31 Οκτωβρίου 2021

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης & Μαρία Παπαγεωργίου: μια κοινή συνέντευξη από το 2010, για πρώτη φορά στο ίντερνετ


Μυστήριο πράγμα η μνήμη. Μπορεί να μην έχεις σκεφτεί κάτι για χρόνια ολάκερα και να ανασυρθεί ξαφνικά από τα έγκατά της, λόγω μιας άσχετης αφορμής. 

Κάτι τέτοιο μου συνέβη την Παρασκευή το βράδυ, στο ΙΛΙΟΝ plus. Βέβαια, η αποστολή που είχα αναλάβει έγραφε «Αλκμάν» (αυτά θα τα διαβάσετε στο Αθηνόραμα). Όμως σε ένα από τα μπροστινά τραπεζάκια είδα να κάθονται δίπλα-δίπλα ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης και η Μαρία Παπαγεωργίου, αμφότεροι καλεσμένοι της μπάντας για κάποια νέα τραγούδια του δίσκου Ξανά Και Ξανά, στα οποία συμμετέχουν με τα φωνητικά τους.

Θυμήθηκα λοιπόν ότι έτσι πλάι ο ένας στον άλλον κάθονταν και 11 χρόνια πριν, στη συνάντησή μας στην πλατεία Μαβίλη, ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του Ιουνίου του 2010. Σε μια (σχεδόν) άλλη Ελλάδα, όπου αισθάνονταν Όμορφοι & Ηττημένοι –έτσι λεγόταν ο πρώτος τους κοινός δίσκος για το label Μικρός Ήρως, με τον οποίον συστήθηκε το ταλέντο της Παπαγεωργίου– και τραγουδούσαν για τη γενιά των "700 Ευρώ Το Μήνα". Πού να ξέραμε ότι έρχονταν και χειρότερα...

Η τότε κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ήχος και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ –για πρώτη φορά στο ίντερνετ– με ορισμένες μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από το υλικό που δινόταν τότε στον Τύπο ως promo για την κυκλοφορία του Όμορφοι & Ηττημένοι


Σε πείσμα των καιρών, οι οποίοι προκρίνουν τους μοναχικούς τραγουδοποιούς, εσείς κάνετε ένα βήμα μαζί κυκλοφορώντας τον δίσκο Όμορφοι Και Ηττημένοι. Προτάσσετε έτσι μια άποψη περί δημιουργίας, που έχει λείψει από τα εγχώρια δισκογραφικά πράγματα...

Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης: Δεν είμαστε οι μόνοι, κάτι ανάλογο κάνει και η Νατάσσα Μποφίλιου με τον Θέμη Καραμουρατίδη και τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο –αν κι εκεί υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ συνθέτη και στιχουργού, δεν υπάρχει κάποιος τραγουδοποιός. Πρέπει να πούμε ότι υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής, ο Παρασκευάς ο Καρασούλος και οι ακροάσεις που διοργάνωσε μέσω της Μικρής Άρκτου. Είναι κάτι που προσωπικά με συγκίνησε πολύ, δίνοντάς μου παράλληλα τη δυνατότητα να αναπτύξω το συνθετικό μου σκέλος με βάση μια φωνή με διαφορετικές δυνατότητες από τη δική μου. Στο Όμορφοι Και Ηττημένοι τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα πάνω στη φωνή της Μαρίας.  

Μαρία Παπαγεωργίου: Πέρα πάντως από τον Καρασούλο, είναι πιστεύω θέμα και του χαρακτήρα του Αλέξανδρου. Είναι πολύ ανιδιοτελής άνθρωπος. Τον ενδιαφέρει πρώτα το τραγούδι κι έπειτα να εξυπηρετήσει την προσωπική του φιλοδοξία. 

Τελικά δηλαδή αυτή η άποψη του «μαζί» αποτελεί πιστεύετε χαρακτηριστικό της γενιάς σας; Ή έχει περισσότερο να κάνει με τη λογική των ακροάσεων της Μικρής Άρκτου; 

Α.Ε.: Χωρίς τη Μικρή Άρκτο δεν ξέρω αν θα υπήρχε το έναυσμα. Θα μου άρεσε η διαδικασία, όπως κι αν είχε προκύψει, όμως δεν ξέρω αν θα το σκεφτόμουν από μόνος μου. 

Μ.Π.: Έχει να κάνει πάντως και με τη γενιά μας. Αλληλοβοηθιέται πολύ, υπάρχει μια λογική στήριξης και συνεργασιών –δισκογραφικά ή συναυλιακά. 

Εσύ, Μαρία, αν δεν είχε προκύψει κατ’ αυτόν τον τρόπο το ντεμπούτο σου στη δισκογραφία, θα ήσουν ανοιχτή ως τραγουδίστρια στο ενδεχόμενο ενός πολυσυλλεκτικού δίσκου;

Μ.Π.: Νομίζω όχι… Όχι γιατί απορρίπτω εξ’ αρχής την ιδέα –αν μου άρεσαν τα τραγούδια, ενδεχομένως να το έκανα. Το θεωρώ όμως εξαιρετικά δύσκολο να βγει ένα ομοιόμορφο αποτέλεσμα, που να με εκφράζει.

Α.Ε.: Αυτό νομίζω ότι αποτελεί, περισσότερο από κάθε τι άλλο, ένα κύριο χαρακτηριστικό της γενιάς μας –όσο βέβαια μπορώ να το κρίνω. Έχουμε βιώσει το πού έχουν οδηγήσει οι πολυσυλλεκτικοί δίσκοι ή τα άλμπουμ με τις διαρκείς συμμετοχές γνωστών τραγουδιστών. Τα έχουμε απορρίψει μέσα μας κι έχουμε ξαναγυρίσει στην ανάγκη για έναν ολοκληρωμένο δίσκο, φτιαγμένο από έναν ή από δύο δημιουργούς. 

Ακόμα κι αν η δισκογραφία περνάει κρίση και οι δίσκοι δεν πουλάνε πια, πιστεύω πως οι άνθρωποι της ηλικίας μας ενδιαφέρονται περισσότερο να κάνουν έναν καλό δίσκο και ό,τι γίνει, παρά να επιδιώξουν ένα πολυσυλλεκτικό σουξέ. Ο Γιάννης Χαρούλης, ο Απόστολος Ρίζος, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Νατάσσα με τα παιδιά που είπαμε και παραπάνω, όλοι κινούνται με βάση μια τέτοια λογική. Και το θεωρώ καλό. 

Αισθάνεστε επίσης ότι ανήκετε σε μια «όμορφη μα ηττημένη» γενιά;

Μ.Π.: Είμαστε μια γενιά που έχει υποστεί πολλές ήττες. Αλλά δεν πιστεύω ότι θα μας βγει σε κακό, αποτελεί έναυσμα ώστε να κάνουμε κάτι καλύτερο, τελικά. Το θέμα είναι να γυρίσουμε τα πράγματα. Κάποιοι παίρνουν ως απαισιόδοξη δήλωση το «όμορφοι και ηττημένοι», όμως δεν έχουμε τέτοια διάθεση. 

Α.Ε.: Σαν να αλλάζουμε προπονητή, ας πούμε, μετά από μια μεγάλη ήττα, ώστε να δούμε το παιχνίδι μας με διαφορετική λογική. Όλες οι γενιές είναι όμορφες –υπό την έννοια της νεότητας– και όλες έχουν υποστεί ήττες. Στη δική μας περίπτωση αλλάζουν δεδομένα 30 και βάλε χρόνων. Οπότε, αν δεν κάνουμε κάτι τώρα εμείς και οι επόμενοι, δεν ξέρω τι θα γίνει…

Αν και η Μαρία είναι η βασική ερμηνεύτρια του δίσκου, την παράσταση έχει κλέψει νομίζω το τραγούδι για τη γενιά των 700 ευρώ, με τη δική σου φωνή, Αλέξανδρε. Είναι θέμα επικαιρότητας;

Α.Ε.: Είχα την αίσθηση ότι τα ραδιόφωνα πριμοδότησαν το "Όμορφοι Και Ηττημένοι", ίσως όμως έχει να κάνει με τα «έντεχνα» ραδιόφωνα αυτό. Εντάξει, το βρίσκω λογικό. Πρόκειται για ένα τραγούδι που και επίκαιρο ηχεί και διαθέτει γρήγορο ρυθμό, με ειρωνικο-χιουμοριστικό στίχο. Είναι πάντως ένα κομμάτι γραμμένο πριν 3,5 χρόνια. 

Στάθηκε δύσκολο να διαβείτε το δισκογραφικό κατώφλι; 

Μ.Π.: (βαθύς αναστεναγμός, γέλια) Ναι… Ήμασταν άπειροι κι εγώ και ο Αλέξανδρος, όταν φύγαμε από τη Μικρή Άρκτο. Είχαμε στα χέρια μας ένα demo που η αλήθεια είναι πως δεν ήταν σε καλή κατάσταση. Από την άλλη, μας δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι με αντίληψη της παραγωγής στην Ελλάδα, οι οποίοι να έρθουν να μας δουν σε μια συναυλία ή να μας ακούσουν με μια κιθάρα και να καταλάβουν τι έχουμε στο μυαλό μας και πώς θα μπορούσε να πραγματωθεί. 

Α.Ε.: Μέσα στην κρίση που περνάει, η δισκογραφία διακρίνεται από πανικό. Και νομίζω δεν είναι σε θέση να καταλάβει τι θα τη βοηθήσει, ίσως, σε βάθος πέντε χρόνων. Οι πόρτες πλέον είναι ερμητικά κλειστές για καινούρια πράγματα. Εκτός και έχεις τρόπο να εισχωρήσεις, με το να σε συστήσει ας πούμε κάποιος ως το νέο προϊόν το οποίο μπορεί να πουλήσει. 

Εμείς δεν είχαμε κάτι τέτοιο. Χτυπήσαμε αρκετές πόρτες, μετά κάναμε την παραγωγή μόνοι μας και τότε δόθηκε κάποια προσοχή. Στην αρχή βέβαια μας λέγανε ότι ο δίσκος θα βγει σχεδόν χαριστικά, καθώς δεν έβλεπαν κάτι ικανό να «τραβήξει». Έχουν βλέπεις μάθει να πουλάνε σουξέ, δεν ξέρουν πια πώς να πουλήσουν έναν ολοκληρωμένο δίσκο. 

Ποια είναι η άποψή σας, ως νέων δημιουργών, για το downloading;

Α.Ε.: Πιστεύω ότι ειδικά τα νεότερα παιδιά έχουν τόσο πολύ συνηθίσει στο να κατεβάζουν τζάμπα μουσική, ώστε δεν μπορούν να κατανοήσουν την κάψα των καλλιτεχνών για τη νόμιμη χρήση του διαδικτύου. Θεωρούν ότι διαμαρτυρόμαστε «ξαφνικά».

Μ.Π.: Έχω τσακωθεί με φίλους μου, επειδή δήλωσα τη διαφωνία μου με το να διατίθεται ένας ολόκληρος δίσκος στο ίντερνετ. Και άκουσα ότι δεν είμαι σωστή, γιατί η τέχνη πρέπει να παρέχεται δωρεάν. Κάπου δηλαδή έχει πάψει να υπάρχει λογική. 

Α.Ε.: Στη μουσική είμαστε όλοι αναρχικοί, σε καμία όμως άλλη έκφανση της καθημερινής ζωής. Δεν πάει κανείς, ας πούμε, με την ίδια λογική να ψωνίσει στο μανάβικο. 

Δεν ξέρω ποια είναι η λύση, γιατί ενδεχομένως μια ρύθμιση προς αυτή την πλευρά να ανοίξει μια πόρτα κατάργησης γενικότερων ελευθεριών στο διαδίκτυο. Φοβάμαι δηλαδή ότι ο έλεγχος δεν θα περιοριστεί στα της τέχνης. Ωστόσο θεωρώ πως, ούτως ή άλλως, το διαδίκτυο δεν θα παραμείνει για καιρό ακόμα ελεύθερο. 



30 Οκτωβρίου 2021

Μάρκελλος Χρυσικόπουλος - συνέντευξη (2015)


Από τις τελευταίες εγχώριες δεκαετίες, δύο είναι τα μουσικά μπλουζάκια που μου έχουν μείνει αξέχαστα: το Μόνο Θρας και το Μπαρόκ Ρε Μουνιά.

Το δεύτερο σλόγκαν άνηκε σε έναν πανεπιστημιακό της Κοινωνιολογίας, αλλά το σχετικό μπλουζάκι λάνσαρε ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος: η πιο διακεκριμένη φιγούρα στα καθ' ημάς που έχει σχετιστεί με το τσέμπαλο. 

Σε λίγες μέρες, μάλιστα, θα τον ξαναδούμε στα συναυλιακά δρώμενα της πρωτεύουσας, αλλά ως μαέστρο αυτή τη φορά, καθώς θα διευθύνει την Καμεράτα στη βραδιά της Marlis Petersen στο Μέγαρο (Σάββατο 6 Νοεμβρίου), η οποία είναι ειδικά αφιερωμένη στη μνήμη του Χρήστου Λαμπράκη. Άλλωστε, μην ξεχνάμε, ήταν με πρωτοβουλία του τελευταίου που ιδρύθηκε η Καμεράτα - Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, πίσω στο 1991.

Δοθείσης της αφορμής, το blog επιστρέφει σήμερα σε μια παλιότερη συζήτηση με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο. Στην οποία δεν γινόταν βέβαια να μην αναφέρουμε το Μπαρόκ Ρε Μουνιά μπλουζάκι, μιλήσαμε πάντως και για το ίδιο το μπαρόκ, για το τσέμπαλο, αλλά και για τον ...αλεξιπτωτισμό!

Η τότε κουβέντα μας (2015) πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Η απόσταση μεταξύ της Chapelle Royale του Λουδοβίκου ΙΔ΄ και των ρεμπέτικων τεκέδων του προπολεμικού Πειραιά δείχνει –και από πολλές απόψεις είναι– τεράστια. Τι είδους «γέφυρες» θα αξιοποιήσεις λοιπόν στη θεματική συναυλία ...Αφού Σε Λίγο Θα Πλαγιάζω Μες Στο Χώμα, με την οποία ξαναγυρνάς φέτος στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, παρέα με τους Latinistas Nostra; 
 
Δεν ξεκινάμε αυτήν την αναζήτηση αξιοποιώντας κάποιες δεδομένες γέφυρες. Τουναντίον, θελήσαμε –αποφεύγoντας τη λογική του cross over– να αρχίσουμε  χρησιμοποιώντας  ως αφετηρία το ελάχιστο. Μία αναπνοή, μια χειρονομία, μία κοινή, τελικά, επιθυμία για την αναζήτηση του ήχου μας. 

Κατά μία έννοια, ο μόνος λόγος για τον οποίον πιστεύουμε πως η σύγκλιση μπαρόκ και ρεμπέτικου θα προκύψει, είναι διότι μας έχει ξανασυμβεί. Κανένα άλλο εχέγγυο δεν έχουμε πέραν αυτού.
 
Πώς θα περιέγραφες τα Αναγνώσματα του Σκότους, τα οποία κατέχουν κεντρικό ρόλο στην εν λόγω συναυλία, σε κάποιον που δεν έχει ακούσει ποτέ ξανά γι' αυτά; 
 
Ως μία σύνθεση λόγου και μουσικής όπου η τρομακτική βιαιότητα των Θρήνων του Ιερεμία εκφέρεται με την πλέον αφαιρετική και κομψή μουσική της Μπαρόκ εποχής.
 
Στη χώρα μας –νομίζω ωστόσο και διεθνώς– μπαρόκ μουσική μπορείς να απολαύσεις σε χώρους όπως η Στέγη ή το Μέγαρο. Χώρους δηλαδή με έναν ισχυρό και συγκεκριμένο κώδικα, όπου κάθεσαι και παρακολουθείς σιωπηρός και προσηλωμένος τα επί σκηνής δρώμενα. Αν μπορούσαμε όμως να μεταφέρουμε με μια χρονομηχανή τον Φρανσουά Κουπρέν (François Couperin) στη Στέγη τον Απρίλιο, δεν θα την έβρισκε στρεβλή και παράξενη αυτή τη συνθήκη ακρόασης; 
 
Είναι μόνο εικασία, αλλά φαντάζομαι πώς αυτό που κυρίως θα ξένιζε έναν μπαρόκ συνθέτη όπως τον Κουπρέν, είναι ο τρόπος που ακούμε και όχι ο τρόπος με τον οποίον καθόμαστε. Για να το πω διαφορετικά, φταίνε τα αυτιά και όχι ο κώλος μας. 

Η κατάκτηση ενός αυθεντικού ήχου είναι εκ των πραγμάτων ουτοπική, αν θέλουμε να κυριολεκτήσουμε· όμως η διάθεση, η περιέργεια και η ανάγκη για αυτήν την αναζήτηση είναι που κάνουν τη μεγάλη διαφορά.
 
Εσύ, βέβαια, ξέρω ότι τρέφεις μεγάλη αγάπη στον θείο του τελευταίου, τον Λουί Κουπρέν (Louis Couperin). Τι σε τραβάει στη μουσική του; Και ποιους δίσκους θα σύστηνες για μια πρώτη επαφή μαζί του; 
 
Δεν γνωρίζω κάποια πραγματικά μέτρια ηχογράφηση του έργου του. Τελικά αυτός ο συνθέτης, ίσως εξαιτίας της ελευθερίας της γραφής του, έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στους ερμηνευτές. Ανήκει σε αυτές τις περιπτώσεις συνθετών που τη μουσική τους δεν μπορείς να την προσποιηθείς.
 
Θα μοιάζει μάλλον αυτονόητο, αλλά σε διαβεβαιώ ότι για πολλούς από τους αναγνώστες μας δεν είναι: ποιες είναι οι κύριες ομοιότητες και διαφορές μεταξύ τσέμπαλου και πιάνου; 
 
Οι αναγνώστες δεν χρειάζεται να ξέρουν οργανολογία για να απολαύσουν την πρότασή μας. Ως έναν βαθμό θα έλεγα πως όσα λιγότερα τεχνικά στοιχεία κατέχει το κοινό, τόσο πιο εύκολο θα είναι να επικεντρωθεί στα ουσιαστικά. Εξάλλου δεν παίζουμε για τους αδαείς, αλλά σίγουρα ούτε και για τους επαΐοντες. 

Η τεχνική κατάρτιση συχνά αναγκάζει σε κριτική ως ένα ακούσιο μέσο προάσπισης της προσωπικότητας. Εμείς όμως σε τέτοιες συναυλίες διακυβεύουμε την προσωπικότητά μας, τα πιστεύω μας, τα δεδομένα μας, τα ανακλαστικά μας –και το ίδιο χρειαζόμαστε και από το κοινό. Προσπαθώ να μην δεσμεύομαι από την κριτική του κοινού, καθώς η πορεία μας προϋποθέτει περισσότερο ενδοσκόπηση, παρά ακρόαση της λαϊκής βούλησης. 
 
Γνώρισες το τσέμπαλο κοντά στη Μαργαρίτα Δαλμάτη, στη Σχολή Βινιανέλλι Αθηνών. Ποιες είναι οι πιο έντονες μνήμες σου από αυτήν τη μαθητεία;
 
Η Μαργαρίτα Δαλμάτη ήταν ένας άνθρωπος βαθιά γενναιόδωρος, σημάδι εκείνου που είναι ειλικρινά ικανοποιημένος στη ζωή και δεν χρειάζεται να εξοικονομεί τις πεντάρες της ύπαρξής του σε κάθε συναλλαγή. Όλοι οι άλλοι υπολοιπόμαστε.
 
Σε μια συνέντευξή του, ο Jordi Savall παρατήρησε ότι μετά την επιτυχία της ταινίας Όλα Τα Πρωινά Του Κόσμου (1991) –και του σχετικού soundtrack, βεβαίως– «οι σχολές γέμισαν από παιδιά γεμάτα ενθουσιασμό για μια μουσική που πριν θεωρείτο αποκλειστικά λόγια». Θα μπορούσε να συμβεί κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα;  
 
Αυτή η ταινία ήρθε σε μια εποχή οικονομικής ευμάρειας και κυρίως άνθισης της μπαρόκ μουσικής, προσφέροντας στους Γάλλους –πρωτίστως– τη σύγχρονη απεικόνιση της σχετικά πρόσφατης παράδοσής τους. Εμείς τώρα χρειαζόμαστε τους 300 του Λεωνίδα για να ζήσουμε τον μύθο μας.
 
Στον ελεύθερο χρόνο σου είσαι αλεξιπτωτιστής. Σκέφτεσαι ποτέ τη μουσική ενώ πέφτεις από τα ουράνια;
 
Η ελεύθερη πτώση ήταν ένα παιδικό όνειρο και θεωρώ πρωτεύουσας σημασίας σε αυτήν τη ρευστή πραγματικότητα που ζούμε να συντηρούμε και να προασπιζόμαστε τα παιδικά μας όνειρα.
 
Το μπλουζάκι με τη στάμπα «μπαρόκ ρε μουνιά» που φόραγες μικρότερος χτίζει ήδη έναν μικρό μύθο, ακόμα και ανάμεσα σε ακροατήρια εντελώς άσχετα με τον κόσμο της παλαιάς μουσικής. Τελικά τα πάντα είναι θέμα του πώς τα επικοινωνείς στον κόσμο; 
 
Πρόσφατα στη συνέντευξη τύπου του Φεστιβάλ Αθηνών είπα τη λέξη «πουτάνα». Κατόπιν μία, αξιόλογη ομολογώ, κυρία μού έκανε παρατήρηση, λέγοντας πως χρησιμοποιώντας τέτοιες λέξεις στιγματίζονται και θίγονται οι εκδιδόμενες γυναίκες. Βέβαια εγώ τις εκδιδόμενες γυναίκες τις αποκαλώ εκδιδόμενες γυναίκες και όχι πουτάνες… Ελπίζω να απάντησα εν μέρει.



27 Οκτωβρίου 2021

The Teenagers - συνέντευξη (2008)


Όπως έμαθα από μια φεϊσμπουκική ανάρτηση του –φίλου, κουμπάρου και παλιού συνοδοιπόρου στα μουσικοκριτικά– Τάσου Μαγιόπουλου, οι Teenagers δεν υπάρχουν πια. Τυπικά συμπλήρωσαν 15 χρόνια καριέρας, αφού ιδρύθηκαν το 2005 (για πλάκα, όπως αποκάλυψαν) και διαλύθηκαν τον Οκτώβριο του 2020. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχαν πάψει να είναι ενεργοί εδώ και αρκετό καιρό κι απλά φρόντισαν να ανακοινώσουν τους τίτλους τέλους με ένα αποχαιρετιστήριο single ονόματι "Do You Remember"

Ο λόγος βέβαια εδώ για τους Γάλλους Teenagers που στήθηκαν στο Παρίσι από τους Michael Szpiner, Dorian Dumont & Quentin Delafon, όχι για τους παλιότερους Αμερικανούς που σχετίστηκαν με τον Frankie Lymon και το "Why Do Fools Fall In Love" (1956) –αυτοί, όσο κι αν σας κάνει εντύπωση, ζουν και βασιλεύουν! Οι εν λόγω Teenagers, πάλι, μπήκαν στη δισκογραφία το 2007 με το ΕΡ The World Is Not Fair, μα κέρδισαν κάποια δημοσιότητα το 2008 με το (μοναδικό τους, τελικά) άλμπουμ Reality Check

Δημοσιότητα, βέβαια, δεν σημαίνει και επιτυχία, αφού το #168 στα charts της Γαλλίας και το #184 στη Βρετανία είναι επί της ουσίας ως μη γενόμενα. Όμως κάποιες γερές μελωδίες και ορισμένοι σαρδόνιοι στίχοι γύρω από το σεξ έκαναν το θαύμα τους για τη μερίδα εκείνη του εναλλακτικού κοινού που δεν φοβήθηκε την ποπαρία τους και αγκάλιασε τραγούδια σαν το "Homecoming" και το "Fuck Nicole".

Πίσω στο 2008, λοιπόν, κατάφερα και βρήκα τον Dorian Dumont για μια σύντομη μα κεφάτη κουβέντα γύρω από την εφηβεία, το indie, το "Homecoming" και τη Σκάρλετ Γιόχανσον. Στον καιρό της δημοσιεύτηκε στο Avopolis, τώρα αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρά το όνομά σας, μόνο έφηβοι δεν είστε. Υπάρχει κάτι που σας ελκύει στην ηλικία που ενέπνευσε το όνομα της μπάντας;

Ναι, έτσι ακριβώς όπως το λες. Μας ελκύει η εφηβική ηλικία γιατί δεν θέλουμε να μεγαλώσουμε. Το να μεγαλώνεις, είναι χάλια.

Αν και προέρχεστε από το Παρίσι, αποφασίσατε να μετακομίσετε στο Λονδίνο. Δεν είναι μια παράξενη επιλογή αυτή για τρεις Γάλλους;

Ήταν πράγματι μια κακή ιδέα, όσον αφορά το φαγητό! Αλλά αν το σκεφτείς από την πλευρά των πάρτυ, του να δημιουργείς μουσική και του να διασκεδάζεις, ήταν μάλλον καλή επιλογή.

Το άλμπουμ Reality Check χαιρετίστηκε από κάποιους ως κάτι σαν νέος σωτήρας για την indie pop. Εσείς, όμως, πόσο indie αισθάνεστε και πόσο pop;

Αισθανόμαστε σαφώς πιο pop, απ' ότι indie. Δεν έχουμε και πολλά να μοιραστούμε με το indie πνεύμα, καθώς και δίσκους θέλουμε να πουλήσουμε και μαζικά σόου να κάνουμε. Θέλω να πω ότι ασφαλώς κι επιθυμούμε να προοδεύσουμε ως μπάντα, χωρίς όμως να φοβόμαστε τη mainstream μουσική.

Τα τραγούδια σας μιλάνε συχνά για το σεξ και τη λαγνεία, που αντιμετωπίζονται με μια χιουμοριστική διάθεση. Συμβαίνει κι αυτό λόγω των έντονων αναφορών σας στην εφηβεία; 

Ναι, γιατί, όταν είσαι έφηβος, όλος σου ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από το σεξ και τις σχέσεις. Κι ακόμα έτσι αισθάνομαι ότι είναι για μένα τα πράγματα. Αυτό άλλωστε δεν είναι που μετράει περισσότερο για τους ανθρώπους, γενικά;

«I fucked my American cunt/I loved my English romance/It was a dirty dream came true», λέει το ρεφρέν στο "Homecoming". Τι ενέπνευσε αυτούς τους στίχους; 

Βασικά κάναμε πολύ παρέα με τη Sarah Rozelle, την κοπέλα που λέει μαζί μας το "Homecoming". Η Sarah, τώρα, είναι μισή Γαλλίδα και μισή Αμερικάνα κι έτσι μπορεί να μιλάει με αυτή την έντονη αμερικάνικη προφορά. 

Μια φορά λοιπόν που ήμασταν μεθυσμένοι, μας ήρθε η ιδέα να τη βάλουμε να τραγουδήσει με τη συγκεκριμένη προφορά. Ρίξαμε πολύ γέλιο όταν κάτσαμε και γράψαμε το "Homecoming".

Και με τη Σκάρλετ Γιόχανσον, τι παίζει; Αποτελεί κάποιου είδους σύμβολο για εσάς;

Ήταν σύμβολο, όταν γράψαμε το "Starlett Johansson". Αλλά τώρα έχει γίνει πιο «φυσιολογική» και δεν τη βρίσκουμε πια τόσο κουλ. Πάντως εκείνη την εποχή, αμέσως μετά το Χαμένοι Στη Μετάφραση (2003), αποτελούσε πηγή έμπνευσης.

Τι θα απαντούσατε σε όσους κριτικούς σας συγκρίνουν με τους Pulp;

Θα τους ευχαριστούσαμε! Μεγάλωσα ακούγοντας τη μουσική των Pulp και ακόμα την αγαπώ. Ο Jarvis Cocker είναι ένας θρύλος. 

Θα είμαστε άραγε αρκετά τυχεροί ώστε να μπορέσουμε να σας δούμε live στην Ελλάδα;

Το ελπίζουμε κι εμείς!



26 Οκτωβρίου 2021

Χρήστος Νικολόπουλος, Πίτσα Παπαδοπούλου & Στέλιος Διονυσίου στο Περιβόλι Του Ουρανού (2019)


Με τον κορωνοϊό να υποχωρεί και τη συναυλιακή ζωή να ξαναρχίζει, πήραν μπροστά και τα πρώτα προγράμματα στα εγχώρια μαγαζιά. Και πολύ σύντομα θα αρχίσουν κι άλλα, είτε για τις μουσικές σκηνές μιλάμε, είτε για ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως «μπουζούκια».

Ανάμεσά τους βρίσκεται και το πρόγραμμα που παρουσιάζει εδώ και χρόνια ο Χρήστος Νικολόπουλος στο Περιβόλι Του Ουρανού στην Πλάκα, έχοντας ως σταθερούς συνεργάτες στο πάλκο την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Στέλιο Διονυσίου –φέτος θα τους πλαισιώσει και η Ελεάνα Παπαϊωάννου. Έκαναν πρεμιέρα το Σάββατο που μας πέρασε και θα βρίσκονται εκεί κάθε Σάββατο βράδυ και Κυριακή μεσημέρι.

Χωρίς περιστροφές και πολλά λόγια, πρόκειται για ένα από τα καλύτερα προγράμματα που μπορεί κανείς να δει στην Αθήνα με άξονα το λαϊκό τραγούδι. Για να μην πω «το καλύτερο» και αδικήσω ενδεχομένως κάποιο από τα σχήματα του φετινού χειμώνα. 

Με αφορμή λοιπόν τη φετινή επανεκκίνησή τους εκεί στο Περιβόλι Του Ουρανού, να μια ανταπόκριση από τον Μάρτη του 2019, όταν ως τέταρτο μέλος της παρέας τους είχαν την Ασπασία Στρατηγού –συν τους Orchestra Laou Laou, οι οποίοι άνοιγαν το πρόγραμμα. Μάλιστα, η βραδιά αποδείχθηκε και τυχερή: στο κοινό βρισκόταν και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος μας έκανε τη χάρη να αναλάβει μέρος της επί σκηνής δράσης. 

Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που κοινοποίησε δημόσια το Περιβόλι Του Ουρανού κατά τη σαιζόν 2018-2019 για τη διαφήμιση του προγράμματος. 


Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να ακούσετε σε διάφορες διαφημίσεις, το καλύτερο (τρέχον) λαϊκό πρόγραμμα της νυχτερινής Αθήνας βρίσκεται σταθερά στο Περιβόλι Του Ουρανού. Και τη βραδιά που το επισκέφθηκα απέδειξε ότι δεν φοβάται τίποτα, ούτε καν τα τριήμερα: παρά την έξοδο αρκετών με την ευκαιρία της φετινής 25ης Μαρτίου, το πλακιώτικο μαγαζί ήταν γεμάτο. Επιτυχία γκράντε για μια παράσταση που ούτε πολυδιαφημίζεται, ούτε και βρίσκεται στην αρχή της, αφού έχει ήδη πίσω της όλη τη χειμερινή σαιζόν. 


Οι Orchestra Laou Laou έχουν αναλάβει το κάπως άχαρο έργο της έναρξης, με την έννοια ότι προσπαθούν να «ζεστάνουν» το κλίμα σε μια ώρα που αρκετές κρατήσεις δεν έχουν ακόμα φανεί και όσοι έχουν προσέλθει ασχολούνται βασικά με το τι θα φάνε. Το set βασίζεται κυρίως σε διασκευές, οι οποίες δεν διαθέτουν πολλές εκπλήξεις στο μανίκι τους, καθώς μεταβολίζουν το αρχικό υλικό σε ένα εύκολο στο αυτί αποτέλεσμα, το οποίο ισορροπεί μοδάτα –αλλά και λίγο αγοραία– μεταξύ Κωστή Μαραβέγια και Goran Bregović. Παρά ταύτα, οι Μέλιος Κατσαμάκης, Λεωνίδας Μαριδάκης, Μενέλαος Μωραΐτης & Λεωνίδας Παλαμιώτης είναι όλοι τους καλοί μουσικοί. Κι έτσι υπάρχει ένας αδιαπραγμάτευτος επαγγελματισμός σε αυτό που κάνουν. 


Τα ηνία αναλαμβάνει στη συνέχεια η Ασπασία Στρατηγού, φωνή που βρίσκεται αρκετά χρόνια στα πάλκα (είναι σήμερα 35 χρονών) και συχνά έχει φανεί στο πλευρό του Γιώργου Νταλάρα, χωρίς όμως να κάνει ανάλογη αίσθηση στη δισκογραφία ή στη ραδιοφωνική πλευρά των πραγμάτων. Παρά το μουδιασμένο της ξεκίνημα, έδειξε γρήγορα ότι είναι μια τραγουδίστρια ευέλικτη, καλλίφωνη και με αρκετά ερμηνευτικά χαρίσματα. Στάθηκε αξιοπρεπέστατα τόσο στο αρχικό μέρος, όσο και στη συνέχεια –όταν παίρνει πια θέση δίπλα στον Χρήστο Νικολόπουλο και στον Στέλιο Διονυσίου– βγαίνοντας μάλιστα ασπροπρόσωπη και σε ορισμένα δύσκολα κομμάτια από το χρυσό παρελθόν του λαϊκού ήχου, σαν το "Δεν Υπάρχουν Άγγελοι" ή το "Στων Αγγέλων Τα Μπουζούκια". 


Βέβαια, ούτε ο Στέλιος Διονυσίου έχει κάνει μεγάλη αίσθηση στη δισκογραφία και στα ραδιόφωνα: η συλλογική μνήμη, φοβάμαι, έχει μείνει φοβάμαι στο "Ψηλά Τα Χέρια" (1997): ένα μέτριο τραγούδι με τον κακοβαλμένο στίχο «θέλεις ξένα καλοκαίρια», με το οποίο κι ανοίγει πάντως τη δική του εμφάνιση στο Περιβόλι Του Ουρανού. Παρά ταύτα, καταφέρνει και συγκαταλέγεται στα βαριά χαρτιά του προγράμματος, καθώς τόσο στην όψη, όσο και στη φωνή, φέρνει κάτι από τον πατέρα του –τον σπουδαίο Στράτο Διονυσίου. 

Συν τω χρόνω, μάλιστα, ο Διονυσίου έχει βελτιώσει αρκετά την τεχνική του, με αποτελέσματα ενίοτε εντυπωσιακά. Πολλά λοιπόν από τα πιο διάσημα και αγαπητά τραγούδια του πατέρα του ζωντανεύουν κατά τρόπο βροντερό, κουβαλώντας ατόφια την παρακαταθήκη τους στο σήμερα ("Ο Σαλονικιός", "Με Σκότωσε Γιατί Την Αγαπούσα", "Αγάπη Μου Επικίνδυνη", "Εγώ Να Δεις", "Λέγε Με Παλιόπαιδο", "Εγώ Ο Ξένος"), ενώ ανάλογες επιδόσεις σημειώνονται και σε άλλα σημεία –καταπληκτική λ.χ. η εκτέλεση στο "Τι Θέλεις Να Κάνω" του Γιάννη Πάριου– ακόμα κι όταν έρχεται η ώρα για επιλογές που έχουν μείνει με τη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη ή για αδίκως ξεχασμένα κομμάτια σαν το "Ριγέ Σακάκι" του Κώστα Ψυχογιού.

Τα βασικά ονόματα, πάλι, δηλαδή ο Χρήστος Νικολόπουλος και η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και συνυπάρχουν στο βασικό τμήμα του πρώτου μέρους του προγράμματος, προτιμούν γενικά την αυτόνομη κάθοδο στη σκηνή –ο μεν Νικολόπουλος πλαισιωμένος από τη Στρατηγού και τον Διονυσίου, η δε Παπαδοπούλου σε πιο μοναχική διαδρομή, η οποία θυμίζει (σε μικρογραφία) περασμένες εποχές σε μεγάλες πίστες. 

Τα πανέρια των λουλουδούδων πήγαιναν κι έρχονταν ασταμάτητα, με αποτέλεσμα σε κάποιο σημείο να χρειαστεί να σκουπιστεί η πνιγμένη στα γαρύφαλλα σκηνή, ενώ αρκετοί ήταν και όσοι σηκώθηκαν να χορέψουν: τσιφτετέλια οι γυναίκες, ζεϊμπέκικα οι άνδρες, στην πλειονότητά τους μεγαλύτερης ηλικίας –με μια άλφα εμπειρία στις κινήσεις, που λείπει εμφανώς από νεότερους, όσους έχουμε δει κατά καιρούς σε ανάλογα βραδινά θεάματα. Εδώ πρέπει ασφαλώς να δοθούν εύσημα και στην ορχήστρα, αλλά και στον χώρο: το Περιβόλι Του Ουρανού έχει την ένταση εκεί που πρέπει να την έχει, η διαρρύθμισή του δεν στριμώχνει τους θαμώνες και ο εξαερισμός κρίνεται άψογος.


Η Πίτσα Παπαδοπούλου, αν και επισήμως στα 74, φαίνεται αρκετά χρόνια νεότερη και σε όψη, μα και σε ερμηνευτικό σφρίγος. Παρότι μικροκαμωμένη ως φιγούρα, «γεμίζει» με άνεση την πίστα, τραγουδώντας απαράμιλλα: με ένα εντελώς προσωπικό χρώμα, αλλά και με μια ατόφια λαϊκότητα, την οποία δεν βρίσκεις πια στον χώρο. 

Είτε σε δικά της κομμάτια, είτε σε διασκευές, η Παπαδοπούλου αποτυπώθηκε καταπληκτική στο Περιβόλι Του Ουρανού, ικανή να σηκώσει κέφι χωρίς πολλά-πολλά. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι δεν είπε το "Τζάμπα Καίει Η Λάμπα" (από τις πιο αναγνωρίσιμες προσωπικές της επιτυχίες), μπήκε ωστόσο με το "Μη Μιλάς" και δημιούργησε έναν μικρό χαμό με το "Γκρέμισ' τα", σε όσους ειδικά το θυμούνταν ως σουξέ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Στάθηκε ωστόσο και στον πρόσφατο δίσκο της με τον Χρήστο Νικολόπουλο (Αγάπες Μου Παλιές, 2018), ενώ έκανε και την έκπληξη τραγουδώντας μας πολύ ωραία Δημήτρη Ζερβουδάκη, αλλά και Σωκράτη Μάλαμα. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση λαϊκής ερμηνεύτριας και είναι ευχής έργον ότι μπορούμε να χαιρόμαστε το ταλέντο της και οι νεότεροι. 

Αλλά και ο Νικολόπουλος, έδωσε κι αυτός με τη σειρά του έναν σωρό λόγους να τον θαυμάσουμε. Παρότι έχει γράψει πλήθος τραγουδάρες, παραμένει σεμνός και προσιτός: μια φιγούρα που δείχνει να ζει και να αναπνέει για να βρίσκεται εκεί στο πάλκο, δίπλα στους μουσικούς και στους ερμηνευτές του. Ζηλευτός σολίστας στο μπουζούκι, πρόσφερε απλόχερα την τέχνη της διπλοπενιάς στην πιο σμιλεμένη της εκδοχή, ενώ πήρε και το μικρόφωνο ανά περιστάσεις, είτε για να πει το "Και Φούμα-Φούμα" (το λέει πάντα πολύ ωραία), είτε για να πιάσει τις αθάνατες "Νταλίκες", κρατώντας εκείνη τη δωρική, ήρεμη αποστασιοποίηση που διέκρινε και την ερμηνεία του Γιώργου Σαρρή. 

Κατά τα λοιπά, ο Νικολόπουλος άφησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στους τραγουδιστές του, προσφέροντας ένα πολύ ισορροπημένο πρόγραμμα: στο πρώτο μέρος έλαμψαν τα δικά του κομμάτια, στο δεύτερο το ρεπερτόριο απλώθηκε στην ευρύτερη λαϊκή δημιουργία, εστιάζοντας κυρίως σε τραγούδια άλλων συνθετών. Είναι πολύ απλά ο κατάλληλος άνθρωπος, στο κατάλληλο μέρος, με τους κατάλληλους συνεργάτες για να δείξει πέρα από κάθε αμφιβολία τι δύναμη υπάρχει ακόμα σε αυτό το ελληνικό τραγούδι που ο ίδιος έχει εκπροσωπήσει επάξια –και που δυστυχώς φαντάζει πλέον παροπλισμένο στο σημερινό σκηνικό, ως υπόθεση μιας απόμαχης γενιάς. 

Σε κάποιο σημείο του προγράμματος, εκεί στο δεύτερο μέρος, φάνηκε ανάμεσα στα μπροστινά τραπέζια και ο Κώστας Μακεδόνας, ο οποίος είχε έρθει να πιει ένα ποτό με την παρέα του. Ο Νικολόπουλος δεν έχασε την ευκαιρία να τον καλέσει στη σκηνή, ο Διονυσίου του παραχώρησε φιλόξενα θέση και μικρόφωνο κι εκείνος –έτσι χωρίς την παραμικρή προετοιμασία– έδωσε ρέστα, ερμηνεύοντας όλα του τα σπουδαία τραγούδια: και "Μόνο Μια Φορά" ακούσαμε και το "Ποδήλατο" και τα "Μαργαριτάρια" και το "Κάτσε Καλά", αλλά και το υπέροχο "Βραδιάζει", που ο Νικολόπουλος χάρισε στον Καζαντζίδη εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο κόσμος τον καταχειροκρότησε και το άξιζε, πέρα ως πέρα. 

Η βραδιά τελείωσε 4 το πρωί, με "Πέντε Έλληνες Στον Άδη". Απλά, χωρίς φανφάρες και φασαρίες για περιττά encore· με έναν σύντομο αποχαιρετισμό και τα φώτα του μαγαζιού να ανάβουν. Κάπως έτσι φτιάχνονται τα σπουδαία προγράμματα.  




20 Οκτωβρίου 2021

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα διασημότερα νέα πρόσωπα που αναδείχθηκαν στο κλασικό στερέωμα των τελευταίων χρόνων, τυχαίνει να είναι Έλληνας. Ο λόγος βέβαια για τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ο οποίος στα 49 του βρίσκεται ανάμεσα στους πιο συζητημένους διευθυντές ορχήστρας του επείγοντος τώρα.

Ο Αθηναίος μαέστρος και συνθέτης διευθύνει το σύνολο MusicAeterna, ενώ ζει και εργάζεται στη Ρωσία, όπου απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας. Λέγεται μάλιστα ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγεται και ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τώρα που φαίνεται να διαβαίνουμε σιγά-σιγά τον σκόπελο του κορωνοϊού, ο Κουρεντζής πραγματοποιεί επιστροφή με τους MusicAeterna, τόσο δισκογραφικά, όσο και συναυλιακά. Συνεχίζοντας δηλαδή την ενασχόλησή του με τον Μπετόβεν, κυκλοφορεί στη Sony Classical την οπτική του πάνω στην 7η Συμφωνία. Παράλληλα βγήκε και σε περιοδεία παρουσιάζοντας Γκούσταβ Μάλερ, ενώ υπάρχει προγραμματισμός για κάμποσες ακόμα συναυλίες με διαφοροποιημένο ρεπερτόριο σε Ευρώπη αλλά και Ιαπωνία, με δεσπόζουσα εκείνη της 1ης Δεκέμβρη στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά σε αυτό το πλάνο.

Με την ευκαιρία πάντως αυτής της αναδραστηριοποίησης, δίδεται καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε έναν παλιότερο αθηναϊκό ερχομό του: πίσω στον Φεβρουάριο του 2014, όταν παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής ένα πρόγραμμα με κέντρο βάρους την όπερα Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689), δοσμένη σε συναυλιακή εκδοχή. «Ετοιμάσου, θα πάθεις κοκομπλόκο...», έλεγε το sms που έλαβα από τον φίλο και παλιό συνάδελφο στα μουσικοκριτικά Νίκο Σαραφιανό. Και, παρά τη σαφή προειδοποίηση, το έπαθα.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά εμφανίστηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την πρώτη από τις δύο παραστάσεις του Θεόδωρου Κουρεντζή με τους MusicAeterna στο Μέγαρο Μουσικής, ο φίλος και παλιός συνάδελφος στα μουσικοκριτικά Νίκος Σαραφιανός με (προ)ειδοποίησε μέσω sms για το... κοκομπλόκο που με περίμενε. Η λέξη μπορεί να σας φαίνεται αδόκιμη και αταίριαστη για το περιεχόμενο μιας τέτοιας συναυλίας, σας διαβεβαιώ ωστόσο πως υπήρξε ακριβέστατη.

Σε δεύτερη σκέψη, μάλιστα, ίσως να μην είναι και τόσο αταίριαστη. Δεν είναι άλλωστε ο Κουρεντζής μαέστρος με εντελώς δικό του στυλ; Ένα ιδιόρρυθμο στυλ για τον χώρο όπου ανήκει, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα έχει προκαλέσει διάφορα σχόλια –όχι πάντα θετικά. Οι κινήσεις του, νευρικές και απότομες· ο αχός των ποδιών του ακούγεται ωσάν ποδοβολητό, ειδικά σε μια μεγάλη αίθουσα με την ηχώ της «Χρήστος Λαμπράκης». Oι δε εκφράσεις του προσώπου του... ε, απλά κοιτάξτε την κεντρική φωτογραφία. 

Αλλά για όσους δεν στέκονται στο φαίνεσθαι και στην τυπολατρεία, αυτό το στυλ διαθέτει αξία, γιατί παίζει με τα όρια ενός κώδικα που παραέχει ζήσει δίχως προκλήσεις. Και παίζει καθιστώντας σαφές ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν υποκαθιστά την ουσία: ο Κουρεντζής είναι ένας φοβερός μαέστρος. Aκριβολόγος, ηγέτης πάνω στη σκηνή, με τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια, ικανός να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή περφόρμανς από τους συνεργάτες του. 

Στο Μέγαρο, ο Κουρεντζής μας συνεπήρε ήδη από το «ορεκτικό» της βραδιάς, οδηγώντας τους MusicAeterna –το πλέον εξειδικευμένο στην παλαιά μουσική σύνολο της Ρωσίας– σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία του Dixit Dominus του Γκέοργκ Χαίντελ (1707). Ο τρόπος με τον οποίον πάτησαν οι φωνές στις λατινικές λέξεις του Ψαλμού 109, η σεισμικότητα του πρώτου μέρους, ο ιταλικός αέρας της σύνθεσης, το δέος των παύσεων στο "Juravit Dominus", η αφοπλιστική συγκίνηση του "De Torrente In Via" και η καταληκτική δοξολογία "Gloria Parti", όλα αποδόθηκαν με την ενέργεια μιας θύελλας. 

Δεν οφειλόταν όμως μόνο στην αριστουργηματικότητα του έργου, ούτε ήταν αποκλειστικό θέμα υψηλής δεξιοτεχνίας. Κι ας είδαμε και κάμποση τέτοια, ειδικά στη χορωδία, στα βιολιά, στα λαούτα, στη μπαρόκ κιθάρα ή στο τσέμπαλο του Maxim Emelyanychev. Ήταν η ματιά και ο χαντελιανός τρόπος που μας έκοψαν την ανάσα. Το χειροκρότημα στο τέλος, ήχησε σαν κεραυνός.

Στο διάλειμμα, αναρωτιόμουν τι μπορούσε να πετύχει ένα τόσο φοβερό σύνολο κι ένας τέτοιος μαέστρος με μία από τις πιο αγαπημένες μου όπερες, η οποία και θα απάρτιζε το δεύτερο μέρος της βραδιάς –δοσμένη βέβαια σε συναυλιακή μορφή και όχι ως παράσταση. Με προβλημάτιζε αυτό, γιατί έχω κι άλλες φορές δει όπερες να παρουσιάζονται με τη λεγόμενη «μορφή αναλογίου» και πάντα κάτι (μου) λείπει. Η όπερα βλέπετε θέλει και το χρώμα της, τα κοστούμια της, τα σκηνικά της, την κίνησή της. Έτσι είναι φτιαγμένη. 

Ε, λοιπόν, ο Κουρεντζής με τους MusicAeterna μ' έκαναν και λησμόνησα εντελώς τέτοιες παραμέτρους. Εκεί μάλιστα στην αρχή της 3ης πράξης δεν με ένοιαζε πια καθόλου για κοστούμια και σκηνικά: καθόμουν σ' αναμμένα κάρβουνα και στριφογύριζα ξεφυσώντας στο κάθισμά μου, λες και δεν ήξερα τι πρόκειται να γίνει· λες κι έβλεπα για πρώτη φορά το Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689). 

Συμπονούσα δηλαδή την Anna Prohaska, η οποία απέδωσε με υψηλής κλάσης δραματική αρχοντιά την περίφημη βασίλισσα της Καρχηδόνας. Κι απηύδιζα με τον φαφλατά, αεριτζή Αινεία όπως τον έπλασε ο βαρύτονος Tobias Berndt. Συμμεριζόμουν επίσης την πιστή φιλία όπως την εκδήλωνε η Nuria Rial ως Μπελίντα κι έβρισκα τη Maria Forsström να παίζει την αρχιμάγισσα με κάτι από τη γκροτέσκ κακιοσύνη της Siobhan Fahey σε εκείνο το βιντεοκλίπ για το "Stay" των Shakespears Sister. Παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά στάθηκαν και οι δύο συμμετέχουσες Ελληνίδες υψίφωνοι, η Φανή Αντωνέλλου και η Ελένη-Λυδία Σταμέλλου.  

Και πάλι, ωστόσο, το κοκομπλόκο οφειλόταν πρωτίστως στο πώς. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον ο Κουρεντζής έσπρωξε τους MusicAeterna σε μια βουτιά στο σκότος του έργου του Purcell, στο βένθος του οποίου θριαμβεύει το ατόφιο Κακό μασκαρισμένο σε «μοίρα» και «Θεού θέλημα», με όχημα μια παλιά τραγωδία (την πτώση της Τροίας) και μια αγνή αγάπη που για λίγο δείχνει ικανή να ανατρέψει τις μηχανορραφίες, πριν προδοθεί τελικά εκ των έσω, στο όνομα του καθήκοντος. 

Δύσκολα απέφευγες έτσι το βούρκωμα όταν η Διδώ διαολόστειλε τον Αινεία με την περηφάνεια μεν που άρμοζε σε μια βασίλισσα των Καρχηδονίων, μα και με τον σπαραγμό ψυχής που κρύβει η φράση «πέτα λοιπόν στις αυτοκρατορίες που σου έταξαν κι άσε την παντέρημη Διδώ να πεθάνει». Έτσι για να θυμηθούμε και το εξαίσιο λιμπρέτο του Nahum Tate πέρα από τον Purcell –γιατί στις όπερες μιλάμε διαρκώς για τον συνθέτη, μα ποτέ για τον λιμπρετοποιό– μα και για να καταδειχθεί το βάθος της ανάγνωσης του Κουρεντζή. Εκεί στη σκηνή του Μεγάρου απέδειξε περίτρανα γιατί θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες στο παγκόσμιο μουσικό τερέν του 21ου αιώνα. Κι ας παραμένει άγνωστος σε όσους βλέπουν διεθνείς καριέρες μόνο όταν εγχώρια κιθαριστικά σχήματα παίζουν σε μπαράκια χωρητικότητας Καρύτση στις χώρες της Μπενελούξ. 

Φυσικά απαιτήσαμε encore και ο Κουρεντζής μας έκανε τη χάρη, αν και τελικά θα προτιμούσα να μην το είχε κάνει. Γιατί ήταν τόση η φόρτιση και η ικανοποίηση από το κυρίως μέρος της συναυλίας, ώστε το encore χάλαγε την εντύπωση εκείνη με την οποία θες να φεύγεις από τέτοιες βραδιές. Διάλεξα λοιπόν να αποχωρήσω διακριτικά σε κάποιο σημείο κι ελπίζω να με συγχωρέσει γι' αυτό, αν ποτέ τύχει και φτάσει στα μάτια του το παρόν κείμενο.