13 Ιουνίου 2022

Jan Garbarek & The Hilliard Ensemble - Remember Me, My Dear [δισκοκριτική, 2020]


Υπάρχει πάντα κάποιος λόγος για να επιστρέψεις στο δημιουργικό σύμπαν του Jan Garbarek. Πολύ απλά γιατί πρόκειται για έναν σπουδαίο μουσικό του 20ού αιώνα, ο οποίος εντόπισε έναν νέο δίαυλο που διαφαινόταν στα όρια της free jazz και τον εξερεύνησε έπειτα ενδελεχώς, πλάθοντας έναν ήχο που πλέον θεωρείται συνώνυμος της αισθητικής της ECM. Άλλωστε ηχογραφεί σταθερά εκεί από το 1970.

Η πανδημία μπορεί να ματαίωσε τον νέο του ερχομό στην Ελλάδα, αλλά το ξάνοιγμα που πρόσφερε η φετινή χρονιά έδωσε τη δυνατότητα αναπρογραμματισμού της συναυλίας. Έτσι, ο Νορβηγός σαξοφωνίστας θα παίξει την Τετάρτη 22 Ιουνίου στο Ηρώδειο, έχοντας στο πλάι του τον εκπληκτικό Ινδό ντράμερ Trilok Gurtu, τον Γερμανό πιανίστα Rainer Brüninghaus και τον Βραζιλιάνο μπασίστα Yuri Daniel.

Με την αφορμή, το blog επισκέπτεται μια παλιότερη κριτική για το άλμπουμ Remember Me, My Dear (2020), που βρήκε τον Garbarek να συναντιέται ξανά με τους Hilliard Ensemble (2014, σε μια ελβετική εκκλησία), με τους οποίους είχε ηχογραφήσει τον δίσκο αναφοράς Officium, πίσω στο 1994. Ξανά, αλλά συνάμα και για τελευταία φορά, καθώς το αγγλικό χορωδιακό γκρουπ είχε αποφασίσει να διαλυθεί, τερματίζοντας μια διακεκριμένη πορεία δεκαετιών. Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Rolf M. Aagaard.


Η εμπειρία του Remember Me, My Dear είναι από τη φύση της μεταιχμιακή, όπως συμβαίνει με κάθε συνεργασία του Jan Garbarek και των Hilliard Ensemble: ριζώνει στη συνάντηση δύο διακριτών κόσμων, οι οποίοι συνδιαλέγονται προσπαθώντας να βρουν το (πιθανό) κοινό έδαφος. Με πολύ απλά λόγια, είναι σαν να πήγες στην εκκλησία, μα να γύρισες με την εντύπωση ότι άκουσες τα θεία να τιμούνται με κάτι-σαν-τζαζ. Απλοποιώντας βέβαια τα πράγματα τόσο πολύ, ικανοποιείς μεν όσους έχουν την ανάγκη να τους «εξηγήσεις», αλλά κινδυνεύεις να χάσεις ορισμένες κρίσιμες ποιότητες. 

«Σαν να πήγες στην εκκλησία», ας πούμε, δεν σημαίνει ότι είσαι και σε στούντιο· βρίσκεσαι όντως σε εκκλησία εδώ –συγκεκριμένα στην Chiesa della Collegiata dei SS. Pietro e Stefano, στη Bellinzona της Ελβετίας. Η όλη εμπειρία είναι μάλιστα ζωντανή, με την καταγραφή να χρονολογείται στον Οκτώβρη του 2014: αν δεν το υποψιαστείς στην αρχή, από ένα βήξιμο που ακούγεται στο φόντο, θα το καταλάβεις από το κυματιστό χειροκρότημα στο φινάλε. Ο δε Garbarek με τους Hilliard Ensemble το έχουν ήδη βρει το ζητούμενο κοινό έδαφος, ήδη από το 1994. Τότε δηλαδή που η προοπτική μιας συνεργασίας μεταξύ του διαπρεπούς Νορβηγού σαξοφωνίστα και των διακεκριμένων Άγγλων χορωδών γεννήθηκε σαν ιδέα στο κεφάλι του Manfred Eicher, για να αποτυπωθεί λαμπρά στο άλμπουμ Officium

Βέβαια, η παρουσία του Officium, αλλά και των δύο μετέπειτα συνεργασιών του Garbarek με τους Hilliard Ensemble (Mnemosyne, 1999 και Officium Novum, 2010), σημαίνει ότι το Remember Me, My Dear δεν έχει σύμμαχό του τον παράγοντα «έκπληξη». Ίσως μάλιστα να καταδεικνύει ότι ο κάποτε πρωτοποριακός διάλογος έχει πλέον εξαντλήσει τις βασικές δυνατότητές του, γενόμενος μια ήδη «δεδομένη» αισθητική πρόταση –ασχέτως αν το επίπεδο κρατιέται σε ένα άλφα ύψος. Στόχος ωστόσο της εκ νέου συνεύρεσης των δύο μερών στη Bellinzona δεν ήταν να γραφτεί ένα ακόμα κεφάλαιο. Αντιθέτως, εδώ έχουμε το κλείσιμο του κύκλου που άνοιξε στα μέσα των 1990s, λόγω της απόφασης των Hilliard Ensemble να διαλυθούν, ύστερα από 40+ έτη πορείας. 

Έτσι μπορούμε κι εμείς να απολαύσουμε το άλμπουμ ως ό,τι πραγματικά είναι, δίχως διερωτήσεις για τα καλλιτεχνικά του όρια ή για την επικαιρότητά του. Δηλαδή ως την αποχαιρετιστήρια συναυλία μιας συνεργασίας που έγραψε τη δική της ιστορία –τουλάχιστον για όσους δεν κρύβουν την ένδεια των ακουσμάτων τους και την άγνοιά τους για τα πέρατα της μουσικής τέχνης αναμασώντας την «pop culture» τσίχλα. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα είναι καλοδεχούμενες και οι εκ νέου επισκέψεις σε υλικό που έχει ήδη παρουσιαστεί στα προαναφερόμενα άλμπουμ, αφού η προσέγγιση διαφοροποιείται, αντανακλώντας τόσο τη στιγμή (ιδίως στο αυτοσχεδιαστικό των κινήσεων του Garbarek), όσο και την εμπειρία που έχει κερδηθεί στο μεταξύ. 

Η γοητεία του Remember Me, My Dear δεν πηγάζει επομένως από το ποιες εκλογές αναδείχθηκαν πιο πετυχημένες ή το ποιες εκτελέσεις ξετύλιξαν πιο ευκρινώς το κρυστάλλινο φωνητικό τάλαντο των Hilliard Ensemble και την ευελιξία του σοπράνο σαξοφώνου του Garbarek. Μπορείς ασφαλώς να σταθείς και σε τέτοια σημεία· και η αλήθεια είναι ότι μόνο λίγα δεν τα λες. 

Η ανατολικοευρωπαϊκή κατάνυξη του κατά Komitas "Ov Zarmanali" και της "Litany" του Nikolai N. Kedrov, το ανώνυμου δημιουργού "Sanctus", οι πτυχώσεις του "Most Holy Mother Of God" του Arvo Pärt, η παιγνιώδης μεσαιωνική διάθεση του Pérotin στο "Alleluia Nativitas" και η υπερβατικότητα του "O Ignis Spiritus" της Hildegard Von Bingen, είναι όλα τους εξαιρετικά κομμάτια. Στιγμιότυπα στα οποία μπορείς να θαυμάσεις πόσο στιβαρά συγκεκριμένοι αποτυπώνονται οι Hilliard Ensemble ή πόσο ωραία ταιριάζει ο κόσμος που εκπροσωπούν με την  αυτοσχεδιαστική φαντασία ενός σπουδαίου τζαζίστα· ικανού να «ξεφυτρώνει» πάνω, κάτω, πλαγίως και υπογείως, προσφέροντας αντιστίξεις, συμπληρώσεις, βάθος ή λειτουργώντας ως μία ακόμα «φωνή» δίπλα στους χορωδούς. Ανά περιστάσεις, μάλιστα, κάνει το σαξόφωνό του να ηχεί σαν ζουρνάς, με την ακροαστική εμπειρία να φτάνει κοντά σε ό,τι ξέρουμε στη Δύση για την ethio jazz της Αιθιοπίας.  

Σε ένα βαθύτερο κοίταγμα, όμως, βλέπεις ότι το «κλειδί» της επιτυχίας βρίσκεται σε πράγματα που ίσως σε πρώτη ματιά φαντάζουν αφηρημένα. Στις πέτρινες λ.χ. επιφάνειες της ελβετικής εκκλησίας και στον μπόλικο αέρα τον οποίον φιλοξενούν (για να θυμηθούμε μια παλιότερη φράση του ίδιου του Garbarek), που γίνονται αναπόσπαστα τμήματα πρώτα της συναυλίας, ύστερα της ακροαστικής εμπειρίας, «περνώντας» τέλος και στην ηχογράφηση. Με έναν τρόπο ίσως όχι τόσο απτό, μα εν τέλει σημαντικό. Γιατί, όπως ύμνοι θρησκευτικής φύσης από τον Μεσαίωνα συναντούν ένα κοσμικό όργανο πολύ μεταγενέστερο του χρονικού τους φάσματος, έτσι χώρος, άνθρωποι και υλικό τροφοδοτούν ένα δικό τους όλον. Mε γήινες, μα και με υπερκόσμιες ποιότητες. 



06 Ιουνίου 2022

Skyclad - ανταπόκριση (2019)


Μετά από πολλές περιπέτειες και αλλαγές στο line-up μετράμε αντίστροφα για το φετινό Up The Hammers Festival, που εν τέλει μετακόμισε κι αυτό στο συναυλιακά «θερμό» καλοκαίρι: Πέμπτη 9/6 είναι το καθιερωμένο pre-warm με τους Atlantean Kodex, Παρασκευή 10/6 η 1η μέρα με επικεφαλής τους Skyclad και Σάββατο 11/6 η 2η μέρα, με headliners τους Νορβηγούς Conception στην πρώτη τους εμφάνιση στην Ελλάδα. Όλες οι συναυλίες θα διεξαχθούν στο Gagarin. 

Οι Skyclad, τώρα, είχαν δώσει συναυλιάρα την τελευταία φορά που μας επισκέφθηκαν (Απρίλιος 2019), «γκρεμίζοντας» το Temple με μια best of setlist που συνεπήρε το κοινό. Με κινητήριο δύναμη το βιολί της εκπληκτικής Georgina Biddle, αλλά και με έναν Kevin Ridley να κάθεται πια με μεγάλη άνεση στη θέση του frontman: ακόμα και στους παλιούς, δηλαδή, δεν έλειψε ο Martin Walkyier.

Τα όσα έγιναν σε εκείνο το live καταγράφηκαν σε μια ανταπόκριση που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, δοθείσης της νέας αφορμής –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο Temple και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Δεν παίζονταν οι Skyclad στο Temple. Τιμώντας την ιστορία τους με μια πλούσια, best of setlist, παρέδωσαν ένα γνήσια λαϊκό θέαμα, που στο εξής θα αναγράφεται με χρυσά γράμματα στα χρονικά των metal συναυλιών στον τόπο μας. Πρώτους ωστόσο είδαμε τους Dreamrites, οι οποίοι και άνοιξαν για τους Βρετανούς σε όλη τη μίνι τουρνέ τους στην Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Κομοτηνή, Λάρισα). Την ώρα που βγήκαν το Temple είχε ήδη αρκετό κόσμο, που υποδέχτηκε με αληθινό ενδιαφέρον τον τσαμπουκά και την ορμή του εγχώριου support, επιβραβεύοντας με θερμό χειροκρότημα. 


Και πράγματι, ήταν δύσκολο να μην σταθείς στην ενέργεια των Dreamrites, στον επαγγελματισμό τους, στο σθένος των φωνητικών του Αλέξανδρου Σιδεράκου, ακόμα και στο καταπληκτικό μαλλί των μελών. Δυστυχώς, όμως, έγινε γρήγορα φανερό ότι αυτές οι αρετές δεν είχαν πού να ακουμπήσουν: τα τραγούδια προσπαθούσαν διαρκώς να αναπαράγουν τον καλπασμό των Iron Maiden, καταλήγοντας όχι μόνο να μοιάζουν απελπιστικά μεταξύ τους, μα να πάσχουν από φαντασία ακόμα και στους τίτλους. Πόσους πια redeemers, πόσο thunder και πόσο lightning να αντέξουμε; 

Οι Skyclad πάτησαν το σανίδι του (sold-out, πλέον) χώρου με τον κόσμο να έχει ήδη κουρδιστεί, φωνάζοντας ρυθμικά και επίμονα το όνομά τους. Τόσο, ώστε λίγοι πρόσεξαν ότι το μπάσιμο με το "Earth Mother, The Sun And The Furious Host" ήταν χλιαρό. Αυτό, πάντως, στάθηκε και το μοναδικό τους στραβοπάτημα. Με το που άρχισε το "Spinning Jenny" αμέσως μετά, το Temple απασφάλισε· και μαζί πήραν μπρος κι εκείνοι, για μια συναυλία πραγματικά θριαμβευτική. 

Ο ηλικιακά ανεβασμένος μέσος όρος του κόσμου σήμαινε ότι πολλοί παριστάμενοι είχαν κάνει την ειρήνη τους με το ότι πλέον στο γκρουπ τραγουδάει ο Kevin Ridley –με τον Martin Walkyier να αποτελεί παρελθόν εδώ και πολλά πια χρόνια. Κι όμως. Όσο και να έχουμε τιμήσει τον τελευταίο, όσο και να είναι η δική του φωνή που στιγμάτισε τις πρώτες επαφές με τους Skyclad, δεν μας έλειψε τελικά καθόλου. Ο Ridley έχει κερδίσει με το σπαθί του τη θέση του frontman. Μπορεί και εκφράζει το πνεύμα των παλιών τραγουδιών χωρίς να λαβώνεται σε κάτι η αυθεντικότητά τους, ενώ συνάμα τα ποτίζει με τη δική του προσέγγιση. Η οποία, όντας κατά τις πιο «γλυκιά» (δίχως πάντως να υπολείπεται σε δυναμισμό), αποδεικνύεται ταμάμ για μια μπάντα που θέλει να πηγαίνει από το metal στο folk και τούμπαλιν χωρίς να υστερεί σε καμία από τις δύο παραμέτρους.


Στη μπάντα είναι βεβαίως και πάλι παρών ο Dave Pugh (κιθάρα) –και αυτό έχει την προστιθέμενη αξία του. Όμως, κακά τα ψέματα, το «καύσιμο» των Skyclad και μια βασική αιτία που χοροπήδαγε όλο το Temple, ήταν το βιολί της εκπληκτικής Georgina Biddle. Ο κρυστάλλινος παροξυσμός του, που τόσο κουμπώνει στο υλικό του γκρουπ, σε συνδυασμό με τη βαριά προφορά και τον φλεγόμενο δυναμισμό του Ridley, σε έκανε να πιστεύεις ότι είχες μπροστά σου μια παραδοσιακή μπάντα από το Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας, η οποία είχε παράδοξα μεταλλικά απωθημένα. Το αντισυστημικό "The Parliament Of Fools" και το "Another Drinking Song" πυροδότησαν το crowd surfing στις μπροστινές σειρές, με το κέφι να κρατάει άσβεστο ως το φινάλε του διπλού encore με το "The Declaration Of Indifference", όταν πια ο Ridley είχε τόσο βραχνιάσει, ώστε ήταν αδύνατον να συνεχίσει να τραγουδά. 

Συναυλία δίχως ψεγάδια, βέβαια, δεν γίνεται –και μια αποτίμηση οφείλει να θίξει το γεγονός ότι ενίοτε χάναμε ηχητικά και την κιθάρα του Steve Ramsey, αλλά και τις μπασογραμμές του Graeme English. Εντούτοις κανείς δεν χαλάστηκε πραγματικά, από τη στιγμή που το συνολικό αποτέλεσμα διέθετε τόσο υψηλό επίπεδο και ο συντονισμός της σκηνής με την πλατεία του Temple και τον εξώστη ήταν τόσο άψογος. 

Καλά να είμαστε, οι Skyclad θα γίνουν συναυλιακή σταθερά για την Ελλάδα, κερνώντας ξυδάκι τους γνωστούς γκρινιάρηδες, όσους ζητούν να βλέπουν εδώ συναυλίες από ονόματα που ούτε κουμπώνουν με τον ψυχισμό του εγχώριου κοινού, ούτε και τα φόντα έχουν να δίνουν τέτοια live, 30 (σχεδόν) χρόνια μετά το ξεκίνημά τους.

Setlist 

Earth Mother, The Sun And The Furious Host
Spinning Jenny
Another Fine Mess
Change Is Coming
Cry Of The Land
The Song Of No-Involvement 
No Deposit, No Return 
Cardboard City 
The One Piece Puzzle 
Words Fail Me 
The Widdershins Jig
The Parliament Of Fools
The Antibody Politic
Great Blow For A Day Job
Penny Dreadful
Another Drinking Song
Inequality Street

encore

Just What Nobody Wanted
Emerald 
Thinking Allowed

encore no. 2

The Wickedest Man In The World
History Lessens
The Declaration Of Indifference 



05 Ιουνίου 2022

Cirith Ungol - ανταπόκριση (2018)


Μυστήριο θέρος αυτό του 2022 –ακόμα πιο μυστήριο από τα καλοκαίρια των τελευταίων χρόνων. Ως πρώτο (αληθινό) μετά τη πανδημία, βέβαια, είχε μπροστά του μια προοπτική και μια αίσθηση επανάκτησης του ορίζοντα. Όμως μια ο πόλεμος στην Ουκρανία, μια το ρεύμα και η γενικότερη ακρίβεια, μια οι ζέστες που άρχισαν απότομα ενόσω κρατούσε ακόμα ο Μάης, μια το ένα, μια το άλλο, αρχίζουν και χτίζουν μια μεγάλη αντίφαση. Μέρος της οποίας γίνονται σιγά-σιγά και οι ατελείωτες συναυλίες: όσες λίστες και οδηγούς και να φτιάξεις, όλο και κάτι εμφανίζεται. Όλο και κάτι σου ξεφεύγει. 

Δεν ξέρω πού θα βγάλουν όλα αυτά στην Ελλάδα του 2022, αν και κατά πόσο συμπίπτουν οι φιλοδοξίες των διοργανωτών –οι οποίοι προσπαθούν βέβαια να ανακάμψουν από 2 δύσκολα, πανδημικά έτη– και οι επιθυμίες/δυνατότητες του κοινού. Θα τα δούμε όλα στα προσεχώς. 

Για την ώρα, τις σκέψεις αυτές τροφοδότησε η νεότερη προσθήκη στον συναυλιακό χάρτη του καλοκαιριού, η οποία έγινε κάτι ώρες προτού γραφτούν τούτες οι γραμμές: οι Cirith Ungol έρχονται στην Αθήνα –το Σάββατο 9 Ιουλίου, στο Κύτταρο. Είναι ένας τόπος γνώριμος για τους US metal βετεράνους, που έχει αποδείξει και στο παρελθόν πόσο τους αγαπά και πόσο τιμά τα 1980s πεπραγμένα τους. 

Δοθείσης λοιπόν της αφορμής, το blog θυμάται την έλευσή τους στο Κύτταρο τον Φεβρουάριο του 2018, όταν και πάλι είχαν ως support τους συμπατριώτες τους Night Demon, οι οποίοι θα πλαισιώσουν και τη φετινή εμφάνιση (μαζί με τους Convixion). Η ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από εκείνη τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα. 


Δεν ήταν έκπληξη το γεμάτο Κύτταρο, μετά τα κατορθώματα των Cirith Ungol στο Up The Hammers Festival του 2017: όσοι τους χάρηκαν τότε στο Gagarin ήθελαν σίγουρα να τους δουν ξανά, ενώ όσοι δεν πήγαν ήρθαν να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι τι έχασαν. 

Αλλά η βραδιά ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα, με τη χορταστική support εμφάνιση των «δικών μας» Dexter Ward. Οι οποίοι βγήκαν στην ανακοινωμένη τους ώρα, σημειώστε άλλες διοργανώσεις. Έστω κι αν εκείνη τη στιγμή το Κύτταρο ακόμα γέμιζε, έστω κι αν όσοι είχαν έρθει από νωρίς χάζευαν ακόμα στους πάγκους των δισκοπωλείων που ήταν στημένοι εντός χώρου.
 

Οι Dexter Ward έπαιξαν ένα 50λεπτο set, μάλλον μεγάλο με βάση τον χρόνο που συνήθως αναλογεί στα support σχήματα. Από την άλλη, έγινε γρήγορα φανερό ακόμα και σε όσους δεν τους γνώριζαν ότι δεν επρόκειτο για την τυπική μπάντα που ανοίγει μια διεθνή συναυλία ώστε να κερδίσει χιλιόμετρα: είδαμε ένα σχήμα δεμένο, με ωραίο δικό του υλικό, που πάντρευε metal ταχύτητες και μελωδίες και κέρδιζε περαιτέρω πόντους από την εξαιρετική παρουσία του Ιταλού τραγουδιστή Marco Concoreggi. Το θερμό χειροκρότημα με το οποίο τους ξεπροβόδισε ο κόσμος κρίνεται δικαιότατο.

Σκυτάλη κατόπιν στους Night Demon, τους οποίους πολλοί από όσους έδωσαν το παρών στο Κύτταρο έδειξαν να περιμένουν το ίδιο ανυπόμονα με τους headliners. Άλλωστε οι Αμερικανοί (που επίσης είχαν παίξει στο Up The Hammers του 2017) θεωρούνται ένα από τα πιο hot νέα ονόματα στον σκληρό ήχο. Και η αλήθεια είναι ότι, όσες ενστάσεις κι αν εγείρει κανείς για τον ρετρό ήχο ή για τον κάπως επίπεδο τρόπο με τον οποίον τραγουδάει ο frontman/μπασίστας Jarvis Leatherby, επί σκηνής βρίσκονται σε φυσικό χώρο. Είναι εκεί όπου ξεπροβάλλουν ως καλολαδωμένη metal μηχανή, δίνοντας ένα σόου με ακατάπαυστη ενέργεια, που μεταδίδει αγνή πώρωση στην πλατεία.


Στο (επίσης 50λεπτο) set έδωσαν χρόνο στον νέο τους δίσκο Darkness Remains. Και είναι προς τιμήν του σπινταριστού τους metal με τις 1980s αναφορές –Riot, Jaguar, Tokyo Blade κτλ.– ότι ακόμα κι εγώ που δεν δηλώνω fan, ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα. Στο δε "Chalice" από το πρώτο τους ΕΡ (που τα ξεκίνησε όλα το 2012), χαρήκαμε και τη σκηνική εμφάνιση μιας φιγούρας ντυμένης με μανδύες και νεκροκεφαλή, που κέρναγε τα μέλη από το σατανικό δισκοπότηρο το οποίο κρατούσε στα χέρια.

Κάπως έτσι, οι Cirith Ungol βγήκαν μπροστά σε ένα ήδη φτιαγμένο κοινό, που όμως δεν παρέλειψε να καταστήσει σαφές ότι, όσο κι αν είχε διασκεδάσει πριν, βρισκόταν εκεί για εκείνους: ρυθμικές αναφορές του ονόματός τους, χειροκροτήματα και ιαχές συνόδευσαν την παράταξή τους επί σκηνής, με το Κύτταρο να πιάνει φωτιά αμέσως μόλις ξεκίνησαν να παίζουν το "I'm Alive". Εμφανώς χαρούμενος με την υποδοχή, ο θρυλικός Tim Baker απάντησε λίγο μετά στα συνεχή «Cirith Ungol - Cirith Ungol» του κόσμου ότι «yes, we are Cirith Ungol and we're bringing you Blood and Iron». Ακολούθησε φυσικά το σχετικό κομμάτι από τον δίσκο One Foot In Hell (1986).

Μπασίστας έπαιξε σημειωτέον ο Leatherby των Night Demon (επισήμως και μέλος, ήδη από το 2016), ενώ από την αυθεντική σύνθεση που έστησε το γκρουπ στην παραλιακή Καλιφόρνια στις αρχές των 1970s ήταν παρόντες ο Greg Lindstrom στην κιθάρα και ο Robert Garven στα ντραμς –με τον Jim Barraza (επίσης στην κιθάρα) να συμπληρώνει την πεντάδα. Η μπάντα πέταγε σπίθες και ευτύχησε να έχει καλό ήχο. Με αποτέλεσμα να αποτυπωθεί εκρηκτική στα ξεσπάσματά της, αλλά και μεγαλειωδώς ευκρινής στις σχεδόν doom μπασογραμμές με τους σαμπαθικούς απόηχους, που συχνά μας έμπαζαν με τον καλύτερο τρόπο στο σκοτεινό τους fantasy βασίλειο. 


Η αλήθεια είναι ότι ανά στιγμές ο Tim Baker χανόταν από το ραντάρ: το διάβα του χρόνου δεν έχει σταθεί ευνοϊκό και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίον ερμηνεύει μάλλον δεν ευνοείται σε ζωντανές συνθήκες. Ωστόσο υπήρξαν και στιγμές στις οποίες στάθηκε αειθαλώς απίθανος. Άλλωστε ό,τι χανόταν σε λέξεις αναπληρωνόταν είτε από επικές, «χαλφορδικές»  τσιρίδες, είτε από τον ίδιο τον κόσμο, που τραγουδούσε εν χορώ ξέροντας το ρεπερτόριο απέξω κι ανακατωτά. Στο κάτω-κάτω 4 δίσκους έβγαλαν όλους κι όλους οι Cirith Ungol, οπότε στο Κύτταρο ήρθαν με όλα τα αναμενόμενα "Frost And Fire", "Black Machine" και "Join The Legion", συν το "Fire" (διασκευή εξαιρετική σε Crazy World Of Arthur Brown). 

Προς το φινάλε της 1,5 ώρας που διήρκεσε η συναυλία, οι Cirith Ungol δεν έπαιξαν το γνωστό παιχνιδάκι με το encore: έμειναν απλά επί σκηνής, μας χάρισαν εξαιρετικές εκτελέσεις στα "Fallen Idols" και "Finger Of Scorn", κορύφωσαν τη βραδιά με "King Of The Dead" –με σύσσωμη πλατεία και εξώστη να τραγουδούν μαζί τους «Crown upon His head, King of the Dead» –κι έσβησαν με "Cirith Ungol" και βαθιά, ομαδική υπόκλιση σε ένα κοινό που (ξέρουν ότι) τους λατρεύει. Θα μας ξανάρθουν σύντομα, ήμασταν όλοι σίγουροι γι' αυτό βγαίνοντας στο στενό της Ηπείρου προς Αχαρνών. 



30 Μαΐου 2022

Δάκης - συνέντευξη (2011)


Πολύ με λύπησαν τα νέα για τον θάνατο του Δάκη, ο οποίος ήταν από τους αγαπημένους μου τραγουδιστές του εγχώριου pop στερεώματος. Ευτύχησε να έχει μια καριέρα που με τα πάνω και τα κάτω της κράτησε για πολλές δεκαετίες, με αποτέλεσμα να τον μάθουν και οι νεότεροι και οι ακόμα νεότεροι –γνώρισε άλλωστε δίκαιη επιτυχία και στα πρόσφατά μας χρόνια, χάρη στη σύμπραξή του με τον Monsieur Minimal.

Αλλά τα πολλά λόγια δεν λένε τίποτα σε τέτοιες περιστάσεις. Δυστυχώς. Οι ζώντες απομένουμε με τη θλίψη και τις αναμνήσεις μας. 

Και μία από τις πολυτιμότερες αναμνήσεις της δικής μου μουσικογραφικής καριέρας, ήταν η σύντομη κουβέντα που κάναμε με τον Δάκη πριν 11 χρόνια, τον Δεκέμβριο του 2011. Με αφορμή τη συμμετοχή του στο «Party Romantica» που στήθηκε τότε στο Gagarin, όπου μοιράστηκε τη σκηνή με την Τζένη Βάνου και τον Τέρη Χρυσό.

Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Στη μνήμη του υπέροχου Δάκη. Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο ενόψει του «Party Romantica». Όπως έπραξα και τότε, εκφράζω και τώρα τις ευχαριστίες μου στη Χρύσα Οικονομοπούλου, για την πολύτιμη βοήθειά της στην απομαγνητοφώνηση.


Γεννηθήκατε στην Αίγυπτο, σταδιοδρομήσατε στην Ελλάδα, ζείτε μαθαίνω στην Κύπρο αυτό το διάστημα. Ποιος είναι τελικά ο πιο «δικός σας» τόπος;
 
(γελάει) Αγαπώ την Κύπρο, γιατί μοιάζει πολύ στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκα –τουλάχιστον εμένα μου τη θυμίζει! Ο τόπος βέβαια που αγαπώ πάνω από όλα είναι η Ελλάδα. Αλλά και πάλι τι να σας πω… Είναι μοιρασμένα τα αισθήματά μου!

Πόσες γλώσσες μιλάτε, αλήθεια; Και σε τι βαθμό;

Μιλάω πολλές γλώσσες, είναι αλήθεια! Να σας τις αραδιάσω όλες; Γαλλικά, Αγγλικά, Ιταλικά –αυτές τις τρεις πολύ καλά!– Αραβικά, Ισπανικά… Αυτά!

Δείχνετε να έχετε αποσυρθεί την τελευταία δεκαετία. Τι σας έπεισε να συμμετάσχετε στη συναυλία-έκπληξη Party Romantica, με την Τζένη Βάνου και τον Τέρη Χρυσό;
 
Ποτέ δεν αποσύρθηκα, απλά διαλέγω να κάνω λίγα πράγματα… Ας μην ξεχνάμε πως δουλεύω 40 χρόνια και πλέον! Για εμένα το τραγούδι δεν ήταν μόνο μια δουλειά, μα κάτι που μου άρεσε –ένα χόμπι. Κι ακριβώς επειδή είναι κάτι που μου αρέσει, ποτέ δεν ζω χωρίς αυτό: είναι προτεραιότητα στη ζωή μου, άρα δεν θα έλεγα πως «έχω αποσυρθεί». 

Απλώς δεν με ενδιαφέρει να δοξαστώ, να φαίνομαι. Δεν με ενδιαφέρει πια η καριέρα. Με νοιάζει να συμμετάσχω όταν υπάρχει κάτι ενδιαφέρον, όπως τώρα αυτό το Party Romantica στο Gagarin.

Δεν έγινε «μεγάλη» είδηση και προβλήθηκε κυρίως από τις σελίδες των εφημερίδων που ασχολούνται με το κοινωνικό κους-κους: αληθεύει ότι σχετικά πρόσφατα περάσατε μια περιπέτεια υγείας λόγω δισκοπάθειας, από την οποία κινδυνεύσατε να μείνετε παράλυτος; 

Βέβαια... Συνέβη 2 ή 3 χρόνια πριν. Μπορώ να σας πω ότι έμεινα 3 ολόκληρους μήνες στο κρεβάτι. Ήταν στα αλήθεια κάτι πολύ επικίνδυνο...

Σας φωνάζανε όντως Δάκη ή δεν σήκωνε τότε η σόου μπιζ τα πλήρη ονόματα –αποτρέποντάς σας από το να βγείτε στο τραγούδι ως Βρασίδας Χαραλαμπίδης; 

(γέλια) Η μητέρα μου με φώναζε πάντα Δάκη, από το Βρασιδάκης. Όταν λοιπόν με κάλεσε η Minos για να υπογράψω το πρώτο μου δισκογραφικό συμβόλαιο, ο πατήρ Μάτσας με ρώτησε πώς με λένε. Του λέω «Δάκη, αλλά το πλήρες όνομά μου, αν εννοείτε αυτό, είναι Βρασίδας». Μου λέει εκείνος, όχι, κρατάμε το Δάκης. Ένας Βρασίδας τραγουδά, το δίχως άλλο, ρεμπέτικο!

Έχοντας διατελέσει νεανικό ίνδαλμα, τι ομοιότητες και διαφορές εντοπίζεται με το σήμερα; Έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα;

Η συμπεριφορά των νέων προς τα νεανικά ινδάλματα παραμένει η ίδια: ενθουσιώδης και γεμάτη αγάπη. Εκείνο που έχει αλλάξει είναι σίγουρα τα χρήματα. Σήμερα, δηλαδή, κάποιοι είναι εκατομμυριούχοι. Παλαιότερα κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.

Για πόσο περίπου κοινό έπαιζε στα 1960s μια αγγλόφωνη μπάντα όπως οι Playboys; 
 
Για αρκετό κόσμο, αλλά όχι για τον περισσότερο! Από την άλλη, για όσο κοινό και να παίζεις, μία είναι η συνταγή: σεβασμός σε όποιον έχεις απέναντι, όσους κι αν έχεις.

Παρακολουθείτε καθόλου το κύμα αγγλόφωνων συγκροτημάτων της τελευταίας δεκαετίας; Έχετε βρει περιπτώσεις που να αισθάνεστε ότι σας αφορούν;
 
Γενικά παρακολουθώ τη μουσική –γαλλόφωνα, αγγλόφωνα, ποπ, τζαζ, ρεμπέτικα. Δεν έχω παρωπίδες ως προς τα είδη, μου αρέσουν όλα. Ξεχωρίζω όμως τραγούδια πια, όχι ερμηνευτές. Άρα δεν συγκρατώ εύκολα ονόματα.

Πού νιώθετε πιο οικεία ως ερμηνευτής; Στην ποπ, στο ελαφρό τραγούδι ή στην τζαζ; Έχετε υπηρετήσει και τα τρία είδη, κατά καιρούς...

Τραγούδι να 'ναι και ό,τι να 'ναι! Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει, που λένε. Αν μου αρέσει, και αν μπορώ φυσικά να το πω –γιατί δεν μπορούμε όλοι να λέμε τα πάντα– θα το πω!

Το "Θωρακισμένη Mercedes" που τραγουδήσατε στον ομώνυμο δίσκο του 1991 μοιάζει πολύ επίκαιρο: σκιαγραφεί όλη τη νεοπλουτίστικη τάση μας για μεγαλεία και λούσα, την οποία πολλοί θεωρούν από τους κύριους παράγοντες για την παρούσα Κρίση. Συμφωνείτε ή πιστεύετε ότι το παζλ των αιτίων είναι πιο σύνθετο;
 
Απόλυτα, συμφωνώ απόλυτα. Να σας θυμίσω όμως και το "Αλαλούμ", που νομίζω είναι πολύ πιο επίκαιρο! Αν ήμουν Αμερικανός τραγουδιστής και τραγουδούσα το "Αλαλούμ", θα είχα λύσει το βιοποριστικό μου πρόβλημα. Έτσι, με ένα κομμάτι και μόνο.

Τελικά εσείς πιο θεωρείτε το τραγούδι-υπογραφή σας; Είναι το "Τόσα Καλοκαίρια";

Στο "Τόσα Καλοκαίρια", στην προίκα αυτή του Μίμη Πλέσσα, οφείλω πολλά από το 1968 ως και σήμερα. Αυτό το τραγούδι είναι πράγματι με την υπογραφή μου, όπως λέτε, όμως θα πρόσθετα και μερικά ακόμα, όπως το "Πάρε Ένα Κοχύλι Από το Αιγαίο" της Eurovision και το "Εκείνο Το Πρωί Στην Κηφισιά". Αλλά και τη γενικότερη συνεργασία μου με τον Θάνο Σοφό (ήταν ο στιχουργός και ο παραγωγός του "Αλαλούμ"), τη "Θωρακισμένη Μερσεντές" για την οποία είπαμε και πιο πριν, την "Τζαμάικα", το "Τσάι Με Λεμόνι", την "Αλεξάνδρεια".



28 Μαΐου 2022

Pink Turns Blue - ανταπόκριση (2019)


Είναι φυσικό κι αναμενόμενο που έρχονται και  ξανάρχονται οι Γερμανοί Pink Turns Blue τα τελευταία χρόνια: οι μέχρι τώρα συναυλίες τους έχουν αποδειχθεί θεσπέσιες, γι' αυτό και στις τάξεις των ακροατών βλέπεις να ενώνονται αρμονικά οι παλιοί post-punkers που ακολούθησαν τα πιο «σκοτεινά» ηχοχρώματα στα 1980s, μαζί με το νεότερο κοινό που στελεχώνει τον συγκεκριμένο χώρο. 

Το ίδιο πιστεύω ότι θα συμβεί και απόψε στη Death Disco. Όπου ψηνόμουν να πάω κι εγώ –κάτι όμως που αποδείχθηκε ανέφικτο, λόγω συσσώρευσης υποχρεώσων και γενικευμένης κούρασης. Περιμένω λοιπόν να διαβάσω καμιά ανταπόκριση, αν πήγε δηλαδή κάποιος ικανός να συντάξει κάτι της προκοπής (τα ξέρετε τώρα, ας μην ξαναπιάσουμε τη γκρίνια για την κατάντια του εγχώριου μουσικού Τύπου).

Η συγκυρία, εντωμεταξύ, ήταν καλή για μια επιστροφή σε ένα κείμενο χρονολογημένο στον Απρίλη του 2019, γύρω από τη sold-out εμφάνιση εκείνης της χρονιάς στη Death Disco. Πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Οι φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα.


Παρότι είχαν έρθει και το 2017, διόλου δεν δυσκολεύτηκαν να γεμίσουν και πάλι τη Death Disco οι Γερμανοί Pink Turns Blue. Και μάλιστα με κοινό διαφόρων ηλικιών, καθώς το κάλεσμά τους ένωσε «παλιούς» νιουγουεϊβάδες και εικοσάρηδες του σήμερα που σκύβουν με αγάπη στους εναλλακτικούς ήχους της δεκαετίας του 1980. 

Τη βραδιά ξεκίνησαν οι Ghostland, αθηναϊκό σχήμα που στήθηκε κατά τη δεκαετία των ’10s και δεν είχε παρά μερικούς μήνες που έβγαλε το ντεμπούτο του Dances On Walls. Μπήκαν ορεξάτα και φανέρωσαν ήδη από τα πρώτα τραγούδια πόση εξοικείωση έχουν με τους post-punk ήχους, οι οποίοι ακούστηκαν και μελετημένοι, αλλά και αφομοιωμένοι. 


Τα εκφραστικά φωνητικά της Μακρίνας και τα καλοστημένα synths δημιούργησαν κλίμα και τράβηξαν το ενδιαφέρον αρκετού κόσμου, παρότι ο χώρος βρισκόταν σε διαδικασία γεμίσματος όσο έπαιζαν. Όμως το support set κράτησε 40 λεπτά και, βαθμιαία μα σταθερά, το ενδιαφέρον χάθηκε: παρά τις αρετές που φανέρωσαν, οι Ghostland δεν έχουν ακόμα το υλικό για να υποστηρίξουν μια εμφάνιση με τέτοια διάρκεια. Από ένα σημείο και μετά, άκουγες απλά το ίδιο πράγμα.

Οι Pink Turns Blue δεν άργησαν να βγουν ενώπιόν μας, γενόμενοι δεκτοί με χειροκροτήματα κι ενθουσιασμό. Χωρίς περιττά λογύδρια ή μακροσκελείς εισαγωγές, ο Mic Jogwer και οι συνοδοιπόροι του (Ruebi Walter στο μπάσο & Paul Richter στα ντραμς) μπήκαν κατευθείαν στο ψητό με το "Something Deep Inside", γεμίζοντας τη Death Disco με  «σκοτεινιασμένο» post-punk. Ο Jogwer έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να τραγουδά κάτω από υποβλητικά μωβιά φώτα, με την ενέργειά του να βρίσκει σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο. Μέχρι το φινάλε της βραδιάς 17 τραγούδια αργότερα, τίποτα δεν είχε κλονίσει αυτή την αρχική εντύπωση. 

Αυτό δεν σημαίνει ότι η συναυλία των Pink Turns Blue δεν είχε τις μεγάλες της στιγμές: το "Walking On Both Sides" ήδη κοντά στο ξεκίνημα, το "Tomorrow Never Comes" ακριβώς στο σημείο όπου άλλοι θα έκαναν «κοιλιά» και το πάντα επιβλητικό "Your Master Is Calling" ως φινάλε του βασικού set –πριν δηλαδή τα δύο άτυπα encore– έδωσαν ξεχωριστό τόνο στη βραδιά. Όμως η γερμανική τριάδα δεν έχασε τον παλμό της σε κανένα άλλο σημείο· κάτι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο, που δεν το βλέπεις συχνά, ειδικά σε συγκροτήματα μεσαίου βεληνεκούς, όπως είναι και η περίπτωσή τους. Λίγο η εμπειρία, λίγο το πόσο αειθαλής διατηρείται ο Jogwer (και σε φωνή, μα και σε όψη), λίγο το γεγονός ότι έχουν σαφώς ξανανιώσει με την απήχηση που βρίσκουν τα τελευταία χρόνια, τους κάνει να τιμούν ακόμα και τα πιο τυπικά τους τραγούδια με διαυγείς, βαρυκόκαλες εκτελέσεις. 

Σε μια εποχή όπου το post-punk φοριέται ξανά πολύ, είναι σημαντικό να κυκλοφορεί μια αυθεντική μπάντα του ήχου ικανή να σταθεί τόσο καλά επί σκηνής. Οι Pink Turns Blue αποτελούν ιδανικό αντίβαρο για όσους βλέπουν το post-punk μέσα από τη στενή οπτική μίας ακόμα χιπστεροκρατούμενης αναβίωσης, ενώ μπορούν να λειτουργήσουν και ως δείκτης διαχωρισμού της ήρας από το στάρι, με δεδομένο το πόσους εικοσάρηδες μάζεψαν στη Death Disco. 

Γιατί, πώς να το κάνουμε, είναι άλλο πράγμα να αναζητάς την post-punk εμπειρία (έστω στην πιο dark της μορφή) πηγαίνοντας στους Pink Turns Blue κι άλλο να χειροκροτάς περιπτώσεις σαν π.χ. τους Motorama, των οποίων ο frontman απλά δεν μπορεί να τραγουδήσει. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα πρέπει να θεωρούμε σίγουρο ότι θα ξαναδούμε σύντομα τους Γερμανούς στην Αθήνα, ειδικά αν βγάλουν όντως νέο δίσκο, όπως δήλωσαν πρόσφατα.