ γλέντι δίχως αλκοόλ; Δεν είναι τυχαίο. Για 'μένα το αλκοόλ είναι ένα θεϊκό δώρο. Αυτό άλλωστε δεν πιστεύανε και στην αρχαία Ελλάδα; Ότι ήταν δώρο του Διονύσου; 

Στα τραγούδια σου υπάρχουν κάμποσοι στίχοι στα ουκρανικά. Πώς αποφασίζεις ποια τμήματα θα γραφτούν στα ουκρανικά και ποια στα αγγλικά;

Δεν το αποφασίζω, το αποφασίζουν τα ίδια τα τραγούδια. Τους στίχους τους γράφω πάντοτε στα ουκρανικά ή στα ρομά, μερικές δε φορές και στα ρωσικά –σπάνια απευθείας στα αγγλικά. Σε ένα δεύτερο στάδιο τους κάνω αγγλικούς, αλλά μετά, στην ηχογράφηση, αν ένα τμήμα τους μου «βγει» στα ουκρανικά, συνήθως το αφήνω έτσι. Αν το τραγούδι δηλαδή με οδηγήσει μόνο του εκεί, ακολουθώ τη «συμβουλή» του. 

Τι είναι αλήθεια αυτό που σε τραβάει τόσο πολύ προς την κουλτούρα των Τσιγγάνων; Και πώς νομίζεις ότι σχετίζεται με το rock 'n' roll; 

Η αλήθεια είναι ότι, ως τώρα, οι Ρομά και το rock 'n' roll δεν έχουν ποτέ σχετιστεί, παρά μόνο σε σπάνιες και μάλλον παράδοξες περιστάσεις. Οι Ρομά βρίσκονται πάντοτε, σε κάθε χώρα, αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία. Ούτε η τελευταία τους αποδέχεται, ούτε και οι ίδιοι νοιάζονται ιδιαίτερα να ξεφύγουν από τα πλαίσια των δικών τους κοινοτήτων. Γι' αυτό άλλωστε δεν είχαμε ως τώρα κάποιον Ρομά μουσικό που να έπαιξε rock ή punk. 

Εγώ, όμως, μεγάλωσα στην Ουκρανία ακούγοντας τόσο τη μουσική των Ρομά, όσο και rock –κι αυτό το πάντρεμα που έγινε μέσα μου το βγάζω και στα τραγούδια μου. Πολλοί λένε ότι θαυμάζουν το ελεύθερο πνεύμα των Τσιγγάνων, όμως πρόκειται για μια απλοϊκή και αφελή σύλληψη. Όποιος ξέρει κάτι παραπάνω για τον συγκεκριμένο λαό, ξέρει πολύ καλά με τι αντιξοότητες χρειάστηκε κατά καιρούς να αναμετρηθούν. 

Εμένα λοιπόν μου αρέσει η πηγή αυτού του ελεύθερου πνεύματος, πηγή που είναι βαθιά ριζωμένη στην κουλτούρα του λαού τούτου και στον τρόπο με τον οποίον οργανώνονται. Είναι κάτι που μοιάζει πολύ με τον αναρχοσυνδικαλισμό των Δυτικών κοινωνιών. Κι εκεί μπορείς ίσως να βρεις μια διασύνδεση με το rock 'n' roll. Μια μουσική που παραδοσιακά τράβαγε όσους αισθάνονταν να μη χωράνε στα στεγανά και αναζητούσαν έναν άλλον τρόπο ζωής, τόσο σε προσωπικό, όσο και σε κοινωνικο-πολιτικό επίπεδο. 

Πολύ βαθυστόχαστη ανάλυση… Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα γιατί οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Νέας Υόρκης ήταν από τους πρώτους που αγκάλιασαν τους Gogol Bordello…

Ήταν πράγματι οι πρώτοι και είναι κάτι για το οποίο πάντα θα τους ευγνωμονούμε. Είναι αλήθεια ότι σε κάτι τέτοιους κύκλους γίνεται, συνήθως, πιο εύκολα αποδεκτό το διαφορετικό. 

Δεν σου κρύβω όμως ότι χαιρόμαστε που ξεφύγαμε και καταφέραμε να βρούμε ευρύτερη απήχηση. Γιατί, ξέρεις, τα πράγματα στους καλλιτεχνικούς κύκλους είναι συνήθως και απίστευτα βαρετά: λείπει το χιούμορ, ο αυθορμητισμός, ακόμα και η σαχλαμάρα. Και η ζωή μας χρειάζεται και τέτοια. 

Τι γεύση σας άφησε αλήθεια η συνεργασία με τη Madonna για το Live Earth; Το διασκεδάσατε; 

Το διασκεδάσαμε πολύ τότε, νομίζω ότι με τη Madonna κατορθώσαμε να κάνουμε κάτι που ήταν συνάμα έξυπνο, διασκεδαστικό, μα κι ένωνε δύο διαφορετικούς μουσικούς κόσμους. Δεν μας άρεσε όμως καθόλου αυτό που συνέβη μετά, όταν ο mainstream Τύπος σε Ευρώπη και Αμερική το παρουσίασε ως μια συμμετοχή μας στο "La Isla Bonita" της Madonna. 

Με τη Madonna συμφωνήσαμε ότι θα παρουσιάζαμε ένα τραγούδι σε τσιγγάνικους ρυθμούς, το οποίο θα εξέφραζε τη δική μας οπτική και κάτι από το πνεύμα της νέας γενιάς των Ρομά –και ότι σε αυτό θα κόλλαγε έπειτα εκείνη το "La Isla Bonita". Κι έτσι κάναμε. Όσοι λοιπόν κάθονται και γράφουν τέτοια πράγματα μετά, πρέπει να είναι απίστευτα άσχετοι άνθρωποι ή απλώς κουφοί. Γιατί αν βλέπουν μόνο εμάς με τη Madonna, χωρίς να ακούνε τι είναι αυτό που παίξαμε μαζί της, ε, τότε εγώ δεν μπορώ να βρω καμία άλλη εξήγηση. 

Κατά τη γνώμη μου, πάντως, ισχύει το πρώτο. Είναι δηλαδή άνθρωποι άσχετοι και επικίνδυνοι, γιατί το μόνο που μεταφέρουν προς τα έξω ως πληροφορία προς το κοινό είναι κάτι το ασπρόμαυρο. Το οποίο καμία σχέση δεν έχει τελικά με την πραγματικότητα.

Και μια τελευταία ερώτηση: γιατί είναι τόσο σημαντικό να υπάρχει λεμονάτο σκουμπρί σε ένα γαμήλιο τραπέζι;

(γέλια) Ωχ, αυτό το τραγούδι! Εγώ δεν το ήθελα στο άλμπουμ κι ακόμα και τώρα δεν έχω αλλάξει άποψη. Το έγραψα για πλάκα, έτσι στο πόδι, μέσα σε 10 λεπτά, για μια παρέα φίλων με τους οποίους είχαμε βαρεθεί μέχρι θανάτου σε κάτι γάμους στην Αμερική όπου βρεθήκαμε ως καλεσμένοι. Και, επειδή στη Ρωσία και στην Ουκρανία το λεμονάτο σκουμπρί είναι ένας πολύ διαδεδομένος μεζές, το κόλλησα εκεί σε μια έμπνευση της στιγμής. 

Δεν είχα ποτέ σκοπό να κυκλοφορήσει το "American Wedding", αλλά μετά έπεσαν όλοι πάνω μου –τόσο οι φίλοι, όσο και οι υπόλοιποι Gogol Bordello. Κι έτσι έκανα πίσω. Αυτή είναι η μικρή ιστορία πίσω από το λεμονάτο σκουμπρί των στίχων!  



30 Ιουνίου 2022

Pet Shop Boys - συνέντευξη (2013)


Τους Pet Shop Boys τους αγάπησα από την πρώτη στιγμή που έπεσα πάνω τους. Δεν θυμάμαι πλέον αν ήταν ραδιόφωνο ή τηλεόραση, πάντως οι ήχοι και οι εικόνες από τα "Opportunities (Let's Make Lots Of Money)", "Suburbia" και "It's A Sin" είναι πολύ ζωντανά αποτυπωμένοι μέσα μου, καλύπτοντας το διάστημα 1985-1987. Λίγο μετά άρχισε η σοβαρή ενασχόληση με τη μουσική, ήρθε και το "Domino Dancing" (1988) με το "Being Boring" (1990) και η «τρέλα» ολοκληρώθηκε. Οι δίσκοι τους ήταν από τους πρώτους που έσπευσα να αποκτήσω, ενώ στη δεκαετία του 1990 πήγαινα με το λεωφορείο μέχρι τη Νέα Ερυθραία για να βρίσκω τα maxi singles τους.

Παρά ταύτα, επαγγελματικά δεν έτυχε να ασχοληθώ ιδιαίτερα μαζί τους. Μέχρι που ήρθε το 2013, όταν θα έπαιζαν στο Ejekt Festival εκείνης της χρονιάς, και η τύχη το έφερε έτσι ώστε να μη μπορεί να πάει να τους συναντήσει ο Κωνσταντίνος Τσάβαλος στο ξενοδοχείο του κέντρου όπου διέμεναν, για μια κανονισμένη συνέντευξη για το Sonik –οπότε έγινε κλήση σε 'μένα να τον αντικαταστήσω (τότε δεν ήμουν ακόμα αρχισυντάκτης στο περιοδικό). 

Τον καφέ που ήπιαμε τον θυμάμαι ακόμα με κάθε λεπτομέρεια, με τους δυο τους να είναι όπως ακριβώς τους ήξερα και τους φανταζόμουν: ο Chris Lowe με διαπεραστικό βλέμμα και λιγομίλητος, ο Neil Tennant χείμαρρος, με σαρδόνιο βρετανικό χιούμορ και με πολλή ενεργητικότητα. Η συνέντευξη που κάναμε είναι από τις πιο πολύτιμες στην επαγγελματική μου μνήμη και ζωή.

Βέβαια, η τότε εμφάνιση στο Ejekt συνδυάστηκε με μια μεγάλη ξενέρα, γιατί μέχρι να φτάσει η δική τους ώρα οι περισσότεροι είχαμε αποκάμει από την καθυστέρηση και το άστοχο των καλλιτεχνών που είχαν προηγηθεί. Από τότε, ας πούμε, έχω μια έντονη αλλεργία για τον James Blake –δεν ξέρω, ίσως τον αδικώ, όμως έδωσε μία από τις χειρότερες συναυλίες που έχω δει. Με αυτά και με τα άλλα, πάντως, περιμένουμε πώς και πώς να ξαναδούμε Pet Shop Boys στο φετινό Release Athens. Πιστεύοντας πως, ό,τι διαταράχθηκε τότε, θα μπει τώρα στη θέση του.

Με αυτή την ευκαιρία, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ εκείνη η συνέντευξη του 2013 για το Sonik –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Είναι η πρώτη της παρουσία στο ίντερνετ, ενώ οι συνοδευτικές φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κατά καιρούς δόθηκε στον Τύπο για διάφορες χρήσεις. Η πιο πρόσφατη (η κάτωθι) ανήκει στον Phil Fisk.


Neil Tennant: Μα, τι είναι όλη αυτή η φασαρία απέξω; (σ.σ.: βούιζε το Σύνταγμα από σειρήνες)

(κάποιος από το team τους): Ω, πιθανότατα τίποτα το σπουδαίο...

N.T.: 
(γυρίζοντας στον Chris) Τίποτα το σπουδαίο... Έτσι δεν λένε συνήθως πριν σου πουν «α, ξέρεις, χρειάστηκε τελικά να κινηθεί ο στρατός»; Ή «κάποιος πυροβόλησε τον Πρόεδρο»; 
(γυρίζοντας σε μένα) Και πριν καλά-καλά το συνειδητοποιήσεις, μπορεί να ανακοινωθεί ότι ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος αφήνει την έπαυλή του στην Αγγλία και επιστρέφει στην Ελλάδα. Δεν θα ήταν αυτό το πιο παλαβό από όλα τα σενάρια φαντασίας; ΟΚ, σταματάω τα αστεία. Είμαστε έτοιμοι για την πρώτη ερώτηση...

Ένας μόλις χρόνος πέρασε από το Elysium και να 'στε πάλι στη δισκογραφία, με το Electric. Κι όσο ήσυχο και ενδοσκοπικό ήταν το περσινό σας άλμπουμ, τόσο χορευτικό ακούγεται το καινούριο σας...

N.T.: Ακριβώς. Θέλαμε να κάνουμε ένα άκρως χορευτικό και ηλεκτρονικό άλμπουμ, το αντίθετο του Εlysium. Εκείνο εξέφραζε μία μόνο όψη του δημιουργικού μας χαρακτήρα, αποτελώντας αντανάκλαση του πιο ήρεμου και στοχαστικού εαυτού μας. 

Chris Lowe: Αντιθέτως, το Electric είναι ένας δίσκος λιγότερο κλειστός, εξωστρεφής. O οποίος θέλει να επιβάλλει τον ρυθμό και την παρουσία του.
 
N.T.: Είμαστε και το ένα και το άλλο... Βασικά, για να μιλήσω ειλικρινά, έχουμε τέσσερις διαφορετικές όψεις ως ντουέτο. Οι δύο είναι δικές μου, οι άλλες δύο του Chris.

Δεν είστε καθόλου ίδιοι άνθρωποι εσείς οι δύο, έτσι δεν είναι; 

N.T.: Όχι, είμαστε αρκετά διαφορετικοί ως άνθρωποι, αλλά και ως μουσικοί.

C.L.: Είναι βέβαια κι ένας από τους λόγους που συνεργαζόμαστε καλά αυτό…

N.T.: Ίσως δεν φαίνεται πάντα, όμως ο Chris είναι ο πιο αυθόρμητος τύπος. Εγώ δεν πολυβασίζομαι στο ένστικτό μου.

Τι φτιάχνεται πιο εύκολα, ένα άλμπουμ σαν το Elysium ή ένα άλμπουμ σαν το Electric; Ένας παλιός Έλληνας συνθέτης έλεγε ότι τα πιο δύσκολα τραγούδια είναι τα πιο ενεργητικά και χαρούμενα...

N.T.: Αλήθεια, ποιος;

Ο Γιώργος Ζαμπέτας...

N.T. (στρεφόμενος στον Chris): Δεν νομίζω ότι τον έχω ξανακούσει...  
Έχει πάντως ένα δίκιο... Αλλά εμείς δεν λειτουργούμε έτσι, γιατί αρκετά από τα κομμάτια μας βασίζονται στη χαρμολύπη. Δες ας πούμε το "Being Boring", ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά μας τραγούδια, όπως λένε: δεν είναι ακριβώς μπαλάντα, δεν είναι και up tempo. Στέκεται κάπου στη μέση. Και θελήσαμε να εκφράσουμε και με το βιντεοκλίπ του αυτό το μεταξύ, το πώς βρίσκεις δηλαδή τρόπους να εξετάζεις το παρόν αναπολώντας πράγματα τα οποία έχουν περάσει. 

Είστε από τα λίγα συγκροτήματα που έδωσαν τόση βάση στα βιντεοκλίπ: φτιάξατε μια σειρά από τα αρτιότερα βιντεοκλίπ στην ιστορία της ποπ κουλτούρας. Έχει την ίδια σημασία για σας αυτό το μέσο στην εποχή του ίντερνετ; 

Ν.Τ.: Είχαμε πάντα μια πολύ συγκεκριμένη άποψη για το οπτικό μέρος των τραγουδιών μας και των σόου μας. Επενδύσαμε πολύ σ' αυτό, πλέον όμως δεν το κάνουμε: τα βιντεοκλίπ παίζονται ελάχιστα στην τηλεόραση, θα παιχτούν αν είναι στο YouTube ή θα αναρτηθούν στο Facebook. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν χρειάζεται πια ένα βιντεοκλίπ σαν κι εκείνα που φτιάχναμε στα 1980s και στα 1990s. Αν δεις λ.χ. το καινούριο μας για το "Vocal", έχει ουσιαστικά συγκροτηθεί από ένα κολάζ εικόνων της νυν περιοδείας μας. Στο παρελθόν δεν θα μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο. 

C.L.: Είδες αλήθεια αυτό το βιντεοκλίπ του Robin Thicke με τον Pharrell Williams; Το βρήκα τόσο σεξιστικό... Κάθονται εκείνοι ντυμένοι με κοστούμια και γύρω τους κυκλοφορούν κορίτσια με όλο και λιγότερα ρούχα. 

N.T.: Ποιο λες, το "Blurred Lines"; Το κατέβασα προχθές να το ακούσω και δεν μου άρεσε. Αλλά δεν έχω δει το βίντεο που λες.


Όλος ο κόσμος μιλάει για τους Daft Punk φέτος. Εσάς σας άρεσε ο δίσκος τους;

N.T.: Περισσότερο το θαύμασα το Random Access Memories, παρά μου άρεσε. Είναι ένας εξαιρετικά φιλόδοξος δίσκος, οι Daft Punk έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη και νομίζω ότι πέτυχαν αρκετά από όσα ήθελαν. Πάντως εγώ δεν έμεινα πολύ ικανοποιημένος μουσικά. Το κομμάτι με τον Giorgio Moroder, ας πούμε... Για μένα η πρόκληση θα ήταν να κάνουν κάτι μαζί. Εκείνοι αρκέστηκαν να τον έχουν να μιλάει. 

Σας αρέσει όμως ο Bruce Springsteen; Γιατί αυτό συμπεραίνει κανείς ακούγοντας τη διασκευή σας στο "The Last To Die"...

N.T.: Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα η μουσική του Springsteen· και σίγουρα όχι σε κάθε περίσταση. Ωστόσο, ναι, έχω στη δισκοθήκη μου αρκετά άλμπουμ του, και ορισμένα τα θεωρώ καταπληκτικά. Είναι ένας χαρισματικός αφηγητής ιστοριών ο Springsteen, για ’μένα μάλιστα έχει γράψει κι ένα από τα καλύτερα τραγούδια για το πώς είναι να μεγαλώνεις –το "Streets Of Philadelphia". 

Περισσότερο όμως μ' αρέσει ο Bruce Springsteen γι' αυτό που εκπροσωπεί. Εκπροσωπεί τη θετική πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι εργάζονται σκληρά μα σκέφτονται παράλληλα και για τον κόσμο γύρω τους, δεν είναι αδιάφοροι. Τους ανθρώπους που νοιάζονται ακόμα για ό,τι λέμε «γενικό καλό», χωρίς να είναι ντε και καλά διανοούμενοι. Μου αρέσει η στάση του.

Ο Springsteen εκπροσωπεί όμως και τη rock κουλτούρα –κι ακόμα αντηχεί στ' αυτιά μου εκείνος ο στίχος σας από το "Can You Forgive Her?", «because you dance the disco and you don't like rock». Όπως και κάποιες δηλώσεις σας στο παρελθόν, όπου γινόταν φανερό ότι δεν είχατε και την καλύτερη άποψη για το rock...

Ν.Τ.: Είχα κι έχω την εντύπωση ότι η rock μουσική δεν προχώρησε πραγματικά μέσα στον χρόνο, ότι από ένα σημείο και μετά απλά ανακύκλωνε το παρελθόν της, με ολοένα και ελαττωμένη δημιουργικότητα. Και νομίζω ότι η σημερινή πραγματικότητα το επιβεβαιώνει. Τι είναι rock σήμερα; Ποιο γκρουπ μπορεί να πει ότι εκπροσωπεί τη rock κουλτούρα των '00s και των '10s; 

Την τελευταία φορά που έκανα μια παρόμοια κουβέντα, μου είπαν ότι rock είναι σήμερα οι Mumford & Sons. Δεν είναι δυνατόν να λέγονται τέτοια πράγματα, άσχετα με το αν είναι ή όχι καλό το συγκεκριμένο σχήμα. Πάντως, ίσως τώρα να είναι ξανά καλή εποχή για να γίνει κανείς rock μουσικός. Προσφέρεται δηλαδή αυτό το τέλμα για επινοήσεις, για κάτι πιο πρωτότυπο. Γιατί έχει γεμίσει ο τόπος από συγκροτήματα τα οποία προσπαθούν να παίξουν παλιομοδίτικο rock με μπάντζο. Μα τι ιδέα κι αυτή... Θα πρέπει οπωσδήποτε να ξεφορτωθούν το μπάντζο.

C.L.: Αρκεί βέβαια να μην βγάλουν το μπάντζο για να βάλουν κανά γιουκαλίλι...

Είναι αλήθεια η αγάπη ένα κατασκεύασμα της μπουρζουαζίας, όπως διατείνεται το "Love Is A Bourgeois Construct"; 

Ν.Τ.: Εντάξει, όχι στην πραγματικότητα... Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι και λίγο περιπαικτικό. Βασίζεται ωστόσο σε μια άποψη του Καρλ Μαρξ, με την οποία προσωπικά συμφωνώ: αν η έννοια της ρομαντικής αγάπης, της τόσης τρυφερότητας και του ανιδιοτελούς υποτίθεται δοσίματος του εαυτού σου στον άλλον χρειάζεται τον γάμο ως επισφράγιση και επιβεβαίωση, τότε πράγματι της ζητάμε να υπακούσει σε έναν καπιταλιστικό κώδικα: ο γάμος δεν είναι παρά μια μορφή συμβολαίου. Όσοι θεωρούν λοιπόν τον γάμο ως την κορύφωση της αγάπης, μάλλον την κατασκευάζουν με μπουρζουά όρους. 

Και το σεξ;

Ν.Τ.: Α, το σεξ είναι οπωσδήποτε μια διαφορετική ιστορία! Δεν χωράει στην παραπάνω περιγραφή, παρά μόνο αν το εντάξεις κι αυτό σε μια ανάλογη ιεραρχική πυραμίδα. Αν π.χ. θεωρείς το σεξ ως προεόρτιο της ρομαντικής αγάπης –κορύφωση της οποίας είναι ο γάμος– τότε γίνεται μάλλον κι εκείνο ένα ανάλογο κατασκεύασμα. Εδώ όμως μπλέκεται οπωσδήποτε και ο παράγοντας της βιολογικής μας ύπαρξης.  

Μέσα στα χρόνια μας είπατε ότι "Love Comes Quickly" (1986), "Love Is A Catastrophe" (2002), εν έτει 2013 ότι "Love Is A Bourgeois Construct". Τελικά τι ισχύει;

N.T. (γελάει): Ισχύουν όλα! Είναι όλα αλήθεια όταν μιλάμε για την αγάπη, η φύση της οποίας είναι πολυσχιδής.

(Ο Chris Lowe χαμογελάει και γνέφει καταφατικά)

Θα σας ενδιέφερε να κάνατε ένα secret gig στο μέρος όπου γνωριστήκατε το 1981, στο King's Road;

Ν.Τ.: Όχι... Δεν θα το έλεγα. Ήταν ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά τότε, θυμάμαι ότι υπήρχε ακόμα πριν 7-8 χρόνια, μετά έκλεισε. Νομίζω ότι τώρα έχει ανοίξει εκεί ένα καφέ, αλλά δεν έχω πάει ποτέ.

(η ολοκλήρωση της κουβέντας μας έχει νόημα μόνο στα αγγλικά)

So, a secret gig there is not your cup of tea...

N.T.: No... However, if you go there, you definitely can order a cup of tea!






20 Ιουνίου 2022

Patti Smith - ανταπόκριση (2013)


Το πλούσιο συναυλιακό καλοκαίρι του 2022 φέρνει και την Patti Smith στην Αθήνα, για μία ακόμα εμφάνιση στα μέρη μας. Τα οποία σίγουρα έχει τιμήσει κατά την τελευταία δεκαετία, βρίσκοντας φυσικά και την ανάλογη ανταπόκριση από το ελληνικό κοινό. 

Σάββατο 25 Ιουνίου, λοιπόν, η 75χρονη Smith δίνει και πάλι το παρών στο Ηρώδειο. Σε μια βραδιά που δεν γίνεται βέβαια να μη θυμίσει τον προηγούμενο ερχομό της στον ίδιο χώρο –τον Ιούνιο του 2013, στα πιο μαύρα χρόνια της Κρίσης. Για μια καταπληκτική συναυλία, η οποία σίγουρα συγκαταλέγεται στις καλύτερες που έχω δει στη ζωή μου. 

Δεν υπάρχει καταλληλότερη αφορμή, επομένως, για μια επαν-επίσκεψη σε εκείνη τη βραδιά. Η οποία για 'μένα ήταν και επεισοδιακή, μάλιστα, γιατί ερχόμενος στον χώρο ανακάλυψα ότι κάποιος είχε τσιμπήσει τη διπλή μου δημοσιογραφική πρόσκληση, παριστάνοντάς με. Κάτι που με εξόργισε, τότε, μα πλέον θυμάμαι γελώντας. Έχω βέβαια μια υποψία για το ποιος το έκανε, αλλά ας είναι. Μακάρι να είχαν περισσότεροι άνθρωποι τέτοια καούρα να δουν μια συναυλία. 

Το πρωτότυπο κείμενο της ανταπόκρισης δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη. 


Χωράνε άραγε τόσα συναισθήματα, τόσος ενθουσιασμός, τέτοια συγκίνηση στην εικονική κόλλα χαρτί ενός Microsoft word; Ακόμα κι αν γράψεις ότι ήταν μία από τις πιο ωραίες συναυλίες που είδες σε μια ζωή με πολλές, πολλές συναυλίες, πετυχαίνεις άραγε να μεταφέρεις κάτι (έστω) από όσα έζησες στην Patti Smith; Αμφιβάλλω. Πιστεύω όμως ότι, αν μια μέρα αξιωθούμε να διηγούμαστε πώς ήταν το καλοκαίρι του 2013, ένα ακόμα θέρος της Κρίσης –γεμάτο από το «μαύρο» στην ΕΡΤ– πιστεύω ότι ανάμεσα σε όσα θα λέμε θα υπάρχει κι ένα «ναι, αλλά είδαμε και την Patti Smith στο Ηρώδειο».

Ήταν (περίπου) δέκα λεπτά μετά τις 21.00 που η Αμερικανίδα δημιουργός φάνηκε στη σκηνή μαζί με τους μουσικούς της. Δεν μας μίλησε· μας κοίταξε, μας τράβηξε μια φωτογραφία με τη μηχανή της κι άρχισε αμέσως να παίζει το "Ask The Angels". «Καθηλωτική», έγραψα στο σημειωματάριό μου, για να του τραβήξω μια γραμμή και να το σβήσω αμέσως έπειτα, ακούγοντας το "Privilege (Set Me Free)": αν είναι να αναπροσαρμόζουμε την καθήλωση σε κάθε τραγούδι, είπα στον εαυτό μου, έχουμε πολύ ψωμί ακόμα –κι έβαλα στυλό και μπλοκάκι στην τσέπη. Δεν τα ξανάβγαλα όλο το βράδυ, γιατί απλά δεν γινόταν να ξεχάσω κάτι από αυτό το live. Γράφοντας άλλωστε το παρόν κείμενο, με απόσταση ημερών πια, εκείνο το "Privilege" ακόμα ηχεί στα αυτιά μου, με όλη τη συγκίνηση που εμπεριέχει ατόφια. 

Στη συνέχεια το "Redondo Beach" αφιερώθηκε στη Σαπφώ, το "April Fool" χτύπησε ένα ακόμα κόκκινο στο κοντέρ της συγκίνησης, το "Free Money" (σε μια θαυμάσια εκτέλεση) έδωσε το πρώτο έτσι πιο ροκ στιγμιότυπο της βραδιάς, για να έρθει κατόπιν το "Summertime Blues" του Eddie Cochran να μας κάνει να λικνιζόμαστε ομαδικά πάνω στα μαξιλαράκια μας. «Δεν είναι η Patti Smith για Ηρώδειο», αναλογίστηκα εκείνη τη στιγμή καθώς σκεφτόμουν τη γελοιότητα του να κουνιέσαι σε ρυθμούς ροκ εν ρολ πάνω σε μαξιλαράκι –ευτυχώς καθόταν και ο Γιάννης Αγγελάκας στο ακριβώς από κάτω διάζωμα και μετρίαζε την εντύπωση. Ακριβώς πριν, ωστόσο, είχα σκεφτεί τι ωραία ταίριαζε η φιγούρα της Smith εκεί στη σκηνή του Ηρωδείου, σε αυτό το ιστορικά φορτισμένο ντεκόρ με τους όμορφους πράσινους, κόκκινους και μπλε χρωματισμούς των φωτισμών να δίνουν τόνο και ατμόσφαιρα στις επιλογές της setlist. Η αλήθεια  βρισκόταν, ως συνήθως, κάπου στη μέση. 

Περιμέναμε βέβαια ότι θα έχει διάλειμμα η βραδιά, δεν περιμέναμε όμως τι έκπληξη θα περιλάμβανε αυτό. Η Smith άφησε τη σκηνή μετά το "Beneath The Southern Cross", πάνω όμως που απολαμβάναμε τον Lenny Kaye σε γκαραζιάρικες επιλογές από τα 1960s, μια μοναχική γυναικεία φιγούρα έκανε την εμφάνισή της στην ημιφωτισμένη ορχήστρα του Ηρωδείου κι άρχισε να χορεύει. Ήταν βέβαια η ίδια η Smith, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Κι όταν μια ασπροντυμένη κοπέλα από τα πρώτα διαζώματα όρμησε κι εκείνη στην ορχήστρα ώστε να χορέψει μαζί της, ο κώδικας «Ηρώδειο» έσπασε για τα καλά και ακολουθήσαμε κατά κύματα, μετατρέποντας την ορχήστρα σε αρένα. Πρώτη φορά έζησα κάτι τέτοιο στον συγκεκριμένο χώρο, πρέπει δε να σημειωθεί ότι ο κόσμος έδωσε υπόδειγμα συμπεριφοράς: ούτε ένα τσιγάρο δεν άναψε δίπλα μου, απλά έβγαλαν όλοι φωτογραφίες με την ψυχή τους, αναστατώνοντας τις ταξιθέτριες, οι οποίες αδυνατούσαν πια να επιβάλλουν την προβλεπόμενη τάξη.

Το δεύτερο μέρος της συναυλίας διέθετε λοιπόν ακόμα πιο ροκ αέρα, ενώ και η Patti Smith, φανερά ευχαριστημένη από την ανταπόκρισή μας, ανέβασε κι άλλο στροφές, δίνοντάς μας την ευκαιρία να τη θαυμάσουμε: είναι 66, ας μην ξεχνάμε, ωστόσο υπήρξε ακατάβλητη και ξεσηκωτική. Της ζητήσαμε επίμονα το "Dancing Barefoot" και μας το έπαιξε, τραγουδήσαμε με ενθουσιασμό μαζί της τους στίχους του "Because The Night" –το οποίο αφιέρωσε στον Fred Sonic Smith, συστήνοντάς μας και την κόρη τους Jesse στο πιάνο– διασκεύασε εκπληκτικά το "It's A Dream" του Neil Young κι έκλεισε τη βραδιά με το "People Have The Power", εν μέσω γενικής αποθέωσης. 

Στο μεσοδιάστημα μας μίλησε αρκετά, αλλάζοντας ως προς το ελληνικότερο τους στίχους του "Land" και προβαίνοντας σε δηλώσεις που ίσως ακούστηκαν ως συνήθεις αριστερές γενικολογίες και ως ευχολόγια μιας θολής επαναστατικότητας (η χώρα της Δημοκρατίας, η Ελευθερία, η Μνήμη ότι οι λαοί έχουν τη δύναμη κτλ.). Και μάλλον ως τέτοιες χειροκροτήθηκαν από μερίδα του κοινού, που έμεινε παράλληλα να απορεί με τις αναφορές της Smith στην αρχαία Ελλάδα, καθώς εδώ τέτοια πράγματα δεν απασχολούν τους «προοδευτικά» σκεπτόμενους... Ήταν ωστόσο δηλώσεις απόλυτα συμβατές με το ποια ήταν και είναι η Patti Smith, όπως βεβαίως και με το έργο της. Και γι' αυτό μπορούσες να ταυτιστείς με το πνεύμα τους υπέρ ενός καλύτερου κόσμου, ανεξαρτήτως του αν συμπαθείς ή όχι την Αριστερά.  

Θα τη θυμάμαι για πάντα την Patti Smith που θαύμασα στο Ηρώδειο. Ως μια καταπληκτική γυναίκα, να στέκεται εκεί μπροστά και τόσο κοντά μας, προσωποποιώντας όλη τη φλόγα και τη ροκιά που αγαπήσαμε στους δίσκους της.




13 Ιουνίου 2022

Jan Garbarek & The Hilliard Ensemble - Remember Me, My Dear [δισκοκριτική, 2020]


Υπάρχει πάντα κάποιος λόγος για να επιστρέψεις στο δημιουργικό σύμπαν του Jan Garbarek. Πολύ απλά γιατί πρόκειται για έναν σπουδαίο μουσικό του 20ού αιώνα, ο οποίος εντόπισε έναν νέο δίαυλο που διαφαινόταν στα όρια της free jazz και τον εξερεύνησε έπειτα ενδελεχώς, πλάθοντας έναν ήχο που πλέον θεωρείται συνώνυμος της αισθητικής της ECM. Άλλωστε ηχογραφεί σταθερά εκεί από το 1970.

Η πανδημία μπορεί να ματαίωσε τον νέο του ερχομό στην Ελλάδα, αλλά το ξάνοιγμα που πρόσφερε η φετινή χρονιά έδωσε τη δυνατότητα αναπρογραμματισμού της συναυλίας. Έτσι, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας θα παίξει την Τετάρτη 22 Ιουνίου στο Ηρώδειο, έχοντας στο πλάι του τον εκπληκτικό Ινδό ντράμερ Trilok Gurtu, τον Γερμανό πιανίστα Rainer Brüninghaus και τον Βραζιλιάνο μπασίστα Yuri Daniel.

Με την αφορμή, το blog επισκέπτεται μια παλιότερη κριτική για το άλμπουμ Remember Me, My Dear (2020), που βρήκε τον Garbarek να συναντιέται ξανά με τους Hilliard Ensemble (2014, σε μια ελβετική εκκλησία), με τους οποίους είχε ηχογραφήσει τον δίσκο αναφοράς Officium, πίσω στο 1994. Ξανά, αλλά συνάμα και για τελευταία φορά, καθώς το αγγλικό χορωδιακό γκρουπ είχε αποφασίσει να διαλυθεί, τερματίζοντας μια διακεκριμένη πορεία δεκαετιών. Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Rolf M. Aagaard.


Η εμπειρία του Remember Me, My Dear είναι από τη φύση της μεταιχμιακή, όπως συμβαίνει με κάθε συνεργασία του Jan Garbarek και των Hilliard Ensemble: ριζώνει στη συνάντηση δύο διακριτών κόσμων, οι οποίοι συνδιαλέγονται προσπαθώντας να βρουν το (πιθανό) κοινό έδαφος. Με πολύ απλά λόγια, είναι σαν να πήγες στην εκκλησία, μα να γύρισες με την εντύπωση ότι άκουσες τα θεία να τιμούνται με κάτι-σαν-τζαζ. Απλοποιώντας βέβαια τα πράγματα τόσο πολύ, ικανοποιείς μεν όσους έχουν την ανάγκη να τους «εξηγήσεις», αλλά κινδυνεύεις να χάσεις ορισμένες κρίσιμες ποιότητες. 

«Σαν να πήγες στην εκκλησία», ας πούμε, δεν σημαίνει ότι είσαι και σε στούντιο· βρίσκεσαι όντως σε εκκλησία εδώ –συγκεκριμένα στην Chiesa della Collegiata dei SS. Pietro e Stefano, στη Bellinzona της Ελβετίας. Η όλη εμπειρία είναι μάλιστα ζωντανή, με την καταγραφή να χρονολογείται στον Οκτώβρη του 2014: αν δεν το υποψιαστείς στην αρχή, από ένα βήξιμο που ακούγεται στο φόντο, θα το καταλάβεις από το κυματιστό χειροκρότημα στο φινάλε. Ο δε Garbarek με τους Hilliard Ensemble το έχουν ήδη βρει το ζητούμενο κοινό έδαφος, ήδη από το 1994. Τότε δηλαδή που η προοπτική μιας συνεργασίας μεταξύ του διαπρεπούς Νορβηγού σαξοφωνίστα και των διακεκριμένων Άγγλων χορωδών γεννήθηκε σαν ιδέα στο κεφάλι του Manfred Eicher, για να αποτυπωθεί λαμπρά στο άλμπουμ Officium

Βέβαια, η παρουσία του Officium, αλλά και των δύο μετέπειτα συνεργασιών του Garbarek με τους Hilliard Ensemble (Mnemosyne, 1999 και Officium Novum, 2010), σημαίνει ότι το Remember Me, My Dear δεν έχει σύμμαχό του τον παράγοντα «έκπληξη». Ίσως μάλιστα να καταδεικνύει ότι ο κάποτε πρωτοποριακός διάλογος έχει πλέον εξαντλήσει τις βασικές δυνατότητές του, γενόμενος μια ήδη «δεδομένη» αισθητική πρόταση –ασχέτως αν το επίπεδο κρατιέται σε ένα άλφα ύψος. Στόχος ωστόσο της εκ νέου συνεύρεσης των δύο μερών στη Bellinzona δεν ήταν να γραφτεί ένα ακόμα κεφάλαιο. Αντιθέτως, εδώ έχουμε το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε στα μέσα των 1990s, λόγω της απόφασης των Hilliard Ensemble να διαλυθούν, ύστερα από 40+ έτη πορείας. 

Έτσι μπορούμε κι εμείς να απολαύσουμε το άλμπουμ ως ό,τι πραγματικά είναι, δίχως διερωτήσεις για τα καλλιτεχνικά του όρια ή για την επικαιρότητά του. Δηλαδή ως την αποχαιρετιστήρια συναυλία μιας συνεργασίας που έγραψε τη δική της ιστορία –τουλάχιστον για όσους δεν κρύβουν την ένδεια των ακουσμάτων τους και την άγνοιά τους για τα πέρατα της μουσικής τέχνης αναμασώντας την «pop culture» τσίχλα. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα είναι καλοδεχούμενες και οι εκ νέου επισκέψεις σε υλικό που έχει ήδη παρουσιαστεί στα προαναφερόμενα άλμπουμ, αφού η προσέγγιση διαφοροποιείται, αντανακλώντας τόσο τη στιγμή (ιδίως στο αυτοσχεδιαστικό των κινήσεων του Garbarek), όσο και την εμπειρία που έχει κερδηθεί στο μεταξύ. 

Η γοητεία του Remember Me, My Dear δεν πηγάζει επομένως από το ποιες εκλογές αναδείχθηκαν πιο πετυχημένες ή το ποιες εκτελέσεις ξετύλιξαν πιο ευκρινώς το κρυστάλλινο φωνητικό τάλαντο των Hilliard Ensemble και την ευελιξία του σοπράνο σαξοφώνου του Garbarek. Μπορείς ασφαλώς να σταθείς και σε τέτοια σημεία· και η αλήθεια είναι ότι μόνο λίγα δεν τα λες. 

Η ανατολικοευρωπαϊκή κατάνυξη του κατά Komitas "Ov Zarmanali" και της "Litany" του Nikolai N. Kedrov, το ανώνυμου δημιουργού "Sanctus", οι πτυχώσεις του "Most Holy Mother Of God" του Arvo Pärt, η παιγνιώδης μεσαιωνική διάθεση του Pérotin στο "Alleluia Nativitas" και η υπερβατικότητα του "O Ignis Spiritus" της Hildegard Von Bingen, είναι όλα τους εξαιρετικά κομμάτια. Στιγμιότυπα στα οποία μπορείς να θαυμάσεις πόσο στιβαρά συγκεκριμένοι αποτυπώνονται οι Hilliard Ensemble ή πόσο ωραία ταιριάζει ο κόσμος που εκπροσωπούν με την  αυτοσχεδιαστική φαντασία ενός σπουδαίου τζαζίστα· ικανού να «ξεφυτρώνει» πάνω, κάτω, πλαγίως και υπογείως, προσφέροντας αντιστίξεις, συμπληρώσεις, βάθος ή λειτουργώντας ως μία ακόμα «φωνή» δίπλα στους χορωδούς. Ανά περιστάσεις, μάλιστα, κάνει το σαξόφωνό του να ηχεί σαν ζουρνάς, με την ακροαστική εμπειρία να φτάνει κοντά σε ό,τι ξέρουμε στη Δύση για την ethio jazz της Αιθιοπίας.  

Σε ένα βαθύτερο κοίταγμα, όμως, βλέπεις ότι το «κλειδί» της επιτυχίας βρίσκεται σε πράγματα που ίσως σε πρώτη ματιά φαντάζουν αφηρημένα. Στις πέτρινες λ.χ. επιφάνειες της ελβετικής εκκλησίας και στον μπόλικο αέρα τον οποίον φιλοξενούν (για να θυμηθούμε μια παλιότερη φράση του ίδιου του Garbarek), που γίνονται αναπόσπαστα τμήματα πρώτα της συναυλίας, ύστερα της ακροαστικής εμπειρίας, «περνώντας» τέλος και στην ηχογράφηση. Με έναν τρόπο ίσως όχι τόσο απτό, μα εν τέλει σημαντικό. Γιατί, όπως ύμνοι θρησκευτικής φύσης από τον Μεσαίωνα συναντούν ένα κοσμικό όργανο πολύ μεταγενέστερο του χρονικού τους φάσματος, έτσι χώρος, άνθρωποι και υλικό τροφοδοτούν ένα δικό τους όλον. Mε γήινες, μα και με υπερκόσμιες ποιότητες.