20 Φεβρουαρίου 2022

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna: Tristia - ανταπόκριση (2019)


Παρακολουθώ και θαυμάζω τον Θεόδωρο Κουρεντζή και χαίρομαι που το όνομά του γίνεται όλο και πιο γνωστό: παίρνει σιγά-σιγά τη θέση που του αξίζει στο σύμπαν της κλασικής μουσικής. Και την παίρνει και έγκαιρα, σε μια ηλικία δηλαδή πολύ δημιουργική.

Αυτές τις μέρες το όνομά του ξανασυζητήθηκε εδώ στην πατρίδα, με αφορμή έναν ακόμα ερχομό στην Αθήνα. Ο οποίος ήταν επικεντρωμένος στο ενδιαφέρον του για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν. Μέσα στο 2020, άλλωστε, κατέθεσε και μια δισκογραφική δουλειά πάνω στην περίφημη 9η Συμφωνία. Ξέρετε, εκείνη που ξεκινά πα-πα-πα-παμ. 

Προσωπικά, πάντως, δεν τρελάθηκα. Αναγνωρίζω βέβαια ότι ο Κουρεντζής πέτυχε αρκετά πράγματα σε ένα πολύ δύσκολο πεδίο, καταθέτοντας μια στιβαρή δουλειά, με ευδιάκριτες αρετές. Μια γνώμη για τον δίσκο μπορείτε να βρείτε και στο MiC, πατώντας εδώ.

Για μένα, όμως, ο Κουρεντζής και οι MusicAeterna του αποκαλύπτονται όταν περπατούν σε λιγότερο πολυσύχναστα μονοπάτια. Όπως συνέβη λ.χ. τον Νοέμβριο 2019, πάλι στο sold-out Μέγαρο Μουσικής, όταν παρουσίασαν το Tristia: ένα έργο του Philippe Hersant βασισμένο σε ποίηση φυλακισμένων. Η εκπληκτική προσέγγιση μετέφερε το ουμανιστικό  μήνυμα με έναν τρόπο που νομίζω ότι μόνο με την ταινία των αδερφών Πάολο & Βιτόριο Ταβιάνι Cesare Deve Morire (2012) μπορεί ίσως να παραλληλιστεί. Και η εντύπωση που έμεινε στη μνήμη (μου) είναι πιο διαρκής, συγκριτικά με τον Μπετόβεν.

Μια ανταπόκριση για το Tristia δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η διεθνής αναγνωρισιμότητα που απολαμβάνει καιρό τώρα ο Θεόδωρος Κουρεντζής τον καθιστά μία από τις πιο λαμπρές μουσικές προσωπικότητητες που έχει αναδείξει ο σύγχρονος Ελληνισμός. Παρά ταύτα, είναι έτσι τα πράγματα στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ των ημερών μας, ώστε το όνομά του παραμένει κάπως εγκιβωτισμένο σε όσους παρακολουθούν τα «κλασικά» ή τις μεγάλες εφημερίδες.

Ο ίδιος, ωστόσο, μας θυμάται συχνά. Και τον θυμούνται αντίστοιχα και οι άνθρωποι που τρέχουν το συναυλιακό πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής. Το δε κοινό (έστω, το μεγαλύτερης ηλικίας), τον τιμά ανελλιπώς· και δικαιολογημένα, καθώς οι εμφανίσεις του μένουν στη μνήμη. Στη δική μου, ας πούμε, παραμένει πολύ ζωντανός τόσο ο καλπασμός του γαλλικού μπαρόκ που χαρακτήρισε το αφιέρωμα του 2015 στον Ζαν-Φιλίπ Ραμώ, όσο και η φοβερή του κατάβαση στο σκότος της όπερας Διδώ & Αινείας του Henry Purcell, το 2014.

Πάντα ηγούμενος του συνόλου MusicAeterna (ορχήστρα και χορωδία), ο Κουρεντζής επέστρεψε φέρνοντας δύο ιδιαίτερες παραστάσεις στον γνωστό κύκλο συναυλιών του Μεγάρου «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι». Ο λόγος εδώ για την πρώτη, που ξετύλιξε ενώπιον του αθηναϊκού κοινού το έργο του Γάλλου συνθέτη Philippe Hersant Tristia (2016). Ένα σύγχρονο δημιούργημα (αντί για κάτι προερχόμενο από τον κόσμο του μπαρόκ και της πρώιμης κλασικής μουσικής), το οποίο βασίζεται σε ποίηση κρατουμένων σε γαλλικές και ρωσικές φυλακές. Επιφανειακά, ίσως να ήταν μια δύσκολη στόχευση, ως προς την προσέλευση. Όμως η «εγγύηση» του Κουρεντζή οδήγησε τη βραδιά σε sold-out, με την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης να γεμίζει έγκαιρα, παρά τις δυσκολίες μετακίνησης στους δρόμους λόγω της επίσκεψης του Προέδρου της Κίνας Σι Τζινπίνγκ.

Ξεκίνημα σε απόλυτο σκοτάδι, με τα πρώτα φώτα να βρίσκουν τους MusicAeterna να βαδίζουν επί σκηνής σαν σε προαύλιο φυλακής. Το εναρκτήριο ποίημα ακούστηκε σε αφήγηση, στα ρώσικα, με τη μετάφρασή του να προβάλλεται στην οθόνη στο βάθος της σκηνής: περιβάλλον τάιγκας, εναλλαγές εποχών, λάσπη και πάγος σε λαμπρή παρομοίωση με ζαχαρωμένη μαρμελάδα.

Ένα ακορντεόν έμελλε εντωμεταξύ να είναι μόνη, λιτή ηχητική συνοδεία στα πρώτα τραγούδια, για να αντικατασταθεί στη συνέχεια κι από άλλα «μοναχικά» όργανα, ενίοτε και από μικρά σύνολα με πνευστά και κρουστά: ο Hersant έχει γράψει ωραία μουσική, που επιμένει να συμπεριφέρεται διακριτικά (στα περισσότερα τουλάχιστον σημεία), ώστε κέντρο βάρους να παραμένει ο στίχος και η ανθρώπινη φωνή. Αντίστοιχα «ήσυχος» αποδείχθηκε και ο ίδιος ο Κουρεντζής. Ο οποίος μπορεί να εκμεταλλεύτηκε τη θεατρική σκηνοθεσία για να διευθύνει τους MusicAeterna σε διάφορες απροσδόκητες περιδιαβάσεις πάνω στη σκηνή, όμως απέφυγε τις ζωηρές κινήσεις με τις οποίες συνηθίζει να σωματοποιεί το συναίσθημα ως μαέστρος.

Η σκηνοθεσία, τώρα, δεν ήταν μονάχα θεατρική, μα φρόντισε να απλωθεί και να αξιοποιήσει όλον σχεδόν τον χώρο της αίθουσας. Πότε δηλαδή οι MusicAeterna παρατάσσονταν σε σχήμα Π έναντι του Κουρεντζή, πότε μαζεύονταν γύρω του μπουλούκι σαν πρώτοι Χριστιανοί σε μυστική, κατανυκτική συνάντηση –λουσμένοι σε ένα μπλε που θύμιζε φεγγαρόφως– πότε εφορμούσαν σαν κύματα προς το κοινό, με μέλη τους να λαμβάνουν θέσεις ακόμα και στους διαχωριστικούς διαδρόμους της πλατείας ή στα μετόπισθεν των θεωρείων δεξιά όπως κοιτάγαμε τη σκηνή.

Αλλά το πιο θεαματικό σημείο ήταν εκείνο που απήχησε την ερημιά και τη θλίψη ενός πολύ εσωτερικού ποιήματος, ξεκινώντας κάτω από κόκκινο φως που θύμιζε το χρώμα των μήλων Pink Lady, για να κορυφώσει με κρεσέντο μεγάλων τύμπανων, ένα μαύρο πανό με τη λέξη «Άδης» γραμμένη κατά μήκος και με προβολείς να στοχεύουν κατευθείαν στα μάτια μας, σε προφανή διάθεση να μας τυφλώσουν. Στη συνέχεια (και ως το τέλος σχεδόν), η οθόνη γέμισε από πρόσωπα φυλακισμένων: άνδρες και γυναίκες, σε ανφάς και προφίλ πόζες· φιγούρες βγαλμένες από σελίδες του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Να 'ταν άραγε ανάμεσά τους και κάποιοι από τους ποιητές;

Τα χορωδιακά μέρη στάθηκαν καταπληκτικά, μεταφέροντας κάθε φορά (με τη βοήθεια βέβαια και της σκηνοθεσίας) τα πολλά πρόσωπα των επιλεγμένων ποιημάτων. Το πνίξιμο της απομόνωσης αποδόθηκε με γυναικείο θρήνο, η αίσθηση του αναπόδραστου γήρατος ήθελε πνευστό στα θεωρεία και λιτό σχήμα έμπροσθεν του Κουρεντζή να άδει χαμηλόφωνα κρατώντας φαναράκια, το χιούμορ για τη σύλληψη και τις παγαποντιές της απόδρασης συντροφεύτηκε από κινητικότητα, η πρόποση στον ποταμό Ayan-Uryah έφερε κατά νου τραγούδια του ποτού σε κεντροευρωπαϊκή επαρχία. Μερικά ποιήματα στόχευαν στον λυρισμό, ορισμένα μιλούσαν με μεταφορές στα πουλιά εκφράζοντας λαχτάρα για ελευθερία, ένα παραλλήλισε τις σκιές στον προαυλισμό με εκείνες του Ομήρου, θέτοντας σε πρώτο πλάνο τη Νέκυια, ένα άλλο έριξε τις αναφορές του στην Κόλαση του Δάντη. Κι ένα διάλεξε να μιλήσει για τον έρωτα· ο οποίος μπόρεσε να ανθίσει ακόμα και σε ένα τέτοιο άχαρο περιβάλλον, πηγαίνοντας κόντρα στα τρύπια φορέματα και στα άρβυλα νούμερο 45.

Επενδύοντας στο τι θα γινόταν να πετύχει ένα πρωτοκλασάτο φωνητικό σύνολο, ο Hersant ξεδίπλωσε με το Tristia ένα βαθιά ουμανιστικό έργο, το οποίο μπορεί ίσως να παραλληλιστεί μόνο με την ταινία των Paolo & Vittorio Taviani Cesare Deve Morire (2012, Χρυσή Άρκτος στο Βερολίνο). Ανέδειξε δηλαδή με επιτυχία και με ενσυναίσθηση το γεγονός ότι ο άνθρωπος που φυλακίστηκε (για τον όποιον λόγο, ποινικό ή πολιτικό) συνεχίζει όχι μόνο να μετέχει της Ανθρωπότητας, μα να μοιράζεται και με μας τους υπόλοιπους –τους ελεύθερους– ευαισθησίες, σκέψεις και συναισθήματα. Εμμέσως, λοιπόν, υπάρχει εδώ ένα μήνυμα μεγάλης σημασίας για τους τιμωρητικούς μας καιρούς, που στην εμμονή τους για την «τάξη» περιφρονούν τον σωφρονισμό και (μακροπρόθεσμα) το δικαίωμα επανένταξης στην κοινωνία· απορρίπτοντας τον κρατούμενο ως κάτι το «χαλασμένο».

Πίσω ασφαλώς από μια τόσο επιτυχημένη απόδοση, δεν γίνεται παρά να υπάρχει βαθιά κατανόηση των παραπάνω «αποχρώσεων», πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Κουρεντζή. Μακάρι λοιπόν κάτι από όλα αυτά να άγγιξε και τον ευυπόληπτο κόσμο των 65-ευρώ-η-θέση στο θεωρείο όπου καθόμουν ή τις διασημότητες της δημοσιογραφίας στη διακεκριμένη ζώνη. Άραγε θα είχαν παραστεί σε μια τέτοια παράσταση, αν δεν εμπλεκόταν ο Κουρεντζής; Άραγε θα είχα παραστεί κι εγώ; Ο κόσμος δυστυχώς δεν αλλάζει έτσι απλά, όμως τέτοιες περιστάσεις πάντα γεννούν την ελπίδα. Σε κάθε περίπτωση, το χειροκρότημα έσεισε την αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης στο φινάλε και επέμεινε για πολλά λεπτά να ηχεί ακμαίο, συνοδεία ζητωκραυγών και ιαχών.




30 Ιανουαρίου 2022

HammerFall - συνέντευξη (2015)


Αν και αγαπώ το power metal, δεν μέτρησα ποτέ εαυτόν στους φίλους των HammerFall. Δεν είμαι βέβαια σίγουρος αν φταίνε οι ίδιοι ή αν έπεσαν απλά σε μια εποχή που και το είδος φάνηκε να κάνει λίγο-πολύ τον κύκλο του και τα δικά μου αυτιά αναζητούσαν διαφορετικές ηχητικές συγκινήσεις. Γεγονός είναι πως έβρισκα την τραγουδοποιία τους λιγάκι ...εφηβική και το σερβίρισμα των δίσκων τόσο στυλιζαρισμένο, ώστε να αφήνει την εντύπωση του πλαστικού.

Με τον καιρό, ωστόσο, δημιουργήθηκε μέσα μου ένα ερωτηματικό: μήπως τους είχα αδικήσει; Μήπως είχαν βάλει βάσεις για το λεγόμενο «new wave of traditional heavy metal», το οποίο σήμερα παρακολουθώ; Δεν το έχω απαντήσει. Εκκρεμεί. Κι ένα πρόσφατο άρθρο στο RockHard γραμμένο από τον Δημήτρη Τσέλλο και τον Σάκη Νίκα (εδώ), με έβαλε σε ακόμα περισσότερες σκέψεις.

Πίσω στο 2015, πάντως, δεν έχασα την ευκαιρία για λίγη εξερεύνηση, όταν δόθηκε η ευκαιρία μιας Skype συζήτησης με τον ηγέτη τους Oscar Dronjak, ενόψει της λάιβ επιστροφής τους στην Ελλάδα, 18 ολόκληρα χρόνια μετά τις εμφανίσεις του 1997 σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, (ως support, τότε, των Gamma Ray). Και, κόντρα σε ό,τι προσδοκία κι αν ίσως είχα, κάναμε μια απολαυστική κουβέντα, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη μπάντα και στο metal, μα άγγιξε και την πατρότητα, τον Πόλεμο των Άστρων, ακόμα και το ...curling! Ένα άθλημα που είχαμε μάθει κι εμείς εκείνα τα χρόνια, χάρη στο σίριαλ Εθνική Ελλάδος του Γιώργου Καπουτζίδη.

Σε κάποιο σημείο, μάλιστα, βρέθηκα και να υπερασπίζομαι τους HammerFall απέναντι σε κοροϊδίες γραμμένες σε δημοφιλείς ομάδες στο Facebook. Γιατί, εντάξει, είπαμε να κάνουμε την πλάκα μας με τις ουκ ολίγες γραφικότητες του χώρου. Όχι όμως σε βαθμό απαξίωσης όσων τουλάχιστον υποστήριξαν έμπρακτα την όλη κουλτούρα, αντί να μπερδέψουν τα μπούτια τους χειρότερα κι από τον Σάκη Μπουλά στο "Μπριγιόλ". Διότι ορισμένοι, τελικά, τόσο το έχασαν στην προσπάθειά τους να φιλοτεχνήσουν ένα πιο ευρύ μουσικόφιλο προφίλ, ώστε έφτασαν να θεωρούν «καλές μπάντες» περιπτώσεις σαν τους Khruangbin ή τους King Gizzard & The Lizard Wizard. Ε, όχι. Καλύτερα HammerFall, αν είναι έτσι. 

Όσο για εκείνη την κουβέντα με τον Oscar Dronjak, δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αφορμή, η επικείμενη επιστροφή τους με καινούριο δίσκο: θα λέγεται Hammer Of Dawn και αναμένεται να βγει στις 25 Φεβρουαρίου. Στα πλαίσιά του, μάλιστα, συνεργάστηκαν και με τον King Diamond για ένα τραγούδι με τίτλο "Venerate Me", το οποίο μπορείτε να ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης.


Έμαθα ότι η ευρωπαϊκή περιοδεία που κάνατε στις αρχές του 2015 ήταν πολύ επιτυχημένη, με πολλές sold-out βραδιές...

Ήταν απίστευτο! Αν τα θυμάμαι τώρα καλά, 5 συναυλίες έγιναν sold-out πριν καν ξεκινήσουμε την περιοδεία· και μετά, κατά τη διάρκειά της, είδαμε γύρω στις μισές να γίνονται επίσης sold-out. Φυσικά και μας έκανε πολύ χαρούμενους, αλλά την ίδια στιγμή το βρήκαμε και κάπως τρελό, αν με καταλαβαίνεις. Αλλά και το καλοκαίρι πήγαν καλά τα πράγματα, παίξαμε σε αρκετά φεστιβάλ, ενώ κάναμε κι ένα μικρό ταξίδι στην Ασία στα μέσα του Οκτώβρη. 

Σας χρειάστηκε όμως ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα, πριν ξαναμαζευτείτε για να ηχογραφήσετε το (r)Evolution (2014). Είμαι σίγουρος ότι σας ρωτάνε συνέχεια γι' αυτό, αλλά χάσατε τελικά τον ενθουσιασμό σας στο μεσοδιάστημα; 

Κάτι χάσαμε, αυτή είναι η αλήθεια. Δεν εξαφανίστηκε εντελώς ο ενθουσιασμός, ήταν όμως σαν να χάσαμε την ενεργητικότητά μας, την αφοσίωσή μας στη συνέχεια του συγκροτήματος. Έτσι όπως τα βλέπω τώρα τα πράγματα, αν μετά την περιοδεία για το Infected είχαμε μπει αμέσως στη διαδικασία σύνθεσης νέων τραγουδιών, μπορεί και να είχαμε διαλυθεί. 

Το διάλειμμα, αν θες, κάπως υπάκουσε σε ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης. Και δούλεψε, γύρισαν όλα πίσω. Η απόσταση την οποία πήραμε, μας έδειξε ξεκάθαρα πόσο μας έλειπε η ενασχόληση με το γκρουπ. Κι αυτή την ανανεωμένη μας χαρά νομίζω πως τη βάλαμε όλη μέσα στα κομμάτια που φτιάξαμε για το (r)Evolution.

Πού αφιέρωσες αλήθεια τον χρόνο σου, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος αυτού;

Ικανοποίησα ένα παλιό μου όνειρο, να τραγουδήσω σε μιούζικαλ (για ενάμιση χρόνο, στο Rock of Ages), έγραψα την αυτοβιογραφία μου και απόκτησα κι ένα παιδί! Για την ακρίβεια, ο γιος μου γεννήθηκε μόλις λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του (r)Evolution.

Και; Πώς είναι η πατρότητα;

Ω, αγαπώ κάθε στιγμή της! Είμαι βέβαια ο τύπος που πάντα ήθελε ν' αποκτήσει παιδιά, είχα όμως ένα θέμα με τη «σωστή στιγμή», όπως λένε. Είμαι σίγουρος ότι δεν θα είχα ούτε την ίδια συμπεριφορική, ούτε την ανάλογη υπομονή, αν είχε συμβεί 10 χρόνια πριν. Ε, και ασφαλώς δεν είναι μόνο η στιγμή, πρέπει να βρεις και το κατάλληλο άτομο! (γελάμε και οι δύο) 

Γνώρισα την κοπέλα μου κάποια χρόνια πριν, ήμουν μια διαφορετική προσωπικότητα τότε. Θεωρώ ότι με έκανε καλύτερο άνθρωπο και πολύ πιο έτοιμο να γίνω πατέρας. Να, τώρα που μιλάμε, ακούω τον μικρό να παίζει στον κάτω όροφο. Του έχω πει ότι μένουν 3 συνεντεύξεις ακόμα και θα κατέβω μετά κι εγώ κάτω, να παίξουμε παρέα!

Φαντάζεσαι μια μέρα γίνει κι αυτός κιθαρίστας ή τραγουδιστής σε συγκρότημα και να παίζετε και μουσική μαζί;

(γελάει) Α, θα δούμε, θα δούμε... Βασικά, θα τον αφήσουμε να κάνει ό,τι θέλει, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Πάντως την ευκαιρία θα την έχει αν θέλει να γίνει μουσικός, γιατί έχω φτιάξει το δικό μου στούντιο εδώ στο σπίτι. Οπότε, όταν μεγαλώσει, μπορεί να δοκιμάσει να μάθει κιθάρα ή ίσως ντραμς και να παίζει όσο δυνατά επιθυμεί.

Πες μου και για την αυτοβιογραφία, που ανέφερες. Υπάρχει ξέρεις μια μικρή σύγχυση, εφόσον το Legenden om HammerFall κυκλοφορεί μόνο στα σουηδικά: είναι αυτοβιογραφία ή ένα βιβλίο για τους HammerFall; 

Κατά κύριο λόγο είναι η μέχρι στιγμής βιογραφία μου. Ωστόσο, εφόσον ένα τόσο μεγάλο κομμάτι της ζωής μου καταλαμβάνεται από τους HammerFall, γίνεται αυτόματα κι ένα βιβλίο για τη μπάντα. Θα έλεγα δηλαδή ότι το 80% των σελίδων σχετίζεται με τους HammerFall, το δούλεψα μάλιστα και με πολύ συγκεκριμένη μέθοδο αυτό το κομμάτι: έκανα πολλές συνεντεύξεις με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ και με όσα άτομα έχουν βρεθεί κοντά του από το ξεκίνημά μας το 1993, ώστε να μην υπάρχει μόνο η δική μου οπτική για τα πράγματα. 

Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι η παρουσία τους θολώνει τον ορισμό της «αυτοβιογραφίας», πιστεύω όμως ότι είναι κέρδος για τον αναγνώστη. Και ελπίζω ότι, σε κάποιο σημείο, θα υπάρξει και μια διεθνής έκδοση στα αγγλικά. Είναι το πιο λογικό, αλλά δεν θέλω να δεσμευτώ λέγοντας «ναι», γιατί πρέπει να προηγηθεί μια συζήτηση με τον εκδότη –δυστυχώς δεν είναι κάτι που μπορώ να κάνω ο ίδιος.

Είπες επίσης ότι η γνωριμία σου με τη νυν σύζυγο σε άλλαξε σαν άνθρωπο. Ως προς τι; Διάβαζα ας πούμε μια προηγούμενή σου συνέντευξη, κάποια χρόνια πριν, όπου αναφέρεις πως έχεις ένα μεγάλο ζήτημα με τον έλεγχο. Είναι κάτι που «διόρθωσες», ίσως γιατί υπήρξαν σημεία που οδήγησε σε μπελάδες;

(γελάει) Καλά, οπωσδήποτε και με οδήγησε σε μπελάδες! Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο; Συνήθως δεν το καταλαβαίνεις εκείνη τη στιγμή, αλλά αργότερα. Ναι, είναι κάτι που έχω διορθώσει σε μεγάλο βαθμό. Δεν μπορώ να σου πω ότι έχει αλλάξει, θέλω ακόμα να έχω τον έλεγχο και θα σου εξηγήσω τη λογική μου: όταν βγαίνει ένα άλμπουμ, νιώθω την ανάγκη να μπορώ να υπερασπιστώ κάθε του πλευρά, αν χρειαστεί. Και δεν γίνεται να το κάνω, αν δεν έχω αναμιχθεί σε κάθε διαδικασία. 

Έχω ένα συγκεκριμένο όραμα για το τι επιθυμώ να είναι οι HammerFall και νομίζω ότι δικαιούμαι να το βλέπω έτσι. Σαφώς, όμως, το ζήτημα «έλεγχος» έχει χαλαρώσει από την πλευρά μου, σε σύγκριση με το πώς το έβλεπα 15 ή και 5 χρόνια πιο πριν. 

Εντωμεταξύ έρχεστε και πάλι στην Ελλάδα, μετά από 18 χρόνια. Δεν είναι περίεργο, με δεδομένο ότι ήσασταν πάντοτε δημοφιλείς εδώ;

Ναι, είναι παράξενο... Μάλιστα τη θυμάμαι τη συναυλία μας το 1997! Θυμάμαι πολύ ξεκάθαρα τον Kai Hansen να σαλτάρει εντυπωσιακά προς το κοινό. Ήταν η τελευταία στην τουρνέ στην οποία παίζαμε support για τους Gamma Ray, που με τη σειρά του ήταν ό,τι μεγαλύτερο είχαμε κάνει ως τότε. Παίξαμε και στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, νομίζω τελευταίος σταθμός ήταν η Αθήνα. Η υποδοχή των fans μου έχει μείνει αξέχαστη και πραγματικά δεν το κατανοώ, τώρα που τα μετράμε, γιατί χρειάστηκε να περάσουν 18 χρόνια από τότε. 

Πάντα βέβαια υπάρχουν πρακτικά εμπόδια, π.χ. να βρεις τον κατάλληλο ατζέντη που θα σου κλείσει εμφανίσεις σε μια χώρα ή το σωστό τάιμινγκ –και στο πώς εξελίσσεται μια περιοδεία, αλλά και στο πώς δουλεύουμε ως μπάντα. Για παράδειγμα, ως πολιτική, δεν δίνουμε ποτέ συναυλίες όταν βρισκόμαστε σε διαδικασία ηχογραφήσεων.  

Ήταν οι μέρες του Glory To The Brave, τότε –ενός δίσκου που σας έκανε διάσημους. Πώς αποτιμάς πλέον τον ρόλο του; Πέτυχε να κρατήσει ζωντανές τις αξίες του παραδοσιακού metal σε δίσεκτους καιρούς;

Έτσι πιστεύω. Βοήθησε και το τάιμινγκ, πάντως, γιατί τα μέσα των 1990s ήταν περίοδος όπου το heavy metal είχε μάλλον ξεχαστεί. Δεν ήταν νεκρό, αλλά είχε μπει στο περιθώριο. Εμείς φτιάξαμε το Glory To The Brave για μας, και δεν κρύβω πως αντιμετωπίσαμε με έκπληξη την απήχησή του. Σκέφτηκα τότε, «ουάου, ώστε υπάρχουν πολλοί ακόμα άνθρωποι εκεί έξω που ήθελαν ν' ακούσουν κάτι τέτοιο...». Νομίζω λοιπόν ότι η ανάγκη υπήρχε, ήταν ζήτημα χρόνου, ίσως και κατάλληλου άλμπουμ για να πυροδοτηθεί κάτι ξανά. Χαίρομαι βέβαια που ένας από τους πυροκροτητές ήταν τελικά και το Glory To The Brave

Σας κόλλησε όμως και την power metal ετικέτα και σε κάθε σχεδόν συνέντευξη σε βλέπω να δηλώνεις πως δεν την αποδέχεσαι...

(γέλια) Ναι, πράγματι έτσι είναι! Αλλά εμείς, όταν ηχογραφούσαμε το Glory To The Brave το 1993, δεν είχαμε κατά νου το power metal, δεν υπήρχε ως σύλληψη στο μυαλό μας –απλά παίζαμε τη μουσική που προτιμούσαμε και σαν ακροατές. Για μας ήταν heavy metal κι ακόμα έτσι νομίζω πως το βλέπουμε. Ως power metal, τότε, θεωρούσαμε κυρίως αμερικάνικες μπάντες, τους Jag Panzer π.χ. Δεν παίζαμε κάτι ανάλογο, ήμασταν πολύ μακριά του. 

Επίσης, σε καιρούς παραγκωνισμού του metal, στους οποίους χρειάστηκε αρκετές φορές να υπερασπιστούμε όσα αγαπούσαμε απέναντι σε σνομπ άτομα που έλεγαν πόσο παρωχημένο και γελοίο είναι το είδος, δεν είχαμε καμία διάθεση να εγκαταλείψουμε την ετικέτα του, επειδή κάποιοι θεώρησαν πως ανήκουμε σε μια άλλη. Ήμασταν και είμαστε μια heavy metal μπάντα. 

Αλλά πριν το heavy metal, για σένα υπήρχε το ...τρομπόνι, σωστά;

Α! Πώς το ξέρεις αυτό; (γέλια) Έπαιζα τρομπόνι από τα 10 ως τα 14. Ξεκίνησα γιατί η μητέρα μου έλεγε πως θα είναι καλό αν μάθω να παίζω κάποιο όργανο, τώρα γιατί διάλεξα το τρομπόνι, πραγματικά δεν θυμάμαι... Μου άρεσε ο ήχος του, μα μισούσα την πρακτική. Μετά όμως ήρθε η εφηβεία, άρχισα ν' ακούω μετά μανίας Kiss, Judas Priest, Accept. Κι έλεγα, τι κάνω τώρα εγώ εδώ, κανείς από αυτούς δεν έχει τρομπόνια. Πήγα λοιπόν στη μητέρα μου και της είπα ότι θέλω να μάθω κιθάρα. Δεν είχε κανένα θέμα, με υποστήριξε. Από την πλευρά της επιθυμούσε απλά να ξέρω να παίζω ένα μουσικό όργανο, δεν την ένοιαζε ποιο θα ήταν αυτό. 

Και με τα σπορ, πώς τα πας; Θυμάμαι ότι μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες σας, το "Hearts On Fire", έχει και μια version όπου το τραγουδάτε μαζί με την εθνική ομάδα curling της Σουηδίας –άθλημα που πρόσφατα μάθαμε στην Ελλάδα, μέσω μιας τηλεοπτικής σειράς...

Τη version αυτή την κάναμε το 2006, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς. Το ήξερα βέβαια το curling, καθώς παίζεται στη Σουηδία και έχει κάμποσους fans, αλλά δεν ήξερα πολλά γι' αυτό ή για την εθνική μας ομάδα. Ανακάλυψα στην πορεία ότι η συγκεκριμένη σύνθεση με την οποία κάναμε την ηχογράφηση του "Hearts On Fire" ήταν μία από τις καλύτερες εθνικές ομάδες στην ιστορία του αθλήματος: το 2006 κέρδισαν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, πήραν χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς, κι άλλο ένα χρυσό στους επόμενους, του 2010! Έκτοτε, βλέπω λίγο curling όταν έχει Ολυμπιάδες. Αλλά για τα δικά μου γούστα στα σπορ, είναι λίγο αργό. Εγώ αγαπώ πολύ το χόκεϊ επί πάγου και το μπάσκετ. 

Τελειώνει ο χρόνος μας Oscar και δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω ασφαλώς για τον Πόλεμο των Άστρων! Ξέροντας πόσο μεγάλος fan είσαι, πώς βλέπεις την επάνοδο των Τζεντάι; 

Ευτυχώς που το ρώτησες στο τέλος, γιατί δεν θα κάναμε ποτέ αυτή τη συνέντευξη: μπορώ να μιλάω ώρες ατελείωτες για τον Πόλεμο των Άστρων! (γέλια) Ανησυχούσα πολύ όταν έμαθα ότι τα δικαιώματα αγοράστηκαν από τη Ντίσνεϊ, πλέον όμως, έχοντας δει και λατρέψει τα τρέιλερ, δηλώνω ενθουσιασμένος που θα δούμε τι έγινε μετά την Επιστροφή των Τζεντάι

Ήμουν άλλωστε απ' όσους βρήκαν εκπληκτικές τις 3 prequel ταινίες, αν και βρίσκομαι στη μειονότητα, καθώς η αγαπημένη μου από αυτές δεν είναι η Επίθεση των Κλώνων ή η Εκδίκηση των Σιθ, αλλά η Αόρατη Απειλή. Μου άρεσε πολύ λ.χ. ο χαρακτήρας του Νταρθ Μολ και στεναχωρήθηκα που δεν είχε συνέχεια. 

Καταλαβαίνω βέβαια –και σέβομαι– ότι σε πολλούς fans της παλιάς τριλογίας, τα prequel κακοφάνηκαν, λόγω του πλήθους των ψηφιακών εφέ. Όμως δεν συμφωνώ μαζί τους, δεν βλέπεις τον Πόλεμο των Άστρων για να ξαναζήσεις τις νεανικές σου μνήμες, αλλά γιατί έχεις λατρέψει το σύμπαν του, την ιστορία, τους χαρακτήρες. Πώς γίνεται λοιπόν να μη θες να ξαναβυθιστείς σε όλα αυτά, απλά επειδή το φόντο είναι πλέον πιο ψηφιακό; 

Κλέβω μια τελευταία ερώτηση από τον χρόνο σου: αγαπημένος χαρακτήρας από τον Πόλεμο των Άστρων;

Ο Bobba Fett! Ξέρω ότι ηχεί παράταιρο, γιατί δεν είχε και κανάν σπουδαίο ρόλο, αλλά όταν ήμουν μικρός λάτρευα τα όπλα και τον όλο του εξοπλισμό και τον είχα μάλιστα αποκτήσει και σε συλλεκτική φιγούρα, ανάμεσα σε άλλα Star Wars παιχνίδια. 



29 Ιανουαρίου 2022

Meshuggah - Koloss [δισκοκριτική, 2012]


Δισκογραφικά μιλώντας, λίγα πράγματα στη μεταβατική δεκαετία των '00s φάνταξαν τόσο εντυπωσιακά με το «καλημέρα», όσο το obZen των Σουηδών Meshuggah το 2008. Στάθηκε ανέλπιστο άλμα ποιότητας για μια μπάντα που υπήρχε από το 1987 και ήταν μεν καλή, μα όλα έδειχναν ότι δεν είχε δημιουργικές δυνάμεις για να υπερβεί αυτό το επίπεδο. Για όσους άκουσαν, όμως (δεν ήταν πολλοί, μα δεν ήταν και λίγοι όπως έδειξε το #16 στη Σουηδία, το #59 στις Η.Π.Α. και το #23 στη Γαλλία), το obZen αποδείχθηκε ένα μενίρ. Το οποίο μας χτύπησε κατακέφαλα, λες και το είχε εκσφενδονίσει ο Οβελίξ, νομίζοντάς μας για ρωμαϊκά στρατεύματα.

Οι Meshuggah δεν έκαναν πολλά, έκτοτε. Μόλις δύο στούντιο άλμπουμ μετράνε, κι άλλο ένα ζωντανά ηχογραφημένο. Και ίσως να τους έχασα κι εγώ εκεί στα χρόνια του The Violent Sleep Of Reason (2016), καθώς πείστηκα ότι το obZen θα αποκρυσταλλωνόταν ως ένας πήχης που δεν θα κατόρθωναν να υπερβούν.

Τώρα, πάντως, μαθαίνω ότι επιστρέφουν: το νέο τους άλμπουμ Immutable ανακοινώθηκε για τον Απρίλιο του 2022 και ήδη λανσαρίστηκε και το πρώτο single "The Abysmal Eye" (μπορείτε να το ακούσετε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης). Κι αυτό έδωσε μια αφορμή επαν-επίσκεψης στο παρελθόν των Σουηδών, ανασυρώντας και μια κριτική για τον δίσκο Koloss (2012), που είχε το άχαρο έργο του διαδόχου του obZen.

Η κριτική πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Αλλά και με κανα-δυο προσθαφαιρέσεις που κρίθηκαν σημαντικές. Με την ευκαιρία, ας επισημανθεί ότι ένα κείμενο για το obZen το οποίο κυκλοφορεί στο ίδιο site φέροντας το όνομά μου, δεν είναι δικό μου: ανήκει στον Θανάση Χατζόπουλο και, αν δεν απατά η μνήμη, είναι από τα ελάχιστα που έγραψε έξω από το metal section του Avopolis, πριν εξαφανιστεί από τα μουσικογραφιάδικα. 


Ρωτώντας αν το Koloss υπερβαίνει ή υπολείπεται του obZen (2008), ο κόσμος χωρίζεται μανιχαϊστικά στα δύο: οι μυημένοι θα νιώσουν ίσως ότι μπαίνουμε κατ’ ευθείαν στο ψητό, οι υπόλοιποι ότι τους απευθύνονται στα κινέζικα.

Βλέπετε, όσα 8άρια και 9άρια κι αν βάλει στους Meshuggah οποιοδήποτε μη μεταλλικό site ή έντυπο, όσα ευφυή κι αν γραφτούν για το γιατί το obZen είναι ένα άλμπουμ οριακό ανεξαρτήτως προτιμήσεων, εκεί έξω ο κόσμος καθορίζεται από τα γούστα και τα κολλήματά του. 

Για τον «μέσο όρο», λοιπόν (όπου περιλαμβάνω και τη «σκεπτόμενη» ελίτ που επειδή ακούει και shoegaze και Sigur Rós νομίζει ότι ακούει «πολλά» είδη μουσικής), η οποιαδήποτε απόπειρα γνωριμίας θα τερματιστεί πάραυτα στο κρας τεστ του YouTube, με τους τίτλους (obZen, Koloss, Destroy Erase Improve κτλ.) να ισοπεδώνονται στο εξής δίπολο: αν ακούς τέτοια πράγματα, θα συνεχίσεις την κουβέντα. Αν όχι, θα κατατάξεις τους Meshuggah στα «πολύ σκληρά» και δεν θα ξανασχοληθείς.

Tο Koloss δίνει την εντύπωση ότι ο θριαμβευτικός Ρουβίκωνας στον οποίον έφτασαν οι Σουηδοί με το obZen, τους απασχολεί. Όχι γιατί επιθυμούν να γίνουν πιο μαζικοί, νερώνοντας το κρασί τους –η μουσική τους παραμένει αφιλόξενη σαν την έρημο Γκόμπι. Από την άλλη, το ξέρουν ότι τους μεταλλάδες λίγο πρόκειται να τους νοιάξει αν στο εξής βγάλουν το obZen x2, 3, 10: η κοινότητα, όπως κάθε κοινότητα, θέλει πρωτίστως να επιβεβαιώνει τελετουργικά τα όσα τη συγκροτούν. Εκείνοι όμως φαίνεται να ανησυχούν για τα περιθώρια που απομένουν στην έκφρασή τους. Ανησυχούν δηλαδή μήπως το οbZen όρισε το δικό τους ζενίθ. Και κάτι πάνε να κάνουν εδώ γι' αυτό. Όχι για να το υπερβούν, μα για να το προσπεράσουν.

Γενικά μιλώντας, η εικόνα παραμένει οικεία. Οι Meshuggah μπαίνουν με τσαμπουκά, ως «ο μεγάλος Λεβιάθαν, ο αχόρταγος Κολοσσός». Σε στέλνουν για μεταλλαγμένες thrash βρούβες με τα "The Demon's Name Is Surveillance" και "The Hurt That Finds You First", παίζουν prog νοητικά παιχνίδια με τους εγκεφαλικούς σου νευρώνες στα "Break Those Bones Whose Sinews Gave It Motion" και "Behind The Sun" και κλείνουν τον δίσκο με ένα απίστευτο οργανικό ("Last Vigil"), το οποίο σαν αίσθηση έχει κάτι από το ενδοσκοπικό post-rock των πάλαι ποτέ κραταιών ημερών, παρά κάτι από τη δυσεντερία της συνήθους τραγουδοποιίας τους. 

Εξαιρουμένου του φινάλε, στο υπόλοιπο άλμπουμ κυριαρχεί η γνωστή άρρωστη ατμόσφαιρα των Σουηδών, τα περίφημα djent, η ιλιγγιώδης αρχιτεκτονική. Ταυτόχρονα, όμως, το Koloss επιδιώκει να φανεί πιο προσιτό από το obZen. Το κάνει δειλά, αλλά το κάνει. Τονίζει και το σκεπτόμενο, μαζί με το ακραίο. Βαραίνει εδώ κι εκεί τον ήχο, μα την ίδια στιγμή οι συνθέσεις γίνονται μικρότερες σε διάρκεια και οι κιθάρες (ψιλο)σλατζάρουν. Η μπάντα εντυπωσιάζει με τα παιξίματά της και με τον μεταλλικό της πειραματισμό (που παραμένει δυσθεόρατος), όμως κάπου στο παιχνίδι υπάρχει πια και η αμεσότητα –έστω και στις σκιές της πανταχού παρούσας πολυπλοκότητας.

Μου άρεσαν λοιπόν τα όσα υπαινίσσονται οι Meshuggah σε αυτό το νέο άλμπουμ. Χωρίς τέτοιες αποχρώσεις, θα μιλούσαμε για ένα γερό μεταλλικό πόνημα, στη γραμμή πορείας του obZen, μα δίχως την πνοή του. Το γεγονός παραμένει –το Koloss δεν είναι obZen. Όμως το ότι οι Σουηδοί δείχνουν επίγνωση του ζητήματος και προβληματισμό, αλαφραίνει το αποτέλεσμα της αναπόφευκτης σύγκρισης. Σε πείθουν διάολε ότι είναι καλλιτέχνες: ότι θα το ψάξουν, θα το βασανίσουν. Τέσσερα χρόνια μετά το obZen, η ανταλλαγή είναι δίκαιη.



27 Ιανουαρίου 2022

Myrkur - συνέντευξη (2018)


Κατά κόσμον Amalie Bruun, τραγουδίστρια και ηθοποιός ετών 37 από την Κοπεγχάγη της Δανίας, η Myrkur είναι καλλιτέχνιδα που εκμεταλλεύτηκε τη μετα-2000 ρευστότητα των μουσικών συνόρων για να αλλάξει (σχετικά) επιτυχώς ταυτότητα.

Κάπως έτσι, από μια σόλο καριέρα με indie pop/rock ευαισθησίες βρέθηκε τραγουδίστρια των Ex Cops (σε αντίστοιχο ύφος), πριν αποκαλύψει ότι στην καρδιά της έχει το black metal, ξεκινώντας μια σχετική καριέρα το 2014, η οποία της χάρισε τον τίτλο «Lana Del Rey του black metal» –που άλλοτε χρησιμοποιήθηκε ως έπαινος κι άλλοτε ως κατηγόρια. Το 2017, ωστόσο, άρχισε να κατευθύνεται προς μια πιο ανακατεμένη «βαριά» αισθητική, με αρκετές αναφορές στις folk παραδόσεις της Σκανδιναβίας. 

Το τι σχεδιάζει για το μέλλον παραμένει ασαφές αυτή τη στιγμή, πάντως μέσα στο 2021 την είδαμε να συνεργάζεται με τον Nergal των Behemoth στα πλαίσια του σόλο εγχειρήματός του Me And That Man, που τον είδε να απομακρύνεται από τον metal ήχο. Γυρίστηκε μάλιστα και βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Angel Of Light", όπου βλέπουμε την ασπροντυμένη Myrkur να στρέφεται προς τον Εωσφόρο. Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Η Myrkur έχει έρθει μία φορά στην Ελλάδα (τον Νοέμβριο του 2018) και φοβάμαι ότι δεν θα ξαναφανεί –σύντομα, τουλάχιστον– καθώς η συναυλία που έδωσε στο Fuzz δεν τράβηξε κόσμο ούτε από την εγχώρια metal κοινότητα, ούτε από τον alternative κόσμο που ίσως έψαχνε για μια διαφορετική συγκίνηση. Με αυτή την αφορμή, ωστόσο, στήσαμε τότε μια κουβέντα μέσω Skype, στην οποία μίλησε (μεταξύ άλλων) και για τα παιδικά της καλοκαίρια στη δική μας Λέρο.

Από την κουβέντα εκείνη βγήκε μια συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Καλησπέρα, ημέρα συνεντεύξεων αυτή σήμερα για σένα, έτσι δεν είναι;

Καλησπέρα κι από εδώ. Ναι, έτσι είναι. 

Σου αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις; 

Για να μιλήσω ειλικρινώς, δεν είμαι και πολύ των συνεντεύξεων. Δεν θα έλεγα ότι μου αρέσουν, όχι.

Έρχεσαι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ως Myrkur. Έχεις επισκεφθεί ξανά τα μέρη μας, ως τουρίστας ίσως; 

Θα είναι πράγματι η πρώτη φορά με την καλλιτεχνική μου ιδιότητα, αλλά έχω έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα, στο παρελθόν! Για την οικογένειά μου, δηλαδή, οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν συνυφασμένες με την Ελλάδα, οπότε έγινε ένα οικείο μέρος καθώς μεγάλωνα. 

Τα νησιά βέβαια περισσότερο, από τα οποία κι έχω τις πιο έντονες μνήμες κι εγώ και ο αδερφός μου –ειδικά από τις παραλίες και από το φαγητό. Η μητέρα μου είχε τρέλα με τη Λέρο, παρότι δεν είναι από τα μεγάλα και γνωστά νησιά. Νομίζω την έχουμε επισκεφθεί περισσότερο από κάθε άλλο μέρος. 

Ο δίσκος που σε φέρνει στην Αθήνα είναι το Mareridt (2017), ένα άλμπουμ γύρω από τους εφιάλτες σου. Ήταν δύσκολη η εποχή της δημιουργίας του;

Ήταν μια απαίσια περίοδος, από τη μία, που μου πρόσφερε όμως πολλή έμπνευση. Τώρα πια αισθάνομαι θαυμάσια. Έχω ξεφορτωθεί τους εφιάλτες και μπορώ και να ακούω το Mareridt, αλλά και να ευχαριστιέμαι τα τραγούδια του, παίζοντάς τα ζωντανά. 

Ένα τραγούδι που αγαπώ ιδιαίτερα από τον δίσκο αυτόν, είναι το "Ulvinde". Ποια είναι η ιστορία του;

Το "Ulvinde" σχετίζεται με ένα υπαρξιακό κενό και ταυτόχρονα με μια επιθυμία διαφυγής. Ποθείς δηλαδή να ξεφύγεις από όσα σε κάνουν να αισθάνεσαι άδειος, μεταβαίνοντας σε ένα μέρος κάπως ιδανικό. Το οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά μέσα σου. 
Τελικά, βέβαια, για μένα απόκτησε και αληθινή υπόσταση –αυτήν της Νορβηγίας. Ωστόσο το τραγούδι μιλάει περισσότερο για μια εσωτερική πραγματικότητα.

Πάντως το Mareridt είναι και δουλειά που σχετίζεται αρκετά με τη νορδική κληρονομιά, σωστά; 

Σωστά, αν και συμβαίνει έμμεσα, λόγω των επιρροών από τη σκανδιναβική folk, που σε αυτόν τον δίσκο ήταν πιο έντονες. Κυρίως θα έλεγα έχει σχέση με τη χρήση της nyckelharpa. Είναι πολύ διαδεδομένη στον βορρά, ειδικά στη Σουηδία, όπου είναι ας πούμε το εθνικό όργανο. 

Θυμάμαι ότι μου άρεσε ο ήχος της απ' όταν ήμουν παιδί. Μεγάλωσα όμως παίζοντας βιολί, αργότερα και πιάνο, κάτι που τελικά με ωφέλησε πολύ όταν κατάφερα να αποκτήσω μια δική μου nyckelharpa. Γιατί πρόκειται για ένα όργανο μηχανικό, που έχει δηλαδή πλήκτρα, μα συνάμα παίζεται και με δοξάρι, κάτι που τη φέρνει κοντά στο βιολί. Είναι γενικά δύσκολη για να τη μάθεις. Αλλά, αν την προσεγγίσεις γνωρίζοντας βιολί και πιάνο, καταλαβαίνεις καλά το πώς λειτουργεί. 

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια ο Randall Dunn, ο παραγωγός του Mareridt, σε όσα ακούμε; 

Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Randall είναι νομίζω ένας σοφός άνθρωπος, έτσι θα τον χαρακτήριζα. Η συνεισφορά του στο πώς ηχεί το Mareridt στάθηκε καταλυτική: ήξερε πολύ καλά τι να κάνει με όλες τις επιρροές που διαθέτει ο δίσκος αυτός. 

Και ο Kristoffer Rygg στο ντεμπούτο σου M (2015); Πόσο σημαντικός υπήρξε; 

Ό,τι και να πω για τον Kristoffer, θα είναι πολύ λίγο. Πρώτα-πρώτα μιλάμε για τον άνθρωπο που έφτιαξε με τους Ulver το Bergtatt: Et Eeventyr I 5 Capitler (1995), έναν από τους πιο σημαντικούς δίσκους όσον αφορά το black metal. 

Ήρθε λοιπόν, κατανόησε πολύ καλά ότι ήθελα να κάνω κάτι που θα κρατούσε ένα ανάλογο κλίμα και με καθοδήγησε σεβόμενος απόλυτα τις επιθυμίες μου, βοηθώντας με παράλληλα να φτάσω σε ένα αποτέλεσμα το οποίο θα κρατούσε εκείνο το πνεύμα, αλλά δεν θα ακουγόταν αντιγραφή. 

Τι άλλα πράγματα αγαπάς από το black metal της δεκαετίας του 1990, πέρα από τους Ulver;

Ξέρω ότι ίσως δεν θα πρέπει να το λέω, όμως αγαπώ πολύ τους Darkthrone. Μου αρέσουν επίσης οι Mayhem, οι Dissection, αλλά και ορισμένες δουλειές των Satyricon.

Σου αρέσει επίσης πολύ η φύση, έτσι δεν είναι; 

Πολύ, ναι. Παραμένει μια σταθερή πηγή έμπνευσης, πέρα από τις καθαρά μουσικές επιρροές. Μάλιστα, ζω πλέον πολύ κοντά στη θάλασσα κι αυτό είναι από τη μία κάτι ανοίκειο σε σύγκριση με ό,τι είχα συνηθίσει, από την άλλη όμως προσφέρει διαφορετικού τύπου συγκινήσεις. 

Ήμουν δηλαδή μαθημένη στο δάσος: έναν κόσμο πολύ ζωντανό, γεμάτο με ποικιλία ήχων. Η θάλασσα, βέβαια, σφύζει επίσης από ζωή, αλλά στο εσωτερικό της· το οποίο, αν στέκεσαι απέναντί της, δεν μπορείς ούτε να δεις, ούτε και να ακούσεις. Είναι παρά ταύτα πολύ ισχυρή η εντύπωση που σου αφήνει, ανάκατη με ένα δέος για την απεραντοσύνη και το βάθος του ωκεανού. Είναι ίσως πιο σκοτεινή αίσθηση, σε σχέση με το δάσος. 

Σου λείπουν ποτέ οι indie pop μέρες των Ex Cops; 

Όχι, δεν μου λείπει τίποτα από εκείνες τις μέρες. Ό,τι θέλησα να κάνω σε αυτό το πεδίο έγινε στα 2 άλμπουμ που βγάλαμε με το γκρουπ, τα οποία με βοήθησαν να καταλάβω ότι η κλίση μου βρισκόταν αλλού. Με τον Brian Harding παραμένουμε πολύ καλοί φίλοι, κι έτσι υπάρχει ακόμα στη ζωή μου ως άνθρωπος. 

Σε ενοχλεί που σε έχουν βαφτίσει «Lana Del Rey του black metal»;

Να με ενοχλεί; (γελάει) Ίσα-ίσα, το θεωρώ μεγάλο κομπλιμέντο. Θαυμάζω τη Lana Del Rey, γιατί ήρθε σε μια εποχή που στην pop επικρατούσε πολλή φασαρία κι ένα υπερβολικά τεχνολογικό περιβάλλον. Και θύμισε ότι μπορείς να φτιάξεις όμορφη, μαζική μουσική χωρίς να φωνάζεις και χωρίς να βασίζεσαι τόσο στα ηλεκτρονικά ή σε εφήμερα τρικ της παραγωγής. 

Σε έχουν βέβαια ρωτήσει πολλές φορές για το πώς αισθάνεσαι ως γυναίκα στον black metal χώρο, όπου οι θηλυκές παρουσίες είναι πολύ λίγες...

Με ρωτάνε συνέχεια, βασικά. Και το καταλαβαίνω: είναι ένας ανδροκρατούμενος κόσμος. Ωστόσο δεν θα κουραστώ να λέω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ άβολα. Έλαβα πάντοτε υποστήριξη από τον χώρο, αλλά και βοήθεια. Μακάρι να μπορούσα να πω ανάλογα πράγματα για τη μουσική βιομηχανία. 

Τι σε εξοργίζει δηλαδή στη μουσική βιομηχανία;

Αυτό που έμεινε από τη μουσική βιομηχανία στα χρόνια του ίντερνετ, ασχολείται πια κυρίως με λογιστικά θέματα ή με πράγματα τα οποία δεν έχουν να κάνουν με την καλλιτεχνική παραγωγή. Τους ενδιαφέρει η εκπόνηση στρατηγικών για να σε περάσουν στις νέες τεχνολογίες, κάτι εκ πρώτης όψης θετικό στην εποχή του Spotify· καταλήγουν όμως να επικεντρώνουν στο πώς ακούει σήμερα ο κόσμος, παρά στο τι ακούει.

Ευτυχώς, στο metal τα πράγματα δεν είναι έτσι –εγώ ας πούμε δηλώνω πολύ ευχαριστημένη με την εταιρία μου. Στο metal διατηρήθηκε η παλιά λογική των πραγμάτων: η έννοια της κοινότητας γίνεται πιο αισθητή, ενώ στις εταιρίες βρίσκεις στελέχη που αγαπούν και ακούν τη συγκεκριμένη μουσική. 

Είναι ένα σημάδι ότι ο κόσμος μας δεν πάει καλά; Υποτίθεται ότι είχαμε πια περισσότερη πληροφορία, ότι σκεφτόμασταν σε μεγαλύτερες κλίμακες, ότι γίναμε πιο πρόθυμοι να θαυμάσουμε ανθρώπους που δρουν έξω από το κουτί. Όμως, συχνά, η εικόνα αυτή κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνεται...

Επιφανειακά, έτσι δείχνει. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Αν μείνουμε δηλαδή σε όσα μεταδίδουν οι ειδήσεις, βγαίνει μια τέτοια εικόνα. Αν όμως κοιτάξουμε στη μεγαλύτερη κλίμακα της ιστορίας, ακόμα κι αν δεν πάνε όλα όπως θα τα θέλαμε, ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας δεν κινδυνεύει πια να πεθάνει στη γέννα και δεν θεωρείται μεγάλο ηλικιακά απλά επειδή κατάφερε να φτάσει στα 30.

Παραμένω λοιπόν αισιόδοξη. Και δεν θέλω να σκέφτομαι τα πράγματα με τα ψεύτικα δίπολα που προβάλλονται στους καιρούς μας. Αρνούμαι δηλαδή να δεχτώ ότι κάθε τι καινούριο είναι και καλό ή ότι κάθε τι παλιό είναι απαραίτητα και ξεπερασμένο. Δεν ζω τη ζωή μου με τέτοιες ιδέες. 



20 Ιανουαρίου 2022

Arch Enemy - ανταπόκριση (2017)


Την «Πολιορκία της Βόρειας Αμερικής» ανακοίνωσαν αυτές τις μέρες οι Arch Enemy με τους Behemoth. Οι οποίοι ενώνουν δυνάμεις τον Απρίλη και τον Μάη προκειμένου να χτυπήσουν την Αριζόνα, το Τέξας, τη Φλόριντα, αλλά και μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. και του Καναδά σαν τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Μόντρεαλ –σε κάποιες ημερομηνίες, μάλιστα, αναμένεται να τους πλαισιώσουν και οι Napalm Death. Παράλληλα, βέβαια, έρχεται και φρέσκο άλμπουμ από τους Arch Enemy, ονόματι Deceivers.

Πολύ ωραίο σχήμα (πιστεύω ότι) θα είναι αυτό και μακάρι να το βλέπαμε και στην Ελλάδα. Τόσο οι Arch Enemy, όσο και οι Behemoth παίζουν ένα κατά βάση «λαϊκό» heavy metal, το οποίο πραγματικά ανθεί επί σκηνής (για τους δε Napalm Death, τα λόγια είναι περιττά). Ακόμα δηλαδή και ο κάπως πιο πλαστικός και οπωσδήποτε στυλιζαρισμένος ήχος των Arch Enemy αποδεικνύεται λίρα εκατό χάρη στην τραγουδίστρια-σίφουνα Alissa White-Gluz, αλλά και στην καθοριστική μεταγραφή του Jeff Loomis των Nevermore. 

Τη σύνθεση αυτή, άλλωστε, την έχουμε δει και ιδίοις όμμασι στην Αθήνα, να γκρεμίζει το Piraeus 117 Academy τον Σεπτέμβριο του 2017. Μια ανταπόκριση για τα όσα έγιναν εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Λίγο η προ διετίας εμφάνιση των Arch Enemy στην Αθήνα –η οποία είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις– λίγο το ότι θα τους βλέπαμε αυτή τη φορά με τον Jeff Loomis των θρυλικών για μια μερίδα του σκληρού ακροατηρίου Nevermore, ο πήχης των προσδοκιών για τη φετινή συναυλία σηκώθηκε ψηλά. Και έφερε βέβαια και κάμποσο κόσμο στο Piraeus 117 Academy, με αποτέλεσμα να γεμίσει μέχρι πίσω ο χώρος (χωρίς ωστόσο να ανοίξει και ο εξώστης). 

Το «ζέσταμα» ανέλαβαν οι Jinjer από την Ουκρανία. Προς έκπληξή μου, υπήρχαν κάμποσοι στο ακροατήριο που τους γούσταραν, έμαθα μάλιστα και για άτομα που είχαν πληρώσει εισιτήριο κυρίως για να δουν αυτούς! Έτσι, η ατμόσφαιρα καθόλη τη διάρκεια του support set εντυπώθηκε θερμή και τα συχνά κελεύσματα της τραγουδίστριας Tatiana Shmailyuk προς το πλήθος έβρισκαν ανταπόκριση. 

Προσωπικά, πάντως, δεν το πιάνω το νόημα. Καθόλου. Πράγματι, οι Jinjer είναι μια σούπερ επαγγελματική μπάντα, η οποία παρουσιάζει ένα λίαν φροντισμένο αποτέλεσμα. Φροντισμένο, πλην όμως κενό: μία τέλεια πόζα, με τραγούδια υπερβολικά πανομοιότυπα και «σκληρά» σε πολλά εισαγωγικά, μιας και άνετα θα μπορούσαν να βρεθούν μέχρι και στη Γιουροβίζιον. Και ο εικαστικός Παναγιώτης Βορριάς που βρισκόταν στην παρέα μας έχει δίκιο για το λογότυπό τους: μάλλον σε μάρκα μπύρας με λεμόνι παρέπεμπε, παρά σε συγκρότημα συγγενές με κάποιο παρακλάδι του σκληρού ήχου.

Τα αστεία τελείωσαν όταν βγήκαν οι Arch Enemy, με θαυμαστή συνέπεια ως προς το ανακοινωμένο πρόγραμμα της βραδιάς. Μάλιστα, ακριβώς πριν την είσοδό τους πίσω από τους εντυπωσιακούς, κιτρινωπούς προβολείς, έτυχε να παίζει από τα ηχεία του χώρου το "Thunderstruck" των AC/DC: ένα τραγούδι που πάντα εντυπωσιάζει και εξιτάρει, όσες φορές κι αν το έχουμε πια ακούσει. Κι όμως, έσβησε ως εντύπωση μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα απ' όταν η μπάντα μπήκε με δύναμη στις πρώτες νότες, οι οποίες σχηματοποιήθηκαν στο "The World Is Yours" μόλις η Alissa White-Gluz έπιασε το μικρόφωνο (από τον ολοκαίνουριο δίσκο, που τους έβαλε για πρώτη φορά στο βρετανικό top-40).

Για την επόμενη μιάμιση ώρα είδαμε μια φοβερή συναυλία, με τη στάθμη της ενέργειας να μην πέφτει ούτε λεπτό. Οι Arch Enemy είχαν έρθει στην Αθήνα με μια καλά ισορροπημένη setlist μεταξύ πρώτης και δεύτερης εποχής, παλιού και νεότερου υλικού, που πιστεύω κάλυψε όλες τις προσδοκίες. Ακούσαμε δηλαδή και φρέσκα τραγούδια σαν το "Eagle Flies Alone" και τα επιβλητικά "War Eternal" και "You Will Know My Name" από τη σοδειά των πιο πρόσφατων χρόνων, αλλά και επιλογές που έφτασαν μέχρι τις αρχές των '00s (σαν π.χ. το "Burning Angel"), όπως βέβαια και επιτυχίες τύπου "My Apocalypse", "No Gods, No Masters" και "We Will Rise".

To "We Will Rise" ήταν και το τραγούδι με το οποίο έκλεισε το άτυπο κανονικό μέρος του set –και γράφω «άτυπο», γιατί οι Arch Enemy δεν χρειάστηκαν και πολλά παρακάλια για να ξαναβγούν. Το δε encore είχε "Nemesis", είχε όμως και κλείσιμο του ματιού προς τους πιο παλιούς fans με το "Fields Of Desolation", από το ντεμπούτο Black Earth του 1997.

Το τι παίχτηκε, πάντως, ήταν μονάχα η μισή εμπειρία. Η άλλη μισή οφειλόταν στην πώρωση που διοχετευόταν διαρκώς από τη σκηνή προς το πλήθος και από αυτό πάλι πίσω. Αρχιτελετάρχης της ήταν βέβαια η Alissa White-Gluz, πάνω στην οποία έπεφταν και τα περισσότερα βλέμματα. Δικαιολογημένα. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για μια εντυπωσιακή frontwoman, αλλά και γιατί αποδείχθηκε ξανά ένας σίφουνας: έτρεχε πάνω-κάτω τη σκηνή του Piraeus 117 Academy και ξεσήκωσε με την αγριάδα της, πείθοντας ακόμα και τους πιο δύσπιστους παλιούς με την απόδοσή της σε όσα τραγούδια έχουν συνδυαστεί με την προκάτοχό της Angela Gossow. 

Αλλά και πίσω της έγινε εξαιρετική δουλειά, με τον Jeff Loomis και τον «αρχηγό» Michael Amott να συνεισφέρουν καταιγιστικές κιθαριές και φοβερά μελωδικά riffs, φτιάχνοντας ένα ηλεκτρικό τείχος, πάνω στο οποίο αλώνιζε η White-Gluz. Δείχνοντας ότι μπορεί να υπηρετούν πλέον μια πιο φιλική στο μέσο αυτί (πιο «ποπ», αν θέλετε) εκδοχή του παλιού μελωδικού death metal στο οποίο διακρίθηκε η Σουηδία, το κάνουν όμως δίχως εκπτώσεις σε ιδέες και σε έμπνευση.

Οι Arch Enemy μας αποχαιρέτησαν με τη δική τους συμβολική χειρονομία, μαζευόμενοι στο κέντρο της σκηνής και σηκώνοντας ένα πανό αφιερωμένο στις λεγεώνες του Χάους και στις μαύρες σημαίες της Αναρχίας. Ανεξαρτήτως πολιτικών συμφωνιών ή διαφωνιών, είναι νομίζω ο καλύτερος και πιο έντιμος τρόπος να προβάλλεις τα όσα πρεσβεύεις, αποφεύγοντας τις κουραστικές και δικολαβίστικες παρλάτες, που συχνά τείνουν προς τον λαϊκισμό.