27 Ιανουαρίου 2022

Myrkur - συνέντευξη (2018)


Κατά κόσμον Amalie Bruun, τραγουδίστρια και ηθοποιός ετών 37 από την Κοπεγχάγη της Δανίας, η Myrkur είναι καλλιτέχνιδα που εκμεταλλεύτηκε τη μετα-2000 ρευστότητα των μουσικών συνόρων για να αλλάξει (σχετικά) επιτυχώς ταυτότητα.

Κάπως έτσι, από μια σόλο καριέρα με indie pop/rock ευαισθησίες βρέθηκε τραγουδίστρια των Ex Cops (σε αντίστοιχο ύφος), πριν αποκαλύψει ότι στην καρδιά της έχει το black metal, ξεκινώντας μια σχετική καριέρα το 2014, η οποία της χάρισε τον τίτλο «Lana Del Rey του black metal» –που άλλοτε χρησιμοποιήθηκε ως έπαινος κι άλλοτε ως κατηγόρια. Το 2017, ωστόσο, άρχισε να κατευθύνεται προς μια πιο ανακατεμένη «βαριά» αισθητική, με αρκετές αναφορές στις folk παραδόσεις της Σκανδιναβίας. 

Το τι σχεδιάζει για το μέλλον παραμένει ασαφές αυτή τη στιγμή, πάντως μέσα στο 2021 την είδαμε να συνεργάζεται με τον Nergal των Behemoth στα πλαίσια του σόλο εγχειρήματός του Me And That Man, που τον είδε να απομακρύνεται από τον metal ήχο. Γυρίστηκε μάλιστα και βιντεοκλίπ για το τραγούδι "Angel Of Light", όπου βλέπουμε την ασπροντυμένη Myrkur να στρέφεται προς τον Εωσφόρο. Κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Η Myrkur έχει έρθει μία φορά στην Ελλάδα (τον Νοέμβριο του 2018) και φοβάμαι ότι δεν θα ξαναφανεί –σύντομα, τουλάχιστον– καθώς η συναυλία που έδωσε στο Fuzz δεν τράβηξε κόσμο ούτε από την εγχώρια metal κοινότητα, ούτε από τον alternative κόσμο που ίσως έψαχνε για μια διαφορετική συγκίνηση. Με αυτή την αφορμή, ωστόσο, στήσαμε τότε μια κουβέντα μέσω Skype, στην οποία μίλησε (μεταξύ άλλων) και για τα παιδικά της καλοκαίρια στη δική μας Λέρο.

Από την κουβέντα εκείνη βγήκε μια συνέντευξη, η οποία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Καλησπέρα, ημέρα συνεντεύξεων αυτή σήμερα για σένα, έτσι δεν είναι;

Καλησπέρα κι από εδώ. Ναι, έτσι είναι. 

Σου αρέσει να δίνεις συνεντεύξεις; 

Για να μιλήσω ειλικρινώς, δεν είμαι και πολύ των συνεντεύξεων. Δεν θα έλεγα ότι μου αρέσουν, όχι.

Έρχεσαι για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ως Myrkur. Έχεις επισκεφθεί ξανά τα μέρη μας, ως τουρίστας ίσως; 

Θα είναι πράγματι η πρώτη φορά με την καλλιτεχνική μου ιδιότητα, αλλά έχω έρθει πολλές φορές στην Ελλάδα, στο παρελθόν! Για την οικογένειά μου, δηλαδή, οι καλοκαιρινές διακοπές ήταν συνυφασμένες με την Ελλάδα, οπότε έγινε ένα οικείο μέρος καθώς μεγάλωνα. 

Τα νησιά βέβαια περισσότερο, από τα οποία κι έχω τις πιο έντονες μνήμες κι εγώ και ο αδερφός μου –ειδικά από τις παραλίες και από το φαγητό. Η μητέρα μου είχε τρέλα με τη Λέρο, παρότι δεν είναι από τα μεγάλα και γνωστά νησιά. Νομίζω την έχουμε επισκεφθεί περισσότερο από κάθε άλλο μέρος. 

Ο δίσκος που σε φέρνει στην Αθήνα είναι το Mareridt (2017), ένα άλμπουμ γύρω από τους εφιάλτες σου. Ήταν δύσκολη η εποχή της δημιουργίας του;

Ήταν μια απαίσια περίοδος, από τη μία, που μου πρόσφερε όμως πολλή έμπνευση. Τώρα πια αισθάνομαι θαυμάσια. Έχω ξεφορτωθεί τους εφιάλτες και μπορώ και να ακούω το Mareridt, αλλά και να ευχαριστιέμαι τα τραγούδια του, παίζοντάς τα ζωντανά. 

Ένα τραγούδι που αγαπώ ιδιαίτερα από τον δίσκο αυτόν, είναι το "Ulvinde". Ποια είναι η ιστορία του;

Το "Ulvinde" σχετίζεται με ένα υπαρξιακό κενό και ταυτόχρονα με μια επιθυμία διαφυγής. Ποθείς δηλαδή να ξεφύγεις από όσα σε κάνουν να αισθάνεσαι άδειος, μεταβαίνοντας σε ένα μέρος κάπως ιδανικό. Το οποίο δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, αλλά μέσα σου. 
Τελικά, βέβαια, για μένα απόκτησε και αληθινή υπόσταση –αυτήν της Νορβηγίας. Ωστόσο το τραγούδι μιλάει περισσότερο για μια εσωτερική πραγματικότητα.

Πάντως το Mareridt είναι και δουλειά που σχετίζεται αρκετά με τη νορδική κληρονομιά, σωστά; 

Σωστά, αν και συμβαίνει έμμεσα, λόγω των επιρροών από τη σκανδιναβική folk, που σε αυτόν τον δίσκο ήταν πιο έντονες. Κυρίως θα έλεγα έχει σχέση με τη χρήση της nyckelharpa. Είναι πολύ διαδεδομένη στον βορρά, ειδικά στη Σουηδία, όπου είναι ας πούμε το εθνικό όργανο. 

Θυμάμαι ότι μου άρεσε ο ήχος της απ' όταν ήμουν παιδί. Μεγάλωσα όμως παίζοντας βιολί, αργότερα και πιάνο, κάτι που τελικά με ωφέλησε πολύ όταν κατάφερα να αποκτήσω μια δική μου nyckelharpa. Γιατί πρόκειται για ένα όργανο μηχανικό, που έχει δηλαδή πλήκτρα, μα συνάμα παίζεται και με δοξάρι, κάτι που τη φέρνει κοντά στο βιολί. Είναι γενικά δύσκολη για να τη μάθεις. Αλλά, αν την προσεγγίσεις γνωρίζοντας βιολί και πιάνο, καταλαβαίνεις καλά το πώς λειτουργεί. 

Τι ρόλο έπαιξε αλήθεια ο Randall Dunn, ο παραγωγός του Mareridt, σε όσα ακούμε; 

Πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Ο Randall είναι νομίζω ένας σοφός άνθρωπος, έτσι θα τον χαρακτήριζα. Η συνεισφορά του στο πώς ηχεί το Mareridt στάθηκε καταλυτική: ήξερε πολύ καλά τι να κάνει με όλες τις επιρροές που διαθέτει ο δίσκος αυτός. 

Και ο Kristoffer Rygg στο ντεμπούτο σου M (2015); Πόσο σημαντικός υπήρξε; 

Ό,τι και να πω για τον Kristoffer, θα είναι πολύ λίγο. Πρώτα-πρώτα μιλάμε για τον άνθρωπο που έφτιαξε με τους Ulver το Bergtatt: Et Eeventyr I 5 Capitler (1995), έναν από τους πιο σημαντικούς δίσκους όσον αφορά το black metal. 

Ήρθε λοιπόν, κατανόησε πολύ καλά ότι ήθελα να κάνω κάτι που θα κρατούσε ένα ανάλογο κλίμα και με καθοδήγησε σεβόμενος απόλυτα τις επιθυμίες μου, βοηθώντας με παράλληλα να φτάσω σε ένα αποτέλεσμα το οποίο θα κρατούσε εκείνο το πνεύμα, αλλά δεν θα ακουγόταν αντιγραφή. 

Τι άλλα πράγματα αγαπάς από το black metal της δεκαετίας του 1990, πέρα από τους Ulver;

Ξέρω ότι ίσως δεν θα πρέπει να το λέω, όμως αγαπώ πολύ τους Darkthrone. Μου αρέσουν επίσης οι Mayhem, οι Dissection, αλλά και ορισμένες δουλειές των Satyricon.

Σου αρέσει επίσης πολύ η φύση, έτσι δεν είναι; 

Πολύ, ναι. Παραμένει μια σταθερή πηγή έμπνευσης, πέρα από τις καθαρά μουσικές επιρροές. Μάλιστα, ζω πλέον πολύ κοντά στη θάλασσα κι αυτό είναι από τη μία κάτι ανοίκειο σε σύγκριση με ό,τι είχα συνηθίσει, από την άλλη όμως προσφέρει διαφορετικού τύπου συγκινήσεις. 

Ήμουν δηλαδή μαθημένη στο δάσος: έναν κόσμο πολύ ζωντανό, γεμάτο με ποικιλία ήχων. Η θάλασσα, βέβαια, σφύζει επίσης από ζωή, αλλά στο εσωτερικό της· το οποίο, αν στέκεσαι απέναντί της, δεν μπορείς ούτε να δεις, ούτε και να ακούσεις. Είναι παρά ταύτα πολύ ισχυρή η εντύπωση που σου αφήνει, ανάκατη με ένα δέος για την απεραντοσύνη και το βάθος του ωκεανού. Είναι ίσως πιο σκοτεινή αίσθηση, σε σχέση με το δάσος. 

Σου λείπουν ποτέ οι indie pop μέρες των Ex Cops; 

Όχι, δεν μου λείπει τίποτα από εκείνες τις μέρες. Ό,τι θέλησα να κάνω σε αυτό το πεδίο έγινε στα 2 άλμπουμ που βγάλαμε με το γκρουπ, τα οποία με βοήθησαν να καταλάβω ότι η κλίση μου βρισκόταν αλλού. Με τον Brian Harding παραμένουμε πολύ καλοί φίλοι, κι έτσι υπάρχει ακόμα στη ζωή μου ως άνθρωπος. 

Σε ενοχλεί που σε έχουν βαφτίσει «Lana Del Rey του black metal»;

Να με ενοχλεί; (γελάει) Ίσα-ίσα, το θεωρώ μεγάλο κομπλιμέντο. Θαυμάζω τη Lana Del Rey, γιατί ήρθε σε μια εποχή που στην pop επικρατούσε πολλή φασαρία κι ένα υπερβολικά τεχνολογικό περιβάλλον. Και θύμισε ότι μπορείς να φτιάξεις όμορφη, μαζική μουσική χωρίς να φωνάζεις και χωρίς να βασίζεσαι τόσο στα ηλεκτρονικά ή σε εφήμερα τρικ της παραγωγής. 

Σε έχουν βέβαια ρωτήσει πολλές φορές για το πώς αισθάνεσαι ως γυναίκα στον black metal χώρο, όπου οι θηλυκές παρουσίες είναι πολύ λίγες...

Με ρωτάνε συνέχεια, βασικά. Και το καταλαβαίνω: είναι ένας ανδροκρατούμενος κόσμος. Ωστόσο δεν θα κουραστώ να λέω ότι δεν αισθάνθηκα ποτέ άβολα. Έλαβα πάντοτε υποστήριξη από τον χώρο, αλλά και βοήθεια. Μακάρι να μπορούσα να πω ανάλογα πράγματα για τη μουσική βιομηχανία. 

Τι σε εξοργίζει δηλαδή στη μουσική βιομηχανία;

Αυτό που έμεινε από τη μουσική βιομηχανία στα χρόνια του ίντερνετ, ασχολείται πια κυρίως με λογιστικά θέματα ή με πράγματα τα οποία δεν έχουν να κάνουν με την καλλιτεχνική παραγωγή. Τους ενδιαφέρει η εκπόνηση στρατηγικών για να σε περάσουν στις νέες τεχνολογίες, κάτι εκ πρώτης όψης θετικό στην εποχή του Spotify· καταλήγουν όμως να επικεντρώνουν στο πώς ακούει σήμερα ο κόσμος, παρά στο τι ακούει.

Ευτυχώς, στο metal τα πράγματα δεν είναι έτσι –εγώ ας πούμε δηλώνω πολύ ευχαριστημένη με την εταιρία μου. Στο metal διατηρήθηκε η παλιά λογική των πραγμάτων: η έννοια της κοινότητας γίνεται πιο αισθητή, ενώ στις εταιρίες βρίσκεις στελέχη που αγαπούν και ακούν τη συγκεκριμένη μουσική. 

Είναι ένα σημάδι ότι ο κόσμος μας δεν πάει καλά; Υποτίθεται ότι είχαμε πια περισσότερη πληροφορία, ότι σκεφτόμασταν σε μεγαλύτερες κλίμακες, ότι γίναμε πιο πρόθυμοι να θαυμάσουμε ανθρώπους που δρουν έξω από το κουτί. Όμως, συχνά, η εικόνα αυτή κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνεται...

Επιφανειακά, έτσι δείχνει. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Αν μείνουμε δηλαδή σε όσα μεταδίδουν οι ειδήσεις, βγαίνει μια τέτοια εικόνα. Αν όμως κοιτάξουμε στη μεγαλύτερη κλίμακα της ιστορίας, ακόμα κι αν δεν πάνε όλα όπως θα τα θέλαμε, ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας δεν κινδυνεύει πια να πεθάνει στη γέννα και δεν θεωρείται μεγάλο ηλικιακά απλά επειδή κατάφερε να φτάσει στα 30.

Παραμένω λοιπόν αισιόδοξη. Και δεν θέλω να σκέφτομαι τα πράγματα με τα ψεύτικα δίπολα που προβάλλονται στους καιρούς μας. Αρνούμαι δηλαδή να δεχτώ ότι κάθε τι καινούριο είναι και καλό ή ότι κάθε τι παλιό είναι απαραίτητα και ξεπερασμένο. Δεν ζω τη ζωή μου με τέτοιες ιδέες. 



20 Ιανουαρίου 2022

Arch Enemy - ανταπόκριση (2017)


Την «Πολιορκία της Βόρειας Αμερικής» ανακοίνωσαν αυτές τις μέρες οι Arch Enemy με τους Behemoth. Οι οποίοι ενώνουν δυνάμεις τον Απρίλη και τον Μάη προκειμένου να χτυπήσουν την Αριζόνα, το Τέξας, τη Φλόριντα, αλλά και μεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. και του Καναδά σαν τη Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες και το Μόντρεαλ –σε κάποιες ημερομηνίες, μάλιστα, αναμένεται να τους πλαισιώσουν και οι Napalm Death. Παράλληλα, βέβαια, έρχεται και φρέσκο άλμπουμ από τους Arch Enemy, ονόματι Deceivers.

Πολύ ωραίο σχήμα (πιστεύω ότι) θα είναι αυτό και μακάρι να το βλέπαμε και στην Ελλάδα. Τόσο οι Arch Enemy, όσο και οι Behemoth παίζουν ένα κατά βάση «λαϊκό» heavy metal, το οποίο πραγματικά ανθεί επί σκηνής (για τους δε Napalm Death, τα λόγια είναι περιττά). Ακόμα δηλαδή και ο κάπως πιο πλαστικός και οπωσδήποτε στυλιζαρισμένος ήχος των Arch Enemy αποδεικνύεται λίρα εκατό χάρη στην τραγουδίστρια-σίφουνα Alissa White-Gluz, αλλά και στην καθοριστική μεταγραφή του Jeff Loomis των Nevermore. 

Τη σύνθεση αυτή, άλλωστε, την έχουμε δει και ιδίοις όμμασι στην Αθήνα, να γκρεμίζει το Piraeus 117 Academy τον Σεπτέμβριο του 2017. Μια ανταπόκριση για τα όσα έγιναν εκεί δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Χάρη Σφακιανάκη


Λίγο η προ διετίας εμφάνιση των Arch Enemy στην Αθήνα –η οποία είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις– λίγο το ότι θα τους βλέπαμε αυτή τη φορά με τον Jeff Loomis των θρυλικών για μια μερίδα του σκληρού ακροατηρίου Nevermore, ο πήχης των προσδοκιών για τη φετινή συναυλία σηκώθηκε ψηλά. Και έφερε βέβαια και κάμποσο κόσμο στο Piraeus 117 Academy, με αποτέλεσμα να γεμίσει μέχρι πίσω ο χώρος (χωρίς ωστόσο να ανοίξει και ο εξώστης). 

Το «ζέσταμα» ανέλαβαν οι Jinjer από την Ουκρανία. Προς έκπληξή μου, υπήρχαν κάμποσοι στο ακροατήριο που τους γούσταραν, έμαθα μάλιστα και για άτομα που είχαν πληρώσει εισιτήριο κυρίως για να δουν αυτούς! Έτσι, η ατμόσφαιρα καθόλη τη διάρκεια του support set εντυπώθηκε θερμή και τα συχνά κελεύσματα της τραγουδίστριας Tatiana Shmailyuk προς το πλήθος έβρισκαν ανταπόκριση. 

Προσωπικά, πάντως, δεν το πιάνω το νόημα. Καθόλου. Πράγματι, οι Jinjer είναι μια σούπερ επαγγελματική μπάντα, η οποία παρουσιάζει ένα λίαν φροντισμένο αποτέλεσμα. Φροντισμένο, πλην όμως κενό: μία τέλεια πόζα, με τραγούδια υπερβολικά πανομοιότυπα και «σκληρά» σε πολλά εισαγωγικά, μιας και άνετα θα μπορούσαν να βρεθούν μέχρι και στη Γιουροβίζιον. Και ο εικαστικός Παναγιώτης Βορριάς που βρισκόταν στην παρέα μας έχει δίκιο για το λογότυπό τους: μάλλον σε μάρκα μπύρας με λεμόνι παρέπεμπε, παρά σε συγκρότημα συγγενές με κάποιο παρακλάδι του σκληρού ήχου.

Τα αστεία τελείωσαν όταν βγήκαν οι Arch Enemy, με θαυμαστή συνέπεια ως προς το ανακοινωμένο πρόγραμμα της βραδιάς. Μάλιστα, ακριβώς πριν την είσοδό τους πίσω από τους εντυπωσιακούς, κιτρινωπούς προβολείς, έτυχε να παίζει από τα ηχεία του χώρου το "Thunderstruck" των AC/DC: ένα τραγούδι που πάντα εντυπωσιάζει και εξιτάρει, όσες φορές κι αν το έχουμε πια ακούσει. Κι όμως, έσβησε ως εντύπωση μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα απ' όταν η μπάντα μπήκε με δύναμη στις πρώτες νότες, οι οποίες σχηματοποιήθηκαν στο "The World Is Yours" μόλις η Alissa White-Gluz έπιασε το μικρόφωνο (από τον ολοκαίνουριο δίσκο, που τους έβαλε για πρώτη φορά στο βρετανικό top-40).

Για την επόμενη μιάμιση ώρα είδαμε μια φοβερή συναυλία, με τη στάθμη της ενέργειας να μην πέφτει ούτε λεπτό. Οι Arch Enemy είχαν έρθει στην Αθήνα με μια καλά ισορροπημένη setlist μεταξύ πρώτης και δεύτερης εποχής, παλιού και νεότερου υλικού, που πιστεύω κάλυψε όλες τις προσδοκίες. Ακούσαμε δηλαδή και φρέσκα τραγούδια σαν το "Eagle Flies Alone" και τα επιβλητικά "War Eternal" και "You Will Know My Name" από τη σοδειά των πιο πρόσφατων χρόνων, αλλά και επιλογές που έφτασαν μέχρι τις αρχές των '00s (σαν π.χ. το "Burning Angel"), όπως βέβαια και επιτυχίες τύπου "My Apocalypse", "No Gods, No Masters" και "We Will Rise".

To "We Will Rise" ήταν και το τραγούδι με το οποίο έκλεισε το άτυπο κανονικό μέρος του set –και γράφω «άτυπο», γιατί οι Arch Enemy δεν χρειάστηκαν και πολλά παρακάλια για να ξαναβγούν. Το δε encore είχε "Nemesis", είχε όμως και κλείσιμο του ματιού προς τους πιο παλιούς fans με το "Fields Of Desolation", από το ντεμπούτο Black Earth του 1997.

Το τι παίχτηκε, πάντως, ήταν μονάχα η μισή εμπειρία. Η άλλη μισή οφειλόταν στην πώρωση που διοχετευόταν διαρκώς από τη σκηνή προς το πλήθος και από αυτό πάλι πίσω. Αρχιτελετάρχης της ήταν βέβαια η Alissa White-Gluz, πάνω στην οποία έπεφταν και τα περισσότερα βλέμματα. Δικαιολογημένα. Όχι μόνο γιατί πρόκειται για μια εντυπωσιακή frontwoman, αλλά και γιατί αποδείχθηκε ξανά ένας σίφουνας: έτρεχε πάνω-κάτω τη σκηνή του Piraeus 117 Academy και ξεσήκωσε με την αγριάδα της, πείθοντας ακόμα και τους πιο δύσπιστους παλιούς με την απόδοσή της σε όσα τραγούδια έχουν συνδυαστεί με την προκάτοχό της Angela Gossow. 

Αλλά και πίσω της έγινε εξαιρετική δουλειά, με τον Jeff Loomis και τον «αρχηγό» Michael Amott να συνεισφέρουν καταιγιστικές κιθαριές και φοβερά μελωδικά riffs, φτιάχνοντας ένα ηλεκτρικό τείχος, πάνω στο οποίο αλώνιζε η White-Gluz. Δείχνοντας ότι μπορεί να υπηρετούν πλέον μια πιο φιλική στο μέσο αυτί (πιο «ποπ», αν θέλετε) εκδοχή του παλιού μελωδικού death metal στο οποίο διακρίθηκε η Σουηδία, το κάνουν όμως δίχως εκπτώσεις σε ιδέες και σε έμπνευση.

Οι Arch Enemy μας αποχαιρέτησαν με τη δική τους συμβολική χειρονομία, μαζευόμενοι στο κέντρο της σκηνής και σηκώνοντας ένα πανό αφιερωμένο στις λεγεώνες του Χάους και στις μαύρες σημαίες της Αναρχίας. Ανεξαρτήτως πολιτικών συμφωνιών ή διαφωνιών, είναι νομίζω ο καλύτερος και πιο έντιμος τρόπος να προβάλλεις τα όσα πρεσβεύεις, αποφεύγοντας τις κουραστικές και δικολαβίστικες παρλάτες, που συχνά τείνουν προς τον λαϊκισμό.



18 Ιανουαρίου 2022

Eric Burdon - συνέντευξη (2019)


Για τον έντεχνο κόσμο (όλων των ηλικιών) που παρακολουθεί ανελλιπώς την εκπομπή του Νίκου Πορτοκάλογλου και της Ρένας Μόρφη στην ΕΡΤ1, ο Eric Burdon στο «Μουσικό Κουτί» ήταν κάτι οριακά κατανοητό. Στην καλύτερη περίπτωση αναγνώρισαν το "The House Of The Rising Sun" από το σύμπαν από το οποίο προήλθε, ίσως και καμια-δυο ακόμα στιγμές. Για τον εγχώριο rock κόσμο, πάλι, ήταν κάτι που συζητήθηκε αρκετά –τόσο θετικά, όσο και αρνητικά.

Σε κάθε περίπτωση, το επεισόδιο πρόκειται να ξαναπροβληθεί (Τετάρτη 19 Ιανουαρίου, στις 22.00), παρέχοντας έτσι μια καλή αφορμή επιστροφής στην κουβέντα που είχα την τιμή να κάνω μαζί του το καλοκαίρι του 2019 –γιατί ως τιμή το είδα προσωπικά, κι ας έδωσε τότε του κόσμου τις συνεντεύξεις στον κάθε άσχετο, μετά συγχωρήσεως. Βρεθήκαμε στο Χίλτον, με αφορμή την αποχαιρετιστήρια συναυλία που θα έδινε τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς στο Ηρώδειο.

Εκείνη η κουβέντα μας, ήταν πλούσια. Συζητήσαμε (φυσικά) για το Ηρώδειο, αλλά και για τα μπλουζ, για τον Duke Ellington, για το αν ο επόμενος πόλεμος θα γίνει για το νερό, για τη δολοφονία του John Lennon –ακόμα και για τον δάσκαλό του. Το υλικό έδωσε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο. Ανήκουν στη Μαριάννα Προεστού-Burdon, την Ελληνίδα (τρίτη) σύζυγο του Eric Burdon


Μας αποχαιρετάτε με την επικείμενη συναυλία σας στο Ηρώδειο, καθώς βρίσκεστε στην τελευταία περιοδεία της καριέρας σας, όπως έχετε ξεκαθαρίσει. Ποιο είναι το καθοριστικό σημείο στο οποίο ένας καλλιτέχνης λέει «αυτό ήταν»;

Αναλογίζομαι την ίδια μου την ιστορία και συνειδητοποιώ ότι ήμουν πολύ πιο κινητικός στα λάιβ. Ενώ τώρα πρέπει να κοιτάζω πού ακριβώς πατάω. Με τον όλο φωτισμό μιας συναυλίας, η σκηνή αρχίζει και μοιάζει με επικίνδυνο μέρος. Μπορεί π.χ. να πέσεις πάνω σε κάποιο κουτί, το οποίο δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί. Τέτοια μικρά πράγματα, λοιπόν, μου λένε ότι ήρθε ο καιρός να σταματήσω. Είναι βέβαια η δική μου γνώμη αυτή, γιατί άλλοι καλλιτέχνες συνεχίζουν και συνεχίζουν. Αν δεν υπάρχει οικονομική ανάγκη, όμως, γιατί να το κάνεις; 

Μια συναυλία, επίσης, δεν είναι μόνο τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Πρέπει να πας αεροπορικώς στον τόπο διεξαγωγής, κάθε βράδυ να κοιμάσαι σε διαφορετικό μέρος. Κάτι που αναστατώνει τα μοτίβα του ύπνου σου, αλλά και το στομάχι σου, αφού τρως διαφορετικό φαγητό απ' ό,τι συνηθίζεις όταν βρίσκεσαι σπίτι. Με όλα αυτά, βέβαια, μπορείς να ζήσεις μια χαρά όταν είσαι νέος. Όμως εγώ γίνομαι μάλλον ένας κάπως γκρινιάρης μεγάλος άνθρωπος –και δεν μου αρέσει αυτό που βλέπω. Ας μπει μια τελεία, επομένως. 

Άλλωστε υπάρχει και μια πρόκληση στο τι μπορείς να κάνεις με τον χρόνο που θα προκύψει. Προσωπικά, ας πούμε, θα ήθελα να γράψω ένα βιβλίο. Κάτι διαφορετικό όμως από όσες εκδόσεις βρίσκονται εκεί έξω και με αποκαλούν «ροκ σταρ», κάτι που εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ ότι είμαι. Κι αν μπορώ να σου μιλήσω για ακόμα πιο τρελά όνειρα, υπάρχουν φιλοδοξίες και για φιλμ που ίσως γυριστούν. 

Δραστηριότητες δηλαδή εκτός μουσικής. Δεν σας γοητεύει πια το ίδιο η μουσική;

Δεν με γοητεύει η σύγχρονη μουσική και η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ πια να ανήκω. Κατά τα λοιπά εξακολουθώ κι ακούω πολλή μουσική. Μάλιστα, έχω γυρίσει πρόσφατα στα τζαζ και μπλουζ ακούσματα των νεανικών μου χρόνων και συνειδητοποιώ ότι γοητεύομαι ακόμα από τους ήρωες που είχα όταν π.χ. ήμουν 20άρης. 

Υπάρχουν όμως και πράγματα τα οποία με εκπλήσσουν. Ο Duke Ellington, ας πούμε. Όταν ήμουν νέος γνώριζα ασφαλώς τη μουσική του, όμως μου ασκούσαν περισσότερη έλξη τραγουδιστές σαν τον Big Joe Turner και τον Jimmy Witherspoon. Ίσως γιατί ένιωθα ότι μπορούσα να γίνω σαν κι εκείνους. Τώρα, με ξετρελαίνει ο Ellington. 

Άρα η απόσυρσή σας είναι καθαρά στον συναυλιακό τομέα, δεν θα σταματήσετε να βγάζετε δίσκους...

Ασφαλώς και θα συνεχίσω να βγάζω δίσκους. Κι ελπίζω μάλιστα ότι θα βγάλω πολλούς ακόμα. Δεν θέλω να σταματήσω να τραγουδάω. Θέλω απλά να σταματήσω να βρίσκομαι στον δρόμο, σε ένα λεωφορείο, σε ένα αεροπλάνο, ώστε να πάω κάπου. Και να είμαι περισσότερο στο σπίτι μου, όπου λίγο πιο κάτω υπάρχει στούντιο, στο οποίο μπορώ να πηγαίνω και να τραγουδάω ό,τι θέλω. Δεν σκοπεύω να γυρίσω την πλάτη μου στη μουσική. Θα ήταν κρίμα άλλωστε να μη χρησιμοποιώ τη φωνή μου. Είναι ένα δώρο. 

Είναι σημαντικό για σας, αλήθεια, ότι η αποχαιρετιστήρια συναυλία στην Ελλάδα θα δοθεί στο αρχαίο ωδείο κάτω από την Ακρόπολη;

Είναι τρομακτικό, θα έλεγα. Τρομακτικό. Ανησυχώ για την ακουστική, το πώς θα στηθεί εκεί μια μοντέρνα ροκ μπάντα με ηλεκτρονικά, πώς θα κολλήσει με το αρχαίο, πέτρινο περιβάλλον. Στο μυαλό μου, τα ροκ συγκροτήματα προορίζονται να καταλάβουν μια άδεια, υπαίθρια έκταση στην οποία μπορεί να μαζευτούν και 50.000 άνθρωποι. Σε έναν χώρο σαν το Ηρώδειο, όμως, το στοίχημα είναι διαφορετικό: όχι μόνο στο πώς θα σταθείς, αλλά και στο πώς θα απευθυνθείς στο κοινό. Όμως έχω πολύ καλούς μηχανικούς ήχου, ανθρώπους που γνωρίζουν το αρχαίο θέατρο. Ίσως λοιπόν απλά υπερβάλλω. Τους έχω εμπιστοσύνη. Πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά. Μάλλον...

Στη μακρά σας καριέρα έχετε γνωρίσει πολλούς και ενδιαφέροντες ανθρώπους, για τους οποίους κι έχετε μιλήσει άλλωστε σε πολλές συνεντεύξεις στο παρελθόν. Εγώ θα ήθελα λοιπόν να ρωτήσω πώς αποτιμάτε σε αυτό το σημείο της ζωής σας τον Bertie Brown...

Τον Bertie Brown;! (έκπληκτος) Τον δάσκαλό μου; Ξέρεις, γράφω κάτι για εκείνον, αυτό το διάστημα. Τον λάτρευα τότε, στη δεκαετία του 1950, κι εξακολουθώ να το κάνω τώρα, που πλέον δεν είναι παρά μια ανάμνηση. Με βοήθησε να καταλάβω ότι όλοι οι πόλεμοι έχουν οικονομικά κίνητρα. Και ότι, από μια τέτοια άποψη, η Βρετανία δεν είχε κερδίσει τον Δεύτερο Παγκόσμιο –άσχετα με το τι μας έλεγαν τότε οι πολιτικοί μας. Στην πραγματικότητα είχαμε χάσει και την Αυτοκρατορία, αλλά και τους εαυτούς μας. 

Ο Brown ήταν ένας άνθρωπος που είχε κάνει ό,τι μπορούσε στον πόλεμο. Ήταν πιλότος, πετούσε σε εχθρικές περιοχές για να τραβήξει φωτογραφίες, είχε πολεμήσει εναντίον των Γιαπωνέζων στον νότιο Ειρηνικό. Και ήταν έτσι σε θέση να μου προβάλλει έναν διαφορετικό Δεύτερο Παγκόσμιο. Με έναν τρόπο, ήταν σχεδόν ρομαντικό. Έλεγε δε υπέροχες ιστορίες. Κι ας υποτίθεται ότι μας δίδασκε μαθηματικά. Αρκούσε μια ερώτηση να του κάνεις, τύπου «Κύριε, είναι αλήθεια ότι οι Γιαπωνέζοι ήταν οι καλύτεροι μαχητές σε περιβάλλον ζούγκλας;» –και ξεκινούσε να σου εξηγεί με λεπτομέρειες ότι δεν ήταν αλήθεια, γιατί π.χ. έκαναν υπερβολικό θόρυβο τα όσα κουβαλούσαν, οπότε γινόταν εύκολο να τους εντοπίσεις στις ενέδρες. Ήταν μοναδικός. Τον λάτρευα. 

Ήσασταν πράγματι ο Eggman, στο περίφημο τραγούδι των Beatles "I Am The Walrus";

Ω ναι, ήμουν. Δυστυχώς... Ήταν τόσο τυπικό για τον John Lennon, την έστηνε ξέρεις σε κόσμο με τέτοιους τρόπους και τους παρουσίαζε να κάνουν πράγματα που ήθελε βασικά εκείνος να κάνει. Αλλά τον αγαπούσα τον John. Γιατί ήταν πραγματικός επαναστάτης. Και, με κάθε ειλικρίνεια, ακόμα πιστεύω ότι τον δολοφόνησαν. Νομίζω ότι συνέβη κάτι σαν αυτό που δείχνει στην ταινία του Τζον Φράνκενχαϊμερ Ο Άνθρωπος της Μαντζουρίας (1962). Έχω διαβάσει αρκετά για τα όσα γίνονταν τότε στις Ηνωμένες Πολιτείες: το FBI παρακολουθούσε στενά όσους είχαν τη δυνατότητα να γίνουν ηγέτες της νεολαίας. Και ο Lennon ήταν ηγέτης της νεολαίας. Σε μια πολύ λάθος εποχή για εκείνον.

Και οι δικοί μας καιροί; Είναι καλύτεροι από εκείνους;

Τους θεωρώ φριχτούς, τους δικούς μας καιρούς. Κάναμε έναν κύκλο νομίζω κι έχουμε οπισθοδρομήσει, ενώ μπροστά μας απλώνονται πολύ σοβαρές προκλήσεις –ίσως οι σοβαρότερες στην πορεία μας ως είδους. Μπορούμε βέβαια να ξεγελιόμαστε εύκολα, χάρη στην τεχνολογία την οποία έχουμε αναπτύξει. Προσωπικά, πάντως, θεωρώ ότι έπρεπε να είχαμε μείνει σε ένα προγενέστερο στάδιο της ιστορίας· θα ήταν νομίζω καλύτερα για όλους μας. Κάπου μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο, πριν να ξεσπάσει ο Δεύτερος; Δεν πιστεύω πάντως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο. Ήταν ένας πόλεμος, ένας μεγάλος πόλεμος· μια μεγάλη σφαγή. Και ο υποτιθέμενος εχθρός, η Γερμανία; Βγήκε απαστράπτουσα. Δεν της ξαναχτίσαμε τα πάντα; Αλλά για τη Νότια Αμερική, ας πούμε, δεν υπήρξε ποτέ κανένα Σχέδιο Μάρσαλ. 

Στο τελευταίο σας άλμπουμ, έχετε κι ένα τραγούδι για το νερό ("Water"). Πιστεύετε ότι ο επόμενος μεγάλος πόλεμος θα έχει αυτό ως επίκεντρο; 

Τη δεδομένη στιγμή, το νερό είναι το πιο πολύτιμο αγαθό, αν κοιτάξουμε τα πράγματα από την πλανητική σκοπιά. Το τραγούδι αυτό γράφτηκε μετά από μια συνάντησή μου με τον Μιχαήλ Γκορμπατσώφ, τον τελευταίο ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν τον ρώτησα λοιπόν τι είναι αυτό σήμερα που μπορεί να πυροδοτήσει μια νέα, πολύ επικίνδυνη κατάσταση για την Ανθρωπότητα, δεν το σκέφτηκε καθόλου –μου απάντησε αμέσως ότι είναι το νερό. Είναι τυχαίο αλήθεια ότι η μεγαλύτερη ποσότητα νερού παρέχεται από εταιρείες εμφιάλωσης, οι οποίες χρησιμοποιούν πλαστικές συσκευασίες, τη στιγμή που υποφέρουμε από τόσο μεγάλη μόλυνση του περιβάλλοντος; Γιατί τις κρατάνε; Μήπως γιατί σκέφτονται ότι έτσι θα διευκολυνθεί η διανομή σε μια πολεμική ζώνη; 

Πριν κλείσουμε, θα ήθελα να ρωτήσω κάτι ακόμα μουσικό. Τι είναι αυτό που εξακολουθεί να μας ενθουσιάζει στα μπλουζ, εμάς τους λευκούς; 

(το σκέφτεται) Μας βοηθάει σίγουρα να διατηρούμε έναν βαθμό συμπάθειας προς τους μαύρους, λειτουργεί δηλαδή ως μια «βαλβίδα»: εάν κάποιος ακούει τα μπλουζ, δεν μπορεί να τους αντιμετωπίζει ρατσιστικά. 

Για μένα, τα μπλουζ είναι ό,τι πιο κοντινό βρήκα στη θρησκεία. Στην πιο καθαρή τους μορφή, τα μπλουζ είναι προσευχή –μια προσευχή για ανακούφιση από μια σκατοζωή. Υπάρχει λοιπόν πολλή πνευματικότητα εκεί. Ίσως γι' αυτό να εναντιώθηκαν τόσο πολύ στα μπλουζ οι μαύρες εκκλησίες στις Η.Π.Α., παλιότερα. 

Θυμάμαι ότι κάποτε είχα βρεθεί στην Αμερική για συναυλίες κι ένα βράδυ έπαιζα στη Νέα Ορλεάνη. Και είδα ότι το επόμενο, ερχόταν η Aretha Franklin. O promoter της δικής μου εμφάνισης ήταν ο ίδιος, οπότε μου είπε να μείνω και ότι θα με έβαζε στο λάιβ της. Το έκανα, ήθελα πολύ να τη δω. Και βρέθηκα ανάμεσα σε ένα πλήθος μαύρων, οι οποίοι της έριχναν μπουκάλια κι έναν σωρό αντικείμενα. Αδυνατούσα να καταλάβω τι συνέβαινε, μέχρι που ένας φίλος μου είπε ότι ήταν όλοι από μια συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα και είχαν εξοργιστεί με την Aretha, επειδή είχε αφήσει τα γκόσπελ και τραγουδούσε ποπ μουσική. 

Αυτό ήταν κάτι που μου είπε πάρα πολλά πράγματα για τις θρησκείες. Από τότε, όταν με ρωτούν αν είμαι θρήσκος, απαντώ ότι «και βέβαια είμαι, μόνο που ψάχνω διαρκώς για μια θρησκεία στην οποία μπορώ να πιστέψω!» (γελάει)



15 Ιανουαρίου 2022

Σοφία Καμαγιάννη - συνέντευξη (2017)


«Εάν δεν έχεις και μια "βίδα", αδύνατον να επιβιώσεις με αυτές τις συνθήκες»

Η τρέχουσα επικαιρότητα και οι τελευταίες παραστάσεις της όπερας Το Ερωτευμένο Σύννεφο στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής (βλέπε εδώ), έφεραν κατά νου και μια κουβέντα που κάναμε με τη Σοφία Καμαγιάννη, τον Οκτώβριο του 2017.

Τότε, αφορμή ήταν μια άλλου τύπου μουσική παράσταση, η οποία λεγόταν Πέρασα..., είχε ως «καύσιμο» την ποίηση της Κικής Δημουλά και ανέβηκε στο θέατρο Τζένη Καρέζη, πριν πάρει τον δρόμο για το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης.

Η συζήτησή μας έβγαλε σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η παράσταση Πέρασα... είναι μια δική σας σύλληψη, στην οποία συνεισφέρετε όχι μόνο τη μουσική, μα και τη σκηνοθεσία. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια για το τι είχατε στο μυαλό σας; Τι να περιμένουν όσοι θα έρθουν να τη δουν σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη;

Το Πέρασα… είναι μια συμπύκνωση της έννοιας του χρόνου στον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας. Το κείμενό μας είναι ο δυνατός λόγος της Κικής Δημουλά, με τις εξαιρετικές ποιότητές του, και κινητήριος δύναμη είναι η μουσική προσέγγιση: με πολλούς διαφορετικούς μουσικούς-ηχητικούς τρόπους, κλασικούς και πιο σύγχρονους. Αυτό αφορά και στην πρόζα. Μέσα σε μία περίπου ώρα βυθιζόμαστε σε έναν μουσικοποιητικό κόσμο όπου τίποτα δεν είναι γραμμικό, υπάρχουν συνεχή άλματα από τον «μέσα ουρανό μιας μνήμης…». Οι τρεις εκφάνσεις της ηρωίδας (πρόζα-ρεαλισμός, τραγούδι-φαντασιακό, ηχογραφημένη φωνή-εξωλογικό, ονειρικό) βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση και σύνδεση. Σκηνικές δράσεις και εικόνες βοηθούν στην αντίληψη του έργου από τον θεατή· ακόμα και οι μουσικοί δεν είναι στατικοί. 

Σίγουρα μέσα στη σύλληψη και στην επιλογή των ποιημάτων υπάρχουν και δικά μου εσωτερικά κομμάτια που ήθελα να καταθέσω. Πέρασα πολλές συγκινήσεις σε όλη τη διαδικασία δημιουργίας, πια ήρθαν να προστεθούν και αυτές των προβών… Η δύναμη και η επιτυχία του έργου θα είναι εάν μπορέσει όλη αυτή η ενέργεια να διαπεράσει τους ανθρώπους που θα έρθουν να τη δουν, ώστε να αφεθούν στις αισθήσεις τους και σε ό,τι εκείνες μπορεί να τους προκαλέσουν την ώρα της παράστασης –αλλά και μετά, αφομοιώνοντας τα νοήματά της. Θαρρώ πως έχουμε χάσει τη σύνδεσή μας με τις βαθύτερες ανάγκες και δυνατότητές μας και η τέχνη οφείλει να στοχεύει στην κάλυψη ενός τέτοιου κενού.

Γιατί θέλατε τη φωνή της ίδιας της Κικής Δημουλά, προκειμένου να αποδώσετε την πιο ονειρική και εξωλογική διάσταση της παράστασης;

Mε τη βοήθεια της τεχνολογίας μπορούμε να φτιάξουμε κόσμους που μας βοηθούν πιο εύκολα να πάμε κατευθείαν σε βαθύτερες σφαίρες. Το πάντρεμα μεταξύ φυσικού ήχου και τεχνολογίας το αγαπώ ιδιαίτερα και τα (πολλά) τελευταία χρόνια υπάρχει σε όλες τις δουλειές μου, όποια κι αν είναι η πηγή του φυσικού ήχου (φύση, καθημερινότητα, φωνή, όργανα κλπ.).  

Η ιδιαίτερη φωνή της Κικής Δημουλά, και ο καταπληκτικός τρόπος με τον οποίον η ίδια διαβάζει τα ποιήματά της, αποτέλεσαν τη βασική πηγή ηχητικής-μουσικής έμπνευσης για μένα: ήταν το ξεκίνημα του ταξιδιού. Δεν είχα καν σκεφτεί στην αρχή το τραγούδι, μιας και η ποίησή της δεν σε πάει άμεσα προς τα εκεί· αυτό προέκυψε στην πορεία, όπως και το «σενάριο» ενός έργου. Επίσης, πολύ νωρίς, αφότου τη γνώρισα και από κοντά, με γοήτευσε η σκέψη  της «παρουσίας-απουσίας» της μέσα στο έργο το οποίο θα έφτιαχνα.

Η σχέση σας με την ποίηση της Κικής Δημουλά, από πότε κρατάει; Τι θυμάστε πιο ζωντανά από την πρώτη επαφή με το έργο της;

Δεν θυμάμαι ακριβώς πότε ξεκίνησα να τη διαβάζω, μάλλον κάπου στα φοιτητικά χρόνια, στη μαθηματική σχολή (Πανεπιστήμιο Πάτρας). Η εποχή όμως που θυμάμαι έντονα εμένα με μια συλλογή ποιημάτων της στα χέρια μου, ήταν γύρω στο 1997/1998, όταν παρακολουθούσα μαθήματα μουσικής για θέατρο και κινηματογράφο με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ένα εξαιρετικό μάθημα πολλαπλών ερεθισμάτων, από το φάσμα όλων των τεχνών. Εκεί αναλύαμε διάφορους ποιητές· και, καθότι η ποίηση πολύ με αγγίζει, θυμάμαι να ξοδεύω ώρες ανάγνωσης πάνω στους μεγάλους ποιητές. 

Η πρώτη μου αντίδραση ήταν συγκίνηση και σάστισμα γι' αυτό που μου προκαλούσε ως βίωμα, αλλά και για την πολύ ιδιαίτερη, καινούρια γραφή της. Θυμάμαι επίσης τότε μια καταπληκτική μουσική παράσταση της Τάνιας Τσανακλίδου, το Μαγικό Κουτί, στην οποία περιελάμβανε και τον "Πληθυντικό Αριθμό" της Δημουλά. Για εκείνη την ηλικία όλο αυτό ήταν μαγεία.

Το 2000, διαβάζουμε, περάσατε και σε μια σχέση με την ίδια πλέον την Κική Δημουλά. Πώς ξεκίνησε η αλληλογραφία σας και τι σας πρόσφερε σε εκείνη τη «δύσκολη», όπως την έχετε χαρακτηρίσει, περίοδο;

Είναι μια μεγάλη ιστορία όλο αυτό… Θα προσπαθήσω να την πω εν συντομία. Την εποχή εκείνη συμμετείχα στην παράσταση Καβάφης του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη: έπαιζα πιάνο και είχα κάνει ενορχηστρώσεις (μουσική Θάνου Μικρούτσικου) για την Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Θανάσης Τσιπινάκης, της οποίας ήμουν μέλος. Πρωταγωνιστής της παράστασης ήταν ο Μηνάς Χατζησάββας, είχαμε περάσει πολύ όμορφα. Η γνωριμία μαζί του υπήρξε σταθμός στη ζωή μου· ένας εξαιρετικός ηθοποιός και άνθρωπος σπάνιου ήθους. 

Κουβεντιάζοντας για ποίηση, ήρθε η κουβέντα στη Δημουλά, μου είπε ότι ήταν φίλοι και την πήρε τηλέφωνο να της πει ότι θα ήθελα κάποια στιγμή να επικοινωνήσω μαζί της… Εγώ αμέσως μετά έφυγα για Αγγλία, για ένα μεταπτυχιακό στη σύγχρονη σύνθεση. Της έστειλα λοιπόν από εκεί το πρώτο μου ορχηστρικό CD (Αποβάθρα), που μόλις είχε εκδοθεί (2000), μαζί με ένα γράμμα… Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αντίδρασή μου όταν μια μέρα γύρισα στο δωμάτιό μου στην εστία και βρήκα στην εσωτερική σκάλα το πρώτο γράμμα από 'κείνη, με λατινικούς χαρακτήρες αποστολέα και παραλήπτη… 

Εκείνη την εποχή δεν είχα εξισορροπήσει την έντονη καλλιτεχνική μου τάση με την καθημερινότητα, και –μαζί με άλλες προσωπικές δυσκολίες που αντιμετώπιζα– ένιωθα πολύ μετέωρη. Αυτό που μου πρόσφερε η αλληλογραφία μας εκείνη την περίοδο ήταν ευτυχία (που είχα την τύχη να είναι τόσο γενναιόδωρη και να απαντήσει με τον δικό της απαράμιλλο τρόπο), επικοινωνία σε ένα άλλο επίπεδο, καθώς και έμπνευση.

Στο κοινό που σας παρακολουθεί, ωστόσο, η πρώτη σας διασύνδεση με τη Δημουλά φάνηκε στο "Διαζευκτικόν Ή", από τον δίσκο Στων Άστρων Την Άλω (2008). Πώς δουλέψατε τότε μαζί; Και πόσο ανοιχτή τη βρήκατε απέναντι στις δικές σας ηλεκτρονικές ανησυχίες; 

Νομίζω ότι αυτή ήταν και η πραγματική πρώτη μας μουσική διασύνδεση, αλλά και η μετάβαση στη φιλική σχέση των μετέπειτα χρόνων. Σε πρώτη φάση δουλέψαμε πολύ συντηρητικά με την ηχογράφηση. Δηλαδή δεν είχα αποκαλύψει ακόμα τι είχα στο μυαλό μου: ήθελα πρώτα να δοκιμάσω πριν επεκταθώ. Επίσης, δεν είχαμε γνωριστεί από κοντά νωρίτερα, οπότε ήμουν πολύ «ψαρωμένη», καθώς είχε μέσα μου μια πολύ ξεχωριστή θέση. 

Ό,τι ηχογραφήσεις έχουμε κάνει μέσα στα χρόνια, τις έχω κάνει μόνη, στον χώρο της, με ένα καλό φορητό recorder. Αυτό εξασφαλίζει τη χαλαρότητα και τη φυσικότητα της στιγμής. Έχω πάντα κατά νου και άλλες ηχογραφήσεις αναγνώσεών της, οι οποίες έχουν δημοσιοποιηθεί. Η αλήθεια είναι ότι είχα μεγάλη αγωνία για το πώς θα αντιδράσει όταν της έστειλα "Το Διαζευκτικόν 'Η" έτοιμο. Με εντυπωσίασε το πόσο ανοιχτή ήταν σε εκείνη την προσέγγιση, ακούγοντας τόσο αλλιώς τη φωνή της. Είχε τον ενθουσιασμό μιας έφηβης (αυτό δεν το έχασε ποτέ), κάτι που μου έδωσε τεράστια χαρά και ώθηση να προχωρήσω.

Έχετε γενικότερο ενδιαφέρον για την πιο σύγχρονη νεοελληνική ποίηση; Σας έχει ιντριγκάρει και κάποιο άλλο όνομα για μελοποιήσεις, πλην της Δημουλά;

Έχω γενικότερο ενδιαφέρον για την ποίηση, όχι μόνο την ελληνική. Πάντα έλεγα ότι μου αρέσει την ποίηση απλά να τη διαβάζω, όχι να τη σκέφτομαι μουσικά. Ό,τι έχει προκύψει μουσικά μέσα στα χρόνια, είναι από διάφορους ποιητές, όχι κάποιου συγκεκριμένα. Ένα τραγούδι προκύπτει από τον σπινθήρα μιας στιγμής. Έτσι είχε φτιαχτεί σταδιακά και το άλμπουμ Στων Άστρων Την Άλω.

Ένας ποιητής που μου άρεσε (και τα πεζά του) και παρακολουθούσα, είναι ο Αργύρης Χιόνης. Έχω μελοποιήσει 3-4 ποιήματά του. Είχα την τύχη να τον γνωρίσω, αλλά δυστυχώς μας άφησε νωρίς… Συνειδητοποιώ τελευταία ότι μου προκύπτει πια ανάγκη για μεγαλύτερα έργα: η αρχή είναι αυτό το εγχείρημα. Δεν ξέρω αν είναι η ωριμότητα ή οι συνθήκες που ζούμε, οι οποίες απαιτούν «θέση» από τους δημιουργούς. Ήδη υπάρχει στα σκαριά κι ένα ακόμα πολύ φιλόδοξο σχέδιο, με έμπνευση τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ.

Πόσο εύκολο το βρήκατε να στήσετε μια παράσταση όπως το Πέρασα..., όπως τη θέλατε, στην Ελλάδα του 2017; Χρειάστηκε να υποχωρήσετε, στην πράξη, σε πράγματα που ίσως είχατε κατά νου;

Όλοι οι φίλοι και άνθρωποι του περιβάλλοντός μου θα χαμογελούσαν πονηρά, ακούγοντας αυτή την ερώτηση. Είναι σχεδόν στα όρια του σουρρεαλισμού το να μιλήσω για όλες τις δυσκολίες που συνάντησα για να φτάσουμε εδώ σήμερα. Το τι έχουν ακούσει τα αυτιά των φίλων μου, δεν λέγεται… 

Θα μπορούσα πολλές φορές να έχω πει «τα παρατάω», κράτησε και κάποια χρόνια η προσπάθεια ανεβάσματος, αλλά μάλλον η δύναμη της πραγμάτωσης ήταν μεγαλύτερη από όλα τα εμπόδια. Έχει να κάνει και με την ισορροπία μου ως καλλιτέχνη: δεν μπορώ να προχωρήσω, εάν όλο εκείνο που με απασχόλησε τόσο δεν «φύγει» από πάνω μου. Και, πιο απλά, εάν δεν έχεις και μια «βίδα», αδύνατον να επιβιώσεις με αυτές τις συνθήκες… Ευτυχώς είχα ένθερμους υποστηρικτές! 

Αφότου ναυάγησαν άλλα σχέδια, τελικά την παραγωγή την ανέλαβε η Σπίζα, μια ομάδα-σωματείο που έχουμε, κάτι που χάρισε και μια γεύση μοιράσματος και συντροφικότητας, παρά τον τεράστιο κόπο –ειδικά αυτόν της ανεύρεσης χρηματοδότησης… Σε τεχνικά και πρακτικά θέματα παραγωγής, ναι, ζοριστήκαμε πολύ για να βρούμε λύσεις, αφού μας έλειπαν χρήματα για να έχουμε την άνεση την οποία χρειαζόμασταν. Πάντως οι λιτές γραμμές και η αφαίρεση είναι χαρακτηριστικά της αισθητικής του στησίματος και όχι της έλλειψης χρημάτων.

Υπάρχει περίπτωση να δούμε το μουσικό υλικό του Πέρασα... στη δισκογραφία; Υπάρχουν γενικά άλλα σχέδια για κάποιο επικείμενο άλμπουμ;

Το Πέρασα… είναι μια παράσταση όπου ποίηση και μουσική είναι ένα –και αυτό εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Δεν μπορείς λοιπόν να διαχωρίσεις τη μουσική της παράστασης… Τίποτα βέβαια δεν αποκλείεται για το πώς θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο άλμπουμ. Κατά τα άλλα, υπήρξε η σκέψη να προχωρήσουμε με τον Μάνο Αβαράκη σε δισκογραφία, μετά και την επιτυχία του Ταξιδιωτικόν ΙΙ. Όμως οι πρακτικές δυσκολίες μας προσγειώνουν ανώμαλα… Δεν έχουμε εγκαταλείψει, πάντως.



13 Ιανουαρίου 2022

Μάνος Αβαράκης & Σοφία Καμαγιάννη - ανταπόκριση (2014)


Παρότι σαρώνει και πάλι ο covid-19, προξενώντας νέο κύμα ακυρώσεων σε όσες συναυλίες τόλμησαν να ξεμυτίσουν ελπίζοντας σε μια διαφορετική σεζόν, κάποιες (λιγοστές) εξακολουθούν την πορεία τους. Ανάμεσά τους και το Ερωτευμένο Σύννεφο, μια «όπερα για παιδιά και νέους» βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Ναζίμ Χικμέτ, σε μελοποίηση της Σοφίας Καμαγιάννη για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, με λιμπρέτο της Ελένης Ζαφειρίου.

Τη Σοφία Καμαγιάννη την ήξερα δισκογραφικά από τον ωραίο δίσκο Αποβάθρα (2000) και την ξαναπέτυχα τον Νοέμβριο του 2014, καθώς ο φίλος Γιώργος Ρομπόλας δούλευε τότε σαν υπεύθυνος Τύπου για τις συναυλίες που λάμβαναν χώρα στην αίθουσα του KYKLOS Ensemble, στο Ωδείον Αθηνών –πάλι σε δύσκολες συνθήκες, οικονομικές τότε. Με προσκάλεσε λοιπόν να τη δω να παίζει εκεί μαζί με τον Μάνο Αβαράκη, στα πλαίσια της παράστασης ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΝ. Και ήταν μια ωραία βραδιά, στην οποία «συγκατοίκησαν» αγαστά το πιάνο, η φυσαρμόνικα και η μπαρόκ φλογέρα.

Ένα κείμενο για τη συναυλία δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, έχοντας ως αφορμή τις τελευταίες παραστάσεις του Ερωτευμένου Σύννεφου.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Χρήστο Αγγελόπουλο και παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες του συγκεκριμένου κειμένου


Ήταν και το πρόγραμμα διαλεχτό, ήταν και οι μουσικοί καλοί, στάθηκε και η απόδοσή τους εξαιρετική. Κι όμως, το θερμό χειροκρότημα που έπεσε στο τέλος αφορούσε σε μια συνολικότερη αίσθηση, την οποία δεν μπορείς να  «βρεις» αν απλά προσθέσεις τις παραπάνω συνισταμένες. Δεν είναι τυχαίο που κανείς σχεδόν δεν έφυγε έτσι απλά στο πέρας της βραδιάς, πριν δηλαδή περάσει μια βόλτα από τα παρασκήνια (ναι, έχουν ξέρετε και οι κλασικές συναυλίες backstage) ώστε να πει μια κουβέντα με τον Μάνο Αβαράκη και τη Σοφία Καμαγιάννη. Και όχι, δεν ήταν όλοι γνωστοί τους. 

Το ρεσιτάλ, αν και άφησε μικρούς μα καίριους χώρους στους δύο πρωταγωνιστές για να λάμψουν και αυτόνομα, δομήθηκε στη συνύπαρξη του πιάνου της Καμαγιάννη με τις φυσαρμόνικες και τις μπαρόκ φλογέρες του Αβαράκη. Αρθρώθηκε δε σε δύο τμήματα, τα οποία –κάπως καταχρηστικά, μα όχι άστοχα– μπορούμε να περιγράψουμε ως το «πιο κλασικό» και το «πιο ποπ». Στο πρώτο δηλαδή ακούσαμε (ενδεικτικά) Erik Satie, Antonio Vivaldi, Franz Shubert, Jacques Offenbach και Georges Bizet, ενώ στο δεύτερο είχαμε "Que Sera, Sera", Nino Rota, "Amazing Grace", "Quizas-Quizas-Quizas" και "La Foule", με προσωπικές συνθέσεις των Αβαράκη & Καμαγιάννη να διανθίζουν τον συνολικό σκελετό του ρεπερτορίου.
 
Η Καμαγιάννη αναδείχθηκε στην εγκρατή, ήρεμη δύναμη της περίστασης. Ήταν ωστόσο εκείνη που ανέλαβε το όποιο μπλα-μπλα με το κοινό χρειαζόταν η βραδιά, πάντα βέβαια με μια συστολή· «δεν δείχνει ιδιαίτερη εξοικείωση με τέτοια πράγματα», σημείωσα νοερά. Κατά τα λοιπά, ασχολήθηκε με το πιάνο της με τρόπο υποδειγματικό, βρίσκοντας φίνους χρωματισμούς όταν έπρεπε να πρωταγωνιστήσει (έπαιξε εκπληκτικά τον Satie, για παράδειγμα) ή αποσυρόμενη διακριτικά στο «φόντο» όταν χρειαζόταν να δώσει χώρο στον συνεργάτη της. 

Μη τη φανταστείτε πάντως βυθισμένη σε πλήκτρα και παρτιτούρες: το βλέμμα της ήταν σταθερά προσηλωμένο στον Αβαράκη και οι εκτελέσεις της απόλυτα εναρμονισμένες με το τι έκαναν παράλληλα/συμπληρωματικά οι φυσαρμόνικες και οι φλογέρες του. Αξίζει επίσης μνεία σε δύο εξαιρετικές δικές της συνθέσεις, τη "Φολέγανδρο" –με μια θαυμάσια, λυρική μελωδία να τη διατρέχει– και το "Νυχτοφάναρο", δείγμα των ηλεκτρακουστικών της ανησυχιών, στο οποίο έπαιξε ζωντανά πιάνο πάνω από προηχογραφημένα μέρη.
 
Ο Αβαράκης, από την άλλη, υπήρξε ο εξωστρεφής, ζωηρός κινητήριος μοχλός της βραδιάς. Δεν ήταν δηλαδή απλά ένας δεξιοτέχνης, κάτοχος των μουσικών μυστικών της φυσαρμόνικας και των διαβαθμίσεων των μπαρόκ φλογέρων –από την επιβλητική σε μέγεθος μπάσα, ως τη μικρούλα και ολίγον οχληρή συχνοτικά σοπρανίνο. Ούτε απλά ένας ευφυής ενορχηστρωτής, ικανός να μπάσει την προαναφερθείσα μπάσα φλογέρα στο "Gnossienne 1" του Satie, μετασχηματίζοντας τη διάσημη σύνθεση. 

Ήταν, πάνω από όλα, ένας εκπληκτικός περφόρμερ, που μας ξεσήκωσε με την κίνησή του, με την ενέργειά του, με εκείνο τον απίστευτο τρόπο με τον οποίον σειόταν και λικνιζόταν ενώ φυσούσε. Και μάλιστα μας εντυπωσίασε από νωρίς, παίζοντάς μας σόλο έναν άγνωστο στους πολλούς γαλλικό σκοπό του 15ου αιώνα, το "Tourdion" του Pierre Attaignant. Έδειξε δε την ίδια άνεση και την ίδια ευκολία προσαρμογής τόσο στο κλασικό ρεπερτόριο, όσο και στις πιο ποπ στιγμές της βραδιάς, όντας, συνολικά, μια καταπληκτική περίπτωση. 
 
Αξίζει να σημειωθεί πως, αν και η αίθουσα του KYKLOS στις εγκαταστάσεις του Ωδείου Αθηνών δεν έχει μεγάλη χωρητικότητα, δεν ήταν και λίγος ο κόσμος που έδωσε το παρών. Θεωρώ δε ότι ένα τέτοιο χαρισματικό ντουέτο –με αυτό ακριβώς το «κοκτέιλ» μεταξύ οικείων μελωδιών και πιο προχωρημένων συνθέσεων– μπορεί εύκολα να βρει κοινό αν διαδοθεί η φήμη του· στηρίζοντας επιτυχημένες βραδιές είτε σε πιο ευρύχωρα κλειστά μέρη, είτε σε υπαίθριες εκδηλώσεις κατά την καλοκαιρινή σαιζόν.