20 Οκτωβρίου 2021

Θεόδωρος Κουρεντζής & MusicAeterna - ανταπόκριση (2014)


Ένα από τα διασημότερα νέα πρόσωπα που αναδείχθηκαν στο κλασικό στερέωμα των τελευταίων χρόνων, τυχαίνει να είναι Έλληνας. Ο λόγος βέβαια για τον Θεόδωρο Κουρεντζή, ο οποίος στα 49 του βρίσκεται ανάμεσα στους πιο συζητημένους διευθυντές ορχήστρας του επείγοντος τώρα.

Ο Αθηναίος μαέστρος και συνθέτης διευθύνει το σύνολο MusicAeterna, ενώ ζει και εργάζεται στη Ρωσία, όπου απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας. Λέγεται μάλιστα ότι ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγεται και ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν.

Τώρα που φαίνεται να διαβαίνουμε σιγά-σιγά τον σκόπελο του κορωνοϊού, ο Κουρεντζής πραγματοποιεί επιστροφή με τους MusicAeterna, τόσο δισκογραφικά, όσο και συναυλιακά. Συνεχίζοντας δηλαδή την ενασχόλησή του με τον Μπετόβεν, κυκλοφορεί στη Sony Classical την οπτική του πάνω στην 7η Συμφωνία. Παράλληλα βγήκε και σε περιοδεία παρουσιάζοντας Γκούσταβ Μάλερ, ενώ υπάρχει προγραμματισμός για κάμποσες ακόμα συναυλίες με διαφοροποιημένο ρεπερτόριο σε Ευρώπη αλλά και Ιαπωνία, με δεσπόζουσα εκείνη της 1ης Δεκέμβρη στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η Ελλάδα δεν υπάρχει πουθενά σε αυτό το πλάνο.

Με την ευκαιρία πάντως αυτής της αναδραστηριοποίησης, δίδεται καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε έναν παλιότερο αθηναϊκό ερχομό του: πίσω στον Φεβρουάριο του 2014, όταν παρουσίασε στο Μέγαρο Μουσικής ένα πρόγραμμα με κέντρο βάρους την όπερα Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689), δοσμένη σε συναυλιακή εκδοχή. «Ετοιμάσου, θα πάθεις κοκομπλόκο...», έλεγε το sms που έλαβα από τον φίλο και παλιό συνάδελφο στα μουσικοκριτικά Νίκο Σαραφιανό. Και, παρά τη σαφή προειδοποίηση, το έπαθα.

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά εμφανίστηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την πρώτη από τις δύο παραστάσεις του Θεόδωρου Κουρεντζή με τους MusicAeterna στο Μέγαρο Μουσικής, ο φίλος και παλιός συνάδελφος στα μουσικοκριτικά Νίκος Σαραφιανός με (προ)ειδοποίησε μέσω sms για το... κοκομπλόκο που με περίμενε. Η λέξη μπορεί να σας φαίνεται αδόκιμη και αταίριαστη για το περιεχόμενο μιας τέτοιας συναυλίας, σας διαβεβαιώ ωστόσο πως υπήρξε ακριβέστατη.

Σε δεύτερη σκέψη, μάλιστα, ίσως να μην είναι και τόσο αταίριαστη. Δεν είναι άλλωστε ο Κουρεντζής μαέστρος με εντελώς δικό του στυλ; Ένα ιδιόρρυθμο στυλ για τον χώρο όπου ανήκει, το οποίο είμαι σίγουρος ότι θα έχει προκαλέσει διάφορα σχόλια –όχι πάντα θετικά. Οι κινήσεις του, νευρικές και απότομες· ο αχός των ποδιών του ακούγεται ωσάν ποδοβολητό, ειδικά σε μια μεγάλη αίθουσα με την ηχώ της «Χρήστος Λαμπράκης». Oι δε εκφράσεις του προσώπου του... ε, απλά κοιτάξτε την κεντρική φωτογραφία. 

Αλλά για όσους δεν στέκονται στο φαίνεσθαι και στην τυπολατρεία, αυτό το στυλ διαθέτει αξία, γιατί παίζει με τα όρια ενός κώδικα που παραέχει ζήσει δίχως προκλήσεις. Και παίζει καθιστώντας σαφές ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν υποκαθιστά την ουσία: ο Κουρεντζής είναι ένας φοβερός μαέστρος. Aκριβολόγος, ηγέτης πάνω στη σκηνή, με τρομερή προσοχή στη λεπτομέρεια, ικανός να αποσπάσει την καλύτερη δυνατή περφόρμανς από τους συνεργάτες του. 

Στο Μέγαρο, ο Κουρεντζής μας συνεπήρε ήδη από το «ορεκτικό» της βραδιάς, οδηγώντας τους MusicAeterna –το πλέον εξειδικευμένο στην παλαιά μουσική σύνολο της Ρωσίας– σε μια αποκαλυπτική ερμηνεία του Dixit Dominus του Γκέοργκ Χαίντελ (1707). Ο τρόπος με τον οποίον πάτησαν οι φωνές στις λατινικές λέξεις του Ψαλμού 109, η σεισμικότητα του πρώτου μέρους, ο ιταλικός αέρας της σύνθεσης, το δέος των παύσεων στο "Juravit Dominus", η αφοπλιστική συγκίνηση του "De Torrente In Via" και η καταληκτική δοξολογία "Gloria Parti", όλα αποδόθηκαν με την ενέργεια μιας θύελλας. 

Δεν οφειλόταν όμως μόνο στην αριστουργηματικότητα του έργου, ούτε ήταν αποκλειστικό θέμα υψηλής δεξιοτεχνίας. Κι ας είδαμε και κάμποση τέτοια, ειδικά στη χορωδία, στα βιολιά, στα λαούτα, στη μπαρόκ κιθάρα ή στο τσέμπαλο του Maxim Emelyanychev. Ήταν η ματιά και ο χαντελιανός τρόπος που μας έκοψαν την ανάσα. Το χειροκρότημα στο τέλος, ήχησε σαν κεραυνός.

Στο διάλειμμα, αναρωτιόμουν τι μπορούσε να πετύχει ένα τόσο φοβερό σύνολο κι ένας τέτοιος μαέστρος με μία από τις πιο αγαπημένες μου όπερες, η οποία και θα απάρτιζε το δεύτερο μέρος της βραδιάς –δοσμένη βέβαια σε συναυλιακή μορφή και όχι ως παράσταση. Με προβλημάτιζε αυτό, γιατί έχω κι άλλες φορές δει όπερες να παρουσιάζονται με τη λεγόμενη «μορφή αναλογίου» και πάντα κάτι (μου) λείπει. Η όπερα βλέπετε θέλει και το χρώμα της, τα κοστούμια της, τα σκηνικά της, την κίνησή της. Έτσι είναι φτιαγμένη. 

Ε, λοιπόν, ο Κουρεντζής με τους MusicAeterna μ' έκαναν και λησμόνησα εντελώς τέτοιες παραμέτρους. Εκεί μάλιστα στην αρχή της 3ης πράξης δεν με ένοιαζε πια καθόλου για κοστούμια και σκηνικά: καθόμουν σ' αναμμένα κάρβουνα και στριφογύριζα ξεφυσώντας στο κάθισμά μου, λες και δεν ήξερα τι πρόκειται να γίνει· λες κι έβλεπα για πρώτη φορά το Διδώ & Αινείας του Henry Purcell (1689). 

Συμπονούσα δηλαδή την Anna Prohaska, η οποία απέδωσε με υψηλής κλάσης δραματική αρχοντιά την περίφημη βασίλισσα της Καρχηδόνας. Κι απηύδιζα με τον φαφλατά, αεριτζή Αινεία όπως τον έπλασε ο βαρύτονος Tobias Berndt. Συμμεριζόμουν επίσης την πιστή φιλία όπως την εκδήλωνε η Nuria Rial ως Μπελίντα κι έβρισκα τη Maria Forsström να παίζει την αρχιμάγισσα με κάτι από τη γκροτέσκ κακιοσύνη της Siobhan Fahey σε εκείνο το βιντεοκλίπ για το "Stay" των Shakespears Sister. Παρεμπιπτόντως, εξαιρετικά στάθηκαν και οι δύο συμμετέχουσες Ελληνίδες υψίφωνοι, η Φανή Αντωνέλλου και η Ελένη-Λυδία Σταμέλλου.  

Και πάλι, ωστόσο, το κοκομπλόκο οφειλόταν πρωτίστως στο πώς. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίον ο Κουρεντζής έσπρωξε τους MusicAeterna σε μια βουτιά στο σκότος του έργου του Purcell, στο βένθος του οποίου θριαμβεύει το ατόφιο Κακό μασκαρισμένο σε «μοίρα» και «Θεού θέλημα», με όχημα μια παλιά τραγωδία (την πτώση της Τροίας) και μια αγνή αγάπη που για λίγο δείχνει ικανή να ανατρέψει τις μηχανορραφίες, πριν προδοθεί τελικά εκ των έσω, στο όνομα του καθήκοντος. 

Δύσκολα απέφευγες έτσι το βούρκωμα όταν η Διδώ διαολόστειλε τον Αινεία με την περηφάνεια μεν που άρμοζε σε μια βασίλισσα των Καρχηδονίων, μα και με τον σπαραγμό ψυχής που κρύβει η φράση «πέτα λοιπόν στις αυτοκρατορίες που σου έταξαν κι άσε την παντέρημη Διδώ να πεθάνει». Έτσι για να θυμηθούμε και το εξαίσιο λιμπρέτο του Nahum Tate πέρα από τον Purcell –γιατί στις όπερες μιλάμε διαρκώς για τον συνθέτη, μα ποτέ για τον λιμπρετοποιό– μα και για να καταδειχθεί το βάθος της ανάγνωσης του Κουρεντζή. Εκεί στη σκηνή του Μεγάρου απέδειξε περίτρανα γιατί θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς Έλληνες στο παγκόσμιο μουσικό τερέν του 21ου αιώνα. Κι ας παραμένει άγνωστος σε όσους βλέπουν διεθνείς καριέρες μόνο όταν εγχώρια κιθαριστικά σχήματα παίζουν σε μπαράκια χωρητικότητας Καρύτση στις χώρες της Μπενελούξ. 

Φυσικά απαιτήσαμε encore και ο Κουρεντζής μας έκανε τη χάρη, αν και τελικά θα προτιμούσα να μην το είχε κάνει. Γιατί ήταν τόση η φόρτιση και η ικανοποίηση από το κυρίως μέρος της συναυλίας, ώστε το encore χάλαγε την εντύπωση εκείνη με την οποία θες να φεύγεις από τέτοιες βραδιές. Διάλεξα λοιπόν να αποχωρήσω διακριτικά σε κάποιο σημείο κι ελπίζω να με συγχωρέσει γι' αυτό, αν ποτέ τύχει και φτάσει στα μάτια του το παρόν κείμενο. 



18 Οκτωβρίου 2021

Σκέψεις για την αποτίμηση της world music + ένα κείμενο του 2014 για την κινέζικη όπερα του Wang Renjie «Η Χήρα και ο Λόγιος»


Τις προάλλες (5 Οκτωβρίου), ο Φώντας Τρούσας έγραψε στο Facebook μια αρκετά δηκτική παρατήρηση, την οποία μεταφέρω εδώ αυτούσια:
Κάπως έγινε και ορισμένοι ακούνε μουσική από την Γουαδελούπη, την Μαρτινίκα, την Αντίγκουα, την Μοντσεράτ, την Αρούμπα, τα Virgin Islands κ.λπ. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί θέλουν να το παίξουν ψαγμένοι, να εντυπωσιάσουν άλλους (και το πλήθος) με τους οποίους ανταγωνίζονται σε ακούσματα από τις… πινέζες του χάρτη. 
Το ν' ακούς μουσική, όμως, χωρίς να κατέχεις γρι από την ιστορία του τόπου, τις συνθήκες που την γέννησαν, τα κοινωνικοπολιτικά κ.λπ., είναι δώρον άδωρον. Μένεις στην ζελατίνα και αγνοείς όλο το «από κάτω», που είναι το παν. 
Καλύτερα ν' ακούς Θέμη Ανδρεάδη και Άινα Μάουρερ, θέλω να πω, δηλαδή Νινή Ζαχά, που τους καταλαβαίνεις καλύτερα. Και δεν αναφέρομαι στη γλώσσα, αλλά σε όλα τα «από κάτω»...

Είναι μια παρατήρηση που γενικώς με βρίσκει σύμφωνο, παρότι έχω γνωρίσει και ανθρώπους σαν τον Μάνο Τζανακάκη ή την Ευδοκία Πρέκα, οι οποίοι είναι βαθιά βουτηγμένοι σε τέτοια ακούσματα και ούτε ψαγμένοι το παίξανε ποτέ, ούτε επιδιώκουν εντυπωσιασμούς και πυροτεχνήματα. Χρόνια δηλαδή με προβληματίζει κι εμένα η κριτική γνώμη, ακόμα και η σκέτη παρουσίαση που εκφέρουν τα Δυτικά μέσα (στα οποία ας πούμε ότι συμπεριλαμβάνω και τα ελληνικά, ώστε να μη μπλέξουμε με γνωστά διλήμματα) για τις μουσικές που προέρχονται από μέρη του κόσμου δεόντως ίσως «εξωτικά» για τα αυτιά μας –και τη φαντασία μας– μα και αρκούντως άγνωστα σε επίπεδο κοινωνικών και ιστορικών διαδρομών. Γενόμενα έτσι κάτι σαν τα φρούτα σαλάκ που μπορεί να ψωνίζεις στη Μαβίλη και να απολαμβάνεις, δίχως να ξέρεις τίποτα επί της ουσίας για τον κόσμο από όπου προήλθαν.
 
Πώς προσεγγίζεις αλήθεια έναν world music δίσκο; Τι επάρκεια μπορεί να δημιουργεί η συνθήκη ότι τον ακούς από τον καναπέ σου σε μια άλλη χώρα, πιθανώς με λίγη Wikipedia αρωγή αν δεν είσαι ολότελα τεμπέλης; Είσαι σε θέση να κατανοήσεις πόσο Δυτικό νερό μπορεί να βάζει ένας καλλιτέχνης στο τοπικό του κρασί, προκειμένου να συμβαδίσει με τις τρέχουσες τάσεις της ευρωπαϊκής και αμερικάνικης αγοράς η οποία «καταναλώνει» τέτοια ακούσματα; Και κατά πόσο καταλήγεις άραγε να παράγεις κείμενα σαν κι αυτά που γράφουν διάφοροι ξένοι για ελληνικούς δίσκους; Αναπάντητες κλήσεις, παντού.

Κάπως έτσι, παρότι μαζεύω ήδη από την εφηβεία δίσκους με παραδοσιακά τραγούδια και αργότερα μπήκα κι εγώ στον world «πυρετό» –ανακαλύπτοντας λ.χ. τα ζόρια της Ινδίας και την αφρικανική απεραντοσύνη– προσπαθώ συνειδητά να απέχω από τέτοιου είδους κειμενογραφία, στα επαγγελματικά μου χρόνια. Κατά καιρούς, εντούτοις, τσαλαβούτησα για τον χι, ψι λόγο στα εν λόγω νερά. Κι αν υπάρχει κάτι στο οποίο τα έχω βρει μπαστούνια, αυτό είναι η κινέζικη όπερα: ένα είδος μουσικού θεάτρου με αρκετές επιφανειακές ομοιότητες με την ευρωπαϊκή όπερα, αλλά και με ένα πολυεπίπεδο και αρκετά διαφορετικό «υπέδαφος», με ρίζες μακραίωνες, οι οποίες φτάνουν στην εποχή που εμείς καλούμε Μεσαίωνα (για την Κίνα, βέβαια, είναι μια χρονική διάκριση δίχως νόημα). Από προσωπική πείρα μιλώντας, είναι μάλλον αδύνατον να αρχίσεις τέτοιες εξερευνήσεις δίχως να σκύψεις με σπουδή στους τόμους του A History of Chinese Theatre in the 20th Century του Fu Jin.

Μερικές φορές, πάντως, αισθάνομαι ότι θα μου ήταν πιο εύκολο να ασχοληθώ με την Κλίγκον όπερα που έχουμε γνωρίσει στο Σταρ Τρεκ. Παρά ταύτα, η γοητεία του κινέζικου μουσικού θεάτρου δεν γίνεται να προσπελαστεί. Κι έτσι, πίσω στον Ιούνιο του 2014, δεν έχασα την ευκαιρία να πάω στο Κτήριο Γ' της Πειραιώς 260 για να παρακολουθήσω το έργο του Wang Renjie Η Χήρα Και Ο Λόγιος (1993), με λιμπρέτο όπου αξιοποιήθηκαν και λογοτεχνικά στοιχεία, παρμένα από τη νουβέλα «Κοράκια» του You Fengwei, που πέθανε πριν κάποιες μέρες στα 78 του.

Βέβαια, όπως ήδη έγινε σαφές, η Χήρα Και Ο Λόγιος (στα κινέζικα διαβάζεται Dongsheng Yu Lishi) είναι έργο των νεότερων χρόνων, το οποίο μιλάει επιτυχώς μια παλιά «γλώσσα», ενώνοντας τη ροή και τον ρυθμό της πιο κλασικής πλευράς αυτού που αντιλαμβανόμαστε ως κινέζικη όπερα, με διαλόγους χαρακτηριστικούς για τη μακραίωνη παράδοση Liyuanxi (Θέατρο του Αχλαδόκηπου). Αυτό που το καθιστά ξεχωριστό είναι ότι παντρεύει τον παγιωμένο συντηρητισμό της τελευταίας με ένα ουμανιστικό πνεύμα σαφώς καινοφανές για τον κόσμο της, στο οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η μόνιμη διάθεση του Wang Renjie να εξερευνά τις γυναικείες επιδιώξεις για ελευθερία σε σφιχτά πατριαρχικά πλαίσια. Στοιχείο ταμάμ με τις επίκαιρες αναζητήσεις της μετά-#ΜeΤoo Δύσης. 

Η παράσταση που είδα το 2014 στην Πειραιώς 260 μπορεί ίσως να συνοψιστεί στο λαμπρό απόσπασμα «Η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ...». Και τροφοδότησε με τη σειρά της μια απόπειρα ανταπόκρισης, η οποία δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις, αλλά και με ορισμένες απαραίτητες διορθώσεις. Θα είχε δε σίγουρα ευνοηθεί, εάν γνώριζα τότε την ανάλυση του Qu Liuyi (1994) και το σχετικό άρθρο των Josh Stenberg & Zhang Jingjing (2015). 

Αλλά αυτό στέκει ως απόδειξη ότι τα άνωθεν ερωτήματα περί world music ακρόασης ή/και αποτίμησης είναι υπαρκτά –και αμείλικτα– για όσους προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά υπόβαθρα. Φυσικά και δεν αποτρέπουν το «ταξίδι», ορίζουν ωστόσο κάποιες καίριες και πολύ σημαντικές παραμέτρους, ώστε να μπορέσει να εκτυλιχθεί και πέρα από τις ανακατασκευές της φαντασίας μας ή τα όποια στερεότυπά μας. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από την παράσταση του 2014. Δόθηκαν τότε στον Τύπο για την προβολή της, ανήκουν ωστόσο στους Yuan Wei & Hai Qing


Υπήρχαν κάμποσα μηνύματα στα όσα παρακολουθήσαμε στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260. Μερικά έστεκαν ακουμπισμένα στις πτυχώσεις των υπέροχων κοστουμιών εποχής, άλλα ήταν τοποθετημένα στην ηχώ που άφηναν οι ψιλές φωνές των πρωταγωνιστών. Και μία από τις μεγάλες επιτυχίες της παράστασης, ήταν η μεταξύ τους ισορροπία.

Αφηνόταν σε σένα, δηλαδή, να αποφασίσεις αν τον κύριο λόγο είχε τελικά η επανάσταση κόντρα στις παραδόσεις, η πάλη της γυναίκας για μεγαλύτερη ελευθερία σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο ή η επέλαση του Έρωτα. Που, ως άλλη Ελαφρά Ταξιαρχία, τρύπωσε κλεφτά ακόμα και στις σελίδες του Ντονγκ Σενγκ, κάμπτοντας όλες του τις αντιστάσεις και οδηγώντας τη στενομυαλιά του σε Βατερλώ. Ο ίδιος, άλλωστε –σε ένα αποφασιστικό σημείο της πλοκής, όταν πια δεν γινόταν να κρύβεται πίσω από εκλογικεύσεις ή τη φανατική του πίστη σε παραδόσεις που καλώς άφηνε πίσω η κοινωνική εξέλιξη– αναφώνησε ηττημένος πως «η Άνοιξη έφτασε αναπάντεχα· σκυμμένος στα βιβλία μου, δεν μπόρεσα να την αντιληφθώ». 

Ο θαυμάσιος τρόπος με τον οποίον απέδωσε το σημείο αυτό ο Zhang Chunji (που ενσάρκωσε τον Δάσκαλο Ντονγκ), τον εμφάνισε φευγαλέα στα μάτια μου με μια σοφόκλεια αύρα. Αλλά σε μια πιο παιγνιώδη εκδοχή συγκριτικά με το βαρύ τραγικό κλίμα που συνοδεύει π.χ. την αυτογνωσία του Οιδίποδα: η όπερα του Wang Renjie μπορεί να πραγματεύτηκε πολύ σοβαρά θέματα, το έκανε όμως με ανάλαφρη διάθεση, κωμική σε σημεία, αποφεύγοντας συνειδητά οτιδήποτε το βαρύγδουπο. Ακόμα και στην τελική σκηνή, όπου η ιστορία λαμβάνει παραμυθιακή διάσταση και το οργισμένο φάντασμα του Συμβούλου Πενγκ ζητεί ικανοποίηση –προστάζοντας ουσιαστικά τη σφαγή της χήρας Λι– το κλίμα παραμένει εύκρατο: νιώθεις βέβαιος ότι όλα θα πάνε καλά και ότι οι ξεπερασμένες επιταγές του παλιού κόσμου θα αποδειχθούν εξίσου νεκρές με τον Πενγκ.

Προλαβαίνω τυχόν ενστάσεις, τύπου «το 'χεις ρίξει στο μήνυμα για να καλύψεις την αδυναμία σου να κριτικάρεις μια τέτοια παράσταση»: ο Wang Renjie δεν γράφει όπερες δίχως μήνυμα. Ακόμα και μια πρόχειρη ματιά στο έργο του αρκεί ώστε να αντιληφθεί κανείς πόσο τον καίει η επιδίωξη της γυναίκας για ελευθερία· θέμα που άλλοτε εξερευνά με φόντο την παραδοσιακή κινέζικη κοινωνία του παρελθόντος –όπως λ.χ. συμβαίνει εδώ– κι άλλοτε εντάσσει σε πορτραίτα της μοντέρνας πραγματικότητας. Από την άλλη, στέκει πιστός μαθητής του Αχλαδόκηπου, υπέρμαχος δηλαδή του οπερατικού πνεύματος Liyuanxi, το οποίο δημιουργήθηκε καμιά οχτακοσαριά χρόνια πριν στη νοτιοανατολική ακτή της Κίνας. Έτσι, φέρνει ένα φρέσκο, ουμανιστικό πνεύμα στο πλάι εκείνων των απομακρυσμένων χρόνων και φροντίζει ώστε οι διάλογοι και τα τραγούδια να τρίβονται με μια ποιητική έκφραση κλασικού στιλ, την οποία και θαυμάσαμε: το κείμενο και οι στίχοι στη Χήρα Και Τον Λόγιο αποδείχθηκαν αμφότερα υψηλότατου επιπέδου.


Όμως ο Wang Renjie δεν προσφέρει παρά το 50% της επιτυχίας αυτής της παράστασης. Μη νομίζετε δηλαδή ότι το Φεστιβάλ Αθηνών κάλεσε κάποιον μεσαίου βεληνεκούς θίασο, στη λογική "φέρνω ό,τι μπορώ να πληρώσω υπό τις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες". Υποθέτω βέβαια ότι η περιφερειακή θέση του Liyuanxi στυλ προσφέρει (και) τέτοια πλεονεκτήματα, ωστόσο στην Αθήνα δεν είδαμε τίποτα το «δεύτερο». Αντιθέτως μάλιστα· παρακολουθήσαμε τον θίασο της Zeng Jinping –μιας εκπληκτικής γυναίκας, η οποία έσωσε τα τελευταία χρόνια τη Liyuanxi παράδοση από τον μαρασμό, αποκαθιστώντας τις επαφές της με τη νεολαία. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει σπουδαιότερο όνομα παγκοσμίως στη συγκεκριμένη «ποικιλία» κινέζικης όπερας.

Στο Κτήριο Γ΄ της Πειραιώς 260 είδαμε λοιπόν εκ μέρους της μια λιτή, ατμοσφαιρική σκηνοθεσία, στην οποία πολλά πράγματα απλά υποδηλώνονταν (π.χ. τα αρχιτεκτονικά στοιχεία). Χώρια δηλαδή τις σκηνές αμίμητης ομορφιάς, όπως την είσοδο των κόκκινων φαναριών με τα μαύρα ιδεογράμματα και τις λεπτεπίλεπτα χορογραφημένες κινήσεις των ηρώων. Ή το σημείο που θαύμασα προσωπικά περισσότερο, όταν η παράδοση του λόγιου και της χήρας στο τυφλό πάθος απεικονίστηκε με το βγάλσιμο των κόκκινων παπουτσιών της ηρωίδας, τα οποία απέμειναν ύστερα μονάχα τους στο κέντρο της σκηνής.

Αλλά η Zeng Jinping δεν ήταν απλά η σκηνοθέτης: ήταν και η ηθοποιός/τραγουδίστρια που ενσάρκωσε την κυρία Λι, τη χήρα της υπόθεσής μας. Και το πόσο άψογη στάθηκε σε όλα της, είναι πραγματικά δύσκολο να περιγραφεί. Οι εκφράσεις της –έστω και κάτω από το βαρύ βάψιμο– οι χειρονομίες της, ο αέρας της, τα τσακίσματα της φωνής στους διαλόγους, οι υπέροχες μελωδικές της κλίμακες και η απαράμιλλη χάρη με την οποία έριξε τον δάσκαλο Ντονγκ μέσα στην ίδια την παγίδα του, συγκρότησαν έναν καταπληκτικό χαρακτήρα. Μια μορφή που στο μυαλό σου καταγράφηκε όπως ακριβώς την ήθελε η περιγραφή της υπόθεσης.

Άφησα για το τέλος μια σημαντικότατη παράμετρο –τη μουσική. Μουσική νεότερης σύλληψης, χαμένη ωστόσο στην άχλη των κινέζικων αιώνων, η οποία στα αυτιά μας ήχησε ξένη μαζί και οικεία, εξωτική και γνώριμη. Ο Renjie προέβλεψε ότι πρέπει να εκτελείται με όλη την αρχαία της υποβλητικότητα, που τονίζεται από την ιδιόρρυθμη μα πρωταγωνιστική χρήση ενός μικρού τύμπανου: ο μουσικός που το αναλαμβάνει οφείλει να διαστρεβλώνει τον ρυθμό του γυρίζοντας τη ...φτέρνα του πάνω στην επιφάνειά του! Έτσι, διαρκή και προεξέχουσα θέση στην πρώτη γραμμή της κομπανίας που καθόταν διακριτικά στο αριστερό μέρος όπως κοιτάζαμε τη σκηνή, είχε η λευκή ...κάλτσα του αρχιμουσικού Yan Zirong. Καταπληκτική μουσική, εν κατακλείδει. Πλούσια μα απέριττη, άψογα ταιριασμένη στις σκηνές και στις κωμικές ή δραματικές τους κορυφώσεις. Και με σημαντικό συγκινησιακό εκτόπισμα.

Δεν άρεσε βέβαια σε όλους η παράσταση, όπως διαπίστωσα από διάφορα σχόλια που άκουσα βγαίνοντας. Κάποιοι δεν κατάφεραν να επικοινωνήσουν, ενώ άλλοι είχαν προφανώς έρθει μόνο για το εξωτικό του πράγματος –και το βρήκαν έτσι βαρύ να αφιερώσουν 2 ώρες από τη ζωή τους απλά για να διηγούνται έπειτα στους κύκλους τους πόσο «κουουλ» άτομα είναι, που πάνε και σε «τέτοια». Ωστόσο αρκετοί χειροκροτήσαμε παρατεταμένα και με αβίαστο ενθουσιασμό, βρίσκοντας την εμπειρία συναρπαστική και με σωστότατη χρονική διάρκεια.


12 Οκτωβρίου 2021

Κουβεντιάζοντας με τη Natacha Atlas, μέρος 2 (2019)


Με τη Natacha Atlas ξαναμιλήσαμε πολλά χρόνια μετά την πρώτη μας τηλεφωνική κουβέντα (λεπτομέρειες εδώ), με αφορμή όμως και πάλι έναν νέο δίσκο: πίσω στο 2006 ήταν το Mish Maoul, ενώ τον Σεπτέμβρη του 2019 ετοιμαζόταν να βγάλει το Strange Days. Το οποίο ήταν και η τελευταία της δουλειά πριν το φετινό ΕΡ The Inner & The Outer, που δίνει στο blog μια καλή αφορμή επαν-επίσκεψης σε αυτές τις παλιότερες συνομιλίες με την καλλιτέχνιδα.

Αυτή τη φορά, μάλιστα, η Atlas είχε και περισσότερο χρόνο διαθέσιμο συγκριτικά με την πρώτη μας συνδιάλεξη, καθώς βρισκόταν διακοπές στην Κρήτη (στο Ίστρον του Λασηθίου, για την ακρίβεια) με τον σύντροφό της. Είχαμε έτσι την ευκαιρία να αναπτύξουμε περισσότερο τη σχέση που έχει αποκτήσει με τη χώρα μας και με την ελληνική μουσική, αποκάλυψε μάλιστα ότι θα ήθελε να δοκιμάσει να πει ένα από τα τραγούδια του Μίλτου Πασχαλίδη.

Ασφαλώς μιλήσαμε και για τις τζαζ ανησυχίες του Strange Days, αλλά και για το πώς έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα στη Μέση Ανατολή των παράξενων τούτων ημερών, ενώ είπαμε και για τους Transglobal Underground και για τις αναμνήσεις της από τη μεγάλη συναυλία στις Πυραμίδες, στο πλευρό του Jean-Michel Jarre (The Twelve Dreams of the Sun, 31 Δεκεμβρίου 1999 & 1 Ιανουαρίου 2000).

Το αποτέλεσμα της τότε συζήτησής μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Jacques Lange, ενώ η ακόλουθη είναι του Samir Bahrir


Έμαθα ότι βρίσκεσαι διακοπές στην Κρήτη. Σου είναι οικείο το νησί; Ή είναι η πρώτη σου επίσκεψη εκεί; 

Βρίσκομαι στο Ίστρον, στο Λασήθι, κάνω διακοπές με τον σύντροφό μου Samy Bishai, ο οποίος είναι και ο συν-συνθέτης μου. Μας αρέσει πολύ εδώ. Η αγαπημένη μου στιγμή είναι το βραδάκι, όταν καθόμαστε στην τοπική ταβέρνα «Μεράκι», τρώμε καλό ελληνικό φαγητό και ακούμε φοβερή ελληνική μουσική. Παραδοσιακά τραγούδια, συνήθως, παλαιότερης εποχής. Αν και τώρα που μιλάμε παίζει Νίκο Παπάζογλου, Γλυκερία και Μίλτο Πασχαλίδη.

Η Κρήτη μου είναι οικείο μέρος, καθώς έχω ζήσει για έναν χρόνο στο Ηράκλειο όταν ήμουν 16 χρονών. Είμαι πολύ χαρούμενη που μπορώ και την επαν-ανακαλύπτω, γιατί πάντα αγαπούσα την Ελλάδα πολύ. Και ελπίζω να μπορώ να έρχομαι κάθε χρόνο!

Σε βρίσκω πολύ ενημερωμένη πάνω στην ελληνική μουσική! Υπάρχει αλήθεια κάποιο τραγούδι που θα ήθελες να διασκευάσεις; 

Ναι, θα ήθελα κάποια στιγμή να δοκιμάσω να πω ένα από τα τραγούδια του Μίλτου Πασχαλίδη. Ή κάτι παλιό, από τα παραδοσιακά της Ηπείρου.

Θα βγεις, υποθέτω, σε περιοδεία για τον νέο σου δίσκο Strange Days. Υπάρχει περίπτωση να ξανάρθεις στα μέρη μας, αυτή τη φορά για συναυλία;

Το ελπίζω πραγματικά, είναι ευχή μου να έρθω για συναυλία στην Ελλάδα.

Το Strange Days, το οποίο βγαίνει σε λίγες μέρες, διαφοροποιείται από τον προκάτοχό του Myriad Road (2015), αν και κρατάει κάποια από τα τζαζ στοιχεία που διέκριναν το τελευταίο...

Το Strange Days είναι μια δυστοπική αντανάκλαση των καιρών μας, ποτισμένη στις αραβικές μου ρίζες, αλλά κινούμενη σε ένα πλαίσιο σύγχρονης τζαζ, το οποίο αποτίνει φόρο τιμής σε διάφορες αγαπημένες μου πτυχές της τζαζ ιστορίας. 

Δεν κρύβω βέβαια ότι είμαι καινούρια στο τζαζ πεδίο. Όμως βρήκα ότι, απ' όλες τις μουσικές της Δύσης, είναι αυτή που μου προσφέρει την αίσθηση της ανακάλυψης μιας ελευθερίας. Η οποία επιτρέπει να ανατοποθετήσω τα τόσα πρόσωπα των αραβικών και μεσογειακών παραδόσεων που έχουν απαρτίσει τη μέχρι τώρα μουσική μου ταυτότητα.

Το Strange Days θα το προσφέρουμε εντωμεταξύ στο κοινό και σε διπλό βινύλιο 180 γραμμαρίων, με gatefold εξώφυλλο, σε περιορισμένα αντίτυπα.

Τι κάνει τις ημέρες μας τόσο Παράξενες, σε πλανητική κλίμακα; Καθώς ξεκινούσε ο 21ος Αιώνας δεν πιστεύαμε ότι βαδίζαμε σε μια καλύτερη περίοδο για την Ανθρωπότητα; 

Ναι, πράγματι έτσι πιστέψαμε, ότι θα ήμασταν και οι ίδιοι καλύτερες εκδοχές των ως τότε εαυτών μας –πιο εξελιγμένες και σοφότερες. Αντί γι' αυτό, όμως, ο κόσμος βαδίζει προς την απραξία, την έλλειψη δικαιοσύνης και προς έναν αναίσθητο εθισμό για την απόκτηση υλικών πραγμάτων. 

Έρχονται λοιπόν πιο παράξενες ημέρες και δεν φαίνεται να μπορούμε να σταματήσουμε τους ηλίθιους που παίρνουν την εξουσία σε διάφορα σημεία του πλανήτη, εξαπολύοντας μια νοοτροπία καταστροφής. Έχουμε γίνει απρόθυμοι παρατηρητές στο αναπόφευκτο, θεαματικό μας φινάλε.

Για σένα, πάντως, αυτός ο νέος αιώνας ξεκίνησε με ένα σπουδαίο ορόσημο, το οποίο ακόμα συζητιέται: τραγούδησες με τον Jean-Michel Jarre στις Πυραμίδες, μπροστά σε 80.000 κόσμου. Τι θυμάσαι από εκείνο το βράδυ;

Θυμάμαι ασφαλώς το τεράστιο πλήθος, όπως και το γεγονός ότι όλοι βρίσκονταν σε υπερδιέγερση. Αυτό όμως που νομίζω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ από εκείνη τη βραδιά, ήταν μια παράξενη ομίχλη που διακρινόταν στην ατμόσφαιρα.

Είκοσι χρόνια μετά, πώς αποτιμάς την εποχή που ήσουν στους Transglobal Underground; Ήταν πράγματι Διεθνείς οι Καιροί, κατά τη δεκαετία του 1990;

Ναι, ήταν. Πριν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, υπήρχε ένα κλίμα πιο παγκόσμιο, με ενεργό διάλογο μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών. Μετά, όμως, ο κόσμος άλλαξε αμετάκλητα. Και νομίζω ότι στους αιώνες που θα ακολουθήσουν θα αποτιμηθεί πιο ξεκάθαρα ο ρόλος των τότε γεγονότων ως ορόσημο για το πώς έχουν επί του παρόντος οι διεθνείς σχέσεις, για την όλη παράνοια και για τον θεσμικό ρατσισμό.

Σήμερα, κάτω από τον μανδύα μιας ευκολοπλασάριστης ρητορικής –που όμως διακατέχεται από ακραία καπιταλιστική πλεονεξία– οι Δυτικές υπερδυνάμεις δικαιολογούν τις πιο άνομες πράξεις στο όνομα της «παγκόσμιας ειρήνης και της ευτυχίας». Ενώ το μόνο που συμβαίνει, είναι η αύξηση των κερδών τους σε βάρος των 2/3 του πληθυσμού του πλανήτη. Η ιστορία θα αποδειχθεί ο υπέρτατος κριτής όλων όσων έχουν γίνει αυτό το διάστημα. 

Δεν σου είπα όμως εν τέλει για τους Transglobal Underground. Έχω πολύ αγαπημένες μνήμες από τον καιρό μαζί τους, ιδιαίτερα από τις περιοδείες μας. Ίσως μάλιστα η πιο αγαπημένη μου στιγμή να είναι η συναυλία που δώσαμε στη Θεσσαλονίκη!

Αφού μιλήσαμε τόσο για τον κόσμο γενικά, ας πούμε δυο λόγια και για τη Μέση Ανατολή. Το 2006, σε μια άλλη, μακρινή συνέντευξη που κάναμε μαζί, μου είχες πει για το πόσο ανήσυχη αισθάνεσαι για την κατάσταση στην περιοχή. Από τότε έχουν συμβεί πάρα πολλά πράγματα, αλλά τελικά αυτό δεν είναι και πάλι το αίσθημα που επικρατεί; 
 
Νομίζω ότι σε καμία περιοχή δεν εξελίσσονται τα πράγματα όπως ακριβώς τα προβλέπεις, αλλά ναι, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τη Μέση Ανατολή. Ίσως λόγω της σύνθετης φύσης των κοινωνικών και οικονομικών της δομών. Πάντως αυτή η αδυναμία πρόβλεψης των εξελίξεων στην περιοχή οφείλεται και σε εσωτερικούς λόγους, αλλά και σε λόγους σχετιζόμενους με τις εξωτερικές παρεμβάσεις. 

Σήμερα, αν κοιτάξεις την πλανητική κλίμακα, τίποτα δεν φαίνεται να έχει πάει όπως πολλοί περίμεναν κάποια μόλις χρόνια πριν: είναι ξεκάθαρο ότι, για τους περισσότερους ανθρώπους, τα πράγματα δεν πάνε προς το καλύτερο. Δεν είναι μόνο η Μέση Ανατολή, αλλά και ο Ντόναλντ Τραμπ, το Brexit, η κατάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Νότια Αμερική, η Αφρική. Η λίστα της απογοήτευσης, είναι μακρά. 

Αν όντως η παιδεία είναι το κλειδί της περαιτέρω εξέλιξής μας, τότε θα πρέπει σίγουρα να επενδύσουμε όλοι στο πώς θα εκπαιδεύσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας. Ίσως, μάλιστα, θα πρέπει να το ξεκινήσουμε αυτό από τις κυρίαρχες τάξεις. Όμως παραμένει το αιώνιο ερώτημα: πώς ακριβώς θα γίνει κάτι τέτοιο; 




11 Οκτωβρίου 2021

Κουβεντιάζοντας με τη Natacha Atlas, μέρος 1 (2006)


Αν και το κοινό που ασχολείται ενεργά με τη λεγόμενη «world music» είναι ενημερωμένο ήδη από τον Μάιο, οι υπόλοιποι μόνο κατά τύχη θα μάθουμε σερφάροντας στον Τύπο ότι ανάμεσα στους καλλιτέχνες που επέστρεψαν φέτος στη δισκογραφία ήταν και η Natacha Atlas.

Το EP The Inner & The Outer τη βρίσκει να συνεχίζει τις ηχητικές εξερευνήσεις των τελευταίων χρόνων, απομακρυνόμενη ωστόσο από το τζαζ κλίμα του δίσκου Strange Days (2019), χάριν διαδρομών (πιο) ηλεκτρονικών. Στο τέλος της δημοσίευσης, λ.χ., μπορείτε να ακούσετε το "The Outer", βλέποντας παράλληλα και το κάτι σαν βιντεοκλίπ που το συνοδεύει οπτικά, με animations φτιαγμένα από την Clara Liu. Πρόκειται για ένα τραγούδι με ευδιάκριτο beat –από τον παραγωγό Samy Bishai– αλλά και με εξτρά αναλογικά synths, παιγμένα από τον καλεσμένο Jason Singh.

Η Natacha Atlas είναι για μένα μια πολύ αγαπημένη φωνή με αληθώς παγκόσμιες προεκτάσεις. Ενώ δηλαδή κουβαλά έντονες αιγυπτιακές/ανατολικομεσογειακές μνήμες, νιώθει παράλληλα πολύ άνετα πάνω στον όποιον Δυτικό καμβά, γενόμενη έτσι εξαιρετικά οικεία σε χώρες-σταυροδρόμια σαν τη δική μας. Την πρωτοπρόσεξα όταν έπεσα πάνω στο άλμπουμ Dream Οf 100 Nations των Transglobal Underground (1993), και την ακολουθώ πιστά από τον πρώτο της σόλο δίσκο Diaspora (1995) και μετά.

Η τύχη, μάλιστα, τα έφερε έτσι ώστε η πρώτη συνέντευξη της καριέρας μου να γίνει μαζί της. Είχα γυρίσει τότε από τη Βρετανία, οπότε η ενασχόλησή μου με τα μουσικοδημοσιογραφικά είχε πυκνώσει. Μια μέρα του 2006, λοιπόν, ο Μάρκος Φράγκος μου ζήτησε να τηλεφωνηθώ με τη Natacha Atlas, με αφορμή την έκδοση του δίσκου Mish Maoul. Ακόμα θυμάμαι την ανακατωσούρα άγχους και ενθουσιασμού, όπως και τα γέλια που κάναμε με την Atlas στην πορεία, η οποία μπορεί να μην είχε πολύ χρόνο διαθέσιμο, εντούτοις ήταν κεφάτη.

Το κείμενο που προέκυψε από την τότε κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Frederic Reglain, ενώ η κάτωθι στον Youssef Nabil. Αμφότερες δόθηκαν για τις ανάγκες της τότε συνέντευξης


Τι σημαίνει ο τίτλος του νέου σου άλμπουμ, Mish Maoul;

Σημαίνει «δεν το πιστεύω!». Είναι μια καθημερινή φράση που χρησιμοποιείται συχνά στην Αίγυπτο, μα και σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής.

Αληθεύει ότι για το Mish Maoul ανέτρεξες στις παιδικές σου αναμνήσεις από τη μαροκινή συνοικία στις Βρυξέλλες;

Ναι, το έχω ξανακούσει αυτό... Δεν είναι και τόσο αλήθεια, πάντως: ισχύει για ένα συγκεκριμένο τραγούδι και μόνο. Ο υπόλοιπος δίσκος έχει ποικίλες αναφορές στη Μέση Ανατολή, στη Βόρεια Αφρική, σε πιο Δυτικά μου ακούσματα. Για μένα ήταν δηλαδή μια γενικότερη επιστροφή στις ρίζες μου, όχι μόνο στις αναμνήσεις μου από τις Βρυξέλλες.

Πες μου όμως και για τη Golden Sound Studio Orchestra of Cairo, που συμμετέχει στο άλμπουμ...

Δεν είναι φανταστική; Δεν είναι αληθινή ορχήστρα, ξέρεις! (γέλια) Απαρτίζεται από διάφορους session μουσικούς του Καΐρου, οι οποίοι απλά μαζεύονται σε ένα στούντιο της πόλης με το όνομα Golden Sound. Τους γνώρισα όσο ηχογραφούσα εκεί το Ayeshteni (2001) και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Αποφάσισα λοιπόν να τους χρησιμοποιήσω.
Μέχρι τώρα έχεις βγάλει αρκετούς δίσκους, οι οποίοι δεν μπαίνουν ωστόσο εύκολα κάτω από ταμπέλες και κατηγορίες. Εσύ πού θα κατέτασσες αλήθεια τη δουλειά σου;

Η μουσική μου είναι αραβική. Καταλαβαίνω ότι διαφέρει από τη mainstream αραβική pop, όμως εκεί γενικά θα την ταξινομούσα. Εσάς ίσως σας κάλυπτε ένας όρος σαν το αραβική alternative pop, εγώ προτιμώ να τη βλέπω σαν ένα καβούρι που κινείται πλάγια στον κόσμο της σύγχρονης αραβικής μουσικής.

Τι σου αρέσει να ακούς στον ελεύθερό σου χρόνο;

Πολλά πράγματα… Αραβική pop, κλασική μουσική, χιπ χοπ… Μου αρέσει πολύ και το R'n'B/hip hop κράμα, βρίσκω ότι είναι η πιο αντιπροσωπευτική μουσική των νέων της εποχής μας. 

Στο αυτοκίνητό μου ακούω επίσης πολύ Mohammed Fouam και Nancy Azram, ο Fouam είναι Αιγύπτιος και η Azram από τον Λίβανο. Οι Ευρωπαίοι φίλοι μου δεν μπορούν να τους ακούν –τους πέφτει πολύ αραβική η μουσική τους! (γέλια) Αλλά εγώ τους βρίσκω καταπληκτικούς.

Έχεις ζήσει πράγματι κάποιο διάστημα στην Ελλάδα;

Ναι, είναι αλήθεια! Μου αρέσει πολύ η Ελλάδα, υπάρχουν στιγμές που αναπολώ τα νησιά της, τη θάλασσα και τη φύση της. Αλλά και από τους ανθρώπους έχω ωραίες αναμνήσεις. Οι Έλληνες είστε επίσης καλό ακροατήριο και φαίνεται να σας αρέσει η αραβική μουσική.

Είσαι επίσης μια έμπειρη χορεύτρια της κοιλιάς, σωστά;

Ε, όχι και τόσο έμπειρη... Δεν μπορώ να συγκριθώ δηλαδή με τις επαγγελματίες χορεύτριες. Έμαθα τον χορό της κοιλιάς μεγαλώνοντας, έκανα πολύ λίγα μαθήματα. Μου αρέσει όμως πραγματικά. Είναι στιγμές στις συναυλίες, όταν η ορχήστρα παίζει, που το μόνο το οποίο σου έρχεται να κάνεις είναι να χορέψεις.
Τι αναμνήσεις σου άφησε η θητεία ως Πρέσβειρα Καλής Θέλησης των Ηνωμένων Εθνών κατά του ρατσισμού;

Πολύ καλές! Με κολάκεψε που μου ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Το είδα σαν ευκαιρία για να κάνω κάτι σημαντικό. Και ήταν πράγματι μια εμπειρία που άξιζε.

Παρακολουθείς όπως γνωρίζω την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Πώς τα βλέπεις τα πράγματα;

Την παρακολουθώ στενά. Δεν υπάρχει χρόνος για να επεκταθώ, όμως είναι τραγικά τα πράγματα. Έχει διαμορφωθεί μια πολύ, πάρα πολύ δυσάρεστη κατάσταση.

Πιστεύεις ότι θα έχουμε έναν ακόμα πόλεμο, στο Ιράν;

Όλοι όσοι εμπλέκονται πρέπει να κάτσουν και να το σκεφτούν, γιατί δεν είναι καθόλου συνετό να προκαλέσουν κάτι τέτοιο. Αν γίνει ένας νέος πόλεμος θα ανακατευτούμε όλοι αυτή τη φορά και τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά. 

Γενικά η Ανθρωπότητα πρέπει να προχωρήσει σαν είδος, πρέπει να μάθει να λύνει αλλιώς τα προβλήματά της. Αληθινά ελπίζω πως ο πόλεμος θα αποφευχθεί.

Εσύ τι σχέδια έχεις για το άμεσο μέλλον;

Ετοιμάζω δύο πολύ διαφορετικούς δίσκους, έναν με τον Marc Eagleton, με τζαζ και latin επιρροές, και έναν ακόμα όπου θα αναμειγνύω ευρωπαϊκή κλασική μουσική με αραβικές και ιρανικές μελωδίες. 

Παράλληλα δουλεύω ξανά και με τους Transglobal Underground, σε ένα soundtrack. Είναι μια ταινία για μια κοπέλα από την Αμερική, η οποία έρχεται στο Κάιρο για να μάθει τον χορό της κοιλιάς! (γέλια)



02 Οκτωβρίου 2021

40 χρόνια από το ντεμπούτο των Χειμερινών Κολυμβητών - μια συνέντευξη με τον Αργύρη Μπακιρτζή (2019)


«Στο Φάληρο που πλένεσαι, περιστεράκι γένεσαι
σε είδα χθες με το μαγιό, γεια σου τσαχπίνα μου Μαριώ»

Όταν το έγραφε αυτό ο Μάρκος Βαμβακάρης, πίσω στο 1937, δεν φανταζόταν ασφαλώς πόσο θα επηρέαζε την αισθητική που θα λάνσαραν το 1981 οι Χειμερινοί Κολυμβητές –εμπλουτισμένη βέβαια από το δικό τους εδώ και τώρα. 

Φέτος συμπληρώνονται λοιπόν 40 έτη από εκείνο το ντεμπούτο των Χειμερινών Κολυμβητών που πήρε τα μυαλά πολλών από μας, κάνοντάς μας πιστούς ακόλουθους στα χρόνια που κύλησαν έκτοτε. Οι ίδιοι, ωστόσο, γιορτάζουν αθόρυβα, με τον τρόπο που ξέρουν καλύτερα: πάνω στη σκηνή, ενώπιον κοινού. 

Ως ...Χειμερινοί Κολυμβητές, επίσης, ο Αργύρης Μπακιρτζής και η παρέα του (Κώστας Βόμβολος, Μιχάλης Σιγανίδης, Κώστας Σιδέρης, Διονύσιος Ρούσσος, Μπάμπης Παπαδόπουλος & Χάρης Παπαδόπουλος) δεν πτοούνται από τη δροσιά που έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή –μπήκαμε άλλωστε στον Οκτώβρη. Γι' αυτό και ετοιμάζονται για μια «τελευταία βουτιά του καλοκαιριού», όπως λένε. Δηλαδή για μια συναυλία στο Faliro Summer Theater, την Τετάρτη 6 Οκτωβρίου.

Η όλη περίσταση (συναυλία, επέτειος 40 ετών για το ιστορικό πλέον ντεμπούτο) δίνει μια καλή ευκαιρία επαν-επίσκεψης σε μια κουβέντα που κάναμε με τον Αργύρη Μπακιρτζή τον Φεβρουάριο του 2019. Αφορμή ήταν και τότε μια συναυλία τους στην Αθήνα (στο Gagarin), η οποία επέτρεψε να ανοίξουμε τη βεντάλια της συζήτησης, φτάνοντας στο κακό που ορθώνεται στις κοινωνίες μας με όρους Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, στο Πράσινο Βιβλίο και (αναπόφευκτα;) στις Κυριακές στην επαρχία.

Η κουβέντα αυτή δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


«Πολύς, αδικαιολόγητα πολύς καιρός έχει περάσει από τότε που οι Χειμερινοί Κολυμβητές ήρθαν στο Gagarin». Πέντε χρόνια, αν μετράω σωστά. Έτυχε; Ή έχουμε συνηθίσει όλοι λίγο-πολύ το 205 της Λιοσίων ως στέγη άλλου τύπου συναυλιών;

Δεν ψάχνουμε στέγες κάποιου τύπου συναυλιών. Μου τηλεφώνησαν απ' το Gagarin και με ευχαρίστηση αποδεχθήκαμε την πρόταση, γιατί και καλές αναμνήσεις από εκεί είχαμε και δεν δεχόμαστε και  πολύ συχνά προτάσεις. Το σύστημα των συναυλιών λειτουργεί κατά κύριο λόγο με μάνατζερ που δεν διαθέτουμε –ή μάλλον διαθέτουμε, έναν εξαιρετικά συμπαθή, που όμως δεν θυμάμαι να μας έχει κλείσει καμιά εμφάνιση. 

Κάτι σχετικά με τους μάνατζερ έχει ενδιαφέρον. Παρατήρησα ότι τα καλοκαίρια στα διάφορα φεστιβάλ πηγαίνουν οι ίδιοι και οι ίδιοι. Είχα ένα ερωτηματικό πάνω σ' αυτό, το οποίο απαντήθηκε όταν μου τηλεφώνησαν από ένα φεστιβάλ –πολύ εναλλακτικό, όπως αυτοδιαφημίστηκαν– σε ένα δάσος στη Δυτική Μακεδονία. Και όταν τους ρώτησα πώς με βρήκαν, μου είπαν ότι αρρώστησε ένας καλλιτέχνης του προγράμματος και κάποιος μουσικός την τελευταία στιγμή συνέστησε εμάς να τον αντικαταστήσουμε. Μου είπαν πως μας εκτιμούν πολύ και όταν τους ρώτησα γιατί δεν μας έχουν προσκαλέσει ποτέ, μου απάντησαν ότι το πρόγραμμα το κανονίζει κάθε φορά κάποιος μάνατζερ. Τους ρώτησα πώς εσείς, τόσο εναλλακτικοί,  δεν αποφασίζετε για το ποιοι θα έρθουν; Φυσικά δεν πήγαμε. 

Το σύστημα, όπως θα καταλάβατε, λειτουργεί κάπως σαν τα έτοιμα playlists πολλών ραδιοφωνικών σταθμών. Δεν κατηγορώ αυτό το σύστημα, το αναφέρω για να ξέρει ο κόσμος τί γίνεται, καθώς και ως σχόλιο στην εναλλακτικότητα.

Η συναυλία σας αυτή έρχεται με μία από τις πιο όμορφες αφίσες που έχουμε δει την τελευταία δεκαετία για ζωντανό δρώμενο στην πόλη μας. Είχατε ανάμειξη;

Έστειλα στο Gagarin φωτογραφίες και παλιές αφίσες. Δεν θυμάμαι αν στο υλικό που έστειλα υπήρχε καμιά τέτοια παλιά αφίσα. Κάτι μου θυμίζει, δεν είμαι όμως σίγουρος –και τα mail που έστειλα, τα 'χω σβήσει. Αν την έκαναν τα παιδιά απ' το Gagarin, τα συγχαίρω· είναι πράγματι πολύ ωραία αφίσα. Θα το ρωτήσω κι ελπίζω να θυμηθώ να σας ενημερώσω.

«Μα πού θα πάει ο καιρός κι οι βουρλισμένοι χρόνοι», κοντεύουμε πια 40 επίσημα έτη για τους Χειμερινούς Κολυμβητές. Θα εορταστούν κάπως ιδιαίτερα; Με κάποιον νέο δίσκο, για παράδειγμα; Ή δεν σας αφορούν τέτοιες επέτειοι;

Ωραίες είναι αυτού του είδους οι επέτειοι, όλο και θα βρούμε κάτι ή πολλά να κάνουμε. Δίσκους θέλω να βγάλουμε σύντομα, γιατί σκοπεύω να κάνω έναν καθαρισμό αρκετών πολυπόδων στη μύτη που δυσκολεύουν την αναπνοή, ξυπνώ συνέχεια γιατί ξεραίνεται το στόμα, επιβαρύνουν και την υγεία των δοντιών. Οπότε λέω να τραγουδήσω σε μερικούς δίσκους που θέλω να κάνουμε –τρεις, συγκεκριμένα– μήπως βγω και castratto απ' την ιστορία αυτή. Θα μου πείτε, αυτό θα είναι ενδιαφέρον και σίγουρα θα πέσει πολύ γέλιο.

«Κυριακή στην επαρχία, με βροχή απ’ το πρωί/φεύγει όλη η ζωή μας στο φαΐ και στη σιωπή». Έχουν αλλάξει οι Κυριακές στην επαρχία, από τότε που γράφτηκε το τραγούδι; Μπήκε λ.χ. και το ίντερνετ στην εξίσωση ή ίσως οι σειρές στο Netflix;

Το φαΐ, οπωσδήποτε, κυριαρχεί. Η σιωπή κολλάει τέλεια στο ιντερνέτ, όλοι σκυμμένοι στα κινητά τους. Το ίντερνετ το λέω ιντερνέτ και το φέησμπουκ, φεησμπούκ και η οικογένεια με κοροϊδεύει. Όμως τους περιέλαβα στο τραγούδι μου "Κατά Φεησμπούκ".

Τις σειρές, πού να τις κατατάξω; Παλιά προσπαθούσαμε τα παιδιά να μην βλέπουν πολύ τηλεόραση, τώρα παρακαλάμε μήπως και δουν καμιά ταινία και γλιτώσουν λίγο απ' το Φεησμπούκ και τα άλλα. Ταινίες βλέπω πολλές, αυτές τις μέρες το Πράσινο Βιβλίο και το Ρόμα· και οι δυο τέλειες. Τις σειρές τις κορόιδευα, ως ότου είδα μερικές που με καθήλωσαν, στο Cosmote  Cinema. Ενδεικτικά αναφέρω τις Luther, Fortitude, Tin Star, Τaboo, Peaky Blinders, Game Of Thrones και το αριστουργηματικό Vinyl των Μάρτιν Σκορτσέζε & Mick Jagger, το οποίο κόπηκε απ' την ΗΒΟ –κάτι που μαρτυρά μεγάλο ξεπεσμό του μεγάλου αδελφού, όπως έχω αναφέρει και σε μια άλλη πρόσφατη συνέντευξή μου. 

Όπου, να το πω με την ευκαιρία, μου συνέβη τo εξής εξωφρενικό. Έδωσα τρεις πολύ εκτεταμένες και νομίζω ενδιαφέρουσες απαντήσεις, στις τρεις ερωτήσεις που μου υποβλήθηκαν γραπτώς. Ο δημοσιογράφος αντέγραψε μια παλιά μου συνέντευξη, πιθανολογώ πριν 20-25 περίπου χρόνια, σίγουρα από κάπου στο ιντερνέτ,  και την προέταξε στις τωρινές μου απαντήσεις. Οι οποίες έτσι  φυσικά υποβαθμίστηκαν και το νόημά τους αλλοιώθηκε. Μπήκε κι ένας «πιασάρικος» τίτλος, για να μας τιμήσει υποθέτω, για μας όμως ταπεινωτικός, αφού ένα πρόβλημα που απασχολεί πάρα πολλούς συναδέλφους σχετικά με τα ψηφιακά δικαιώματά μας τέθηκε σαν δικό μας μόνο πρόβλημα. Έστειλα ένα μέιλ, αλλά ούτε απάντηση πήρα, ούτε αποκατάσταση έγινε.

Το 1997 βγάλατε έναν από τους δίσκους σας που αγαπώ ιδιαιτέρως, τη Μαστοράντζα Του Ερντεμπίλ. Σε αυτόν ζωντανεύει ένας ευρύτερος γεωγραφικός χώρος, μέσα στον οποίον ήρθαν κάποτε σε επαφή ο βυζαντινός κόσμος κι εκείνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας –με αποτέλεσμα, έτσι, να ζωντανεύουν και όσα μας ενώνουν στη συγκεκριμένη γειτονιά. Τι θα έλεγε πιστεύετε ο Σαγιάτ Νοβά, αν μπορούσε να βιώσει ως παρατηρητής τις πρόσφατες εξελίξεις στο Μακεδονικό;

Ο Βαγγέλης Παπαζαχαρίου, που έγραψε τους στίχους, μπορεί να σας πει πάρα πολλά και πολύ πρωτότυπα και ριζοσπαστικά, μεσ' απ' τα βιβλία του και πιθανόν δια ζώσης, αν τον ψάξετε και έχει διάθεση να μιλήσει, που συνήθως έχει. Στην 4η στροφή του τραγουδιού ακούμε: «Από τον Πύργο της Βαβέλ κρατάει / είπε το όρος Αραράτ, τον είδα / χωριό του ο έρωτας και τραγουδάει / πως η αγάπη δεν έχει πατρίδα».   

Τραγουδήσατε πρόσφατα, δίπλα στον Βαγγέλη Καζαντζή, το "Η Ζωή Ξυπνάει Για Δουλειά", για τον Σαχζάτ Λουκμάν: έναν συνάνθρωπό μας που δολοφονήθηκε την ίδια χρονιά με τον Παύλο Φύσσα (2013), κι αυτός από στοιχεία προσκείμενα στη Χρυσή Αυγή, χωρίς ωστόσο ο δικός του χαμός να πυροδοτήσει ανάλογες αντιδράσεις ή να λάβει αντίστοιχη δημοσιότητα. Θα 'ναι πάντα άλλο ο «ξένος και φτωχός» κι άλλο ο «γραικός», ακόμα και σε μια τέτοια περίπτωση;

Αυτό δεν είναι απόλυτο. Ο ξένος είναι ιερός στην παράδοσή μας. Συμβαίνει όμως στις σκοτεινές παρυφές της κοινωνίας μας, που δυστυχώς αυτόν τον καιρό σαν μολυσματική σκιά απλώνεται στον κόσμο, σαν το «κακό» στον Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών.  

Σε άλλες σας συνεντεύξεις, έχετε δηλώσει ότι παρακολουθείτε αρκετά την πολιτική επικαιρότητα. Πώς βλέπετε λοιπόν τις επικείμενες εκλογές;

Έχετε δίκιο. Την παρακολουθώ. Τις βουλευτικές θα εννοείτε. Εκεί ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έχει ισχυρούς συμμάχους αρκετούς απ' τους αντιπάλους του,  κι έτσι το παιχνίδι δεν παίζεται στα ίσια. 

Παρακολουθώντας λοιπόν αυτόν τον καιρό την πολιτική επικαιρότητα θυμήθηκα το παρακάτω, και το θυμάμαι συχνά: διάβαζα ένα πολύ ωραίο διήγημα επιστημονικής φαντασίας, με ταξίδι στον χρόνο. Μια οικογένεια, με δύο παιδιά, είχαν πάει στα Ιεροσόλυμα τις μέρες του Πάσχα ως ταξιδιώτες του χρόνου, με γραφείο ταξιδίων, εκπαίδευση στη γλώσσα, στη συμπεριφορά κλπ. Συμμετέχοντας στην ανάβαση του Ιησού στον Γολγοθά, ρίχνοντας ντομάτες και βρίζοντας –όπως τους είχαν εκπαιδεύσει να κάνουν για να μην τους αντιληφθούν– ήρθε του ενός παιδιού να ουρήσει. Πήγαν πίσω από ένα σπίτι και, βλέποντας μια οικογένεια φοβισμένη, να κρύβεται σ' ένα ημιυπόγειο, κατάλαβαν πως οι ντόπιοι κρύβονταν και όσοι συμμετείχαν στην πορεία του μαρτυρίου ήταν ταξιδιώτες του χρόνου. 

Την παραπάνω ιδέα τη συσχετίζω με το εξής: αυτόν τον καιρό αισθάνομαι ότι οι περισσότεροι υποστηρίζουν ό,τι υποστηρίζουν για άλλους λόγους από εκείνους που επικαλούνται. Πού ήταν όλοι αυτοί που φωνάζουν σήμερα για τη Μακεδονία, όταν επί τόσες δεκαετίες το όνομα χρησιμοποιούνταν και από εμάς για να αποτρέψουμε τη βουλγαρική διείσδυση ή δεν αντιδρούσαμε στη χρήση του; Πού ήταν όλοι αυτοί οι πολεμοχαρείς  όταν στους χάρτες των  αναγνωστικών του δημοτικού, στη θέση της γείτονος αναγραφόταν Μακεδονία; Πού ήταν όταν το επίσημο κράτος κυνηγούσε τη σλαβική διάλεκτο, την ώρα που ο οπλαρχηγός καπετάν Κώττας –εμβληματικός Έλληνας οπλαρχηγός– ήταν σλαβόφωνος και αρβανιτόφωνος, όπως και ο Μάρκος Μπότσαρης και οι Σουλιώτες; Πόσοι από μας θα υποστηρίζαμε, αν ζούσαμε τότε, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος αν δεν έκανε το 1916 την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης, τότε αντίο Βόρεια Ελλάς για την Ελλάδα; Ο Σέρβοι περίμεναν στα 50 χλμ. 

Φοβάμαι ότι τώρα το πρόβλημα, για τους υποκινητές των διαμαρτυριών, δεν είναι τόσο η Μακεδονία, αφού τα μάτιά μας τα βγάζαμε τόσες δεκαετίες, όσο το να φύγει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Και βάζουν φωτιά στον τόπο. Ξεχνάμε πόσες φορές την εθνικιστική έξαρση ακολούθησε εθνική καταστροφή. Καταλήγω λοιπόν ότι άλλες είναι οι αιτίες των διαμαρτυριών. Αυτές αξίζει να εντοπίσουμε. Για παράδειγμα, δεν μου βγαίνει από το μυαλό  ότι η πλειονότητα των βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας συμφωνεί και επί πλέον ανακουφίστηκε με την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών. 

Για να μην παρεξηγιόμαστε, τα παραπάνω τα λέω ανεξάρτητα απ' τη δική μου θέση για τη συμφωνία. Το ότι δεν έχω βρεθεί σε κόμματα δεν το θεωρώ προσόν, απλά μου ήταν ξένο και είχε κι ένα καλό: μου επέτρεψε να διατηρώ το δικαίωμα να κριτικάρω και να αμφιβάλλω. 

«Στο 'χω πει πολλές φορές, ό,τι χάσαμε δεν θα το ξαναβρούμε». Πώς πορευόμαστε, τώρα που σιγά-σιγά την τρώμε κι αυτήν τη δεκαετία του 21ου; Τι λέει το γκάλοπ; Θα βρούμε τουλάχιστον το χιούμορ μας ή πάει, το έφαγε η Κρίση;

Όποιος το 'χασε το 'χασε, αυτός που το 'χει το χαίρεται. Η Κρίση το επιτείνει και στις δύο περιπτώσεις. Το κακό με το πέρασμα της δεκαετίας είναι πως μας προσθέτει χρόνια και μας κάνει να νιώθουμε χαζοχαρούμενοι, κυρίως στο πάλκο, όταν κυριολεκτικά νιώθουμε κάπου γύρω στα είκοσι.