02 Μαΐου 2022

Let's Eat Grandma - I'm All Ears [δισκοκριτική 2018]


Μαθαίνω επέστρεψαν η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth με το τρίτο τους άλμπουμ Two Ribbons, το οποίο τις βρίσκει να κλείνουν 9 χρόνια συν-δημιουργίας ως Let's Eat Grandma.

Ένα κάπως δύσκολο άλμπουμ, καθώς η πολυετή τους φιλία δοκιμάστηκε τόσο από δυσάρεστες συγκυρίες, όσο και από την πίεση που δημιούργησε η επιτυχία του I'm All Ears (2018), το οποίο τις βρήκε να μπαίνουν στο #28 της πατρίδας Βρετανίας, σωρεύοντας προσδοκίες, μα και συναυλιακές υποχρεώσεις. Τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στο προσκήνιο, λένε από μόνα τους πολλά. Έστω κι αν υποθέσουμε ότι κάπου μπήκε και η πανδημία στη μέση των σχεδίων τους.

Δεν τις έχω ακούσει ακόμα στις νέες τους περιπέτειες, αλλά η περίσταση δείχνει κατάλληλη για μια επαν-επίσκεψη στην κριτική που έγραψα το 2018 για το I'm All Ears, για λογαριασμό του Avopolis. Η οποία και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Μια κλασική άσκηση στα μαθήματα γλώσσας είναι να γράψεις τη φράση «ας φάμε τα παϊδάκια» παραλείποντας τα διαλυτικά. Τα αποτελέσματα ...βγάζουν μάτι. Αναλόγως, αν γράψεις στα αγγλικά «let's eat, grandma» ξεχνώντας το κόμμα, αρχίζει να συμβαίνει κάτι πολύ λάθος.

Θέλοντας να τονίσουν την αξία τέτοιων μικρών πραγμάτων, η Rosa Walton και η Jenny Hollingworth από το Νόριτς της Αγγλίας ονόμασαν τη μπάντα τους Let's Eat Grandma χωρίς κόμμα, ρισκάροντας να γίνουν ενστικτωδώς αντιπαθείς πριν καλά-καλά ακούσει κανείς τη μουσική τους. Παρά ταύτα, βρίσκονται να λαμβάνουν διθυραμβικές κριτικές για το δεύτερό τους άλμπουμ και να βγαίνουν από το underground, μπουκάροντας στο βρετανικό top-40 (#28).

Όμως, όπως και πολλές ακόμα φασαρίες των τελευταίων χρόνων, έτσι κι αυτή μένει μετέωρη. «Φρέσκος ήχος» γράφει η μία, «κάτι περιπετειώδες» βρίσκει ο άλλος, «avant-pop» λέει κάπου μια μαρκίζα, μα εσύ αναρωτιέσαι αν έχουν κάτσει ποτέ ν' ακούσουν Knife τούτοι οι άνθρωποι ή αν έχουν τέλος πάντων κάποιο σημείο αναφοράς παλαιότερο της Lorde. Η εποχή του κάθε ανιστόρητου κεφλή που έγινε γραφιάς γιατί «το νιώθει» και της κάθε χαΐστριας που ανοίγει ένα Microsoft word και αναπαράγει όσα διαβάζει στο ίντερνετ (δημιουργώντας «ομοφωνία») είναι εδώ, μαζί μας. Σε όλο της το τραγικό μεγαλείο.

Σε μια πιο ρεαλιστική κλίμακα, το άστρο των Let's Eat Grandma λάμπει μεν, αλλά στον γαλαξία του υποσχόμενου. Λυπάμαι αν κάτι τέτοιο δεν αρκεί στα σύγχρονα παιχνίδια του εναλλακτικού hype, αλλά τα κορίτσια είναι ακόμα υπό διαμόρφωση –δεν έχουν φτάσει σε τίποτα το ουάου. 

Αν έχουν δυνάμεις; Τις έχουν. Το I'm All Ears είναι μια πιο συγκροτημένη υπόθεση από το ντεμπούτο I, Gemini (2016), με τις Walton & Hollingworth να ξεδιπλώνουν στα synths άνεση που δεν την περιμένεις, αλλά κι ένα pop αισθητήριο που αποτυπώνεται ταυτόχρονα σοβαρό μα και εν δυνάμει μαζικό, χωρίς να καταφεύγει σε αγοραία κόλπα. Στο "It's Not Just Me", μάλιστα, όπου λαμβάνουν χέρι βοήθειας σε σύνθεση και παραγωγή από τους διάσημους φίλους τους –αφενός τη Sophie, αφετέρου τον Faris Badwan των Horrors– βλέπουμε πώς αυτές οι δυνατότητες μπορούν να ανθίσουν, φτάνοντας σε ένα όμορφο pop hit. Το οποίο στήνεται μεν στην εμπειρία των συμμετεχόντων, μα περιέχει και την αλήθεια των δημιουργών του.

Μιλώντας για στίχους, οι Let's Eat Grandma αντικρίζουν τον κόσμο και τις σχέσεις από το πρίσμα της ηλικίας τους. Κι αυτό είναι πράγματι αναζωογονητικό σε ένα τερέν όπου τόσοι και τόσοι νοσταλγούν καταστάσεις τις οποίες δεν έζησαν, με ασαφείς συναισθηματολογίες που συχνά ηχούν και μεγαλίστικες. Ωστόσο δεν γράφουν και τίποτα το σπουδαίο, για το οποίο θα έπρεπε να επαινεθούν. Αν κάτι κρίνεται δηλαδή ως εδώ-και-τώρα απλά επειδή λέει «Guess I'll see you when my screen is vibrating», καήκαμε.

Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι ερμηνείες είναι περιορισμένες, σχεδόν πανομοιότυπες, κομμένες σε ένα προκάτ κοριτσίστικο μοτίβο που φοριέται πολύ σε Αγγλία και Αμερική και προβλέπει και το πώς θα βγεις μπροστά στη μελωδία και το πώς θα αρθρώσεις τις λέξεις. Είναι το ίδιο προκάτ με αυτό που κάνει η Rihanna στο "Love The Way You Lie", απλά σε μια πιο alternative παραλλαγή.

Πέραν λοιπόν του "It's Not Just Me", το I'm All Ears αφήνει ορατά κέρδη μόνο κατά περίπτωση, σε τραγούδια δηλαδή σαν το "Snakes & Ladders", το "Cool & Collected", ίσως και το "Ava". Σε αυτά συντονίζεσαι πράγματι με κάτι το φρέσκο και βρίσκεις λόγους να είσαι ...all ears, περιμένοντας τη συνέχεια. Εκεί, στο μέλλον, μπορεί λοιπόν και να ακούσουμε κάτι πιο αξιοσημείωτο από τις Let's Eat Grandma. Άλλωστε το μέλλον ανήκει στους νέους, κατά κανόνα.



12 Απριλίου 2022

Abbath - ανταπόκριση (2016)


Κάμποσο το νερό στο αυλάκι από τότε που ο Abbath Doom Occulta (ο Νορβηγός Olve Eikemo, δηλαδή) έγινε χέβι μέταλ σταρ ως τραγουδιστής και κιθαρίστας των κραταιών Immortal. Αρπάχτηκαν ως γνωστόν το 2015, αυτός έφυγε και ανακοίνωσε την ίδρυση των Abbath, εκείνοι σκέφτηκαν να το διαλύσουν, μα τελικά συνέχισαν.

Οι τρεις δίσκοι των Abbath, τώρα, χωράνε κάμποση συζήτηση. Όχι όμως και οι ζωντανές τους εμφανίσεις, στις οποίες ο ηγέτης τους πραγματικά λάμπει. Το είδα άλλωστε με τα μάτια μου τον Γενάρη του 2016, σε ένα εμφατικό sold-out στο Κύτταρο.

Με αφορμή λοιπόν τον φετινό δίσκο Dread Reaver, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, που τότε δημοσιεύτηκε για λογαριασμό του Avopolis. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Stefan Bollman και προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Al Case. Η φωτογραφία των Order Of The Ebon Hand ανήκει στην Αλεξάνδρα Αλεξίου.


Εκείνη η καταλυτικού ουμανισμού φράση «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον» δεν χάνει ποτέ τη σοφία της στο διάβα των αιώνων. Είναι βέβαια μια εμφανής από μέρους μου τρολιά, να ξεκινάω ανταπόκριση black metal συναυλίας με ...Ιησού, ωστόσο γύριζε πράγματι στο μυαλό μου καθώς γκρίνιαζα για την καθυστέρηση της έναρξης στο Κύτταρο. 

20.30 με 21.15 θα έπαιζε, λέει, το support –21.25 βγήκε, 10 λεπτά δηλαδή αφότου υποτίθεται θα είχε τελειώσει· 21.45 έγραφε το πρόγραμμα θα εμφανίζονταν οι Abbath, περίπου 22.50 τους είδαμε. Ξέρω ότι τα έχουν και οι διοργανωτές τα δίκια τους και τέτοια πράγματα δεν γίνονται επειδή αδιαφορούν (ή, τέλος πάντων, δεν αδιαφορούν όλοι). Αλλά για ακόμα μία φορά ξεροσταλιάσαμε οι έγκαιρα προσερχόμενοι και επιβραβεύτηκαν οι καθυστερόπουλοι. Κάτι πρέπει να γίνει, σε κάποιο σημείο. Δεν γίνεται και την πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Ίσως πρέπει να παίζει μικρότερο set το support; Ή να κόβεται και εντελώς;

Εύκολο να το λες, όμως, μα δύσκολο να το υποστηρίξεις όταν βλέπεις support acts με την ποιότητα των Order Of The Ebon Hand. Το αθηναϊκό τρίο ήταν ιδανικό από άποψη ήχου και γενικότερης αισθητικής για να «ζεστάνει» τα πράγματα και το έκανε με πραγματικές επιδόσεις. Οι οποίες ώθησαν το κατάμεστο Κύτταρο –που είχε ανοίξει ακόμα και τους εξώστες του προκειμένου να υποδεχθεί το ενθουσιώδες πλήθος– να τους χειροκροτήσει ουκ ολίγες φορές με ιαχές και χέρια ψηλά, αφήνοντας στην άκρη τη μουρμούρα για τη χρονική καθυστέρηση. 


Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, άλλωστε, αφού το σχήμα μας πήρε από τα μούτρα ήδη από τις εναρκτήριες νότες του "Behold The Sign Of A New Era" και έπαιξε σαν να ήταν δική του η βραδιά στο Κύτταρο, φτάνοντας σε μπόλικες κορυφώσεις κατά τη διάρκεια του 45λεπτου που τους αναλογούσε. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές ανάμεσά τους, θα σταθώ προσωπικά στη γκαζωμένη διασκευή στο "Stone Deaf Forever" των Motörhead (ένας φόρος τιμής στον Lemmy) και στην απίθανη εκτέλεση που επεφύλαξαν στο "The Skull (The Mystic Path To The Netherworld)". Ας σημειωθεί πάντως ότι  έπαιξαν κι ένα ολοκαίνουργιο κομμάτι, από το επερχόμενο άλμπουμ που, όπως μάθαμε, θα είναι αφιερωμένο στην 7η κάρτα των Ταρώ (το Άρμα). Καθώς μας χαιρετούσαν, μάλιστα, έπεσε και ατάκα-tribute για τον Άκη Καπράνο ανάμεσα στο κοινό, τον οποίον οι περισσότεροι γνωρίζουν ως κινηματογραφικό κριτικό, μα ορισμένοι θυμόμαστε και ως «Lethe». 

Mε τέτοιο support και με δεδομένη την ημίωρη καθυστέρηση για να ετοιμαστεί η σκηνή –που και πάλι τσίτωσε μερικά νεύρα, με αποτέλεσμα να ηχήσουν κάμποσα «άντε ρεεε» καθώς ο τεχνικός του χώρου δοκίμαζε, με τον φακό στο στόμα, κιθάρες, τύμπανα και μικρόφωνο– ο Abbath Doom Occulta χρειαζόταν να μπει κατά τρόπο αποστομωτικό. Αυτό και έκανε, παρέα με τους ικανότατους συνοδοιπόρους του King Ov Hell (μπάσο), Gabe Seeber (ντραμς) & Ole André Farstad (κιθάρα), με τους οποίους και συνεχίζει την Immortal κληρονομιά, σε πείσμα των Harald Nævdal & Reidar Horghagen που συνεχίζουν υπό το κέλυφός τους. Προφανώς πιστεύοντες κι εκείνοι στο λίαν παραπλανητικό καπιταλιστικό ρητό «ουδείς αναντικατάστατος».

Το Κύτταρο κάηκε λοιπόν στις φλόγες της black metal Κόλασης και τόσο η πλατεία όσο και ο εξώστης το καταχάρηκαν το live, δείχνοντάς το (εμφατικά) σε κάθε στιγμή που το απαίτησε ο Abbath. Ο οποίος μπορεί να μη μας φιλοδώρησε αυτή τη φορά με κάποια επική ατάκα, σαν εκείνο το «we're Immortal and the sun no longer rises!» που αντήχησε στο Rockwave του 1999, πάντως η μακρουλή κόκκινη γλώσσα του πεταγόταν ανά στιγμές με πραγματικά ...ερπετοειδή τρόπο. Υποβοηθούμενη βέβαια από το ασπρόμαυρο μακιγιάζ και από τα υποβλητικά φώτα της σκηνής. Εκεί, στη μέση της, ο μεγάλος Νορβηγός έμοιαζε με ανδρικό ανάλογο της Μαύρης Αίγας, Σουμπ Νιγκουράθ –κι εμείς με τα Χίλια Νεογνά της, με τις μπροστινές σειρές να γιορτάζουν με ανελέητα mosh pits κάθε που ακουγόταν κάτι από τις δόξες των Immortal.

Φυσικά οι Abbath είχαν και ολόφρεσκο ντεμπούτο στις αποσκευές τους και ήταν δεδομένο πως θα το τιμούσαν. Και το έκαναν μια χαρά, γιατί στη live συνθήκη μειώθηκε ο στόμφος που το χαρακτηρίζει και δόθηκε η ευκαιρία να λάμψουν περισσότερο τα φωνητικά του πραγματικά ακούραστου ηγέτη τους. Ωστόσο τίποτα από αυτό το υλικό δεν είναι σε θέση να συγκριθεί με τα κλασικά, όσα έκαναν δηλαδή τους Immortal σημείο αναφοράς, επιτρέποντάς τους να «σπάσουν» τα όρια του black metal και να βρουν θαυμαστές ακόμα και ανάμεσα στους επιφυλακτικούς με την ακραία μουσική rockers. Οι black πιουρίστες, βέβαια –όσοι πίνουν νερό στο όνομα του Battles In The North (1993)– πάλι θα γκρίνιαζαν πιστεύω για τη setlist. Αλλά οι υπόλοιποι μείναμε υπέρ το δέον ικανοποιημένοι με επιλογές σαν τα "Tyrants", "One By One" ή "Solarfall". Τέτοιες στιγμές μας χάρισαν μια γεύση από τα πολυσχιδή riffs των Immortal, για τα οποία πάντα θα πιστεύω πως έχουν μια ρέμπελη rock 'n' roll «ψυχή» κάτω από το βαρυμεταλλικό τους κάλυμμα. 

Ήταν πολύ ακριβό το εισιτήριο των 26 ευρώ για τους καιρούς μας, όπως συζητούσε μια παρέα δίπλα μου, ενόσω η καθυστέρηση της εκκίνησης καλά κρατούσε. Δίκιο έχουν, όμως ο/οι Abbath απέδειξαν ότι τα άξιζαν μέχρι τελευταίου μονολέπτου. 



04 Απριλίου 2022

Οι Batushka ξανάρχονται στην Ελλάδα –εξαιρετικά, αλλά ποιοι Batushka;


Αν και το black metal πέταξε κάμποσα κλαδιά στην ιστορική του πορεία, γενόμενο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, το «παραδοσιακό» του (και κομματάκι γραφικό, πια) αντι-χριστιανικό μένος συνέχισε σταθερά να εμπνέει και να κινητοποιεί. Με διάφορους τρόπους. 

Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, ας πούμε, ήταν οι Πολωνοί Batushka (Батюшка σημαίνει «πάτερ» στη γλώσσα τους) που πέτυχαν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη διάσταση, παρουσιάζοντας ένα heavy θεατρικό θέαμα γεμάτο μανδύες, κηροπήγια και φθαρμένες εικόνες της Βρεφοκρατούσας. Δεν ήταν πρωτόγνωρο, ασφαλώς. Όμως το συγκρότημα από το Białystok ερχόταν από μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ διέθετε και το επιπλέον ατού ότι άντλησε από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία –και όχι από τον Ρωμαιοκαθολικισμό– γράφοντας και στίχους στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα. Ή, αλλιώς, στην πρώτη λογοτεχνική γλώσσα των Σλάβων, η οποία αναπτύχθηκε από τη διάλεκτο που άκμαζε στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα.

Χάρη λοιπόν σε ορισμένα εντυπωσιακά τραγούδια από το ντεμπούτο Litourgiya (2015), στις ωραίες τους συναυλίες, αλλά και στην εκμετάλλευση διαδρόμων που άνοιξε η επιτυχία των Σουηδών Ghost, οι Batushka έγιναν ένα μικρό φαινόμενο των '10s. Πέτυχαν μάλιστα να ξεφύγουν από τα black σύνορα, απευθυνόμενοι σε ένα ευρύτερο κοινό με «σκληρά» γούστα. Εκεί όμως που φαινόταν να ανοίγεται εμπρός τους πεδίον δόξης λαμπρόν (έπαιξαν λ.χ. ακόμα και στο Hellfest του 2018), έγιναν από δυο χωριά χωριάτες –όπως το λέμε στα δικά μας τα μέρη. Κι έτσι μέσα στο 2019 ξέσπασε αυτό που αρέσκομαι να αποκαλώ «Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya».

Για να μην τα πολυλογούμε, η μπάντα ανατινάχθηκε και στήθηκαν δύο αντίπαλα συγκροτήματα με το όνομα Batushka: ένα από τον τραγουδιστή Bartłomiej Krysiuk κι ένα από τον κιθαρίστα και βασικό συνθέτη Krzysztof Drabikowski. Έσπευσαν δε να κονταροχτυπηθούν (και) δισκογραφικά, σκορπίζοντας σύγχυση μα και απογοήτευση σε πολλούς fans. 

Η πανδημία πάγωσε βέβαια τις εχθροπραξίες, όμως τώρα που σιγά-σιγά επιστρέφουμε σε πιο κανονικές συνθήκες φαίνεται ότι καλά κρατούν, αν κρίνω από το γεγονός ότι οι Batushka του Krysiuk ανακοίνωσαν συναυλίες στη χώρα μας: την Παρασκευή 15/4 θα παίξουν στην Αθήνα (στο Fuzz), το δε Σάββατο 16/4 στη Θεσσαλονίκη (στο Principal). 

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, να μια επαν-επίσκεψη στους δίσκους των αντίπαλων Batushka που βγήκαν μέσα στο 2019: το μεν Panihida από το γκρουπ του Drabikowski, το δε Hospodi από το γκρουπ του Krysiuk. Οι ορίτζιναλ κριτικές γράφτηκαν τότε για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύονται όμως με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης. Με την απαραίτητη βέβαια σημείωση ότι, έκτοτε, οι Batushka του Krysiuk ενεργοποιήθηκαν περισσότερο όσον αφορά τη δισκογραφία, βελτιώνοντας την εικόνα που καταγράφεται εδώ.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Καπάνταη και προέρχεται από τη συναυλία των (ενιαίων) Batushka στο Gagarin, τον Σεπτέμβριο του 2018


Batushka: Hospodi [Metal Blade]

Έναν χρόνο πριν (2018), live στο Gagarin, οι Batushka ήταν ακόμα ο Βαρθολομαίος, ο Μάρτιν και ο Χριστόφορος. Κανείς δεν γνώριζε επώνυμα, ούτε ποιος ήταν ή δεν ήταν το «αφεντικό» εντός μπάντας. Και κανείς δεν νοιαζόταν, αφού το θέμα βρισκόταν στα όσα έφτιαξαν μαζί πίσω στο 2015, με την παλιά, καλή μέθοδο του do-it-yourself: το άλμπουμ Litourgiya και οι υποβλητικές συναυλίες με τα ράσα, τα μανουάλια και τα Ορθόδοξα παραφερνάλια ήταν η έκπληξη που είχε ξεπηδήσει από το πλούσιο σε ζυμώσεις μεταλλικό underground της ανατολικής Ευρώπης. 

Πλέον, όμως, τα ράσα πετάχτηκαν και τα μανουάλια αλληλοεκσφενδονίστηκαν μεταξύ της τριπλέτας, με την τύχη του Μάρτιν (Marcin Bielemiuk) να αγνοείται. Σε ένα απολύτως βυζαντινό σκηνικό, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk σπεύδει με το Hospodi να διακηρύξει ότι αυτός είναι οι Batushka, πετώντας έξω τον μέχρι πρότινος βασικό συνθέτη/κιθαρίστα Χριστόφορο (Krzysztof Drabikowski). Εκτός μπάντας, μα όχι εκτός μάχης, ο Drabikowski κατηγορεί τον Krysiuk ότι δεν είναι παρά ένας κοινός σφετεριστής. Και απαντά στήνοντας τους δικούς του Batushka, με τους οποίους και δίνει επίσης το δισκογραφικό παρών.

Πρόκειται για παλιά μα πάντα γελοία rock 'n' roll ιστορία, για την οποία θα αποφανθούν κάποια στιγμή τα (πολωνικά) δικαστήρια. Αλλά ασχολούμαστε. Γιατί τον περιμέναμε τον διάδοχο του Litourgiya, κοινό και κριτικοί. Ώστε να δούμε αν οι Batushka μπορούν να έχουν συνέχεια ή αν ήταν άλλη μία μπάντα-πυροτέχνημα, που για μια μαγική στιγμή μπόρεσε να τουμπάρει απολαυστικά τα κλισέ, κερδίζοντας πρόσημο «φρεσκάδας» ακόμα κι αν επί της ουσίας δεν άκουγες, ούτε και έβλεπες κάτι άγνωστο.

Στα περί διαδοχής, λοιπόν, το Hospodi απαντά απλοποιώντας (αρκετά) τα πράγματα. Είναι δηλαδή κάμποσα τα σημεία όπου ο Krysiuk δείχνει να αντιμετωπίζει το όλο στόρι με τους Batushka ως μια συνταγή ισορροπίας μεταξύ ψευδο-χριστιανικής λειτουργίας και στρογγυλοποιημένης metal αισθητικής με black φωνητικά και riffs, η οποία κουμπώνει στην ψαλμωδική εκφορά των «εξωτικών» στίχων και (δείχνει να) ξερογλείφεται για την πίτα των Ghost. 

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο να σημάνουμε πλήρη υποχώρηση από το εγχείρημα. Ο Krysiuk παραμένει άλλωστε λίαν αποτελεσματικός ως ερμηνευτής, ενώ στις συντεταγμένες του Hospodi εξακολουθεί να επιβιώνει κάτι από το θεατρικό πνεύμα της αντεστραμμένης λειτουργίας που λάνσαραν οι Batushka το 2015. Διόλου τυχαία, το άλμπουμ ξεκινάει με την καμπάνα του "Wozglas" να καλεί σε σύναξη πιστών και τελειώνει στα ...φτυαρίσματα του αργόσυρτου "Liturgiya", δείχνοντας ότι η αίσθηση του σόου παραμένει βασικό κομμάτι της όλης εξίσωσης.

Όμως, αν και γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η γνώριμη ατμόσφαιρα, λείπει εμφατικά η (σχεδόν) doom, βλάσφημη κατάνυξη που διέθετε το Litourgiya. Το "Dziewiatyj Czas" είναι το μόνο τραγούδι του Hospodi που διατηρεί κάτι από την επιμελημένη μοχθηρία του προκατόχου του, έστω κι αν εντοπίζεται ενδιαφέρον και σε δύο ή τρεις ακόμα στιγμές –π.χ. στο "Utrenia", στο "Powieczerje" ή στο "Polunosznica", όπου για λίγο πιστεύεις ότι βρέθηκες σε καφενείο της Βαρσοβίας στο οποίο γερόντια τραγουδούν κάποιο folk άσμα από τα γλέντια της νιότης τους. Η απουσία επίσης του Bielemiuk γίνεται εμφανής στο παίξιμο των ντραμς, που καταλήγει μονοδιάστατα «γιγάντιο», πνίγοντας τα κομμάτια σε ένα τέμπο δίχως εκπλήξεις. 

Συμπερασματικά, το Hospodi δεν είναι για πέταμα, όπως φωνάζουν οι φανατικοί της άλλης εκδοχής των Batushka, οι οποίοι έχουν γεμίσει το ίντερνετ με κριτικές τύπου «don't buy this, buy the other one». Υπολείπεται όμως σε φαντασία, ενώ συνθετικά δεν βρίσκει τις λύσεις που χρειάζεται το γκρουπ για να πάει παρακάτω. Το όλο αποτέλεσμα παραμένει βέβαια διασκεδαστικό, αλλά, μείον την αισθητική του Litourgiya, παύει να ξεχωρίζει.


Batushka: Panihida [Sphieratz Productions]

Στον Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya που ξέσπασε στο στρατόπεδο των Batushka κοντραρίστηκαν ο ρεαλισμός με το καλλιτεχνικό όραμα. Με τους τρέχοντες ρυθμούς της δισκογραφικής παραγωγής, δηλαδή, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk αγχώθηκε: το γκρουπ έγινε όνομα αναφοράς χάρη στο ντεμπούτο του, όμως 4 χρόνια μετά (μάλλον) δεν μπορούσε να υποστηρίξει έναν ακόμα κύκλο διεθνών συναυλιών χωρίς φρέσκο υλικό. Από την άλλη ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Krzysztof Drabikowski θεωρούσε τον δίσκο που είχαν στα σκαριά ως ημιτελή. Και δεν συζητούσε να ρισκάρει τον παράγοντα ποιότητα, ώστε να επιτευχθεί μια γρήγορη κυκλοφορία.

Ο Πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Και πλέον δεν έχουν εμπλακεί μόνο τα πολωνικά δικαστήρια, αλλά και το ίδιο το κοινό, στο οποίο κατέφυγαν για νομιμοποίηση των αιτημάτων τους στον μπατουσκικό Θρόνο τόσο ο Krysiuk, όσο και ο Drabikowski, ηγούμενοι δύο διαφορετικών εκδοχών της μπάντας. Καμία πάντως δεν περιλαμβάνει το τρίτο μέλος, τον εξαιρετικό ντράμερ Marcin Bielemiuk. 

Ο ρεαλισμός του Krysiuk εκφράστηκε με το άλμπουμ Hospodi, μα δεν δικαίωσε τη βιασύνη του: το οικοδόμημα μπουρδουκλώθηκε στον φορμαλισμό και έχασε κρίσιμους πόντους στον παράγοντα αισθητική. Ο Drabikowski, από την άλλη, κηρύττει με αυτοπεποίθηση από τον μαύρο άμβωνα του Panihida, ξεδιπλώνοντας ένα πειστικά μοχθηρό όραμα, βασισμένο στην αισθητική γραμμή που διέτρεχε το Litourgiya. Έστω κι αν η ύπαρξη και μόνο του δίσκου διαψεύδει τη βασική του θέση ενάντια στον Krysiuk –ήταν λοιπόν δυνατόν να υπάρξει καινούρια Batushka δουλειά μέσα στο φετινό καλοκαίρι, δίχως ποιοτικούς κλυδωνισμούς.

Ο Drabikowski χτίζει μεν σε όσα έστρεψαν την προσοχή στους Batushka, αλλά δίχως να επαναλαμβάνει το Litourgiya. Πλέον οι ψαλμοί γίνονται πιο διακριτικοί και κινούνται σε δεύτερη μοίρα, σιγοντάροντας τα φρενιασμένα του κρωξίματα, τα οποία εξαπολύουν εναντίον σου την οργή της τυφλής θύελλας σε τραγούδια σαν τα "Песнь 2", "Песнь 3", "Песнь 4" και "Песнь 8". Πάντως αυτή η αποδυνάμωση του εκκλησιαστικού στοιχείου δεν φαίνεται άσχετη με την απουσία του Krysiuk (ίσως δηλαδή πρόκειται για αναγκαστική επιλογή), ενώ το ότι ο Drabikowski τα πήρε όλα επ' ώμου στο Panihida έχει και το τίμημά του: αν και ήταν εκείνος που είχε παίξει μπάσο και στο Litourgia, εδώ το όργανο δεν ηχεί όσο επιβλητικό θα μπορούσε. 

Στην τελική αποτίμηση, βέβαια, οι Batushka του Drabikowski κερδίζουν εύκολα την κρίσιμη μάχη με τους Batushka του Krysiuk. Το όραμα, η αισθητική, οι ιδέες, το πνεύμα βλάσφημης κατάνυξης, όλα όσα έδωσαν πνοή στον μικρό μύθο του Litourgiya, εξακολουθούν να ζουν στο Panihida. Και δεν γίνεται να υπάρξει πορεία προς το μέλλον δίχως αυτά τα στοιχεία, για το συγκεκριμένο γκρουπ.



27 Μαρτίου 2022

Γιοβάννα: Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό - ανταπόκριση (2019)


Απόψε τραγουδά η Γιοβάννα στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Κάτω από τον τίτλο «Εκείνοι που Έφυγαν και Είναι Εδώ», η θρυλική ερμηνεύτρια του ελαφρού ρεπερτορίου των δεκαετιών του 1960 και 1970 θα παρουσιάσει μια βραδιά βασισμένη μόνο σε πιάνο και φωνή, έχοντας στο πλάι της τον Χρήστο Κουμούση.

Με το ίδιο ακριβώς στήσιμο, με τον ίδιο συνεργάτη στο πιάνο, στον ίδιο χώρο, είχε στηθεί και η συναυλία «Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό» τον Φεβρουάριο του 2019. Μια πολύ ωραία βραδιά, με λίαν ικανοποιητική προσέλευση, στην οποία η Γιοβάννα παρουσίασε ένα αναπάντεχο πρόγραμμα: τραγούδησε σε γαλλικά, ισπανικά και ρώσικα, στάθηκε στον Bob Dylan, διασκεύασε Loreena McKennitt. Και είπε φυσικά και ελληνικά κομμάτια, με το "Θυμήσου Τον Σεπτέμβρη" να μας αφήνει συγκλονισμένους και συγκινημένους, κλέβοντας την παράσταση από το πολυαναμενόμενο "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" –το οποίο είχε πει σε πρώτη εκτέλεση το μακρινό 1960.

Με την αφορμή λοιπόν της νέας αυτής συναυλίας, αναδημοσιεύεται ένα κείμενο ανταπόκρισης για τη βραδιά του 2019. Το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και εμφανίζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«Δεν το παίρνω απόφαση να σταματήσω να τραγουδώ», ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μας είπε η Γιοβάννα, βγαίνοντας στο σανίδι της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής. Σε μία ακόμα από τις σποραδικές εμφανίσεις που πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια, η οποία ξεπέρασε κάθε προσδοκία, επιβεβαιώνοντας ότι καλά κάνει και δεν αφήνει το τραγούδι. Κι ας έφτασε 79 ετών. 

Ο ταξιτζής που με έφερε στον προορισμό μου γούρλωσε με εμφανή έκπληξη τα μάτια του, όταν του είπα ότι πηγαίνω να δω τη Γιοβάννα. Είχε (προφανώς) πολλά χρόνια να ακούσει το όνομά της, αν και την εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Στην Εναλλακτική Σκηνή μαζεύτηκε πάντως αρκετός κόσμος. Κοινό μεγαλύτερης ηλικίας, κατά κύριο λόγο, και καλά ενημερωμένο για το τι ερχόταν να δει: στο φινάλε της βραδιάς, η κυρία δίπλα μου τραγούδησε τη "Μυρτιά" και το "Καλοκαιράκι" χωρίς κανένα λάθος στους στίχους. 

Το πρόγραμμα που μας δόθηκε στην είσοδο, ωστόσο, δεν προέβλεπε ούτε "Μυρτιά", ούτε "Καλοκαιράκι", ούτε καν την πιο διάσημη στιγμή της Γιοβάννας "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" –όλα αυτά τα έπαιξε στο άτυπο encore, με το οποίο έκανε φινάλε. Η παράσταση «Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό» είχε ως κυρίως περιεχόμενο 17 τραγούδια τα οποία αγγίζουν ιδιαίτερα την ερμηνεύτρια: παλιά και νέα, όχι απαραίτητα δικά της. Μαζί με αυτά η Γιοβάννα έφερε και τις ιστορίες της, δένοντας κάθε επιλογή με ένα προσωπικό στιγμιότυπο είτε από τη ζωή, είτε από την καριέρα της. Ήταν ένας συνδυασμός που δούλεψε, παρά το γεγονός ότι είχε κι ένα τρακ καθώς μας μιλούσε. Κάτι που ξέρανε λίγο τη ροή του λόγου της, μα διέθετε ταυτόχρονα και γοητεία.

Δίπλα της υπήρχε μόνο ο Χρήστος Κουμούσης, στο πιάνο. Ένας εξαιρετικός εκτελεστής, ο οποίος τη συνόδευσε άριστα, προσφέροντας παιξίματα που διέθεταν κλάση, θέρμη, αλλά και το «άγγιγμα» εκείνο που απαιτεί η ελαφρά μουσική ώστε να ηχήσει γλυκιά δίχως να ξεφτίσει σε γλυκερή. Όπως μας είπε η ίδια η Γιοβάννα, τη συνοδεύει πάντα σε ό,τι κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια. Κάτι που εξήγησε τη θαυμάσια επικοινωνία που επέδειξαν πάνω στη σκηνή: ο Κουμούσης ήξερε κάθε «βήμα» που επρόκειτο να κάνει η φωνή της.

Η Γιοβάννα μπήκε με Νέο Κύμα, μετατρέποντας για λίγο την Εναλλακτική Σκηνή σε μπουάτ καθώς είπε το "Έλα Μαζί Μου" του Λάκη Παππά. Και έκλεισε το κυρίως πρόγραμμα με διεθνή εσάνς, διασκευάζοντας το "La Mamma" του Charles Aznavour. Στο μεσοδιάστημα τραγούδησε σε ελληνικά, γαλλικά, ισπανικά, ρώσικα και αγγλικά. Πότε ανατρέχοντας στη συνεργασία της με τον Σπήλιο Μεντή, πότε τιμώντας τον Γιάννη Σπανό και τον Μάνο Χατζιδάκι, πότε ξανοιγόμενη στο γαλλικό chanson, πότε στεκόμενη στον Bob Dylan, αλλά και στη δική της τεράστια καριέρα στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Κι έφτασε ως την αγάπη της για τη Loreena McKennitt, αλλά και την εκτίμησή της για τον Γιώργο Καγιαλίκο –έναν νέο συνθέτη, ο οποίος ευτύχησε να έχει 3 δικά του τραγούδια στο πρόγραμμά της. Καθώς μάλιστα βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, τον κάλεσε και στη σκηνή λίγο πριν κάνει διάλειμμα, για να μας τον συστήσει. 

Η Γιοβάννα ζωντάνεψε ξανά τα νεανικά της βράδια στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, για να τραγουδήσει έπειτα τη μελοποίηση του Μεντή στο "Ανοιξιάτικο Βραδάκι". Μας διηγήθηκε επίσης τι σήμαινε να μπαίνεις στο στούντιο με τον Χατζιδάκι πριν διασκευάσει θεσπέσια τη "Μικρή Ραλλού", μας θύμισε ότι ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πήγε στη Γιουροβίζιον σε εποχές που δεν είχαμε τηλεόραση στη χώρα μας –εκπροσωπώντας την Ελβετία στον διαγωνισμό του 1965– αλλά δεν δίστασε να γίνει και εξομολογητική, με απρόσμενο τρόπο: μας μίλησε δηλαδή για τα παιδιά που επιθύμησε να κάνει μα ο Θεός δεν θέλησε να της δώσει, πριν πει το "Έλα Κόρη Μου, Έλα Μάτια Μου"· ένα νανούρισμα που έγραψε η ίδια (στιχουργικά) για την κόρη την οποία δεν απόκτησε. 

Ήταν μία από τις μεγάλες στιγμές της συναυλίας, αλλά όχι η μόνη. Γιατί, τελικά, το πιο απρόσμενο απ' όλα ήταν το πόσο καλά στέκεται η Γιοβάννα στα 79 της. Φυσικά και υπάρχουν σημάδια του χρόνου στη φωνή της. Όμως το χρώμα της μένει αναλλοίωτο, ενώ η ερμηνευτική της ισχύ αποδείχθηκε συχνά τόσο μεγάλη, ώστε να μας αφήσει απλά να την κοιτάμε, καρφωμένοι στη θέση μας: απέδωσε περίφημα τα απαιτητικά σημεία του προαναφερθέντος "La Mamma", σκόρπισε ρίγη συγκίνησης τραγουδώντας στα ρωσικά τις "Νύχτες Της Μόσχας" (έπρεπε νομίζω να το πει όλο στα ρωσικά, κι ας έχει βάλει η ίδια ελληνικούς στίχους), μας άφησε συγκλονισμένους με το πώς προσέγγισε το "Θυμήσου Τον Σεπτέμβρη" –κρατώντας όλο το συναίσθημά του, αλλά τηρώντας κι ένα μέτρο, που δεν άφησε ποτέ τη θλίψη του να γίνει μελό. 

Παρά το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο, το οποίο δεν είναι διόλου αμελητέο (θυμίζω ότι έργα της έχουν μεταφερθεί με επιτυχία σε κινηματογράφο, τηλέοραση και θέατρο), η Γιοβάννα παραμένει –πρωτίστως– τραγουδίστρια. Και κάνει πολύ καλά που μας το θυμίζει και στο νυν ηλικιακό φάσμα· όποτε το μπορεί, με τον τρόπο που κάθε φορά θέλει. 



20 Φεβρουαρίου 2022

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna: Tristia - ανταπόκριση (2019)


Παρακολουθώ και θαυμάζω τον Θεόδωρο Κουρεντζή και χαίρομαι που το όνομά του γίνεται όλο και πιο γνωστό: παίρνει σιγά-σιγά τη θέση που του αξίζει στο σύμπαν της κλασικής μουσικής. Και την παίρνει και έγκαιρα, σε μια ηλικία δηλαδή πολύ δημιουργική.

Αυτές τις μέρες το όνομά του ξανασυζητήθηκε εδώ στην πατρίδα, με αφορμή έναν ακόμα ερχομό στην Αθήνα. Ο οποίος ήταν επικεντρωμένος στο ενδιαφέρον του για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μέσα στο 2020, άλλωστε, κατέθεσε και μια δισκογραφική δουλειά πάνω στην περίφημη 9η Συμφωνία. Ξέρετε, εκείνη που ξεκινά πα-πα-πα-παμ. 

Προσωπικά, πάντως, δεν τρελάθηκα. Αναγνωρίζω βέβαια ότι ο Κουρεντζής πέτυχε αρκετά πράγματα σε ένα πολύ δύσκολο πεδίο, καταθέτοντας μια στιβαρή δουλειά, με ευδιάκριτες αρετές. Μια γνώμη για τον δίσκο μπορείτε να βρείτε και στο MiC, πατώντας εδώ.

Για μένα, όμως, ο Κουρεντζής και οι MusicAeterna του αποκαλύπτονται όταν περπατούν σε λιγότερο πολυσύχναστα μονοπάτια. Όπως συνέβη λ.χ. τον Νοέμβριο 2019, πάλι στο sold-out Μέγαρο Μουσικής, όταν παρουσίασαν το Tristia: ένα έργο του Philippe Hersant βασισμένο σε ποίηση φυλακισμένων. Η εκπληκτική προσέγγιση μετέφερε το ουμανιστικό  μήνυμα με έναν τρόπο που νομίζω ότι μόνο με την ταινία των αδερφών Πάολο & Βιτόριο Ταβιάνι Cesare Deve Morire (2012) μπορεί ίσως να παραλληλιστεί. Και η εντύπωση που έμεινε στη μνήμη (μου) είναι πιο διαρκής, συγκριτικά με τον Μπετόβεν.

Μια ανταπόκριση για το Tristia δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η διεθνής αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνει καιρό τώρα ο Θεόδωρος Κουρεντζής τον καθιστά μία από τις πιο λαμπρές μουσικές προσωπικότητητες που έχει αναδείξει ο σύγχρονος Ελληνισμός. Παρά ταύτα, είναι έτσι τα πράγματα στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ώστε το όνομά του παραμένει κάπως εγκιβωτισμένο σε όσους παρακολουθούν τα «κλασικά» ή τις μεγάλες εφημερίδες.

Ο ίδιος, ωστόσο, μας θυμάται συχνά. Και τον θυμούνται αντίστοιχα και οι άνθρωποι που τρέχουν το συναυλιακό πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής. Το δε κοινό (έστω, το μεγαλύτερης ηλικίας), τον τιμά ανελλιπώς· και δικαιολογημένα, καθώς οι εμφανίσεις του μένουν στη μνήμη. Στη δική μου, ας πούμε, παραμένει πολύ ζωντανός τόσο ο καλπασμός του γαλλικού μπαρόκ που χαρακτήρισε το αφιέρωμα του 2015 στον Ζαν-Φιλίπ Ραμώ, όσο και η φοβερή του κατάβαση στο σκότος της όπερας Διδώ & Αινείας του Henry Purcell, το 2014.

Πάντα ηγούμενος του συνόλου MusicAeterna (ορχήστρα και χορωδία), ο Κουρεντζής επέστρεψε φέρνοντας δύο ιδιαίτερες παραστάσεις στον γνωστό κύκλο συναυλιών του Μεγάρου «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι». Ο λόγος εδώ για την πρώτη, που ξετύλιξε ενώπιον του αθηναϊκού κοινού το έργο του Γάλλου συνθέτη Philippe Hersant Tristia (2016). Ένα σύγχρονο δημιούργημα (αντί για κάτι προερχόμενο από τον κόσμο του μπαρόκ και της πρώιμης κλασικής μουσικής), το οποίο βασίζεται σε ποίηση κρατουμένων σε γαλλικές και ρωσικές φυλακές. Επιφανειακά, ίσως να ήταν μια δύσκολη στόχευση, ως προς την προσέλευση. Όμως η «εγγύηση» του Κουρεντζή οδήγησε τη βραδιά σε sold-out, με την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης να γεμίζει έγκαιρα, παρά τις δυσκολίες μετακίνησης στους δρόμους λόγω της επίσκεψης του Προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.

Ξεκίνημα σε απόλυτο σκοτάδι, με τα πρώτα φώτα να βρίσκουν τους MusicAeterna να βαδίζουν επί σκηνής σαν σε προαύλιο φυλακής. Το εναρκτήριο ποίημα ακούστηκε σε αφήγηση, στα ρώσικα, με τη μετάφρασή του να προβάλλεται στην οθόνη στο βάθος της σκηνής: περιβάλλον τάιγκας, εναλλαγές εποχών, λάσπη και πάγος σε λαμπρή παρομοίωση με ζαχαρωμένη μαρμελάδα.

Ένα ακορντεόν έμελλε εντωμεταξύ να είναι μόνη, λιτή ηχητική συνοδεία στα πρώτα τραγούδια, για να αντικατασταθεί στη συνέχεια κι από άλλα «μοναχικά» όργανα, ενίοτε και από μικρά σύνολα με πνευστά και κρουστά: ο Hersant έχει γράψει ωραία μουσική, που επιμένει να συμπεριφέρεται διακριτικά (στα περισσότερα τουλάχιστον σημεία), ώστε κέντρο βάρους να παραμένει ο στίχος και η ανθρώπινη φωνή. Αντίστοιχα «ήσυχος» αποδείχθηκε και ο ίδιος ο Κουρεντζής. Ο οποίος μπορεί να εκμεταλλεύτηκε τη θεατρική σκηνοθεσία για να διευθύνει τους MusicAeterna σε διάφορες απροσδόκητες περιδιαβάσεις πάνω στη σκηνή, όμως απέφυγε τις ζωηρές κινήσεις με τις οποίες συνηθίζει να σωματοποιεί το συναίσθημα ως μαέστρος.

Η σκηνοθεσία, τώρα, δεν ήταν μονάχα θεατρική, μα φρόντισε να απλωθεί και να αξιοποιήσει όλον σχεδόν τον χώρο της αίθουσας. Πότε δηλαδή οι MusicAeterna παρατάσσονταν σε σχήμα Π έναντι του Κουρεντζή, πότε μαζεύονταν γύρω του μπουλούκι σαν πρώτοι Χριστιανοί σε μυστική, κατανυκτική συνάντηση –λουσμένοι σε ένα μπλε που θύμιζε φεγγαρόφως– πότε εφορμούσαν σαν κύματα προς το κοινό, με μέλη τους να λαμβάνουν θέσεις ακόμα και στους διαχωριστικούς διαδρόμους της πλατείας ή στα μετόπισθεν των θεωρείων δεξιά όπως κοιτάγαμε τη σκηνή.

Αλλά το πιο θεαματικό σημείο ήταν εκείνο που απήχησε την ερημιά και τη θλίψη ενός πολύ εσωτερικού ποιήματος, ξεκινώντας κάτω από κόκκινο φως που θύμιζε το χρώμα των μήλων Pink Lady, για να κορυφώσει με κρεσέντο μεγάλων τύμπανων, ένα μαύρο πανό με τη λέξη «Άδης» γραμμένη κατά μήκος και με προβολείς να στοχεύουν κατευθείαν στα μάτια μας, σε προφανή διάθεση να μας τυφλώσουν. Στη συνέχεια (και ως το τέλος σχεδόν), η οθόνη γέμισε από πρόσωπα φυλακισμένων: άνδρες και γυναίκες, σε ανφάς και προφίλ πόζες· φιγούρες βγαλμένες από σελίδες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Να 'ταν άραγε ανάμεσά τους και κάποιοι από τους ποιητές;

Τα χορωδιακά μέρη στάθηκαν καταπληκτικά, μεταφέροντας κάθε φορά (με τη βοήθεια βέβαια και της σκηνοθεσίας) τα πολλά πρόσωπα των επιλεγμένων ποιημάτων. Το πνίξιμο της απομόνωσης αποδόθηκε με γυναικείο θρήνο, η αίσθηση του αναπόδραστου γήρατος ήθελε πνευστό στα θεωρεία και λιτό σχήμα έμπροσθεν του Κουρεντζή να άδει χαμηλόφωνα κρατώντας φαναράκια, το χιούμορ για τη σύλληψη και τις παγαποντιές της απόδρασης συντροφεύτηκε από κινητικότητα, η πρόποση στον ποταμό Ayan-Uryah έφερε κατά νου τραγούδια του ποτού σε κεντροευρωπαϊκή επαρχία. Μερικά ποιήματα στόχευαν στον λυρισμό, ορισμένα μιλούσαν με μεταφορές στα πουλιά εκφράζοντας λαχτάρα για ελευθερία, ένα παραλλήλισε τις σκιές στον προαυλισμό με εκείνες του Ομήρου, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη Νέκυια, ένα άλλο έριξε τις αναφορές του στην Κόλαση του Δάντη. Κι ένα διάλεξε να μιλήσει για τον έρωτα· ο οποίος μπόρεσε να ανθίσει ακόμα και σε ένα τέτοιο άχαρο περιβάλλον, πηγαίνοντας κόντρα στα τρύπια φορέματα και στα άρβυλα νούμερο 45.

Επενδύοντας στο τι θα γινόταν να πετύχει ένα πρωτοκλασάτο φωνητικό σύνολο, ο Hersant ξεδίπλωσε με το Tristia ένα βαθιά ουμανιστικό έργο, το οποίο μπορεί ίσως να παραλληλιστεί μόνο με την ταινία των Paolo & Vittorio Taviani Cesare Deve Morire (2012, Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο). Ανέδειξε δηλαδή με επιτυχία και με ενσυναίσθηση το γεγονός ότι ο άνθρωπος που φυλακίστηκε (για τον όποιον λόγο, ποινικό ή πολιτικό) συνεχίζει όχι μόνο να μετέχει της Ανθρωπότητας, μα να μοιράζεται και με μας τους υπόλοιπους –τους ελεύθερους– ευαισθησίες, σκέψεις και συναισθήματα. Εμμέσως, λοιπόν, υπάρχει εδώ ένα μήνυμα μεγάλης σημασίας για τους τιμωρητικούς μας καιρούς, που στην εμμονή τους για την «τάξη» περιφρονούν τον σωφρονισμό και (μακροπρόθεσμα) το δικαίωμα επανένταξης στην κοινωνία· απορρίπτοντας τον κρατούμενο ως κάτι το «χαλασμένο».

Πίσω ασφαλώς από μια τόσο επιτυχημένη απόδοση, δεν γίνεται παρά να υπάρχει βαθιά κατανόηση των παραπάνω «αποχρώσεων», πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Κουρεντζή. Μακάρι λοιπόν κάτι από όλα αυτά να άγγιξε και τον ευυπόληπτο κόσμο των 65-ευρώ-η-θέση στο θεωρείο όπου καθόμουν ή τις διασημότητες της δημοσιογραφίας στη διακεκριμένη ζώνη. Άραγε θα είχαν παραστεί σε μια τέτοια παράσταση, αν δεν εμπλεκόταν ο Κουρεντζής; Άραγε θα είχα παραστεί κι εγώ; Ο κόσμος δυστυχώς δεν αλλάζει έτσι απλά, όμως τέτοιες περιστάσεις πάντα γεννούν την ελπίδα. Σε κάθε περίπτωση, το χειροκρότημα έσεισε την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης στο φινάλε και επέμεινε για πολλά λεπτά να ηχεί ακμαίο, συνοδεία ζητωκραυγών και ιαχών.