12 Απριλίου 2022

Abbath - ανταπόκριση (2016)


Κάμποσο το νερό στο αυλάκι από τότε που ο Abbath Doom Occulta (ο Νορβηγός Olve Eikemo, δηλαδή) έγινε χέβι μέταλ σταρ ως τραγουδιστής και κιθαρίστας των κραταιών Immortal. Αρπάχτηκαν ως γνωστόν το 2015, αυτός έφυγε και ανακοίνωσε την ίδρυση των Abbath, εκείνοι σκέφτηκαν να το διαλύσουν, μα τελικά συνέχισαν.

Οι τρεις δίσκοι των Abbath, τώρα, χωράνε κάμποση συζήτηση. Όχι όμως και οι ζωντανές τους εμφανίσεις, στις οποίες ο ηγέτης τους πραγματικά λάμπει. Το είδα άλλωστε με τα μάτια μου τον Γενάρη του 2016, σε ένα εμφατικό sold-out στο Κύτταρο.

Με αφορμή λοιπόν τον φετινό δίσκο Dread Reaver, αναδημοσιεύεται εδώ –με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις– η ανταπόκριση από εκείνη τη συναυλία, που τότε δημοσιεύτηκε για λογαριασμό του Avopolis. Η κάτωθι φωτογραφία ανήκει στον Stefan Bollman και προέρχεται από τα Wikipedia Creative Commons. Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Al Case. Η φωτογραφία των Order Of The Ebon Hand ανήκει στην Αλεξάνδρα Αλεξίου.


Εκείνη η καταλυτικού ουμανισμού φράση «ὁ ἀναμάρτητος ὑμῶν πρῶτος βαλέτω λίθον» δεν χάνει ποτέ τη σοφία της στο διάβα των αιώνων. Είναι βέβαια μια εμφανής από μέρους μου τρολιά, να ξεκινάω ανταπόκριση black metal συναυλίας με ...Ιησού, ωστόσο γύριζε πράγματι στο μυαλό μου καθώς γκρίνιαζα για την καθυστέρηση της έναρξης στο Κύτταρο. 

20.30 με 21.15 θα έπαιζε, λέει, το support –21.25 βγήκε, 10 λεπτά δηλαδή αφότου υποτίθεται θα είχε τελειώσει· 21.45 έγραφε το πρόγραμμα θα εμφανίζονταν οι Abbath, περίπου 22.50 τους είδαμε. Ξέρω ότι τα έχουν και οι διοργανωτές τα δίκια τους και τέτοια πράγματα δεν γίνονται επειδή αδιαφορούν (ή, τέλος πάντων, δεν αδιαφορούν όλοι). Αλλά για ακόμα μία φορά ξεροσταλιάσαμε οι έγκαιρα προσερχόμενοι και επιβραβεύτηκαν οι καθυστερόπουλοι. Κάτι πρέπει να γίνει, σε κάποιο σημείο. Δεν γίνεται και την πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος. Ίσως πρέπει να παίζει μικρότερο set το support; Ή να κόβεται και εντελώς;

Εύκολο να το λες, όμως, μα δύσκολο να το υποστηρίξεις όταν βλέπεις support acts με την ποιότητα των Order Of The Ebon Hand. Το αθηναϊκό τρίο ήταν ιδανικό από άποψη ήχου και γενικότερης αισθητικής για να «ζεστάνει» τα πράγματα και το έκανε με πραγματικές επιδόσεις. Οι οποίες ώθησαν το κατάμεστο Κύτταρο –που είχε ανοίξει ακόμα και τους εξώστες του προκειμένου να υποδεχθεί το ενθουσιώδες πλήθος– να τους χειροκροτήσει ουκ ολίγες φορές με ιαχές και χέρια ψηλά, αφήνοντας στην άκρη τη μουρμούρα για τη χρονική καθυστέρηση. 


Δεν ήταν δύσκολο να συμβεί, άλλωστε, αφού το σχήμα μας πήρε από τα μούτρα ήδη από τις εναρκτήριες νότες του "Behold The Sign Of A New Era" και έπαιξε σαν να ήταν δική του η βραδιά στο Κύτταρο, φτάνοντας σε μπόλικες κορυφώσεις κατά τη διάρκεια του 45λεπτου που τους αναλογούσε. Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε μερικές ανάμεσά τους, θα σταθώ προσωπικά στη γκαζωμένη διασκευή στο "Stone Deaf Forever" των Motörhead (ένας φόρος τιμής στον Lemmy) και στην απίθανη εκτέλεση που επεφύλαξαν στο "The Skull (The Mystic Path To The Netherworld)". Ας σημειωθεί πάντως ότι  έπαιξαν κι ένα ολοκαίνουργιο κομμάτι, από το επερχόμενο άλμπουμ που, όπως μάθαμε, θα είναι αφιερωμένο στην 7η κάρτα των Ταρώ (το Άρμα). Καθώς μας χαιρετούσαν, μάλιστα, έπεσε και ατάκα-tribute για τον Άκη Καπράνο ανάμεσα στο κοινό, τον οποίον οι περισσότεροι γνωρίζουν ως κινηματογραφικό κριτικό, μα ορισμένοι θυμόμαστε και ως «Lethe». 

Mε τέτοιο support και με δεδομένη την ημίωρη καθυστέρηση για να ετοιμαστεί η σκηνή –που και πάλι τσίτωσε μερικά νεύρα, με αποτέλεσμα να ηχήσουν κάμποσα «άντε ρεεε» καθώς ο τεχνικός του χώρου δοκίμαζε, με τον φακό στο στόμα, κιθάρες, τύμπανα και μικρόφωνο– ο Abbath Doom Occulta χρειαζόταν να μπει κατά τρόπο αποστομωτικό. Αυτό και έκανε, παρέα με τους ικανότατους συνοδοιπόρους του King Ov Hell (μπάσο), Gabe Seeber (ντραμς) & Ole André Farstad (κιθάρα), με τους οποίους και συνεχίζει την Immortal κληρονομιά, σε πείσμα των Harald Nævdal & Reidar Horghagen που συνεχίζουν υπό το κέλυφός τους. Προφανώς πιστεύοντες κι εκείνοι στο λίαν παραπλανητικό καπιταλιστικό ρητό «ουδείς αναντικατάστατος».

Το Κύτταρο κάηκε λοιπόν στις φλόγες της black metal Κόλασης και τόσο η πλατεία όσο και ο εξώστης το καταχάρηκαν το live, δείχνοντάς το (εμφατικά) σε κάθε στιγμή που το απαίτησε ο Abbath. Ο οποίος μπορεί να μη μας φιλοδώρησε αυτή τη φορά με κάποια επική ατάκα, σαν εκείνο το «we're Immortal and the sun no longer rises!» που αντήχησε στο Rockwave του 1999, πάντως η μακρουλή κόκκινη γλώσσα του πεταγόταν ανά στιγμές με πραγματικά ...ερπετοειδή τρόπο. Υποβοηθούμενη βέβαια από το ασπρόμαυρο μακιγιάζ και από τα υποβλητικά φώτα της σκηνής. Εκεί, στη μέση της, ο μεγάλος Νορβηγός έμοιαζε με ανδρικό ανάλογο της Μαύρης Αίγας, Σουμπ Νιγκουράθ –κι εμείς με τα Χίλια Νεογνά της, με τις μπροστινές σειρές να γιορτάζουν με ανελέητα mosh pits κάθε που ακουγόταν κάτι από τις δόξες των Immortal.

Φυσικά οι Abbath είχαν και ολόφρεσκο ντεμπούτο στις αποσκευές τους και ήταν δεδομένο πως θα το τιμούσαν. Και το έκαναν μια χαρά, γιατί στη live συνθήκη μειώθηκε ο στόμφος που το χαρακτηρίζει και δόθηκε η ευκαιρία να λάμψουν περισσότερο τα φωνητικά του πραγματικά ακούραστου ηγέτη τους. Ωστόσο τίποτα από αυτό το υλικό δεν είναι σε θέση να συγκριθεί με τα κλασικά, όσα έκαναν δηλαδή τους Immortal σημείο αναφοράς, επιτρέποντάς τους να «σπάσουν» τα όρια του black metal και να βρουν θαυμαστές ακόμα και ανάμεσα στους επιφυλακτικούς με την ακραία μουσική rockers. Οι black πιουρίστες, βέβαια –όσοι πίνουν νερό στο όνομα του Battles In The North (1993)– πάλι θα γκρίνιαζαν πιστεύω για τη setlist. Αλλά οι υπόλοιποι μείναμε υπέρ το δέον ικανοποιημένοι με επιλογές σαν τα "Tyrants", "One By One" ή "Solarfall". Τέτοιες στιγμές μας χάρισαν μια γεύση από τα πολυσχιδή riffs των Immortal, για τα οποία πάντα θα πιστεύω πως έχουν μια ρέμπελη rock 'n' roll «ψυχή» κάτω από το βαρυμεταλλικό τους κάλυμμα. 

Ήταν πολύ ακριβό το εισιτήριο των 26 ευρώ για τους καιρούς μας, όπως συζητούσε μια παρέα δίπλα μου, ενόσω η καθυστέρηση της εκκίνησης καλά κρατούσε. Δίκιο έχουν, όμως ο/οι Abbath απέδειξαν ότι τα άξιζαν μέχρι τελευταίου μονολέπτου. 



04 Απριλίου 2022

Οι Batushka ξανάρχονται στην Ελλάδα –εξαιρετικά, αλλά ποιοι Batushka;


Αν και το black metal πέταξε κάμποσα κλαδιά στην ιστορική του πορεία, γενόμενο ένα από τα πιο ενδιαφέροντα είδη του σύγχρονου μουσικού στερεώματος, το «παραδοσιακό» του (και κομματάκι γραφικό, πια) αντι-χριστιανικό μένος συνέχισε σταθερά να εμπνέει και να κινητοποιεί. Με διάφορους τρόπους. 

Πιο κοντά στα δικά μας χρόνια, ας πούμε, ήταν οι Πολωνοί Batushka (Батюшка σημαίνει «πάτερ» στη γλώσσα τους) που πέτυχαν να αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη διάσταση, παρουσιάζοντας ένα heavy θεατρικό θέαμα γεμάτο μανδύες, κηροπήγια και φθαρμένες εικόνες της Βρεφοκρατούσας. Δεν ήταν πρωτόγνωρο, ασφαλώς. Όμως το συγκρότημα από το Białystok ερχόταν από μια χώρα της ανατολικής Ευρώπης που διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με το θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ διέθετε και το επιπλέον ατού ότι άντλησε από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία –και όχι από τον Ρωμαιοκαθολικισμό– γράφοντας και στίχους στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική γλώσσα. Ή, αλλιώς, στην πρώτη λογοτεχνική γλώσσα των Σλάβων, η οποία αναπτύχθηκε από τη διάλεκτο που άκμαζε στη βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα.

Χάρη λοιπόν σε ορισμένα εντυπωσιακά τραγούδια από το ντεμπούτο Litourgiya (2015), στις ωραίες τους συναυλίες, αλλά και στην εκμετάλλευση διαδρόμων που άνοιξε η επιτυχία των Σουηδών Ghost, οι Batushka έγιναν ένα μικρό φαινόμενο των '10s. Πέτυχαν μάλιστα να ξεφύγουν από τα black σύνορα, απευθυνόμενοι σε ένα ευρύτερο κοινό με «σκληρά» γούστα. Εκεί όμως που φαινόταν να ανοίγεται εμπρός τους πεδίον δόξης λαμπρόν (έπαιξαν λ.χ. ακόμα και στο Hellfest του 2018), έγιναν από δυο χωριά χωριάτες –όπως το λέμε στα δικά μας τα μέρη. Κι έτσι μέσα στο 2019 ξέσπασε αυτό που αρέσκομαι να αποκαλώ «Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya».

Για να μην τα πολυλογούμε, η μπάντα ανατινάχθηκε και στήθηκαν δύο αντίπαλα συγκροτήματα με το όνομα Batushka: ένα από τον τραγουδιστή Bartłomiej Krysiuk κι ένα από τον κιθαρίστα και βασικό συνθέτη Krzysztof Drabikowski. Έσπευσαν δε να κονταροχτυπηθούν (και) δισκογραφικά, σκορπίζοντας σύγχυση μα και απογοήτευση σε πολλούς fans. 

Η πανδημία πάγωσε βέβαια τις εχθροπραξίες, όμως τώρα που σιγά-σιγά επιστρέφουμε σε πιο κανονικές συνθήκες φαίνεται ότι καλά κρατούν, αν κρίνω από το γεγονός ότι οι Batushka του Krysiuk ανακοίνωσαν συναυλίες στη χώρα μας: την Παρασκευή 15/4 θα παίξουν στην Αθήνα (στο Fuzz), το δε Σάββατο 16/4 στη Θεσσαλονίκη (στο Principal). 

Με αυτή την αφορμή, λοιπόν, να μια επαν-επίσκεψη στους δίσκους των αντίπαλων Batushka που βγήκαν μέσα στο 2019: το μεν Panihida από το γκρουπ του Drabikowski, το δε Hospodi από το γκρουπ του Krysiuk. Οι ορίτζιναλ κριτικές γράφτηκαν τότε για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύονται όμως με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης. Με την απαραίτητη βέβαια σημείωση ότι, έκτοτε, οι Batushka του Krysiuk ενεργοποιήθηκαν περισσότερο όσον αφορά τη δισκογραφία, βελτιώνοντας την εικόνα που καταγράφεται εδώ.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Δημήτρη Καπάνταη και προέρχεται από τη συναυλία των (ενιαίων) Batushka στο Gagarin, τον Σεπτέμβριο του 2018


Batushka: Hospodi [Metal Blade]

Έναν χρόνο πριν (2018), live στο Gagarin, οι Batushka ήταν ακόμα ο Βαρθολομαίος, ο Μάρτιν και ο Χριστόφορος. Κανείς δεν γνώριζε επώνυμα, ούτε ποιος ήταν ή δεν ήταν το «αφεντικό» εντός μπάντας. Και κανείς δεν νοιαζόταν, αφού το θέμα βρισκόταν στα όσα έφτιαξαν μαζί πίσω στο 2015, με την παλιά, καλή μέθοδο του do-it-yourself: το άλμπουμ Litourgiya και οι υποβλητικές συναυλίες με τα ράσα, τα μανουάλια και τα Ορθόδοξα παραφερνάλια ήταν η έκπληξη που είχε ξεπηδήσει από το πλούσιο σε ζυμώσεις μεταλλικό underground της ανατολικής Ευρώπης. 

Πλέον, όμως, τα ράσα πετάχτηκαν και τα μανουάλια αλληλοεκσφενδονίστηκαν μεταξύ της τριπλέτας, με την τύχη του Μάρτιν (Marcin Bielemiuk) να αγνοείται. Σε ένα απολύτως βυζαντινό σκηνικό, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk σπεύδει με το Hospodi να διακηρύξει ότι αυτός είναι οι Batushka, πετώντας έξω τον μέχρι πρότινος βασικό συνθέτη/κιθαρίστα Χριστόφορο (Krzysztof Drabikowski). Εκτός μπάντας, μα όχι εκτός μάχης, ο Drabikowski κατηγορεί τον Krysiuk ότι δεν είναι παρά ένας κοινός σφετεριστής. Και απαντά στήνοντας τους δικούς του Batushka, με τους οποίους και δίνει επίσης το δισκογραφικό παρών.

Πρόκειται για παλιά μα πάντα γελοία rock 'n' roll ιστορία, για την οποία θα αποφανθούν κάποια στιγμή τα (πολωνικά) δικαστήρια. Αλλά ασχολούμαστε. Γιατί τον περιμέναμε τον διάδοχο του Litourgiya, κοινό και κριτικοί. Ώστε να δούμε αν οι Batushka μπορούν να έχουν συνέχεια ή αν ήταν άλλη μία μπάντα-πυροτέχνημα, που για μια μαγική στιγμή μπόρεσε να τουμπάρει απολαυστικά τα κλισέ, κερδίζοντας πρόσημο «φρεσκάδας» ακόμα κι αν επί της ουσίας δεν άκουγες, ούτε και έβλεπες κάτι άγνωστο.

Στα περί διαδοχής, λοιπόν, το Hospodi απαντά απλοποιώντας (αρκετά) τα πράγματα. Είναι δηλαδή κάμποσα τα σημεία όπου ο Krysiuk δείχνει να αντιμετωπίζει το όλο στόρι με τους Batushka ως μια συνταγή ισορροπίας μεταξύ ψευδο-χριστιανικής λειτουργίας και στρογγυλοποιημένης metal αισθητικής με black φωνητικά και riffs, η οποία κουμπώνει στην ψαλμωδική εκφορά των «εξωτικών» στίχων και (δείχνει να) ξερογλείφεται για την πίτα των Ghost. 

Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο να σημάνουμε πλήρη υποχώρηση από το εγχείρημα. Ο Krysiuk παραμένει άλλωστε λίαν αποτελεσματικός ως ερμηνευτής, ενώ στις συντεταγμένες του Hospodi εξακολουθεί να επιβιώνει κάτι από το θεατρικό πνεύμα της αντεστραμμένης λειτουργίας που λάνσαραν οι Batushka το 2015. Διόλου τυχαία, το άλμπουμ ξεκινάει με την καμπάνα του "Wozglas" να καλεί σε σύναξη πιστών και τελειώνει στα ...φτυαρίσματα του αργόσυρτου "Liturgiya", δείχνοντας ότι η αίσθηση του σόου παραμένει βασικό κομμάτι της όλης εξίσωσης.

Όμως, αν και γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί η γνώριμη ατμόσφαιρα, λείπει εμφατικά η (σχεδόν) doom, βλάσφημη κατάνυξη που διέθετε το Litourgiya. Το "Dziewiatyj Czas" είναι το μόνο τραγούδι του Hospodi που διατηρεί κάτι από την επιμελημένη μοχθηρία του προκατόχου του, έστω κι αν εντοπίζεται ενδιαφέρον και σε δύο ή τρεις ακόμα στιγμές –π.χ. στο "Utrenia", στο "Powieczerje" ή στο "Polunosznica", όπου για λίγο πιστεύεις ότι βρέθηκες σε καφενείο της Βαρσοβίας στο οποίο γερόντια τραγουδούν κάποιο folk άσμα από τα γλέντια της νιότης τους. Η απουσία επίσης του Bielemiuk γίνεται εμφανής στο παίξιμο των ντραμς, που καταλήγει μονοδιάστατα «γιγάντιο», πνίγοντας τα κομμάτια σε ένα τέμπο δίχως εκπλήξεις. 

Συμπερασματικά, το Hospodi δεν είναι για πέταμα, όπως φωνάζουν οι φανατικοί της άλλης εκδοχής των Batushka, οι οποίοι έχουν γεμίσει το ίντερνετ με κριτικές τύπου «don't buy this, buy the other one». Υπολείπεται όμως σε φαντασία, ενώ συνθετικά δεν βρίσκει τις λύσεις που χρειάζεται το γκρουπ για να πάει παρακάτω. Το όλο αποτέλεσμα παραμένει βέβαια διασκεδαστικό, αλλά, μείον την αισθητική του Litourgiya, παύει να ξεχωρίζει.


Batushka: Panihida [Sphieratz Productions]

Στον Πόλεμο για τη Διαδοχή του Litourgiya που ξέσπασε στο στρατόπεδο των Batushka κοντραρίστηκαν ο ρεαλισμός με το καλλιτεχνικό όραμα. Με τους τρέχοντες ρυθμούς της δισκογραφικής παραγωγής, δηλαδή, ο τραγουδιστής Bartłomiej Krysiuk αγχώθηκε: το γκρουπ έγινε όνομα αναφοράς χάρη στο ντεμπούτο του, όμως 4 χρόνια μετά (μάλλον) δεν μπορούσε να υποστηρίξει έναν ακόμα κύκλο διεθνών συναυλιών χωρίς φρέσκο υλικό. Από την άλλη ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Krzysztof Drabikowski θεωρούσε τον δίσκο που είχαν στα σκαριά ως ημιτελή. Και δεν συζητούσε να ρισκάρει τον παράγοντα ποιότητα, ώστε να επιτευχθεί μια γρήγορη κυκλοφορία.

Ο Πόλεμος εξακολουθεί να μαίνεται. Και πλέον δεν έχουν εμπλακεί μόνο τα πολωνικά δικαστήρια, αλλά και το ίδιο το κοινό, στο οποίο κατέφυγαν για νομιμοποίηση των αιτημάτων τους στον μπατουσκικό Θρόνο τόσο ο Krysiuk, όσο και ο Drabikowski, ηγούμενοι δύο διαφορετικών εκδοχών της μπάντας. Καμία πάντως δεν περιλαμβάνει το τρίτο μέλος, τον εξαιρετικό ντράμερ Marcin Bielemiuk. 

Ο ρεαλισμός του Krysiuk εκφράστηκε με το άλμπουμ Hospodi, μα δεν δικαίωσε τη βιασύνη του: το οικοδόμημα μπουρδουκλώθηκε στον φορμαλισμό και έχασε κρίσιμους πόντους στον παράγοντα αισθητική. Ο Drabikowski, από την άλλη, κηρύττει με αυτοπεποίθηση από τον μαύρο άμβωνα του Panihida, ξεδιπλώνοντας ένα πειστικά μοχθηρό όραμα, βασισμένο στην αισθητική γραμμή που διέτρεχε το Litourgiya. Έστω κι αν η ύπαρξη και μόνο του δίσκου διαψεύδει τη βασική του θέση ενάντια στον Krysiuk –ήταν λοιπόν δυνατόν να υπάρξει καινούρια Batushka δουλειά μέσα στο φετινό καλοκαίρι, δίχως ποιοτικούς κλυδωνισμούς.

Ο Drabikowski χτίζει μεν σε όσα έστρεψαν την προσοχή στους Batushka, αλλά δίχως να επαναλαμβάνει το Litourgiya. Πλέον οι ψαλμοί γίνονται πιο διακριτικοί και κινούνται σε δεύτερη μοίρα, σιγοντάροντας τα φρενιασμένα του κρωξίματα, τα οποία εξαπολύουν εναντίον σου την οργή της τυφλής θύελλας σε τραγούδια σαν τα "Песнь 2", "Песнь 3", "Песнь 4" και "Песнь 8". Πάντως αυτή η αποδυνάμωση του εκκλησιαστικού στοιχείου δεν φαίνεται άσχετη με την απουσία του Krysiuk (ίσως δηλαδή πρόκειται για αναγκαστική επιλογή), ενώ το ότι ο Drabikowski τα πήρε όλα επ' ώμου στο Panihida έχει και το τίμημά του: αν και ήταν εκείνος που είχε παίξει μπάσο και στο Litourgia, εδώ το όργανο δεν ηχεί όσο επιβλητικό θα μπορούσε. 

Στην τελική αποτίμηση, βέβαια, οι Batushka του Drabikowski κερδίζουν εύκολα την κρίσιμη μάχη με τους Batushka του Krysiuk. Το όραμα, η αισθητική, οι ιδέες, το πνεύμα βλάσφημης κατάνυξης, όλα όσα έδωσαν πνοή στον μικρό μύθο του Litourgiya, εξακολουθούν να ζουν στο Panihida. Και δεν γίνεται να υπάρξει πορεία προς το μέλλον δίχως αυτά τα στοιχεία, για το συγκεκριμένο γκρουπ.



27 Μαρτίου 2022

Γιοβάννα: Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό - ανταπόκριση (2019)


Απόψε τραγουδά η Γιοβάννα στην Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Κάτω από τον τίτλο «Εκείνοι που Έφυγαν και Είναι Εδώ», η θρυλική ερμηνεύτρια του ελαφρού ρεπερτορίου των δεκαετιών του 1960 και 1970 θα παρουσιάσει μια βραδιά βασισμένη μόνο σε πιάνο και φωνή, έχοντας στο πλάι της τον Χρήστο Κουμούση.

Με το ίδιο ακριβώς στήσιμο, με τον ίδιο συνεργάτη στο πιάνο, στον ίδιο χώρο, είχε στηθεί και η συναυλία «Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό» τον Φεβρουάριο του 2019. Μια πολύ ωραία βραδιά, με λίαν ικανοποιητική προσέλευση, στην οποία η Γιοβάννα παρουσίασε ένα αναπάντεχο πρόγραμμα: τραγούδησε σε γαλλικά, ισπανικά και ρώσικα, στάθηκε στον Bob Dylan, διασκεύασε Loreena McKennitt. Και είπε φυσικά και ελληνικά κομμάτια, με το "Θυμήσου Τον Σεπτέμβρη" να μας αφήνει συγκλονισμένους και συγκινημένους, κλέβοντας την παράσταση από το πολυαναμενόμενο "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" –το οποίο είχε πει σε πρώτη εκτέλεση το μακρινό 1960.

Με την αφορμή λοιπόν της νέας αυτής συναυλίας, αναδημοσιεύεται ένα κείμενο ανταπόκρισης για τη βραδιά του 2019. Το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και εμφανίζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


«Δεν το παίρνω απόφαση να σταματήσω να τραγουδώ», ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μας είπε η Γιοβάννα, βγαίνοντας στο σανίδι της Εναλλακτικής Σκηνής της Λυρικής. Σε μία ακόμα από τις σποραδικές εμφανίσεις που πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια, η οποία ξεπέρασε κάθε προσδοκία, επιβεβαιώνοντας ότι καλά κάνει και δεν αφήνει το τραγούδι. Κι ας έφτασε 79 ετών. 

Ο ταξιτζής που με έφερε στον προορισμό μου γούρλωσε με εμφανή έκπληξη τα μάτια του, όταν του είπα ότι πηγαίνω να δω τη Γιοβάννα. Είχε (προφανώς) πολλά χρόνια να ακούσει το όνομά της, αν και την εκτιμούσε ιδιαιτέρως. Στην Εναλλακτική Σκηνή μαζεύτηκε πάντως αρκετός κόσμος. Κοινό μεγαλύτερης ηλικίας, κατά κύριο λόγο, και καλά ενημερωμένο για το τι ερχόταν να δει: στο φινάλε της βραδιάς, η κυρία δίπλα μου τραγούδησε τη "Μυρτιά" και το "Καλοκαιράκι" χωρίς κανένα λάθος στους στίχους. 

Το πρόγραμμα που μας δόθηκε στην είσοδο, ωστόσο, δεν προέβλεπε ούτε "Μυρτιά", ούτε "Καλοκαιράκι", ούτε καν την πιο διάσημη στιγμή της Γιοβάννας "Αν Θυμηθείς Τ' Όνειρό Μου" –όλα αυτά τα έπαιξε στο άτυπο encore, με το οποίο έκανε φινάλε. Η παράσταση «Τα Οχήματά Μου Για Τον Ουρανό» είχε ως κυρίως περιεχόμενο 17 τραγούδια τα οποία αγγίζουν ιδιαίτερα την ερμηνεύτρια: παλιά και νέα, όχι απαραίτητα δικά της. Μαζί με αυτά η Γιοβάννα έφερε και τις ιστορίες της, δένοντας κάθε επιλογή με ένα προσωπικό στιγμιότυπο είτε από τη ζωή, είτε από την καριέρα της. Ήταν ένας συνδυασμός που δούλεψε, παρά το γεγονός ότι είχε κι ένα τρακ καθώς μας μιλούσε. Κάτι που ξέρανε λίγο τη ροή του λόγου της, μα διέθετε ταυτόχρονα και γοητεία.

Δίπλα της υπήρχε μόνο ο Χρήστος Κουμούσης, στο πιάνο. Ένας εξαιρετικός εκτελεστής, ο οποίος τη συνόδευσε άριστα, προσφέροντας παιξίματα που διέθεταν κλάση, θέρμη, αλλά και το «άγγιγμα» εκείνο που απαιτεί η ελαφρά μουσική ώστε να ηχήσει γλυκιά δίχως να ξεφτίσει σε γλυκερή. Όπως μας είπε η ίδια η Γιοβάννα, τη συνοδεύει πάντα σε ό,τι κάνει αυτά τα τελευταία χρόνια. Κάτι που εξήγησε τη θαυμάσια επικοινωνία που επέδειξαν πάνω στη σκηνή: ο Κουμούσης ήξερε κάθε «βήμα» που επρόκειτο να κάνει η φωνή της.

Η Γιοβάννα μπήκε με Νέο Κύμα, μετατρέποντας για λίγο την Εναλλακτική Σκηνή σε μπουάτ καθώς είπε το "Έλα Μαζί Μου" του Λάκη Παππά. Και έκλεισε το κυρίως πρόγραμμα με διεθνή εσάνς, διασκευάζοντας το "La Mamma" του Charles Aznavour. Στο μεσοδιάστημα τραγούδησε σε ελληνικά, γαλλικά, ισπανικά, ρώσικα και αγγλικά. Πότε ανατρέχοντας στη συνεργασία της με τον Σπήλιο Μεντή, πότε τιμώντας τον Γιάννη Σπανό και τον Μάνο Χατζιδάκι, πότε ξανοιγόμενη στο γαλλικό chanson, πότε στεκόμενη στον Bob Dylan, αλλά και στη δική της τεράστια καριέρα στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Κι έφτασε ως την αγάπη της για τη Loreena McKennitt, αλλά και την εκτίμησή της για τον Γιώργο Καγιαλίκο –έναν νέο συνθέτη, ο οποίος ευτύχησε να έχει 3 δικά του τραγούδια στο πρόγραμμά της. Καθώς μάλιστα βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό, τον κάλεσε και στη σκηνή λίγο πριν κάνει διάλειμμα, για να μας τον συστήσει. 

Η Γιοβάννα ζωντάνεψε ξανά τα νεανικά της βράδια στο σπίτι του Γιάννη Ρίτσου, για να τραγουδήσει έπειτα τη μελοποίηση του Μεντή στο "Ανοιξιάτικο Βραδάκι". Μας διηγήθηκε επίσης τι σήμαινε να μπαίνεις στο στούντιο με τον Χατζιδάκι πριν διασκευάσει θεσπέσια τη "Μικρή Ραλλού", μας θύμισε ότι ήταν η πρώτη Ελληνίδα που πήγε στη Γιουροβίζιον σε εποχές που δεν είχαμε τηλεόραση στη χώρα μας –εκπροσωπώντας την Ελβετία στον διαγωνισμό του 1965– αλλά δεν δίστασε να γίνει και εξομολογητική, με απρόσμενο τρόπο: μας μίλησε δηλαδή για τα παιδιά που επιθύμησε να κάνει μα ο Θεός δεν θέλησε να της δώσει, πριν πει το "Έλα Κόρη Μου, Έλα Μάτια Μου"· ένα νανούρισμα που έγραψε η ίδια (στιχουργικά) για την κόρη την οποία δεν απόκτησε. 

Ήταν μία από τις μεγάλες στιγμές της συναυλίας, αλλά όχι η μόνη. Γιατί, τελικά, το πιο απρόσμενο απ' όλα ήταν το πόσο καλά στέκεται η Γιοβάννα στα 79 της. Φυσικά και υπάρχουν σημάδια του χρόνου στη φωνή της. Όμως το χρώμα της μένει αναλλοίωτο, ενώ η ερμηνευτική της ισχύ αποδείχθηκε συχνά τόσο μεγάλη, ώστε να μας αφήσει απλά να την κοιτάμε, καρφωμένοι στη θέση μας: απέδωσε περίφημα τα απαιτητικά σημεία του προαναφερθέντος "La Mamma", σκόρπισε ρίγη συγκίνησης τραγουδώντας στα ρωσικά τις "Νύχτες Της Μόσχας" (έπρεπε νομίζω να το πει όλο στα ρωσικά, κι ας έχει βάλει η ίδια ελληνικούς στίχους), μας άφησε συγκλονισμένους με το πώς προσέγγισε το "Θυμήσου Τον Σεπτέμβρη" –κρατώντας όλο το συναίσθημά του, αλλά τηρώντας κι ένα μέτρο, που δεν άφησε ποτέ τη θλίψη του να γίνει μελό. 

Παρά το ποιητικό και πεζογραφικό της έργο, το οποίο δεν είναι διόλου αμελητέο (θυμίζω ότι έργα της έχουν μεταφερθεί με επιτυχία σε κινηματογράφο, τηλέοραση και θέατρο), η Γιοβάννα παραμένει –πρωτίστως– τραγουδίστρια. Και κάνει πολύ καλά που μας το θυμίζει και στο νυν ηλικιακό φάσμα· όποτε το μπορεί, με τον τρόπο που κάθε φορά θέλει. 



20 Φεβρουαρίου 2022

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna: Tristia - ανταπόκριση (2019)


Παρακολουθώ και θαυμάζω τον Θεόδωρο Κουρεντζή και χαίρομαι που το όνομά του γίνεται όλο και πιο γνωστό: παίρνει σιγά-σιγά τη θέση που του αξίζει στο σύμπαν της κλασικής μουσικής. Και την παίρνει και έγκαιρα, σε μια ηλικία δηλαδή πολύ δημιουργική.

Αυτές τις μέρες το όνομά του ξανασυζητήθηκε εδώ στην πατρίδα, με αφορμή έναν ακόμα ερχομό στην Αθήνα. Ο οποίος ήταν επικεντρωμένος στο ενδιαφέρον του για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μέσα στο 2020, άλλωστε, κατέθεσε και μια δισκογραφική δουλειά πάνω στην περίφημη 9η Συμφωνία. Ξέρετε, εκείνη που ξεκινά πα-πα-πα-παμ. 

Προσωπικά, πάντως, δεν τρελάθηκα. Αναγνωρίζω βέβαια ότι ο Κουρεντζής πέτυχε αρκετά πράγματα σε ένα πολύ δύσκολο πεδίο, καταθέτοντας μια στιβαρή δουλειά, με ευδιάκριτες αρετές. Μια γνώμη για τον δίσκο μπορείτε να βρείτε και στο MiC, πατώντας εδώ.

Για μένα, όμως, ο Κουρεντζής και οι MusicAeterna του αποκαλύπτονται όταν περπατούν σε λιγότερο πολυσύχναστα μονοπάτια. Όπως συνέβη λ.χ. τον Νοέμβριο 2019, πάλι στο sold-out Μέγαρο Μουσικής, όταν παρουσίασαν το Tristia: ένα έργο του Philippe Hersant βασισμένο σε ποίηση φυλακισμένων. Η εκπληκτική προσέγγιση μετέφερε το ουμανιστικό  μήνυμα με έναν τρόπο που νομίζω ότι μόνο με την ταινία των αδερφών Πάολο & Βιτόριο Ταβιάνι Cesare Deve Morire (2012) μπορεί ίσως να παραλληλιστεί. Και η εντύπωση που έμεινε στη μνήμη (μου) είναι πιο διαρκής, συγκριτικά με τον Μπετόβεν.

Μια ανταπόκριση για το Tristia δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η διεθνής αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνει καιρό τώρα ο Θεόδωρος Κουρεντζής τον καθιστά μία από τις πιο λαμπρές μουσικές προσωπικότητητες που έχει αναδείξει ο σύγχρονος Ελληνισμός. Παρά ταύτα, είναι έτσι τα πράγματα στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ώστε το όνομά του παραμένει κάπως εγκιβωτισμένο σε όσους παρακολουθούν τα «κλασικά» ή τις μεγάλες εφημερίδες.

Ο ίδιος, ωστόσο, μας θυμάται συχνά. Και τον θυμούνται αντίστοιχα και οι άνθρωποι που τρέχουν το συναυλιακό πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής. Το δε κοινό (έστω, το μεγαλύτερης ηλικίας), τον τιμά ανελλιπώς· και δικαιολογημένα, καθώς οι εμφανίσεις του μένουν στη μνήμη. Στη δική μου, ας πούμε, παραμένει πολύ ζωντανός τόσο ο καλπασμός του γαλλικού μπαρόκ που χαρακτήρισε το αφιέρωμα του 2015 στον Ζαν-Φιλίπ Ραμώ, όσο και η φοβερή του κατάβαση στο σκότος της όπερας Διδώ & Αινείας του Henry Purcell, το 2014.

Πάντα ηγούμενος του συνόλου MusicAeterna (ορχήστρα και χορωδία), ο Κουρεντζής επέστρεψε φέρνοντας δύο ιδιαίτερες παραστάσεις στον γνωστό κύκλο συναυλιών του Μεγάρου «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι». Ο λόγος εδώ για την πρώτη, που ξετύλιξε ενώπιον του αθηναϊκού κοινού το έργο του Γάλλου συνθέτη Philippe Hersant Tristia (2016). Ένα σύγχρονο δημιούργημα (αντί για κάτι προερχόμενο από τον κόσμο του μπαρόκ και της πρώιμης κλασικής μουσικής), το οποίο βασίζεται σε ποίηση κρατουμένων σε γαλλικές και ρωσικές φυλακές. Επιφανειακά, ίσως να ήταν μια δύσκολη στόχευση, ως προς την προσέλευση. Όμως η «εγγύηση» του Κουρεντζή οδήγησε τη βραδιά σε sold-out, με την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης να γεμίζει έγκαιρα, παρά τις δυσκολίες μετακίνησης στους δρόμους λόγω της επίσκεψης του Προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.

Ξεκίνημα σε απόλυτο σκοτάδι, με τα πρώτα φώτα να βρίσκουν τους MusicAeterna να βαδίζουν επί σκηνής σαν σε προαύλιο φυλακής. Το εναρκτήριο ποίημα ακούστηκε σε αφήγηση, στα ρώσικα, με τη μετάφρασή του να προβάλλεται στην οθόνη στο βάθος της σκηνής: περιβάλλον τάιγκας, εναλλαγές εποχών, λάσπη και πάγος σε λαμπρή παρομοίωση με ζαχαρωμένη μαρμελάδα.

Ένα ακορντεόν έμελλε εντωμεταξύ να είναι μόνη, λιτή ηχητική συνοδεία στα πρώτα τραγούδια, για να αντικατασταθεί στη συνέχεια κι από άλλα «μοναχικά» όργανα, ενίοτε και από μικρά σύνολα με πνευστά και κρουστά: ο Hersant έχει γράψει ωραία μουσική, που επιμένει να συμπεριφέρεται διακριτικά (στα περισσότερα τουλάχιστον σημεία), ώστε κέντρο βάρους να παραμένει ο στίχος και η ανθρώπινη φωνή. Αντίστοιχα «ήσυχος» αποδείχθηκε και ο ίδιος ο Κουρεντζής. Ο οποίος μπορεί να εκμεταλλεύτηκε τη θεατρική σκηνοθεσία για να διευθύνει τους MusicAeterna σε διάφορες απροσδόκητες περιδιαβάσεις πάνω στη σκηνή, όμως απέφυγε τις ζωηρές κινήσεις με τις οποίες συνηθίζει να σωματοποιεί το συναίσθημα ως μαέστρος.

Η σκηνοθεσία, τώρα, δεν ήταν μονάχα θεατρική, μα φρόντισε να απλωθεί και να αξιοποιήσει όλον σχεδόν τον χώρο της αίθουσας. Πότε δηλαδή οι MusicAeterna παρατάσσονταν σε σχήμα Π έναντι του Κουρεντζή, πότε μαζεύονταν γύρω του μπουλούκι σαν πρώτοι Χριστιανοί σε μυστική, κατανυκτική συνάντηση –λουσμένοι σε ένα μπλε που θύμιζε φεγγαρόφως– πότε εφορμούσαν σαν κύματα προς το κοινό, με μέλη τους να λαμβάνουν θέσεις ακόμα και στους διαχωριστικούς διαδρόμους της πλατείας ή στα μετόπισθεν των θεωρείων δεξιά όπως κοιτάγαμε τη σκηνή.

Αλλά το πιο θεαματικό σημείο ήταν εκείνο που απήχησε την ερημιά και τη θλίψη ενός πολύ εσωτερικού ποιήματος, ξεκινώντας κάτω από κόκκινο φως που θύμιζε το χρώμα των μήλων Pink Lady, για να κορυφώσει με κρεσέντο μεγάλων τύμπανων, ένα μαύρο πανό με τη λέξη «Άδης» γραμμένη κατά μήκος και με προβολείς να στοχεύουν κατευθείαν στα μάτια μας, σε προφανή διάθεση να μας τυφλώσουν. Στη συνέχεια (και ως το τέλος σχεδόν), η οθόνη γέμισε από πρόσωπα φυλακισμένων: άνδρες και γυναίκες, σε ανφάς και προφίλ πόζες· φιγούρες βγαλμένες από σελίδες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Να 'ταν άραγε ανάμεσά τους και κάποιοι από τους ποιητές;

Τα χορωδιακά μέρη στάθηκαν καταπληκτικά, μεταφέροντας κάθε φορά (με τη βοήθεια βέβαια και της σκηνοθεσίας) τα πολλά πρόσωπα των επιλεγμένων ποιημάτων. Το πνίξιμο της απομόνωσης αποδόθηκε με γυναικείο θρήνο, η αίσθηση του αναπόδραστου γήρατος ήθελε πνευστό στα θεωρεία και λιτό σχήμα έμπροσθεν του Κουρεντζή να άδει χαμηλόφωνα κρατώντας φαναράκια, το χιούμορ για τη σύλληψη και τις παγαποντιές της απόδρασης συντροφεύτηκε από κινητικότητα, η πρόποση στον ποταμό Ayan-Uryah έφερε κατά νου τραγούδια του ποτού σε κεντροευρωπαϊκή επαρχία. Μερικά ποιήματα στόχευαν στον λυρισμό, ορισμένα μιλούσαν με μεταφορές στα πουλιά εκφράζοντας λαχτάρα για ελευθερία, ένα παραλλήλισε τις σκιές στον προαυλισμό με εκείνες του Ομήρου, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη Νέκυια, ένα άλλο έριξε τις αναφορές του στην Κόλαση του Δάντη. Κι ένα διάλεξε να μιλήσει για τον έρωτα· ο οποίος μπόρεσε να ανθίσει ακόμα και σε ένα τέτοιο άχαρο περιβάλλον, πηγαίνοντας κόντρα στα τρύπια φορέματα και στα άρβυλα νούμερο 45.

Επενδύοντας στο τι θα γινόταν να πετύχει ένα πρωτοκλασάτο φωνητικό σύνολο, ο Hersant ξεδίπλωσε με το Tristia ένα βαθιά ουμανιστικό έργο, το οποίο μπορεί ίσως να παραλληλιστεί μόνο με την ταινία των Paolo & Vittorio Taviani Cesare Deve Morire (2012, Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο). Ανέδειξε δηλαδή με επιτυχία και με ενσυναίσθηση το γεγονός ότι ο άνθρωπος που φυλακίστηκε (για τον όποιον λόγο, ποινικό ή πολιτικό) συνεχίζει όχι μόνο να μετέχει της Ανθρωπότητας, μα να μοιράζεται και με μας τους υπόλοιπους –τους ελεύθερους– ευαισθησίες, σκέψεις και συναισθήματα. Εμμέσως, λοιπόν, υπάρχει εδώ ένα μήνυμα μεγάλης σημασίας για τους τιμωρητικούς μας καιρούς, που στην εμμονή τους για την «τάξη» περιφρονούν τον σωφρονισμό και (μακροπρόθεσμα) το δικαίωμα επανένταξης στην κοινωνία· απορρίπτοντας τον κρατούμενο ως κάτι το «χαλασμένο».

Πίσω ασφαλώς από μια τόσο επιτυχημένη απόδοση, δεν γίνεται παρά να υπάρχει βαθιά κατανόηση των παραπάνω «αποχρώσεων», πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Κουρεντζή. Μακάρι λοιπόν κάτι από όλα αυτά να άγγιξε και τον ευυπόληπτο κόσμο των 65-ευρώ-η-θέση στο θεωρείο όπου καθόμουν ή τις διασημότητες της δημοσιογραφίας στη διακεκριμένη ζώνη. Άραγε θα είχαν παραστεί σε μια τέτοια παράσταση, αν δεν εμπλεκόταν ο Κουρεντζής; Άραγε θα είχα παραστεί κι εγώ; Ο κόσμος δυστυχώς δεν αλλάζει έτσι απλά, όμως τέτοιες περιστάσεις πάντα γεννούν την ελπίδα. Σε κάθε περίπτωση, το χειροκρότημα έσεισε την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης στο φινάλε και επέμεινε για πολλά λεπτά να ηχεί ακμαίο, συνοδεία ζητωκραυγών και ιαχών.




30 Ιανουαρίου 2022

HammerFall - συνέντευξη (2015)


Αν και αγαπώ το power metal, δεν μέτρησα ποτέ εαυτόν στους φίλους των HammerFall. Δεν είμαι βέβαια σίγουρος αν φταίνε οι ίδιοι ή αν έπεσαν απλά σε μια εποχή που και το είδος φάνηκε να κάνει λίγο-πολύ τον κύκλο του και τα δικά μου αυτιά αναζητούσαν διαφορετικές ηχητικές συγκινήσεις. Γεγονός είναι πως έβρισκα την τραγουδοποιία τους λιγάκι ...εφηβική και το σερβίρισμα των δίσκων τόσο στυλιζαρισμένο, ώστε να αφήνει την εντύπωση του πλαστικού.

Με τον καιρό, ωστόσο, δημιουργήθηκε μέσα μου ένα ερωτηματικό: μήπως τους είχα αδικήσει; Μήπως είχαν βάλει βάσεις για το λεγόμενο «new wave of traditional heavy metal», το οποίο σήμερα παρακολουθώ; Δεν το έχω απαντήσει. Εκκρεμεί. Κι ένα πρόσφατο άρθρο στο RockHard γραμμένο από τον Δημήτρη Τσέλλο και τον Σάκη Νίκα (εδώ), με έβαλε σε ακόμα περισσότερες σκέψεις.

Πίσω στο 2015, πάντως, δεν έχασα την ευκαιρία για λίγη εξερεύνηση, όταν δόθηκε η ευκαιρία μιας Skype συζήτησης με τον ηγέτη τους Oscar Dronjak, ενόψει της λάιβ επιστροφής τους στην Ελλάδα, 18 ολόκληρα χρόνια μετά τις εμφανίσεις του 1997 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, (ως support, τότε, των Gamma Ray). Και, κόντρα σε ό,τι προσδοκία κι αν ίσως είχα, κάναμε μια απολαυστική κουβέντα, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη μπάντα και στο metal, μα άγγιξε και την πατρότητα, τον Πόλεμο των Άστρων, ακόμα και το ...curling! Ένα άθλημα που είχαμε μάθει κι εμείς εκείνα τα χρόνια, χάρη στο σίριαλ Εθνική Ελλάδος του Γιώργου Καπουτζίδη.

Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, βρέθηκα και να υπερασπίζομαι τους HammerFall απέναντι σε κοροϊδίες γραμμένες σε δημοφιλείς ομάδες στο Facebook. Γιατί, εντάξει, είπαμε να κάνουμε την πλάκα μας με τις ουκ ολίγες γραφικότητες του χώρου. Όχι όμως σε βαθμό απαξίωσης όσων τουλάχιστον υποστήριξαν έμπρακτα την όλη κουλτούρα, αντί να μπερδέψουν τα μπούτια τους χειρότερα κι από τον Σάκη Μπουλά στο "Μπριγιόλ". Διότι ορισμένοι, τελικά, τόσο το έχασαν στην προσπάθειά τους να φιλοτεχνήσουν ένα πιο ευρύ μουσικόφιλο προφίλ, ώστε έφτασαν να θεωρούν «καλές μπάντες» περιπτώσεις σαν τους Khruangbin ή τους King Gizzard & The Lizard Wizard. Ε, όχι. Καλύτερα HammerFall, αν είναι έτσι. 

Όσο για εκείνη την κουβέντα με τον Oscar Dronjak, δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή, η επικείμενη επιστροφή τους με καινούριο δίσκο: θα λέγεται Hammer Of Dawn και αναμένεται να βγει στις 25 Φεβρουαρίου. Στα πλαίσιά του, μάλιστα, συνεργάστηκαν και με τον King Diamond για ένα τραγούδι με τίτλο "Venerate Me", το οποίο μπορείτε να ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης.


Έμαθα ότι η ευρωπαϊκή περιοδεία που κάνατε στις αρχές του 2015 ήταν πολύ επιτυχημένη, με πολλές sold-out βραδιές...

Ήταν απίστευτο! Αν τα θυμάμαι τώρα καλά, 5 συναυλίες έγιναν sold-out πριν καν ξεκινήσουμε την περιοδεία· και μετά, κατά τη διάρκειά της, είδαμε γύρω στις μισές να γίνονται επίσης sold-out. Φυσικά και μας έκανε πολύ χαρούμενους, αλλά την ίδια στιγμή το βρήκαμε και κάπως τρελό, αν με καταλαβαίνεις. Αλλά και το καλοκαίρι πήγαν καλά τα πράγματα, παίξαμε σε αρκετά φεστιβάλ, ενώ κάναμε κι ένα μικρό ταξίδι στην Ασία στα μέσα του Οκτώβρη. 

Σας χρειάστηκε όμως ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα, πριν ξαναμαζευτείτε για να ηχογραφήσετε το (r)Evolution (2014). Είμαι σίγουρος ότι σας ρωτάνε συνέχεια γι' αυτό, αλλά χάσατε τελικά τον ενθουσιασμό σας στο μεσοδιάστημα; 

Κάτι χάσαμε, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν εξαφανίστηκε εντελώς ο ενθουσιασμός, ήταν όμως σαν να χάσαμε την ενεργητικότητά μας, την αφοσίωσή μας στη συνέχεια του συγκροτήματος. Έτσι όπως τα βλέπω τώρα τα πράγματα, αν μετά την περιοδεία για το Infected είχαμε μπει αμέσως στη διαδικασία σύνθεσης νέων τραγουδιών, μπορεί και να είχαμε διαλυθεί. 

Το διάλειμμα, αν θες, κάπως υπάκουσε σε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Και δούλεψε, γύρισαν όλα πίσω. Η απόσταση την οποία πήραμε, μας έδειξε ξεκάθαρα πόσο μας έλειπε η ενασχόληση με το γκρουπ. Κι αυτή την ανανεωμένη μας χαρά νομίζω πως τη βάλαμε όλη μέσα στα κομμάτια που φτιάξαμε για το (r)Evolution.

Πού αφιέρωσες αλήθεια τον χρόνο σου, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος αυτού;

Ικανοποίησα ένα παλιό μου όνειρο, να τραγουδήσω σε μιούζικαλ (για ενάμιση χρόνο, στο Rock of Ages), έγραψα την αυτοβιογραφία μου και απόκτησα κι ένα παιδί! Για την ακρίβεια, ο γιος μου γεννήθηκε μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του (r)Evolution.

Και; Πώς είναι η πατρότητα;

Ω, αγαπώ κάθε στιγμή της! Είμαι βέβαια ο τύπος που πάντα ήθελε ν' αποκτήσει παιδιά, είχα όμως ένα θέμα με τη «σωστή στιγμή», όπως λένε. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είχα ούτε την ίδια συμπεριφορική, ούτε την ανάλογη υπομονή, αν είχε συμβεί 10 χρόνια πριν. Ε, και ασφαλώς δεν είναι μόνο η στιγμή, πρέπει να βρεις και το κατάλληλο άτομο! (γελάμε και οι δύο) 

Γνώρισα την κοπέλα μου κάποια χρόνια πριν, ήμουν μια διαφορετική προσωπικότητα τότε. Θεωρώ ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο και πολύ πιο έτοιμο να γίνω πατέρας. Να, τώρα που μιλάμε, ακούω τον μικρό να παίζει στον κάτω όροφο. Του έχω πει ότι μένουν 3 συνεντεύξεις ακόμα και θα κατέβω μετά κι εγώ κάτω, να παίξουμε παρέα!

Φαντάζεσαι μια μέρα γίνει κι αυτός κιθαρίστας ή τραγουδιστής σε συγκρότημα και να παίζετε και μουσική μαζί;

(γελάει) Α, θα δούμε, θα δούμε... Βασικά, θα τον αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Πάντως την ευκαιρία θα την έχει αν θέλει να γίνει μουσικός, γιατί έχω φτιάξει το δικό μου στούντιο εδώ στο σπίτι. Οπότε, όταν μεγαλώσει, μπορεί να δοκιμάσει να μάθει κιθάρα ή ίσως ντραμς και να παίζει όσο δυνατά επιθυμεί.

Πες μου και για την αυτοβιογραφία, που ανέφερες. Υπάρχει ξέρεις μια μικρή σύγχυση, εφόσον το Legenden om HammerFall κυκλοφορεί μόνο στα σουηδικά: είναι αυτοβιογραφία ή ένα βιβλίο για τους HammerFall; 

Κατά κύριο λόγο είναι η μέχρι στιγμής βιογραφία μου. Ωστόσο, εφόσον ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου καταλαμβάνεται από τους HammerFall, γίνεται αυτόματα κι ένα βιβλίο για τη μπάντα. Θα έλεγα δηλαδή ότι το 80% των σελίδων σχετίζεται με τους HammerFall, το δούλεψα μάλιστα και με πολύ συγκεκριμένη μέθοδο αυτό το κομμάτι: έκανα πολλές συνεντεύξεις με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και με όσα άτομα έχουν βρεθεί κοντά του από το ξεκίνημά μας το 1993, ώστε να μην υπάρχει μόνο η δική μου οπτική για τα πράγματα. 

Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι η παρουσία τους θολώνει τον ορισμό της «αυτοβιογραφίας», πιστεύω όμως ότι είναι κέρδος για τον αναγνώστη. Και ελπίζω ότι, σε κάποιο σημείο, θα υπάρξει και μια διεθνής έκδοση στα αγγλικά. Είναι το πιο λογικό, αλλά δεν θέλω να δεσμευτώ λέγοντας «ναι», γιατί πρέπει να προηγηθεί μια συζήτηση με τον εκδότη –δυστυχώς δεν είναι κάτι που μπορώ να κάνω ο ίδιος.

Είπες επίσης ότι η γνωριμία σου με τη νυν σύζυγο σε άλλαξε σαν άνθρωπο. Ως προς τι; Διάβαζα ας πούμε μια προηγούμενή σου συνέντευξη, κάποια χρόνια πριν, όπου αναφέρεις πως έχεις ένα μεγάλο ζήτημα με τον έλεγχο. Είναι κάτι που «διόρθωσες», ίσως γιατί υπήρξαν σημεία που οδήγησε σε μπελάδες;

(γελάει) Καλά, οπωσδήποτε και με οδήγησε σε μπελάδες! Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Συνήθως δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή, αλλά αργότερα. Ναι, είναι κάτι που έχω διορθώσει σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορώ να σου πω ότι έχει αλλάξει, θέλω ακόμα να έχω τον έλεγχο και θα σου εξηγήσω τη λογική μου: όταν βγαίνει ένα άλμπουμ, νιώθω την ανάγκη να μπορώ να υπερασπιστώ κάθε του πλευρά, αν χρειαστεί. Και δεν γίνεται να το κάνω, αν δεν έχω αναμιχθεί σε κάθε διαδικασία. 

Έχω ένα συγκεκριμένο όραμα για το τι επιθυμώ να είναι οι HammerFall και νομίζω ότι δικαιούμαι να το βλέπω έτσι. Σαφώς, όμως, το ζήτημα «έλεγχος» έχει χαλαρώσει από την πλευρά μου, σε σύγκριση με το πώς το έβλεπα 15 ή και 5 χρόνια πιο πριν. 

Εντωμεταξύ έρχεστε και πάλι στην Ελλάδα, μετά από 18 χρόνια. Δεν είναι περίεργο, με δεδομένο ότι ήσασταν πάντοτε δημοφιλείς εδώ;

Ναι, είναι παράξενο... Μάλιστα τη θυμάμαι τη συναυλία μας το 1997! Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα τον Kai Hansen να σαλτάρει εντυπωσιακά προς το κοινό. Ήταν η τελευταία στην τουρνέ στην οποία παίζαμε support για τους Gamma Ray, που με τη σειρά του ήταν ό,τι μεγαλύτερο είχαμε κάνει ως τότε. Παίξαμε και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, νομίζω τελευταίος σταθμός ήταν η Αθήνα. Η υποδοχή των fans μου έχει μείνει αξέχαστη και πραγματικά δεν το κατανοώ, τώρα που τα μετράμε, γιατί χρειάστηκε να περάσουν 18 χρόνια από τότε. 

Πάντα βέβαια υπάρχουν πρακτικά εμπόδια, π.χ. να βρεις τον κατάλληλο ατζέντη που θα σου κλείσει εμφανίσεις σε μια χώρα ή το σωστό τάιμινγκ –και στο πώς εξελίσσεται μια περιοδεία, αλλά και στο πώς δουλεύουμε ως μπάντα. Για παράδειγμα, ως πολιτική, δεν δίνουμε ποτέ συναυλίες όταν βρισκόμαστε σε διαδικασία ηχογραφήσεων.  

Ήταν οι μέρες του Glory To The Brave, τότε –ενός δίσκου που σας έκανε διάσημους. Πώς αποτιμάς πλέον τον ρόλο του; Πέτυχε να κρατήσει ζωντανές τις αξίες του παραδοσιακού metal σε δίσεκτους καιρούς;

Έτσι πιστεύω. Βοήθησε και το τάιμινγκ, πάντως, γιατί τα μέσα των 1990s ήταν περίοδος όπου το heavy metal είχε μάλλον ξεχαστεί. Δεν ήταν νεκρό, αλλά είχε μπει στο περιθώριο. Εμείς φτιάξαμε το Glory To The Brave για μας, και δεν κρύβω πως αντιμετωπίσαμε με έκπληξη την απήχησή του. Σκέφτηκα τότε, «ουάου, ώστε υπάρχουν πολλοί ακόμα άνθρωποι εκεί έξω που ήθελαν ν' ακούσουν κάτι τέτοιο...». Νομίζω λοιπόν ότι η ανάγκη υπήρχε, ήταν ζήτημα χρόνου, ίσως και κατάλληλου άλμπουμ για να πυροδοτηθεί κάτι ξανά. Χαίρομαι βέβαια που ένας από τους πυροκροτητές ήταν τελικά και το Glory To The Brave

Σας κόλλησε όμως και την power metal ετικέτα και σε κάθε σχεδόν συνέντευξη σε βλέπω να δηλώνεις πως δεν την αποδέχεσαι...

(γέλια) Ναι, πράγματι έτσι είναι! Αλλά εμείς, όταν ηχογραφούσαμε το Glory To The Brave το 1993, δεν είχαμε κατά νου το power metal, δεν υπήρχε ως σύλληψη στο μυαλό μας –απλά παίζαμε τη μουσική που προτιμούσαμε και σαν ακροατές. Για μας ήταν heavy metal κι ακόμα έτσι νομίζω πως το βλέπουμε. Ως power metal, τότε, θεωρούσαμε κυρίως αμερικάνικες μπάντες, τους Jag Panzer π.χ. Δεν παίζαμε κάτι ανάλογο, ήμασταν πολύ μακριά του. 

Επίσης, σε καιρούς παραγκωνισμού του metal, στους οποίους χρειάστηκε αρκετές φορές να υπερασπιστούμε όσα αγαπούσαμε απέναντι σε σνομπ άτομα που έλεγαν πόσο παρωχημένο και γελοίο είναι το είδος, δεν είχαμε καμία διάθεση να εγκαταλείψουμε την ετικέτα του, επειδή κάποιοι θεώρησαν πως ανήκουμε σε μια άλλη. Ήμασταν και είμαστε μια heavy metal μπάντα. 

Αλλά πριν το heavy metal, για σένα υπήρχε το ...τρομπόνι, σωστά;

Α! Πώς το ξέρεις αυτό; (γέλια) Έπαιζα τρομπόνι από τα 10 ως τα 14. Ξεκίνησα γιατί η μητέρα μου έλεγε πως θα είναι καλό αν μάθω να παίζω κάποιο όργανο, τώρα γιατί διάλεξα το τρομπόνι, πραγματικά δεν θυμάμαι... Μου άρεσε ο ήχος του, μα μισούσα την πρακτική. Μετά όμως ήρθε η εφηβεία, άρχισα ν' ακούω μετά μανίας Kiss, Judas Priest, Accept. Κι έλεγα, τι κάνω τώρα εγώ εδώ, κανείς από αυτούς δεν έχει τρομπόνια. Πήγα λοιπόν στη μητέρα μου και της είπα ότι θέλω να μάθω κιθάρα. Δεν είχε κανένα θέμα, με υποστήριξε. Από την πλευρά της επιθυμούσε απλά να ξέρω να παίζω ένα μουσικό όργανο, δεν την ένοιαζε ποιο θα ήταν αυτό. 

Και με τα σπορ, πώς τα πας; Θυμάμαι ότι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες σας, το "Hearts On Fire", έχει και μια version όπου το τραγουδάτε μαζί με την εθνική ομάδα curling της Σουηδίας –άθλημα που πρόσφατα μάθαμε στην Ελλάδα, μέσω μιας τηλεοπτικής σειράς...

Τη version αυτή την κάναμε το 2006, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς. Το ήξερα βέβαια το curling, καθώς παίζεται στη Σουηδία και έχει κάμποσους fans, αλλά δεν ήξερα πολλά γι' αυτό ή για την εθνική μας ομάδα. Ανακάλυψα στην πορεία ότι η συγκεκριμένη σύνθεση με την οποία κάναμε την ηχογράφηση του "Hearts On Fire" ήταν μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες στην ιστορία του αθλήματος: το 2006 κέρδισαν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, πήραν χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, κι άλλο ένα χρυσό στους επόμενους, του 2010! Έκτοτε, βλέπω λίγο curling όταν έχει Ολυμπιάδες. Αλλά για τα δικά μου γούστα στα σπορ, είναι λίγο αργό. Εγώ αγαπώ πολύ το χόκεϊ επί πάγου και το μπάσκετ. 

Τελειώνει ο χρόνος μας Oscar και δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω ασφαλώς για τον Πόλεμο των Άστρων! Ξέροντας πόσο μεγάλος fan είσαι, πώς βλέπεις την επάνοδο των Τζεντάι; 

Ευτυχώς που το ρώτησες στο τέλος, γιατί δεν θα κάναμε ποτέ αυτή τη συνέντευξη: μπορώ να μιλάω ώρες ατελείωτες για τον Πόλεμο των Άστρων! (γέλια) Ανησυχούσα πολύ όταν έμαθα ότι τα δικαιώματα αγοράστηκαν από τη Ντίσνεϊ, πλέον όμως, έχοντας δει και λατρέψει τα τρέιλερ, δηλώνω ενθουσιασμένος που θα δούμε τι έγινε μετά την Επιστροφή των Τζεντάι

Ήμουν άλλωστε απ' όσους βρήκαν εκπληκτικές τις 3 prequel ταινίες, αν και βρίσκομαι στη μειονότητα, καθώς η αγαπημένη μου από αυτές δεν είναι η Επίθεση των Κλώνων ή η Εκδίκηση των Σιθ, αλλά η Αόρατη Απειλή. Μου άρεσε πολύ λ.χ. ο χαρακτήρας του Νταρθ Μολ και στεναχωρήθηκα που δεν είχε συνέχεια. 

Καταλαβαίνω βέβαια –και σέβομαι– ότι σε πολλούς fans της παλιάς τριλογίας, τα prequel κακοφάνηκαν, λόγω του πλήθους των ψηφιακών εφέ. Όμως δεν συμφωνώ μαζί τους, δεν βλέπεις τον Πόλεμο των Άστρων για να ξαναζήσεις τις νεανικές σου μνήμες, αλλά γιατί έχεις λατρέψει το σύμπαν του, την ιστορία, τους χαρακτήρες. Πώς γίνεται λοιπόν να μη θες να ξαναβυθιστείς σε όλα αυτά, απλά επειδή το φόντο είναι πλέον πιο ψηφιακό; 

Κλέβω μια τελευταία ερώτηση από τον χρόνο σου: αγαπημένος χαρακτήρας από τον Πόλεμο των Άστρων;

Ο Bobba Fett! Ξέρω ότι ηχεί παράταιρο, γιατί δεν είχε και κανάν σπουδαίο ρόλο, αλλά όταν ήμουν μικρός λάτρευα τα όπλα και τον όλο του εξοπλισμό και τον είχα μάλιστα αποκτήσει και σε συλλεκτική φιγούρα, ανάμεσα σε άλλα Star Wars παιχνίδια.