13 Σεπτεμβρίου 2021

Δήμητρα Γαλάνη - συνέντευξη (2014)


Ήθελα πάντοτε να προσδιορίζομαι ως (μουσικο)κριτικός και όχι ως «γραφιάς» ή ως δημοσιογράφος, ωστόσο σύντομα αντιμετώπισα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα που είχαν βρει μπροστά τους και παλαιότεροι από μένα στον χώρο: ούτε ο κόσμος καταλαβαίνει τι δουλειά κάνεις αν πεις κάτι τέτοιο, ούτε και η εφορία το αναγνωρίζει, όταν πας να εκκινήσεις επάγγελμα και ψάχνεις τον κατάλληλο κωδικό. 

Συμβιβάζεσαι λοιπόν με τον ρόλο του «δημοσιογράφου» και όντως αυτό κάνεις τελικά, στο πρακτικό κομμάτι ενός επαγγέλματος που στη χώρα μας μόνο έτσι δεν αντιμετωπίζεται πλέον, ύστερα από τη βαθμιαία, σταθερή, ενίοτε εντυπωσιακή καθίζηση του οικοδομήματος που κάποτε αποκαλούσαμε «εγχώριο μουσικό Τύπο».

Κάποιες φορές, μολαταύτα, έτυχαν κι εκείνες οι συνεντεύξεις που τις χάρηκα πολύ και τις θυμάμαι ακόμα καθώς κυλούν τα χρόνια. Τις οποίες ενδεχομένως δεν θα είχα κάνει ποτέ, αν δεν ασκούσα τη (μουσικο)δημοσιογραφία.

Στην εν λόγω κατηγορία ανήκει και η Δήμητρα Γαλάνη, που όπως βλέπω ετοιμάζεται για μια μεγάλη αθηναϊκή συναυλία αυτές τις μέρες: Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου, στην Τεχνόπολη, υπό τον τίτλο «Έρωτα Εσύ...». Πρόκειται για ένα αφιέρωμα στο ερωτικό τραγούδι, το οποίο θα φιλοξενήσει τόσο εγχώριες, όσο και διεθνείς επιλογές. Συναυλιακή ήταν όμως και η αφορμή της συνάντησής μας, πίσω στις αρχές του 2014. Είχε βγάλει τότε τον δίσκο Αλλιώς κι ετοιμαζόταν για έναν μικρό κύκλο εμφανίσεων στο PassPort, σε συνθήκες μνημονιακώς δύσκολες για τη χώρα μας. 

Κανονίσαμε λοιπόν και ήπιαμε καφέ, πιάνοντας από το Αλλιώς το νήμα μιας κουβέντας που σύντομα έγινε αυτό που λέμε «εφ΄ όλης της ύλης». Η Γαλάνη αποδείχθηκε άλλωστε άνθρωπος με τον οποίον μπορείς να συζητάς για ώρες, τόσο για το παρελθόν, όσο και για το παρόν (ακόμα π.χ. και για το χιπ χοπ). Το είχα καταλάβει και από τον πρώτο κύκλο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, όταν χωρίς να γνωρίζει ούτε εμένα, ούτε τον Στυλιανό Τζιρίτα, δέχτηκε να έρθει καλεσμένη στην εκπομπή –χωρίς ατζέντα, χωρίς τίποτα προκαθορισμένο. Το γέλιο που ρίξαμε με το απίθανο χιούμορ της, ακόμα το θυμόμαστε. Δυστυχώς τότε δεν είχαμε το μυαλό να σώζουμε κάπου τα σόου, κάτι που μετανιώσαμε όταν ήταν πια αργά για τη Συχνοτική Συμπεριφορά.

Τα αποτελέσματα της κουβέντας του 2014 έγιναν λοιπόν κείμενο, το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές τροποποιήσεις αισθητικής φύσης, εν όψει της συναυλίας της 16/9 στην Τεχνόπολη.


Ξαναβρίσκεστε με τον Παρασκευά Καρασούλο χάρη στο νέο άλμπουμ Αλλιώς (2013), παλιό σας γνώριμο στη δισκογραφία, με τον οποίον είχατε όμως καιρό να συναντηθείτε δημιουργικά...

Η σχέση μας είναι σχεδόν καρμική... Υπάρχουμε πάντα ο ένας για τον άλλον, ακόμα κι όταν έχουμε καιρό να βρεθούμε. Ο Παρασκευάς γενικότερα δεν είναι παραγωγικός, με την έννοια του «γράφω συνέχεια και για όλους». Επιλέγει πολύ τις δουλειές που κάνει και συναντιόμαστε όταν το αισθανόμαστε και οι δύο ότι κάτι πρέπει να συμβεί. Αλλά κάθε φορά αισθάνομαι ότι υπάρχει μια ταύτιση μεταξύ μας. 

Έχω την αίσθηση δηλαδή ότι είναι σαν να γράφω η ίδια. Ή μάλλον έτσι πιστεύω ότι θα έγραφα αν είχα την ποιητική φλέβα και δύναμη την οποία διαθέτει ο λόγος του. Καταφέρνει να μιλάει τόσο προσωπικά και την ίδια στιγμή να μεταδίδει ένα μήνυμα τόσο ισχυρά συνολικό. Έχει λοιπόν μεγάλη βαρύτητα ο λόγος του για μένα: γιατί ακόμα κι όταν κινείται σ' ένα ερωτικό επίπεδο, υπάρχει πάντα και μια άλλη, πιο βαθιά ανάγνωση. Κι αυτό εμένα με μαγεύει.

Δουλέψατε με διαφορετικό τρόπο από ότι στο παρελθόν;

Δουλέψαμε θα έλεγα όπως και στο Φως (1991). Σαν να υπάρχει ένα σενάριο και οι μουσικές που γράφονται να αποτελούν το soundtrack. Υπάρχει μια κεντρική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος. Στη δημιουργική μας παρέα  προστέθηκε και ο συνεργάτης μου ο Χρυσόστομος Μουράτογλου, με τον οποίον είχαμε κάνει παλιότερα και τα "Στερεότυπα", αναλαμβάνοντας παράλληλα και τη διεύθυνση παραγωγής του δίσκου, όπως και τις ενορχηστρώσεις. 

Επίσης, κάναμε με τον Χρυσόστομο κάτι που στην Ελλάδα δεν συνηθίζεται: συνυπογράψαμε συνθετικά κάποια από τα τραγούδια. Στη χώρα μας δεν υπάρχει βλέπεις η κουλτούρα της ομάδας, κάτι πολύ διαδεδομένο στο εξωτερικό. Εμένα, όμως, αν κάτι μ' έμαθε η μουσική, είναι αυτός ακριβώς ο πολιτισμός της συλλογικότητας. Με γοητεύει να υπάρχει ένας τέτοιος διάλογος ανάμεσα στους συντελεστές ενός τραγουδιού. Είναι ένας από τους βασικούς λόγους που συνεχίζω.

Έχω πάντως την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο θέμα κουλτούρας. Έχει να κάνει και με σας πιστεύω, με το ποια είστε. Σε αντίθεση ας πούμε με άλλα μεγάλα ονόματα της δικής σας γενιάς, δεν είστε δυσθεώρητη και απομακρυσμένη. Ζείτε στο κέντρο της Αθήνας, σας συναντάμε συχνά σε συναυλίες, κάνετε παρέα με νέους ανθρώπους –και παίζετε και μαζί τους...

Ναι, οπωσδήποτε ο τρόπος ζωής μου είναι απόρροια του πώς αισθάνομαι. Για να το πω έτσι απλά, θέλω να κάνω κανονικά πράγματα στη ζωή μου. Κι αυτά είναι κανονικά πράγματα. Ξέρεις, δεν μου αρέσει να ζούνε άλλοι για μένα: εγώ θα σηκωθώ αύριο το πρωί και θα πάω στον μπακάλη για τα απαραίτητα ψώνια, για παράδειγμα. Η ζωή μου και η καθημερινότητά μου έχουν δηλαδή μια κανονικότητα. Κι αυτό το πνεύμα διέπει και την όποια μου κοινωνική συναναστροφή –από μια καλημέρα που θα ανταλλάξω στη γειτονιά, ως το πώς θα σταθώ ανάμεσα στους φίλους, στους μουσικούς και τους δημιουργούς με τους οποίους συνεργάζομαι. Μου αρέσει να είμαι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο οποίος μπορεί όμως και να σου τραγουδάει. Μ' αρέσει να είμαι έτσι.

Με ένα τέτοιο πνεύμα αποφασίζετε και για τις συνεργασίες σας; Γιατί δείχνετε να ψάχνετε ιδιαιτέρως τα μουσικά πράγματα. Για παράδειγμα, τελευταία φορά που άκουσα τη φωνή σας πριν έρθει το CD-single "Αλλιώς" ήταν στο τελευταίο άλμπουμ των Δαιμονία Νύμφη, το Psychostasia (2013)...

Αν τα ψάχνω πάρα πολύ, οφείλεται στο ότι ακούω πάρα πολύ. Συχνά κάθομαι εδώ στο γραφείο ώρες, μπορεί κι απ' το πρωί μέχρι το βράδυ μερικές φορές (με διαλείμματα πεζοποριών!) κι απλά αφήνομαι στη μουσική πληροφορία. Η οποία είναι βέβαια άπειρη. Δεν τα έχω ασφαλώς όλα όσα φτάνουν στ' αυτιά μου... Μερικά απλώς κάθομαι και τα θαυμάζω –το χιπ χοπ, για παράδειγμα: το εκτιμώ όταν το κάνουν καλά, αλλά δεν μπορώ να ραπάρω, δεν είμαι έτσι. Αν αισθανθώ όμως ότι μπορώ να ενταχθώ σε κάτι, χώνομαι, το μελετάω· προχωράω. Ας πούμε, όταν κάναμε το Μετα- (2001) με τον Κωνσταντίνο Βήτα, ήξερα ποιος είναι, γνώριζα τους Στέρεο Νόβα. Αλλά ο λόγος που αισθανόμουν καλά μέσα στο όλο εγχείρημα ήταν το ότι στα διάφορα ταξίδια μου στο εξωτερικό είχα έρθει ήδη σε επαφή με τον ήχο τον οποίον πρέσβευε.

Μιλώντας για συνεργασίες, πώς φτάσατε αλήθεια σε ένα διεθνές όνομα σαν τον Jun Miyake;

Είναι μια παράξενη, λίγο αστεία και σχεδόν μεταφυσική ιστορία. Βασικά τον αναζητούσε ο Παρασκευάς ο Καρασούλος, αλλά δεν είχε σταθεί δυνατόν να τον βρει. Κάποια στιγμή, μετά από ένα μικρό χρονικό διάστημα –έχοντας πάει ένα ολιγοήμερο ταξίδι αναψυχής στο Παρίσι– βλέπει στο παραδίπλα τραπέζι ενός καφέ τον Jun Miyake. Οι φίλοι του βέβαια του έκαναν πλάκα, του έλεγαν «άντε τώρα κι εσύ, όλοι οι Ιάπωνες ίδιοι μοιάζουν». Εκείνος όμως επέμεινε και είπε «θα πάω να του μιλήσω». Ε, και ήταν πράγματι ο Miyake. 

Κάπως έτσι έγινε η αρχή. Χάρη λοιπόν στον Παρασκευά βρεθήκαμε κι εμείς στη συνέχεια –καθώς πηγαινοέρχομαι συχνά στο Παρίσι– και δουλέψαμε στο στούντιό του. Φτιάξαμε μια πολύ ωραία φιλία κι εύχομαι κάποια στιγμή να μπορέσουμε να τον φέρουμε κι εδώ να τον ακούσουμε, καθώς είναι και θαυμάσιος τρομπετίστας. 

Δεν είναι όμως ο μόνος θαυμάσιος και διεθνούς φήμης μουσικός με τον οποίον συνεργαστήκατε στο "Ένα Κόκκινο Μαντήλι". Είδα καλά το όνομα του Arto Lindsay στα credits;

Βέβαια! Πολύ χαίρομαι που τον γνωρίζεις, γιατί είναι κι αυτός μεγάλη μούρη. Ανήκει στο γκρουπ μουσικών με το οποίο συνεργάζεται σταθερά ο Miyake, οπότε είναι εκείνος που μας έφερε τα παιξίματά του, μιας και η ενορχήστρωση είναι δική του.  

Τι ακριβώς έχετε σκεφτεί για τις παραστάσεις που θα δούμε στο PassPort;

Με γοητεύει ξέρεις αφάνταστα η Ανατολή, αλλά όπως γοητεύει έναν Δυτικό άνθρωπο. Όχι δηλαδή μέσα από την ψυχή της, μα μέσα από εκείνο το φως και τη λαγνεία της. Πράγματα που θέλεις ν' ανακατέψεις με τα δικά σου, να προσπαθήσεις να βάλεις το ασυγκέραστο δίπλα στο συγκερασμένο –να ρίξεις για παράδειγμα ένα ούτι δίπλα σε ηλεκτρικά όργανα. 

Έτσι ακριβώς θα παίξουμε λοιπόν στο PassPort. Ο Λάμπης Κουντουρόγιαννης στην ηλεκτρική κιθάρα, ο Σεραφείμ Γιαννακόπουλος στα τύμπανα και ο Στέλιος Προβής στο μπάσο θα σταθούν δίπλα στον Σπύρο Μάνεση –έναν πολύ καλό πιανίστα– και στον Νίκο Μέρμηγκα, έναν δεξιοτέχνη πολυμουσικό που παίζει λάφτα, λαούτο, ακουστική κιθάρα και μαντολίνο. Όλοι τους εξαιρετικοί μουσικοί. 

Θα έχουμε δηλαδή μια μείξη μουσικών οργάνων που πατούν μεταξύ Ανατολής και Δύσης και καθιστούν πιο εύκολο στη μία να διεισδύσει στην άλλη. Θα είναι επομένως... αλλιώς! Θα σας δώσουμε βέβαια και μια ισχυρή γεύση από τον καινούριο δίσκο, με αφορμή όμως αυτόν θα γίνει και μια ανακεφαλαίωση, από τα πολύ παλιά μέχρι και τα πιο πρόσφατα.  

Για να παραφράσω άρα μια περίφημη ρήση του νεοελληνικού μας βίου, συμφωνείτε ότι η Δήμητρα Γαλάνη ανήκει εις την Δύσιν, μα θαυμάζει την Ανατολή;

(γελάει) Α, βέβαια! Και όχι μόνο τη θαυμάζω την Ανατολή, υποκλίνομαι. Και όσο μάλιστα μεγαλώνω, όλο και πιο πολύ. Γιατί είναι πηγή γνώσης. Έχει την κυκλικότητα, τις καμπύλες, τις στρογγυλάδες. Η Δύση, όντας σχεδόν απόλυτα γραμμική, τις έχει ξεχάσει –και γι' αυτό πάει κατά διαόλου...

Γιατί όμως οι Έλληνες δεν ευτυχούμε εδώ στο μέσον;

Γιατί βρισκόμαστε στο μέσον! Κι ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι πιο ευτυχείς, μιζεριάζουμε επειδή δεν είμαστε πληροφορημένοι σωστά. Και καταλήγουμε έτσι να αισθανόμαστε λίγο από εδώ και λίγο από εκεί, χωρίς τελικά να είμαστε κάπου· συμπεριφερόμαστε σαν να μην έχουμε ταυτότητα. Ξεχνάμε βέβαια και τον πιο σημαντικό παράγοντα ταυτότητας: τη γλώσσα μας. Αυτό το μεγάλο όπλο, που κάνει για μας ελληνική ό,τι πληροφορία φτάνει από Ανατολή και Δύση, από Βαλκάνια και Μεσόγειο. Κι αντί ένα τέτοιο αριστούργημα μείξης να μας κάνει πανευτυχείς, αντί να το έχουμε σημαία μας, αισθανόμαστε κομπλεξικά απέναντί του.

Όλοι όσοι περάσανε από κυβερνητικές θέσεις φέρουν ευθύνη. Υπήρξε γενικότερα άθλιος και εξαιρετικά ανεπαρκής ο ρόλος τους, απέναντι στην ιστορία μας και στον πολιτισμό μας. Φταίει και η Αριστερά, γιατί άφησε τόσο σοβαρά πράγματα –όλο ουσιαστικά το εθνικό μας προϊόν και την πνευματικότητά μας– βορά στους εθνικιστές, να το λοιδορήσουν και να το παραχαράξουν. Είναι δυνατόν; Πρόκειται για τραγικό σφάλμα και δυστυχώς έχει θολώσει τόσο τα νερά, ώστε μας ταλανίζει. Είναι από τις βασικές αιτίες της κακής μας πληροφόρησης, για να επιστρέψω στην αρχική μου σκέψη.

Ποιος συνοψίζει καλύτερα για σας το τι σημαίνει Έλληνας;

Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος. Οι δυο τους είναι ο φάρος της ζωής μου, ένα φως το οποίο θα είναι αναμμένο για πάντα. Υπήρξα πολύ τυχερή και με ζύμωσε πραγματικά η καθημερινότητα μαζί τους, το ότι μπόρεσα να τους ζήσω σε όλες τους τις εκφάνσεις, να θαυμάσω τον κοσμοπολιτισμό και τη γενναιοδωρία τους. Μου έδειξαν μια Ελλάδα πάνω και πέρα από μικρότητες, που μπορεί να απλώνεται στην παγκοσμιότητα έχοντας ως μπούσουλα τη γλώσσα μας και την παιδεία μας.

Παίρνω αφορμή από ένα ακόμα νέο τραγούδι, το δικό σας "Πίσω Μην Κοιτάς": αν δεν είχαν πιάσει τόσο πολύ το "Δικαίωμα" και το "Χειροκρότημα", θα εξακολουθούσατε να δημοσιεύετε τα όσα γράφατε; Λέω «δημοσιεύετε» καθώς φαντάζομαι θα τα γράφατε ούτως ή άλλως...

Έγραφα ήδη χρόνια και πριν από εκείνα, απλά έμεναν κρυμμένα στα συρτάρια. Γιατί, όταν υπήρχαν όλοι αυτοί οι θεόρατοι δίπλα μου, έλεγα μέσα μου «τώρα που πας εσύ, βρε Μήτρο, Καραμήτρο;» (γελάει). Πείστηκα να τα δημοσιεύσω γιατί μου έδωσαν τη συγκατάθεσή τους οι άνθρωποι που με είχαν βγάλει στο τραγούδι –ο Δήμος Μούτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις ή και ο Γιάννης Σπανός, ο Γιώργος Χατζηνάσιος. Αυτή η συγκατάθεση, αυτό το «προχώρα», μου έδωσε κουράγιο, αλλά δεν μου έδωσε θράσος. Σε εκείνο το σημείο ήρθε η Λίνα Νικολακοπούλου, η οποία έγραψε πάνω στις μουσικές μου αυτούς τους υπέροχους στίχους. Αργότερα, όταν «ξεψάρωσα» που λέμε, ήθελα να γράφω μουσική μόνο πάνω σε στίχους. Κι από τότε πάντα αναζητώ τον στίχο του οποίου θα θελήσω να κάνω το soundtrack. Έτσι βλέπω το τραγούδι.   

Τι τραγουδήσατε τότε, μαθήτρια ακόμα, στον Δήμο Μούτση και σας πήρε και σας έβαλε στη δισκογραφία;

Τον συνάντησα συμπτωματικά, στο σπίτι μιας φίλης. Της άρεσε πάρα πολύ η φωνή μου και του λέει, άκου εδώ μια φωνή. Οπότε πήρα κι εγώ την κιθάρα κι άρχισα να τραγουδάω, κάτι από τον Ματωμένο Γάμο του Χατζιδάκι –το οποίο έλεγα βέβαια με όλη την επιρροή από το Νέο Κύμα, που ήταν ακόμα κυρίαρχο τότε. Ο Μούτσης, παρορμητικός όπως πάντα, γυρνάει και λέει στη φίλη μου: «τι γίνεται εδώ; πού τη βρήκες αυτήν;». Και μετά σε μένα:
- Ξέρεις ένα τραγούδι;
- Ποιο;
- "Στου Προφήτη Ηλία Τα Σοκάκια"
- Αμέ!
Εγώ τώρα, μέχρι κι εκείνη τη στιγμή, δεν είχα κάνει τη σύνδεση, δεν είχα καταλάβει ότι ήταν ο συνθέτης του τελευταίου. Τότε άλλωστε δεν είχαμε ακόμα τηλεοράσεις και δεν ήξερα τη φυσιογνωμία του. Αρχίζω λοιπόν να το λέω, ενθουσιάζεται και με πήγε στην Columbia. 

Από τότε βέβαια μέχρι σήμερα, η δισκογραφία έχει αλλάξει άρδην. Εσείς πάντως τα πάτε καλά και με την τεχνολογία...

Έχει αλλάξει, χαίρομαι όμως που μερικά πράγματα τα οποία κακώς καταργήθηκαν επέστρεψαν, για παράδειγμα το single. Ήταν χρήσιμο τότε να δοκιμάζεις και να δοκιμάζεσαι με μεμονωμένα τραγούδια, να εισπράττεις το feedback και μετά, αργότερα, να προχωρούσες στον μεγάλο δίσκο. 

Όσον αφορά στην τεχνολογία τώρα, πιστεύω πως όταν συνέλθουμε από την κατάσταση στην οποία έχουμε βρεθεί ως χώρα, θα συνειδητοποιήσουμε ότι υπήρξε πολύ ωφέλιμη. Αν και οι γνωστοί γύπες ακόμα καραδοκούν, υπάρχουν πλέον οι συνθήκες για να επέλθει μια νέα ισορροπία, να έρθει ένα κομμάτι τουλάχιστον της αγοράς και στα δικά μας χέρια. 

Μέχρι πρότινος, οι μεγάλες εταιρείες καιροφυλακτούσαν να αρπάξουν όποια ανεξάρτητη προσπάθεια γνώριζε επιτυχία. Πλέον το διαδίκτυο έχει αλλάξει πολλά πράγματα, ας πούμε με τις δυνατότητες τις οποίες προσφέρει μα και ανοίγει το λεγόμενο «digital distribution».

Και τι λέτε για την άλλη όψη των ίδιων πραγμάτων, αυτήν την εξοικείωση του κόσμου με το τζάμπα;

Εδώ υπάρχει πράγματι ένα θέμα. Πρέπει κι ο κόσμος να καταλάβει πως ο καλλιτέχνης ο οποίος παίζει ή τραγουδάει κάτι, κατέχει κι ένα δικαίωμα πάνω του. Και πρέπει τουλάχιστον να αποσβαίνει το κεφάλαιο που έχει βάλει, ώστε να μπορεί να κάνει το επόμενο βήμα του. Υπάρχει λοιπόν μια εύκολη καταδίκη όποιου καλλιτέχνη υπερασπίζεται αυτό του το δικαίωμα. Τουλάχιστον όσα έχουμε αγαπήσει και μας έχουν κάνει παρέα, ακόμα κι αν τα κατεβάσαμε τζάμπα και «παράνομα», δεν νιώθουμε την ανάγκη κάπως να τα συντηρήσουμε; 

Δεν φταίει βέβαια η τεχνολογία για τα κακώς κείμενα. Δεν μπορεί να πάει πίσω η εξέλιξη, επειδή ο άνθρωπος είναι μίζερος ή ματζίρης. Ήδη αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο μέρος του κοινού της Ευρώπης θεωρεί το παράνομο downloading βαρετό και ξεπερασμένο. Η τεχνολογία παρέχει, το πώς τη χρησιμοποιούμε έχει να κάνει αποκλειστικά με τη δική μας ενηλικίωση απέναντί της. Ασφαλώς στην Ελλάδα υπάρχει κι ένα σκοτεινό παρελθόν με το θέμα των δικαιωμάτων, κι έτσι φτάσαμε δυστυχώς σε ένα σημείο να εξισώνουμε το δικαίωμα με χαράτσι. Είναι μια πολύ στρεβλή «παιδεία», η οποία και πρέπει να αλλαχτεί.

Νομίζω πάντως ότι παράλληλα αναπτύσσεται και δυναμώνει μια εξίσου επικίνδυνη εξίσωση: πως ο καλλιτέχνης δεν είναι παρά ένας χομπίστας...

Μα, δουλεύουμε σαν τα σκυλιά! Ένας παραγωγικός καλλιτέχνης μπορεί να εργάζεται και 24 ώρες το 24ωρο. Εξακολουθεί να υπάρχει μια αφέλεια σε τέτοια πράγματα... Ο κόσμος βλέπει ένα αποτέλεσμα, μα δεν κάθεται να σκεφτεί πώς φτάνουν σ' αυτό οι συντελεστές του. Είναι σχεδόν αστείο. 

Το έχει πει καταπληκτικά μια πολύ γλυκιά κυρία, έχει δυστυχώς φύγει από τη ζωή –καθάριζε το σπίτι, μα ήταν σαν οικογένειά μας. Μια μέρα λοιπόν καθόμουν μέσα στο δωμάτιό μου με τις κιθάρες και δουλεύαμε με τον Σπύρο Σακκά σε κάτι πολύ δύσκολα θέματα. Η πόρτα ήταν κλειστή και άκουγε απέξω η κυρία Γεωργία να τραγουδάμε. Μην μπεις μέσα να σκουπίσεις, της λέει μια φίλη μου που βρισκόταν εκεί, γιατί η Δήμητρα δουλεύει. Και γυρνάει η κυρία Γεωργία και της λέει, με πολλή γλύκα, «έλα μωρέ Μαρία, δουλειά είναι τώρα αυτό;» (γέλια)  

Έχουμε πάντως μπει σε μια περίοδο που φαίνεται ότι πολλά πράγματα γύρω μας δεν τα σκεφτόμαστε με τον τρόπο με τον οποίον θα έπρεπε να τα σκεφτόμαστε, έτσι δεν είναι;

Μα, όταν φτάσαμε για ένα κρίσιμο πολιτικό αποτέλεσμα να αποφασίζουν οι άνω των 65 για το τι θα κάνει ο 20άρης, ε, δεν κάνουμε τίποτα... Τώρα ακριβώς είναι όμως που ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να απέχει, τώρα που λαμβάνονται αποφάσεις οι οποίες αφορούν πρώτα και κύρια εκείνον! Δεν αποφασίζουμε σήμερα μόνο για τις συντάξεις, δεν γίνεται να ανοίξουμε έναν διάλογο για το πώς θα χτιστεί ξανά το κράτος σ' αυτήν τη χώρα και μόνη μας βάση να είναι οι συντάξεις. Κάνουν λάθος όσοι νέοι σνομπάρουν σήμερα την πολιτική ή όσοι δεν σνομπάρουν μεν, μα ρίχνουν την ψήφο τους σε Χρυσές Αυγές και τέτοιες βλακείες. 40% αποχή; Μα είναι πλέον κόμμα κάτι τέτοιο, όχι τάση. Βγάζει κυβέρνηση.

Αν το αφήσουμε κι άλλο, θα κάνει πια ό,τι θέλει ένα πολύ συγκεκριμένο σύστημα, που κατατάσσει τους ανθρώπους είτε σε καταναλωτές, είτε σε απόβλητους· το οποίο θα αρπάξει τους νέους και θα τους στίψει για τρεις και εξήντα. Είναι παγκόσμια τα ζόρια, πάνε να μας την κάνουν πολύ χοντρά. Η άλλη λύση είναι βέβαια να πάρεις τα βουνά. Μαγκιά και respect. Πολύ respect. Πάρε τα βουνά, όμως. Γιατί ούτε τα βουνά είναι εύκολα, ούτε η τσάπα.

Τελειώνω τον καινούριο δίσκο με μια νέα εκτέλεση της "Περιουσίας", ένα τραγούδι από το Φως στο οποίο τότε δεν έδωσε κανείς ιδιαίτερη σημασία. Λέει λίγο-πολύ για όλα όσα συζητάμε, ας το προσέξουμε τώρα λοιπόν, καθώς είναι τόσο σημαντικά επίκαιρο... Αυτή τη φορά το χτυπήσαμε με νταούλια και κλαρίνα, γιατί ήθελα πλέον να ηχεί σαν μια δήλωση και να είναι και λίγο πιο θυμωμένο.

Σας αρέσουν οι αλήθειες, ε;

Πολύ. Πάρα πολύ.

Δεν είναι τυπικό ελληνικό χαρακτηριστικό αυτό, πάντως... Υποθέτω σας έχει προξενήσει διάφορους μπελάδες.

Τόσο πολύ δεν είναι τυπικό, ώστε πολλές φορές, όταν λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους, με κοιτάνε καχύποπτα. Και πρέπει να χάσω χρόνο και ενέργεια για ν' αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό πράγμα... Με καταρρακώνει που νομίζουν ότι κάτι άλλο έχεις στο μυαλό σου, που ψάχνουν τον λάκκο στη φάβα γιατί δεν αντέχουν ή δεν θέλουν ν' ακούσουν την αλήθεια.

Διάβαζα κάτι καταπληκτικά σχετικό στο Ως Στρουθίον Μονάζον Επί Δώματος του Γιάννη Τσαρούχη. Έγραφε για τη μητέρα του και για μια γειτόνισσα που είχαν εκεί στον Πειραιά, πεθαμενατζού στο επάγγελμα (έτσι την αποκαλεί). Καθόντουσαν λοιπόν στην αυλή, πίνανε καφέ και τα λέγανε –ήταν ο καιρός που σάρωνε η ισπανική γρίπη. Κι έλεγε εκείνη στη μητέρα του Τσαρούχη: «άντε, ακόμα μία χρονιά να πάνε έτσι οι δουλειές και θα προικίσω και την άλλη μου κόρη». Κι αντέτεινε η μάνα του: «καλά, δεν σκέφτεσαι ότι μπορεί αύριο αυτή η αρρώστια να χτυπήσει το παιδί σου ή κι εσένα;». Για ν' απαντήσει η πεθαμενατζού: «α μωρέ κι εσύ, όλο στο κακό πάει ο νους σου πια...».

Μας ακολουθεί τούτη η νοοτροπία, ότι το κακό που συμβαίνει στον διπλανό, δεν θα συμβεί στο σπίτι μας. Γι' αυτό και ακόμα δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τι διαδραματίζεται γύρω μας. Κι επιτρέπουμε έτσι να γίνονται όλες οι αθλιότητες οι οποίες γίνονται. 



09 Σεπτεμβρίου 2021

Μαργαρίτα Ζορμπαλά: Παιχνίδια του Χρόνου - ανταπόκριση (2014)


Ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη, η συγκίνηση που προκάλεσε, τα αναπόφευκτα δημοσιογραφικά αφιερώματα, αλλά και οι ίδιες οι μνήμες πολλών μουσικόφιλων, είχαν ως αποτέλεσμα όλες αυτές τις μέρες να «φωτιστούν» ξανά και διάφορα πρόσωπα που περπάτησαν μαζί του.

Μεταξύ των τελευταίων, ήταν και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Δικαιότατα. Και ο Φώντας Τρούσας, όπως είδα, σχολίασε μέσω Facebook ότι τη θεωρεί ως την «τελευταία πολύ μεγάλη ερμηνεύτρια του θεοδωρακικού έργου».  Άλλωστε ο Μίκης Θεοδωράκης την ανακάλυψε –ήταν φίλος των γονιών της– συστήνοντάς τη μας με εξαιρετικούς δίσκους σαν το Ταξίδι Μέσα Στη Νύχτα (1978) και τον Επιβάτη (1981). Επιτρέποντας, έτσι, να θαυμάσουμε τη φωνή της, αλλά και να την ακολουθήσουμε στις περαιτέρω περιπέτειές της στη δισκογραφία, δίχως πια αυτόν, σε δουλειές π.χ. σαν το Ο Εξαίρετος Κύριος Γιαννίδης (1984) και το Χαίρω Πολύ (1990), ακόμα και στις πιο ποπ απόπειρες γύρω από το ραδιοφωνικό σουξεδάκι "Περιμένω Σινιάλο" (1988).

Για λόγους βέβαια που δεν θα συζητηθούν εδώ, η Ζορμπαλά παροπλίστηκε εν καιρώ. Παραμένει όμως ερμηνευτική δύναμη, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω πίσω στο 2014, όταν ήρθε στην Αθήνα (ζει πλέον στην Κύπρο) για μια σπέσιαλ βραδιά στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» ονόματι Παιχνίδια του Χρόνου. Του δικού της χρόνου, να επισημάνω, στον οποίον τη μερίδα του λέοντος έλαβε ασφαλώς το ρεπερτόριο με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μας μίλησε βέβαια και για τη γνωριμία της με τον Μάνο Χατζιδάκι, μάθαμε δε ακόμα και για τη γιαγιά της, που τη συνόδευε όταν πήγαινε για τις πρώτες της ηχογραφήσεις.

Τη θυμάμαι ακόμα ως συγκλονιστική εκείνη τη συναυλία, 7 χρόνια μετά. Θυμάμαι μάλιστα και τη Λίνα Νικολακοπούλου, να χτυπιέται στη θέση της κάπου ανάμεσα στο κοινό· αλλά κι εμένα τον ίδιο, που δεν κλαίω δημόσια παρά μόνο σε κηδείες, να αδυνατώ να σταματήσω τα δάκρυα καθώς την άκουγα να ερμηνεύει τους "Γερανούς".

Τα της βραδιάς εκείνης έγιναν κατόπιν κείμενο ανταπόκρισης, το οποίο δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις –συν μια σημαντική διόρθωση. Κι αν θέλετε κι εσείς μια «γεύση» από τη Ζορμπαλά του σήμερα, δεν έχετε παρά να τη δείτε στο 14ο επεισόδιο της ιντερνετικής (μέσω YouTube) σειράς Θα Πεις Κι Ένα Τραγούδι, την οποία επιμελείται και παρουσιάζει ο φίλος και κατά καιρούς συνάδελφος Γιώργος Μυζάλης, πατώντας εδώ.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στον Παρνασσό και ανήκουν στη Δάφνη Ανέστη


Γέμισε ο Παρνασσός για τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και της άξιζε πέρα για πέρα η προσέλευση αυτή –αν και, μετά λύπης μου, είδα ελάχιστους νέους στην αίθουσα: η απομάκρυνσή της από τα πράγματα έχει προφανώς παγιώσει την αναγνωρισιμότητά της σε ένα συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα. Και είναι κρίμα. Γιατί δεν έχουμε πολλές τραγουδίστριες με τη δική της εκφραστικότητα. Που να ανοίγουν το στόμα τους και να σου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. 

Στα 56 της σήμερα, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά είναι μια υπερπλήρης ερμηνεύτρια. Έτσι στάθηκε ενώπιόν μας το Σάββατο το βράδυ· με τη μετρημένη της κίνηση πάνω στη σκηνή, με τη φωνή της να έχει ωριμάσει ωραία, με τις ερμηνευτικές δυνάμεις της νεότητάς της άθικτες κι ακονισμένες από τα όσα έχει φέρει (κι έχει πάρει) ο χρόνος. 

Ο χρόνος ήταν άλλωστε ο αφανής πρωταγωνιστής αυτής της παράστασης: ο χρόνος κατά Ζορμπαλά, από τα ξένοιαστα παιδικά παιχνίδια στη Μόσχα και τις πρώτες δισκογραφικές δόξες με τον Μίκη Θεοδωράκη, ως το διακριτικό παρών που έδωσε ξανά στη δισκογραφία το 2000 και στα ιδιαίτερης ιδιοσυγκρασίας τραγούδια που της χάρισε ο Κύπριος συνθέτης Βάσος Αργυρίδης. Ο οποίος τη συνόδευσε στον Παρνασσό αναλαμβάνοντας το πιάνο –έπαιξε θαυμάσια– παρέα με μία ακόμα άξια Κύπρια μουσικό στο βιολί, τη Βαρβάρα Λούκα.

Η Ζορμπαλά θυμόταν και τραγουδούσε. Άλλοτε νοσταλγικά, άλλοτε με χιούμορ, εξιστορούσε στιγμιότυπα από τη ζωή της, δένοντάς τα με συγκεκριμένα κομμάτια. Τη μερίδα του λέοντος είχε ο Μίκης Θεοδωράκης και είναι ασφαλώς δικαιολογημένο: αυτόν άκουγε η μητέρα της στο σπίτι στη Μόσχα –βρισκόταν κι εκείνη στον Παρνασσό, καμαρώνοντας την κόρη της– με αυτόν μπήκε στη δισκογραφία όντας πλέον στην Ελλάδα, δίπλα του περιόδευσε στον κόσμο κι έγινε αγαπητή σε κάθε έναν σχετικό με το ντόπιο τραγούδι. 

Μας εξιστόρησε λοιπόν την πρώτη τους γνωριμία, μας είπε για τη γιαγιά Γλυκερία η οποία περπατούσε πλάι της όταν πήγαινε για τις πρώτες ηχογραφήσεις, μας είπε και για το μικρό βαλιτσάκι που πήρε φεύγοντας για μια παγκόσμια περιοδεία μαζί του. Σύσσωμη η αίθουσα τη συνόδευσε με σεβασμό στη "Μαργαρίτα Μαγιοπούλα" στο πρώτο μέρος της βραδιάς, ενώ προς το τέλος την ακούσαμε να παραδίδει μια καθηλωτική ερμηνεία στο "Χάθηκα", κάνοντας ακόμα και τον Αργυρίδη να κλάψει από συγκίνηση. 

Στάθηκε ασφαλώς και στον Χατζιδάκι η Ζορμπαλά, μιλώντας μας λ.χ. για το πρώτο τους ραντεβού, στο οποίο από το τρακ της πήγε μία ώρα νωρίτερα, με αποτέλεσμα να κόβει βόλτες στο τετράγωνο. Στάθηκε όμως και στο ελαφρό τραγούδι, που στην αρχή δεν το είχε πάρει με καλό μάτι, μα χάρη στον Γιώργο Παπαστεφάνου το αγάπησε πολύ (ήταν μάλιστα και ο ίδιος στη συναυλία). Μας είπε βέβαια και ρώσικα τραγούδια, αλλά κι ένα συγκινητικό ισπανόφωνο ("Alfonsina Y El Mar") προς τιμήν της ποιήτριας Alfonsina Storni –ενθυμούμενη τα φοιτητικά της χρόνια, όταν γνώρισε κι αγάπησε την ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία. Η περίφημη "Παπαρούνα" του Αττίκ ευτύχησε στο στόμα της, ο Παρνασσός ξεσηκώθηκε με το σκέρτσο της στο "Εγώ Θα Σ' Αγαπώ" του Γιώργου Μουζάκη, η Λίνα Νικολακοπούλου χτυπιόταν κατασυγκινημένη στο κάθισμά της ενόσω έλεγε το "Χάρτινο Το Φεγγαράκι", ενώ το κλάμα που ρίξαμε στους "Γερανούς" (ρώσικο άσμα, σε ελληνική απόδοση Γιάννη Ρίτσου) θα μου μείνει πραγματικά αξέχαστο.

Από την άλλη, η Ζορμπαλά προσπέρασε εντελώς την ποπ περίοδο της δισκογραφίας της. Ίσως να μην την εκφράζει πια, ίσως και να μην ταίριαζε εδώ που τα λέμε με τον χαρακτήρα της αίθουσας του Παρνασσού (και την ηλικιακή σύσταση του κοινού που είχε έρθει ως εκεί)· ωστόσο υπάρχουν μερικά τραγούδια τα οποία θυμάμαι με μεγάλη αγάπη και μου έλειψαν από τη βραδιά. Είναι πάντως πραγματικά αμελητέο τούτο το παράπονο, μπροστά στην καταπληκτική συναυλία που μας χάρισε αυτή η συγκλονιστική ερμηνεύτρια. 




03 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκης Θεοδωράκης - συνέντευξη (2008)


Ασφαλώς και ξέραμε όλοι ότι ο Μίκης Θεοδωράκης είχε φτάσει κοντά στη στιγμή του μεγάλου αποχαιρετισμού. Ωστόσο ήταν αδύνατον να μην λυπηθείς ακούγοντας τα νέα του θανάτου του. Έτσι γίνεται όταν φεύγει ένα τέτοιο Μέγεθος –και το αξίζει. 

Βρέθηκαν βεβαίως κι εκείνοι (πάντα βρίσκονται) που θεώρησαν ότι ήταν κατάλληλη η στιγμή για κάποιο «ναι, αλλά...», για να θυμηθούν π.χ. κάτι άτοπο που είχε κάνει ή πει ως δημόσιο πρόσωπο. Ή για να μας ενημερώσουν για το πού στέκονται στο δίπολο Χατζιδάκις-Θεοδωράκης, το οποίο, εάν δεχτούμε ότι όντως υφίσταται σε κάποιες έστω διαστάσεις της πολυπρόσωπης παρουσίας τους στα ελληνικά πράγματα του 20ου αιώνα, είναι πλέον βαρετό (νομίζω) ακόμα και για τους έντεχνους. 

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σχολιάσω απέναντι σε τέτοιες τοποθετήσεις. Θα φανώ ευγενής και θα γράψω απλά ότι θα τους φανεί χρήσιμο να στοχαστούν περισσότερο πάνω στη διεθνή έννοια του τάιμινγκ. Ίσως και στο τι μπορεί να σημαίνει τελικά για τη συγκρότηση μιας προσωπικότητας όταν αυτό που λες καταλήγει να φανερώνει περισσότερα πράγματα για σένα, παρά για το πρόσωπο για το οποίο μιλάς. 

Τέλος πάντων. Για τον Μίκη Θεοδωράκη υπάρχουν τόσα να γράψεις, ώστε είναι καλύτερα να αρκεστείς σε πολύ λίγα, εφόσον δεν στήνεις κάποιο βιβλίο, αλλά αποχαιρετισμό σε ένα blog. Εκ προοιμίου, μπροστά στο Μέγεθος που λέγαμε, το ύστατο χαίρε σου θα είναι μικρότερο.  

Χωρίς λοιπόν περισσότερα λόγια, ακολουθεί η συνέντευξη που του είχαμε πάρει πίσω στο 2008 με τον φίλο και (τότε) συνάδελφο στα μουσικοκριτικά Διονύση Κοτταρίδη. Είχε δημοσιευτεί στο Avopolis, αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

Η συνέντευξη αυτή δεν θα είχε συμβεί δίχως την πολύτιμη βοήθεια της Μαρίας Φαραντούρη, η οποία ανέλαβε για χάρη μας την απαραίτητη διασύνδεση. Από εκεί και πέρα, βέβαια, την απόφαση την πήρε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης –και το ότι δέχτηκε, στάθηκε μία από τις μεγάλες χαρές της επαγγελματικής μου διαδρομής. Πλέον, αποτελεί κι έναν μικρό, προσωπικό θησαυρό.


Πρόσφατα, η Legend Classics κυκλοφόρησε δύο CD με μια πλευρά του έργου σας λιγότερο γνωστή στο ευρύτερο κοινό, αυτή δηλαδή που αφορά τη δουλειά σας πάνω στη μουσική δωματίου. Θεωρείτε ότι πρόκειται για μια πλευρά πιο «δύσκολη» για τον κόσμο που σας έμαθε από τα τραγούδια σας;

Ασφαλώς. Στη χώρα μας, δυστυχώς, δεν έχει γίνει ακόμα σοβαρή προσπάθεια για να γνωρίσει το πλατύ κοινό τη συμφωνική μουσική. Και φυσικά απολύτως καμιά για τη διάδοση της μουσικής δωματίου, η οποία, κατά κάποιον τρόπο, αποτελεί την πεμπτουσία της. Πράγματι, εδώ ο συνθέτης πρέπει να είναι απολύτως ουσιαστικός χωρίς να διαθέτει τα ηχοχρώματα της μεγάλης ορχήστρας: συμπυκνωμένος, καίριος, λόγω ακριβώς της μεγάλης λιτότητας των μέσων που διαθέτει.

Έχει ακουστεί ότι ο βιρτουόζος του βιολιού Γιώργος Δεμερτζής, ο οποίος συμμετείχε τόσο στο άλμπουμ Μουσική Δωματίου I όσο και στο II, δουλεύει και σε μία τρίτη «συνέχεια». Να αναμένουμε λοιπόν κι άλλες κυκλοφορίες στο μέλλον, γύρω από το ρεπερτόριό σας το οποίο βρίσκεται εγγύτερα σε ό,τι ονομάζουμε κλασική μουσική;  

Αυτή ακριβώς τη στιγμή που μιλάμε, ο Γιώργος Δεμερτζής τελείωσε με τους συνεργάτες του την ηχογράφηση των έργων μου "Σεξτέτο" (για φλάουτο, πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων), "Ελικών" (για πιάνο και κουαρτέτο) και "Χορός Ασίκικος" (για σόλο τσέλο), που θα κυκλοφορήσουν προσεχώς. Επίσης η Τατιάνα Παπαγεωργίου, από τη μεριά της, τελειώνει την ηχογράφηση των απάντων του πιανιστικού μου έργου, που θα κυκλοφορήσουν κι αυτά σε δύο ή τρία CD.

Αρκετοί Γερμανοί μουσικοί έχουν επίσης σκύψει πάνω στο έργο σας τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, έχουν υπάρξει και δουλειές σας μαζί τους, σαν π.χ. το άλμπουμ Mikis (Peregrina, 1997), οι οποίες είναι ελάχιστα γνωστές στην Ελλάδα. Τι είναι αυτό που τράβηξε την προσοχή των Γερμανών; Και γιατί δουλειές σαν το Mikis ή το Poetica (1996) πέρασαν τόσο απαρατήρητες στην ίδια σας τη χώρα;

Μπορώ να πω ότι η Γερμανία, με τη μεγάλη μουσική της παράδοση και τους εξαίσιους μουσικούς της, αποτελεί έναν μικρό παράδεισο για τη μουσική μου. Και δεν είναι μόνο αυτά τα δύο έργα ο μοναδικός καρπός των σχέσεών μας. Κι εγώ προσωπικά, επιπλέον, έχω δώσει εκεί εκατοντάδες συναυλίες με όλα τα είδη της μουσικής μου, με συνεργάτες κυρίως Γερμανούς μουσικούς. 

Και είναι γεγονός ότι όλη αυτή η δραστηριότητά μου (και όχι μόνο στη Γερμανία) παραμένει άγνωστη στην Ελλάδα. Κατατοπιστικές πληροφορίες για τα έργα μου που παίχτηκαν, παίζονται και κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες σε δίσκους και CDs στη Γερμανία μπορούν να βρεθούν στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://s221292458.online.de/Sites/Meine-Theodorakis-Konzerte.php 


Σκοπεύετε αλήθεια να εμπιστευτείτε στο μέλλον καινούριους ή παλαιότερους κύκλους τραγουδιών σε νεότερους ερμηνευτές, όπως πράξατε ας πούμε με τον Πέτρο Γαϊτάνο ή με την Αλέξια; Ποιες φωνές στο σύγχρονο σκηνικό θα σας ιντρίγκαραν για κάτι τέτοιο; 

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στις τελικές διορθώσεις για την προσεχή κυκλοφορία δύο δίσκων με 33 τραγούδια μου από την εταιρία Legend, με βασική ερμηνεύτρια τη Γλυκερία. Ο τίτλος του είναι Ζεϊμπέκικα-Ασίκικα-Απτάλικα-Χασάπικα και περιλαμβάνει τα λιγότερο γνωστά ή και άγνωστα τραγούδια αυτού του είδους, από το 1960 έως σήμερα. Συμμετέχει η Λαϊκή μου Ορχήστρα και πρέπει να πω ότι είμαι ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα.

Ήδη από την εφηβεία, πλάσατε μια προσωπική θεωρία για τη Συμπαντική Αρμονία, η οποία άγγιξε αρκετούς ανθρώπους έκτοτε, με αποτέλεσμα να γίνει ακόμα και θέμα διεθνές συμποσίου του Πανεπιστημίου Κρήτης, τον Μάρτιο του 2006, αλλά και επίκεντρο διαφόρων άλλων εκδηλώσεων. Σε πολλά νέα παιδιά, όμως, παραμένει κάτι το ολότελα άγνωστο. Πώς θα τη σκιαγραφούσατε, συνοπτικά, αν σας ρωτούσε π.χ. σχετικά κάποιος έφηβος;

Αναφέρθηκα για πρώτη φορά στο θέμα αυτό στον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφίας μου Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου, μ' έναν τρόπο σαν να είχα απέναντί μου κάποιον έφηβο. Δηλαδή απλά και κατανοητά. Μήπως μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το κείμενο αυτό; Θα χαιρόμουν πάντως αν επιχειρούσατε εσείς να την αναλύσετε και να την εξηγήσετε με τον δικό σας τρόπο, που οπωσδήποτε βρίσκεται πολύ πιο κοντά από μένα στη σύγχρονη νεολαία.

Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένας μίτος της ελληνικής μουσικής που ξεκινάει από την αρχαία Ελλάδα, περνάει από το Βυζάντιο και φτάνει στις μέρες μας, πόσο αισιόδοξος είστε για το μέλλον του; 

Αυτό εξαρτάται από σας, τους νεότερους, που έχετε ήδη πάρει τη σκυτάλη του μέλλοντος στα χέρια σας. Εμείς ακουμπήσαμε όσο γινόταν πιο βαθιά και πιο πλατιά επάνω σε όσα μας κληρονόμησαν οι προηγούμενες γενιές, προσπαθώντας τόσο να τα αξιοποιήσουμε, όσο και να τα εμπλουτίσουμε. Φυσικά, για να κάνει κανείς κάτι τέτοιο, θα πρέπει, αφού γνωρίσει το σύνολο της εθνικής κληρονομιάς, να την αγαπήσει και να την πιστέψει και να είναι περήφανος για εκείνη.

Σε παλιότερη συνέντευξή σας, στην ερώτηση τι σημαίνει για σας να είστε Έλληνας, έχετε δηλώσει: 
«Πρώτον να είμαι ελεύθερος και δεύτερον να μισώ και να πολεμώ τη βία και την αδικία σε οποιαδήποτε μορφή της μέσα κι έξω από τη χώρα μου. Να έχω πίστη στον άνθρωπο και στις μεγάλες διανοητικές του δυνατότητες, έτσι που να μη γίνομαι δούλος βασιλιάδων και Θεών. Γιατί ξέρω από πού έρχομαι, γιατί έρχομαι και πού πάω». 
Ο μέσος Έλληνας των ημερών μας, πόσο κοντά βρίσκεται στην παραπάνω περιγραφή;

Θέλω να πιστεύω ότι ο πυρήνας του Έλληνα παραμένει αλώβητος. Και δεν με επηρεάζουν οι διάφορες «μόδες» που κυριαρχούν –ειδικά σε περιόδους παρακμής. Το κακό με μας είναι ότι ο Έλληνας βγάζει στην επιφάνεια τον καλό εαυτό του μονάχα όταν αισθανθεί ότι είναι στριμωγμένος. Όταν βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο…

Ως ένας άνθρωπος που έχει ζήσει την Αριστερά σε όλες της τις εκφάνσεις μεταπολεμικά και έχετε διακριθεί για την ανεξαρτησία σας απέναντι στους δογματισμούς της, βλέπετε με αισιοδοξία τη συσπείρωση ενός νεανικού και ανήσυχου κόσμου γύρω από τον Συνασπισμό του Αλέξη Τσίπρα; Ή πιστεύετε ότι πρόκειται για  παροδικό φαινόμενο; 

Γνώρισα προ ημερών τον Αλέξη Τσίπρα και οι εντυπώσεις μου είναι πολύ θετικές. Νομίζω ότι πιστεύει αυτά που λέει και που κάνει. Επιπλέον, λόγω και της ηλικίας του, βρίσκεται πολύ κοντά στη σημερινή πραγματικότητα. Οι διαφωνίες μου μαζί του σε ζωτικά θέματα είναι βέβαια μεγάλες –και του τις είπα. Ποιος έχει δίκιο; Η ζωή θα δείξει…

Πιστεύετε, σε διεθνές επίπεδο, στη νεολαία του 21ου αιώνα; Ή τη βλέπετε να χάνεται στην τηλεόραση, στο ίντερνετ και στις εργασιακές επιταγές του νεοφιλελευθερισμού; 

Δεν είναι μόνο η σύγχρονη νεολαία, αλλά όλοι οι άνθρωποι που προβληματίζονται από τη σημερινή πραγματικότητα. Από μια διαφορετική σκοπιά, όμως, θεωρώ ότι αυτή είναι η γοητεία της ζωής: να προχωρά με γρίφους. Σαν τον Οιδίποδα, ο Άνθρωπος σε κάθε του βήμα βρίσκεται μπροστά σε μια καινούρια Σφίγγα. Και το χειρότερο είναι ότι, αν κατά τύχη λύσει το νέο αίνιγμα, τον περιμένουν νέες συμφορές. Ίσως αυτή η πορεία να είναι η αληθινή Μοίρα του Ανθρώπου.




01 Σεπτεμβρίου 2021

Sigmatropic - συνέντευξη (2007)


Παρά τις ζέστες του φετινού Αυγούστου και την απογοήτευση που σκόρπισε αφενός η μαυρίλα των καταστροφικών πυρκαγιών, αφετέρου οι νέες ανησυχίες που πυροδοτεί ο κορωνοϊός, η –απρόθυμη, για την ώρα– είσοδος του Αργύρη Ζήλου στο Facebook έδωσε την κατάλληλη αφορμή. Τα απαραίτητα τηλεφωνήματα διασαφήνισαν λοιπόν τις λεπτομέρειες και μια μικρή ομήγυρη πέρασε ένα μεσημερο/απόγευμα τρώγοντας, πίνοντας και κουβεντιάζοντας για μουσική. Στην πορεία, μάλιστα, συνδεθήκαμε ακόμα και με Σπάρτη, για μια σύντομη συνομιλία με τον φίλο και συνάδελφο Μιχάλη Τσαντίλα. 

Από το τραπέζι μας πέρασαν οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Steely Dan, αλλά και οι Mr. Big(!) με τον Yngwie Malmsteen, με τις κουβέντες να φτάνουν μέχρι τους Public Enemy, τους Wu-Tang Clan και τον ...Μιχάλη Ρακιντζή. Την παράσταση έκλεψε όμως το τηλεοπτικό soundtrack του Ρόμπερτ Ουίλιαμς για τη Λάμψη του Νίκου Φώσκολου (για την περίφημη πρώτη σαιζόν του 1991), το οποίο αλιεύτηκε απροσδόκητα από τη δισκοθήκη του Αργύρη, γενόμενο μέχρι και αντικείμενο selfie. Πλέον βρίσκεται στα χέρια της Χριστίνας Κουτρουλού, συντάκτριας στο MiC και στο Lung. Ποιος ξέρει, ίσως το αξιοποιήσει σε κάποιο Free Range ραδιοφωνικό ραντεβού το φθινόπωρο στο Μεταδεύτερο, πρώτα ο Θεός.

Σε κάποιο σημείο, η κουβέντα μας στράφηκε και στους Sigmatropic. Και όλοι είχαμε να ανακαλέσουμε έναν σταθμό της πορείας του συγκροτήματος του Άκη Μπογιατζή, στον οποίον κάποτε σταθήκαμε ιδιαιτέρως. Ο αρχισυντάκτης του MiC, Αντώνης Ξαγάς, ανέφερε λ.χ. το ντεμπούτο Random Walk στη Hitch-Hyke (1998), ενώ ο Θανάσης Μαρκατάς θυμήθηκε την αγγλόφωνη εκδοχή του περίφημου δίσκου τους με τα χαϊκού (Sixteen Haiku & Other Stories, 2003). Κι εγώ, σιωπηλά, αναρωτήθηκα πότε να ήταν που πήγα στο σπίτι του Μπογιατζή, για μια συζήτηση στην οποία είχαν επίσης δώσει το παρών η Άννα Καρακάλου και ο Πάνος Σκούρτης (τότε μέλη στη μπάντα).

Ανατρέχοντας κατόπιν στα αρχεία μου, βρήκα ότι αυτό συνέβη το 2007, με αφορμή την τότε έκδοση του τελευταίου τους δίσκου για την Hitch-Hyke, Dark Outside. Μάλιστα, είχαμε και τότε καταστροφή από δασικές πυρκαγιές, στην Πελοπόννησο κυρίως (και δη στην Ηλεία), οι οποίες άφησαν πίσω τους 84 νεκρούς. Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sonik και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, για πρώτη φορά ολόκληρη στο ίντερνετ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

Πλέον το Sonik έχει πάψει να βγαίνει, ενώ χάσαμε και τους Sigmatropic, οι οποίοι δείχνουν να έχουν σιωπήσει δισκογραφικά μετά το EP Every Soul Is A Boat του 2015, το οποίο κόπηκε σε 1000 αντίτυπα πορτοκαλί βινυλίου (για τη Record Store Day εκείνης της χρονιάς), φιλοξενώντας συμμετοχές από τον Jim White και τον Mick Harvey. Κάπου τότε έδωσαν θυμάμαι και μια συναυλία στο Ρομάντσο. Ζουν πάντως ακόμα στη μνήμη κάποιων τουλάχιστον από μας. Κι αυτό, δεν ξέρω, δίνει πάντοτε την αφορμή για να υπάρξει μια (όποια) συνέχεια. Ακόμα και στους ιδιαιτέρως χαλεπούς πια καιρούς μας.


(όλες οι απαντήσεις από τον Άκη Μπογιατζή, εκτός αν αναγράφεται κάτι διαφορετικό)

Λείψατε καιρό. Και, δισκογραφικά μιλώντας, τέτοια διαστήματα απουσίας θεωρούνται επικίνδυνα. Νιώσατε την ανάγκη να κάνετε ένα διάλειμμα μετά τα Χαϊκού;

Δεν ήταν τόσο ανάγκη, όσο αναγκαιότητα. Το υλικό που απάρτισε το Dark Outside ήταν κατά 95% έτοιμο εδώ και σχεδόν έναν χρόνο. Αν μάλιστα είχαν επισπευστεί τα πράγματα, θα μπορούσε ίσως να ήταν έτοιμο εδώ και 2 χρόνια. Όλοι το γνωρίζαμε, τόσο εμείς όσο και η εταιρεία, ότι 4 χρόνια κενό από τον προηγούμενο δίσκο δεν είναι και το καλύτερο. Αλλά εξαιτίας παραμέτρων οικονομικών και management, αυτή η στιγμή κρίθηκε κατάλληλη για την κυκλοφορία. 

Συμφωνείτε ότι, ως πνεύμα, η νέα σας δουλειά παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk (1998),  παρά στα Δεκαέξη Χαϊκού (2002-2003); 

Από πλευράς τραγουδοποιίας, εγώ το θεωρώ ως μια φυσική συνέχεια των Χαϊκού. Αλλά στιλιστικά και από πλευράς φόρμας, ίσως να 'χεις δίκιο. Ίσως να παραπέμπει περισσότερο στο Random Walk, με την έννοια του ραδιοφωνικού τραγουδιού των 3-4 λεπτών, παρά στα Χαϊκού, μερικά από τα οποία τελείωναν πριν καλά-καλά καταλάβεις τι συμβαίνει. 

Υπάρχει κάποιο concept στο Dark Outside

Ενιαίο concept δεν υπάρχει. Μόνο μια ιδέα που προέκυψε κατά τη διάρκεια της δημιουργίας των τραγουδιών, να υπάρχουν δηλαδή διάφορα χρώματα –γι' αυτό και ονομασίες όπως "Blue Side Of The Sun" ή "Red Across The Sand". Η ιδέα του Dark Outside ως τίτλου επιλέχθηκε γιατί, παρά τις δυσοίωνες επιφανειακά παραπομπές, κρύβει στο βάθος του μια ελπίδα. Έξω δηλαδή μπορεί να είναι σκοτάδι, μέσα όμως κάτι γίνεται, κάτι σχετικό με το φως· ειδάλλως δεν θα ένιωθες το εξωτερικό σκοτάδι. 

Το κομμάτι "Dark Outside", τώρα, είναι άλλη ιστορία: υπάρχει εδώ μια επιρροή που ίσως κάποιος την εντοπίσει διαβάζοντας τις ευχαριστίες στα credits του δίσκου. Τελευταία-τελευταία, δηλαδή, βρίσκεται μια ευχαριστία προς τον Shel Silverstein, έναν Αμερικάνο ποιητή και στιχουργό, ο οποίος στη δεκαετία του 1970 έγινε διάσημος χάρη στη συνεργασία του με το συγκρότημα Dr. Hook & The Medicine Show, καθώς έγραψε τους στίχους για τη μεγάλη τους επιτυχία "Sylvia's Mother" (1972). Το τραγούδι ήταν μάλλον θλιβερό, εκείνος όμως έγραφε χιουμοριστικά ποιήματα. Όταν τα πρωτοανακάλυψα ήταν τόσο ξεκαρδιστικά, που με θυμάμαι να κρατάω την κοιλιά μου από τα γέλια για μια βδομάδα! Από αυτό το κλίμα προέκυψε το τραγούδι μας. 

Στο site σας όμως εντοπίσατε και μια αναλογία μεταξύ του τίτλου του άλμπουμ και της γενικότερης πραγματικότητας στην Ελλάδα, έτσι δεν είναι;

Υπάρχει αν θες μια αναλογία με την κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ και πολλά χρόνια, οι καιροί στους οποίους ζούμε είναι σκοτεινοί καιροί. Και πολύ φοβάμαι ότι η κατάσταση επιδεινώνεται με σταθερό ρυθμό και κανείς δεν ξέρει αν αυτό το πράγμα κάποτε θα αναστραφεί. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, η καταστροφή που έγινε αυτό το καλοκαίρι ήταν τρομακτική. Θυμάμαι να περπατάω έξω και να μη βλέπω ούτε μια χαρούμενη φάτσα. Δεν υπήρχε κάτι που να σε ωθεί σε μια πιο αισιόδοξη σκέψη. 

Μου έκανε εντύπωση το πόσα πράγματα σας απασχολούν, χαζεύοντας στο site σας. Είχατε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο, ας πούμε, για την επίθεση ενάντια στον Δαρβίνο...

Για να κατανοήσει κανείς όλα όσα μας απασχολούν, μπορεί να χρειάζεται να ξέρει και λίγα πράγματα για το background του καθενός μας. Η Άννα π.χ. έχει σπουδάσει σκηνοθεσία, ο Πάνος σπουδάζει ιστορία της Ευρώπης και το δικό μου πεδίο είναι η χημεία. Όποιος όμως ασχολείται πολύ έντονα με το πεδίο του, καταλήγει συχνά να βλέπει το δέντρο και να χάνει το δάσος. Χρειάζεται να κοιτάς και λίγο τριγύρω. 

Έχει γίνει ας πούμε μεγάλο θέμα με την αμφισβήτηση της θεωρίας της εξέλιξης, κυρίως στην Αμερική με τον Ευφυή Σχεδιασμό (Intelligent Design). Ακόμα και άνθρωποι που υποτίθεται πως έχουν μορφωθεί και έχουν πανεπιστημιακά πτυχία, βγαίνουν δημόσια και μιλάνε εναντίον του Δαρβίνου, επικαλούμενοι μια ανώτερη δύναμη και παραβλέποντας τόσα άλλα στοιχεία, όπως π.χ. την ηλικία του ανθρώπινου είδους. Είναι πράγματα που σε βάζουνε σε περίεργες σκέψεις αυτά. 

Για να γυρίσουμε όμως στη μουσική, πώς ακριβώς λειτουργείτε όταν πρόκειται να φτιάξετε νέα τραγούδια; Ποια είναι συνήθως η διαδικασία; 

Η μουσική των Sigmatropic ξεκινάει βασικά από τον υπολογιστή, ο οποίος ρουφάει τις υπόλοιπες μουσικές ιδέες. Στο πρωταρχικό στάδιο του Dark Outside οι ιδέες βασίστηκαν πολύ σε ακουστικά όργανα. Στη διαδρομή προς το τραγούδι έρχεται κατόπιν η σειρά των υπόλοιπων μελών του γκρουπ, οι οποίοι προσθέτουν το δικό τους στίγμα. Το υλικό διαμορφώνεται μέσω της αλληλεπίδρασης αυτής, δεν βγαίνει όπως συλλαμβάνεται στο δικό μου κεφάλι.
Πάνος Σκούρτης: Έμαθα αργά στην κιθαριστική μου «καριέρα» το πόσο σημαντικό είναι το brainstorming πάνω στην ηχογράφηση. Το να αφεθεί δηλαδή ο μουσικός να γράψει ιδέες για πολλά συνεχόμενα λεπτά, τις οποίες κατόπιν θα επεξεργαστεί ο παραγωγός –ο Άκης, στην περίπτωσή μας– κρατώντας τα καλύτερα σημεία. Έτσι προκύπτουν και πράγματα αυθόρμητα, τα οποία δεν θα βγαίνανε αν απλά υπήρχε μία βασική γραμμή, που έπρεπε να ακολουθηθεί πιστά.
Άννα Καρακάλου: Όταν πρωτοήρθα στη μπάντα, ο Άκης δεν με άφηνε να ακούσω τι ακριβώς υπήρχε ήδη, κάτσαμε με μια ακουστική κιθάρα και ουσιαστικά αυτοσχεδιάζαμε στο κλίμα αυτό. Ακόμα και όταν μου έλεγε π.χ. να κάνω κάτι συγκεκριμένο, είχα την ελευθερία και το περιθώριο να βάλω και κάτι πιο δικό μου, να βγάλω τελικά και τον δικό μου ήχο πάνω στη βάση του ήχου του Άκη. 

Πώς αισθάνεστε που είστε ένα ελληνικό γκρουπ, στον 3ο μόλις σας δίσκο, και έχετε ήδη κατορθώσει κάτι το οποίο για τις περισσότερες εγχώριες μπάντες μένει ένα άπιαστο όνειρο, να κάνετε δηλαδή καριέρα στο εξωτερικό και να πωλούνται οι δίσκοι σας ακόμα και στην Αυστραλία;

Θα σου απαντήσω λίγο περιστροφικά σε αυτό, ρωτώντας σε γιατί να μην έχει συμβεί κάτι τέτοιο και με άλλα γκρουπ που είναι τόσο καλά. Κάλλιστα θα το μπορούσαν πολλά ελληνικά συγκροτήματα, με ένα marketing λιγάκι πιο εξωστρεφές.

Είναι όμως μόνο θέμα marketing;

Πιστεύω ότι πολλά γκρουπ έχουν τη μουσική που θα μπορούσε να τραβήξει το μέσο αυτί εκτός Ελλάδας. Νομίζω ότι οι δικοί μας δίσκοι μπορεί και να μην είχαν τόση απήχηση στο εξωτερικό, αν δεν είχε γίνει η κίνηση με τους ξένους καλεσμένους οι οποίοι τραγούδησαν στην αγγλόφωνη εκδοχή των Χαϊκού, έχοντας όλοι ως μητρική τους γλώσσα την αγγλική. Αυτό μετράει αρκετά, γιατί, αν θες να πουλήσεις στη Βρετανία και στην Αμερική, πρέπει να υπάρχει κι ένα σημείο αναφοράς οικείο στο δικό τους αυτί.
 
Γιατί όμως πετυχαίνουν τόσες μπάντες από την Ισλανδία και όχι από την Ελλάδα; 

Όταν κυκλοφόρησαν τα Χαϊκού στη Βρετανία, το promotion εκεί το ανέλαβε μια ειδικευμένη σε αυτό εταιρεία. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι είχαν να κάνουν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, η οποία συνοψίζεται στη λέξη «ελληνικό». Αργότερα, όταν ολοκληρώθηκε εκείνη η φάση, τους κάναμε την ερώτηση των εκατό εκατομμυρίων: αν τα Χαϊκού είχαν βγει από ένα ισλανδικό συγκρότημα, θα είχατε ευκολότερη δουλειά; Η απάντηση ήταν «δεν φαντάζεστε πόσο». Η ιδιοσυγκρασία του Έλληνα, ως ατόμου, είναι δύσκολη για τον ξένο. Υπάρχει μια έξτρα δυσκολία, είναι καθαρά νομίζω ζήτημα επικοινωνιακό. 
Άννα: Πάντως με τα όσα έγιναν τελευταία, τους Ολυμπιακούς Αγώνες, την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού στο ποδόσφαιρο και όλα αυτά, έχει γίνει πιο cool στο εξωτερικό το να είσαι Έλληνας.
Άκης: Πράγματι, είναι αλήθεια ότι όταν τα Χαϊκού βγήκαν στη Βρετανία και στην Αμερική, στο promotion η λέξη ελληνικό υπήρχε μονάχα αναφορικά με τον Γιώργο Σεφέρη. Και από τα συμφραζόμενα μόνο καταλάβαινε κανείς από πού ήταν η μπάντα, δεν λεγόταν ευθέως. Στο Dark Outside, αντίθετα, η έννοια της ελληνικής προέλευσης δεν έχει αποσιωπηθεί. Έχει δοθεί στη διάσταση που πρέπει. 

Εσύ ας πούμε με τους Sigmatropic άλλαξες πράγματα σε σχέση με την εποχή που ήσουν στους Cpt. Νέφος; 

Οι Cpt. Νέφος ήταν ένα πάρα πολύ δυναμικό σχήμα, είχαμε σφιχτό παίξιμο και πιστεύω πως εκτελεστικά ήμασταν καλοί. Επικοινωνιακά, όμως, το γκρουπ ήταν πολύ πίσω.

Στην περίοδο που έζησες στην Αμερική, μπήκες στον πειρασμό να μείνεις εκεί ώστε να μπορείς να δράσεις πιο ελεύθερα ως καλλιτέχνης;

Μπήκα στον πειρασμό, ναι. Αν και δεν πήγα να κάνω μουσική στην Αμερική –ήμουν σε ένα ερευνητικό εργαστήρι χημείας– έπαιξα παρ' όλα αυτά με μπάντες εκεί και βρήκα πράγματι αρκετό γόνιμο έδαφος. Υπήρχαν όμως διάφορες δυσκολίες στο να μείνω, προσωπικές, όσο και σχετικά με τον στρατό, όπως καλά γνωρίζεις στη φάση που βρίσκεσαι κι εσύ. Θα μπορούσα βέβαια να τη σκαπουλάρω, αν ήθελα. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ αν το έχω μετανιώσει, παρ' όλο που τα 3 πρώτα χρόνια πίσω στην Ελλάδα βρήκα πολύ δύσκολη την προσαρμογή. Ήταν μια τελείως άλλη χώρα η Ελλάδα για μένα. 

Έχοντας λοιπόν και τη διεθνή εμπειρία, πώς κρίνετε την κατάσταση στην Ελλάδα όσον αφορά τη μουσική βιομηχανία από τη μια, και τα ραδιόφωνα με τον μουσικό Τύπο από την άλλη; 

Η δισκογραφία περνάει κρίση, σε ολόκληρο τον κόσμο. Στην Ελλάδα όμως η πίτα είναι πολύ πιο μικρή και οι μικρές πίτες δέχονται ως γνωστόν μεγαλύτερη πίεση. Όλο αυτό μεταφράζεται σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία και σε μεγάλη γκρίνια. Και όταν υπάρχει γκρίνια, η τόλμη περισσεύει. 

Για το ραδιόφωνο, θα παραπέμψω απλώς στο σχετικό αφιέρωμα του Sonik, όπου πολύ σωστά εκθέσατε και τις δύο πλευρές. Το ραδιόφωνο δεν περπατάει καλά, όπως το βλέπουμε από τη δική μας πλευρά, που μας ενδιαφέρει να ακούγονται πράγματα πιο ψαγμένα και λιγάκι αν θέλεις στο μέτωπο της μουσικής αναζήτησης. Από την άποψη αυτή, ποτέ δεν ήταν χειρότερα. 

Ο μουσικός Τύπος, τώρα, έχει σκαμπανεβάσματα. Υπάρχει ένας σοβαρός αντίπαλος εδώ, η παγκοσμιοποίηση. Το Uncut πουλάει κάποιες χιλιάδες στην Ελλάδα, άλλοι παίρνουν το Spin, άλλοι διαβάζουν το Pitchfork στο ίντερνετ κτλ. Εγώ νομίζω ότι χρειάζεται να υπάρχει καλή, αξιόπιστη και έγκυρη ντόπια ενημέρωση. Πρέπει να κρατήσει ο ελληνικός μουσικός Τύπος.

Με την έννοια αυτή, θεωρείτε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει βλάψει και τη μουσική ή τους μουσικούς, έτσι όπως μετατόπισε το κέντρο βάρους προς το ίντερνετ;

Οι μουσικές ιδέες διαδίδονται σαν αστραπή στο ίντερνετ, αρκεί να είσαι λίγο υποψιασμένος για το πού να ψάξεις, ώστε να μη σε πνίξει το σκουπιδαριό της πληροφόρησης. Αν ξέρεις ποια είναι η χρήσιμη πληροφορία, μπορείς να ακούσεις τα πάντα αν θες. Το μεγάλο αγκάθι βρίσκεται στα σχετικά με τις πωλήσεις. Δεν θα εκφέρω γνώμη για το οικονομικό ζήτημα, γιατί νομίζω ότι είναι πρόωρο ακόμα το να αποφανθούμε αν το ίντερνετ έχει τελικά βλάψει τη μουσική βιομηχανία ή αν την έχει βοηθήσει. Είναι δύσκολη η καμπή και έχει δημιουργηθεί μια τρομερή ανακατωσούρα, δεν μπορεί κανείς λοιπόν να βγάλει ακόμα συμπεράσματα. 

Μια δισκογραφική εταιρεία, ας πούμε, έχει και τον ρόλο μιας βαρύνουσας υπογραφής. Παλιότερα π.χ. υπήρχε το mp3.com, το πρώτο site του είδους, που κάποια εποχή είχε γίνει τεράστιο και έβαζαν εκεί τη μουσική τους και κάποια καλά συγκροτήματα. Αλλά το 99,9% της μουσικής που κυκλοφορούσε εκεί, ήταν σαβούρα. Είναι άλλο να έχεις έναν φορέα που να λέει απλά «ελάτε όλοι», από το να έχεις έναν φορέα πιο επιλεκτικό. Αυτό δημιουργεί μια βαρύτητα, ανάλογα βέβαια με το ποιοι άνθρωποι τον διαχειρίζονται. Είναι σαν να βγάζεις ένα βιβλίο και να στο προλογίζει ένας νομπελίστας.

Συμμερίζεστε την ανησυχία ότι το downloading έχει συνηθίσει τους ακροατές αφενός σε έναν ήχο μέτριας ή και κακής ποιότητας, αφετέρου έχει καταστήσει το single ως «νομισματική μονάδα», καταστρέφοντας έτσι την έννοια του άλμπουμ;

Συμφωνώ κι εγώ ξέρεις. Και δεν είναι μόνο τεχνικό το ζήτημα, ότι όσο καλό και να είναι ένα MP3 δεν γίνεται να ακουστεί όσο καλά θα ακουγόταν ένα CD σε ένα στερεοφωνικό με προδιαγραφές. Το πιο σημαντικό είναι πως η ευκολία του να κατεβάσεις μερικές χιλιάδες MP3s –που όλοι, κι εγώ επίσης, το κάνουμε– μεταβάλλει τη σχέση σου με τη μουσική. Παύει να είναι τόσο μοναδική· και, χωρίς να το καταλάβεις, κατακλύζεσαι τελικά από το σκουπίδι της πληροφορίας, όπως συμβαίνει και σε κάθε άλλο τομέα του ίντερνετ. 

Έτσι οδηγούμαστε βασικά στα τραγούδια-μονάδες. Και είναι βέβαια πέρα από την ανθρώπινη δυνατότητα αυτό το πράγμα, να μπορέσεις να έχεις δηλαδή τη σχέση που είχες με τα CD σου ή παλιότερα με τα βινύλια. Είναι φθορά, μια αναπόφευκτη φθορά. Έχει καταστήσει τους ανθρώπους από ακροατές σε καταναλωτές. Είναι το αντίστοιχο του ζεύγους ταξιδιώτης-τουρίστας. Ο ταξιδιώτης δεν μένει 2-3 μέρες, προσπαθεί να ενσωματωθεί στην κουλτούρα της χώρας που επισκέπτεται. Ενώ ο τουρίστας περνάει, βγάζει μερικές φωτογραφίες, παίρνει λίγο από εδώ και λίγο από εκεί και τελείωσε.
Πάνος: Το ίντερνετ έχει αλλοιώσει τον τρόπο με τον οποίον λειτουργεί η δισκογραφία και πολλά συγκροτήματα που τώρα ξεκινάνε δεν το έχουν ακόμα εμπεδώσει. Το κλειδί έγκειται νομίζω στο να βρεθεί αυτό το κάτι που θα ξανακάνει τα άλμπουμ πιο δυνατά και θα καθιστά το ένα τραγούδι μη αρκετό. Ίσως επενδύοντας και περισσότερο στο lay-out, ώστε να δίνεις κίνητρο στον αγοραστή να θέλει να έχει έναν δίσκο. Και εννοείται ότι και το περιεχόμενό τους θα πρέπει να έχει μια ανάλογη αξία. Για την ώρα πάντως δεν το βλέπω να ξεκολλάμε προς τα εκεί.
Άννα: Εγώ δεν νομίζω πως τα όσα λέτε εξαντλούν τη συζήτηση για το ίντερνετ και τη σχέση του με τη μουσική. Χωρίς το ίντερνετ και τη γενιά του MySpace, ας πούμε, θα ήταν μάλλον αδύνατον να κρατήσεις επαφή με κάποια γκρουπ που έτυχε να ακούσεις κάτι από αυτά και να σου άρεσε. Βοηθάει επίσης στην άμεση επικοινωνία μεταξύ των καλλιτεχνών, το έχουμε βιώσει κι εμείς τότε π.χ. που παίξαμε με τους Astyplaz. Όπως βοηθάει και στην καλύτερη διαφήμιση. Πιστεύω επίσης ότι είναι σπουδαίο πράγμα το downloading. Κι αν οι μπάντες ανησυχούν για τα χρήματα που ίσως χάνουν έτσι, τότε θα πρέπει να προσπαθήσουν να τα κερδίσουν παίζοντας περισσότερο live. Για μένα είναι πιο σπουδαίο να ακούς κάτι ζωντανά και να είσαι κι εσύ κάπου εκεί, από το να ακούς ένα CD καθισμένος στο σαλόνι σου. 

Θεωρείτε ότι υπάρχει κάποια άνθιση τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, στον χώρο που κι εσείς κινείστε; 

Σίγουρα υπάρχει κάτι τέτοιο. Παρατηρώ μια ενδιαφέρουσα παραγωγή από νέους και όχι τόσο νέους ανθρώπους, που για διάφορους λόγους τώρα κατόρθωσαν να βγουν προς τα έξω. Αλλά νομίζω πως υπάρχει κι ένας κίνδυνος εδώ: να γίνει hype η κατάσταση, να τονιστεί υπερβολικά δηλαδή από τον Τύπο κάτι στον ήχο ή στην εμφάνιση ενός καλλιτέχνη και να παραμεληθούν όλα τα υπόλοιπα. Και να δημιουργηθούν έτσι τρομερές απαιτήσεις στο κοινό εξαιτίας αυτής της προώθησης, στις οποίες ο καλλιτέχνης να μη μπορέσει να ανταποκριθεί, με αποτέλεσμα να ξεφουσκώσει αυτό το πράγμα. Γενικά, πάντως, αντιμετωπίζω θετικά τα όσα συμβαίνουν. 

Υπάρχουν δημιουργοί ή φωνές από την αμιγώς ελληνόφωνη μουσική όχθη οι οποίοι νιώθετε ότι σας αφορούν αρκετά, ώστε να σκεφτείτε και το ενδεχόμενο κάποιας συνεργασίας μαζί τους; 

Ναι. Εκτιμώ πολύ τον Νίκο Ξυδάκη, όπως εκτιμώ πολύ και την Ελένη Καραΐνδρου. Επίσης, τον Γιώργο Ζαμπέτα –βέβαια δεν είναι πια ανάμεσά μας, εδώ και πολύ καιρό. Θα μου άρεσε ακόμα να συνεργαστώ με ανθρώπους σαν τον Μανώλη Φάμελλο ή τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ξέρουν τι κάνουν και γιατί το κάνουν και τους βγαίνει αυθόρμητο, αποτελώντας συνάμα και πρόταση. 

Όσον αφορά τα μελλοντικά σας σχέδια, υπάρχει ακόμα στα σκαριά εκείνο το άλμπουμ με τις διασκευές στο οποίο έχετε συχνά αναφερθεί σε συνεντεύξεις;

(γέλια!) Το έχουμε πράγματι πει τόσες φορές αυτό! Ξέρεις όμως τι γίνεται; Κάθε φορά προκύπτει το δίλημμα γιατί να κάτσω δύο μήνες να τους φάω δουλεύοντας σε διασκευές, αντί να κάνω το δικό μου υλικό; Ίσως κάποτε το καταφέρουμε! Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες διασκευές. Στις εμφανίσεις μας πάντως θα εντάξουμε περισσότερες από όσες υπάρχουν συνήθως. Και θα δούμε, μπορεί να τις μαζέψουμε ώστε να βγει κι ένα CD. 







30 Αυγούστου 2021

Toumani Diabaté - ανταπόκριση (2012)


Με κοντά 35 χρόνια καριέρας, ο βιρτουόζος της kora Toumani Diabaté στέκει αναγνωρισμένος ως ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς του Μάλι. Χάρη μάλιστα στη world έκρηξη στα γούστα του Δυτικού κοινού μπόρεσε κι έχτισε βαθμιαία ένα στιβαρό διεθνές προφίλ, ασκούμενος και ο ίδιος σε διάφορα διαπολιτιστικά πειράματα –σαν π.χ. το Kulanjan με τον Αμερικανό μπλουζίστα Taj Mahal (1999) ή τη συνεργασία με το φλαμένκο συγκρότημα Ketama από την Ισπανία, η οποία έδωσε τα άλμπουμ Songhai και Songhai 2 (1988 και 1994, αντίστοιχα). 

Βέβαια, κορυφαία στιγμή της διεθνούς του παρουσίας ήταν ως σήμερα η σύμπραξη με τη Björk στο "Hope", κομμάτι από το άλμπουμ της Volta (2007). Φέτος, όμως, υπερβαίνει αθόρυβα αυτόν τον πήχη, καθώς κυκλοφορεί τη συνεργασία του με τη London Symphony Orchestra: ο δίσκος Kôrôlén τους καταγράφει μαζί στη σκηνή του Barbican Centre του Λονδίνου το 2008, σε διεύθυνση Clark Rundell.

Η έκδοση του Kôrôlén παρέχει μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε μια άλλη, πιο «δική μας» συναυλία του Toumani Diabaté –στη μνημονιακή Αθήνα του 2012, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση (τότε λεγόταν ακόμα Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών). Στην οποία έπαιξε μαζί με τρεις ακόμα Αφρικανούς μουσικούς, τον ξάδερφό του Fanta Mady Kouyaté (κιθάρα), τον Fode Kouyaté (ντραμς) και τον Mohamed Koita (μπάσο), προσελκύοντας ένα ιδιαίτερα ετερόκλητο κοινό. Και δεν μας χαρίστηκε: μας έβαλε δύσκολα ήδη από το ξεκίνημα και μας ήθελε προσηλωμένους στα όσα πρόσφερε. Υπήρξε όμως συνεννόηση και στο τέλος τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, έχοντας την πεποίθηση ότι είδαμε έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. 

Μια ανταπόκριση για εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η κεντρική ανήκει στον Aboubaker Sidick, ενώ η κάτωθι είναι του Daniel Sheehan


Ακόμα και όσοι ήρθαν από απλή περιέργεια στο φωτεινό κτίριο της Συγγρού, πιστεύω ότι έφυγαν απόλυτα πεπεισμένοι ότι είδαν μπροστά τους έναν από τους σπουδαίους Αφρικανούς μουσικούς του σήμερα. Θα μου πείτε, σε τέτοιες συναυλίες πας από περιέργεια; Ίσως όχι. Παρατηρώντας ωστόσο το πολυάριθμο κοινό στην κεντρική αίθουσα της Στέγης, δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ ότι ήταν από τα πλέον ετερόκλητα που έχω δει σε live: πιτσιρίκες με επιτηδευμένα αλήτικο στιλ, φοιτηταριό, 30άρηδες ρόκερς, τύποι και τύπισσες που βλέπεις συνήθως σε world φεστιβάλ, ώριμοι κύριοι με τις κυρίες τους που θα περίμενες να συχνάζουν στο Gazarte ή στο Μέγαρο. Κι όμως, όλοι ενώθηκαν εις αντίδραση μία κατά τη διάρκεια της εμφάνισης του Toumani Diabaté, συνεισφέροντας ενθουσιώδη σφυρίγματα και θερμό, πολύ θερμό χειροκρότημα. 

Ο μάστορας της kora μπήκε ξυπόλητος και με πατερίτσα –είχε εμφανή δυσκολία στο ένα πόδι– και έλαβε θέση στο μέσον της σκηνής και μπροστά, έχοντας ενώπιόν του τη χαρακτηριστική δυτικοαφρικανική άρπα. Οι τρεις μουσικοί του παρατάχθηκαν αισθητά πιο πίσω του, με τα τύμπανα του Fode Kouyaté στο βάθος, την κιθάρα του ξαδέρφου του Fanta Mady Kouyaté στο πλάι αριστερά (όπως κοιτούσες) και το μπάσο του Mohamed Koita στο πλάι δεξιά (ο μόνος μουσικός που δεν προερχόταν από το Μάλι, μα από τη Μπουρκίνα Φάσο). 

Το σχήμα δεν ήταν διόλου τυχαίο, γιατί εξαρχής δήλωσε κάτι, τόσο για την ηχητική πλεύση του live, όσο και για την άποψη του Toumani Diabaté για τη world μουσική. Το όποιο fusion, δηλαδή, δεν θα λάμβανε χώρα σε βάρος της παράδοσης. Και η kora δεν θα ήταν το μυρωδικό και το γλυκάδι της υπόθεσης, μα ο βασικός πρωταγωνιστής. Χαράχτηκε έτσι μια αναγκαία «κόκκινη γραμμή» κόντρα στον fusion ενθουσιασμό που έχει καταλάβει το κοινό μα και τους world κριτικούς στη Δύση, αυτούς τουλάχιστον που στον πυρετό ενός αφελέστατου και επιφανειακού μούλτι-κούλτι διεθνισμού δεν έχουν πάρει χαμπάρι πόσο συχνά ξεφτιλίζονται οι τοπικές παραδόσεις στον βωμό του λικνίσματος των «προοδευτικά σκεπτόμενων» Δυτικών γοφών. 

Ήδη από το ξεκίνημα, επίσης, ο Toumani Diabaté μας έβαλε δύσκολα. Άρχισε δηλαδή με μακροσκελείς συνθέσεις όπου η kora έπαιζε σόλο, μπαίνοντας σε διάλογο με τα υπόλοιπα όργανα μόνο κατά σημεία (και ελεγχόμενα). Ήθελε λοιπόν προσοχή, υπομονή και αντίληψη πέρα από τα εσκαμμένα για να παρακολουθήσεις, ειδικά στα πιο αυτοσχεδιαστικά μέρη. 

Ακόμα και στη συνέχεια, όμως, όταν ακούσαμε συνθέσεις με πλουσιότερη διάδραση μεταξύ του κουαρτέτου, ο Diabaté αξιοποίησε την εμπειρία του από το jugalbandi –τον ινδικό διάλογο μεταξύ των οργάνων– κρατώντας την kora στο προσκήνιο. Και μη νομίζετε ότι ήταν τόσο εύκολο. Αλλά οι μουσικοί που τον συνόδευαν αποδείχθηκαν δεξιοτέχνες από τους λίγους. Ειδικά ο Mady Kouyaté, ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες που έχω ακούσει: με καταπληκτικά κοφτές φράσεις, μετέδιδε μια διαρκή funky γκρούβα, ρίχνοντας έτσι ξεσηκωτική γέφυρα μεταξύ ρυθμικών τάσεων που έπλασαν οι αφρικανικής προέλευσης Αμερικανοί και παραδόσεων οι οποίες κρατούν από τη μεσαιωνική αυτοκρατορία του Μάλι. 

Στην κορυφή όλων αυτών, βέβαια, στεκόταν ο Diabaté. Έσχατος εκπρόσωπος μιας οικογένειας μουσικών οι οποίοι υπηρετούν την kora εδώ και 71 γενιές, κάτοχος μυστικών παλαιότερων και από τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, μα και άνθρωπος του σήμερα, που αφομοίωσε στη μουσική του τον Jimi Hendrix, τη soul των 1960s, ακόμα και τάσεις της τζαζ. Μας εντυπωσίασε και όταν έπαιζε, μας συγκίνησε και όταν μας μίλησε, έστω σ' αυτά τα αγγλικά που –όπως κι ο ίδιος είπε– δεν ήταν και τα καλύτερα. Χωρίς βεντετισμούς ή διάθεση για περιττά θεατρικά μας έδειξε πώς παίζεται η kora, μίλησε για την ταλαιπωρία που περνάνε οι χώρες μας (η Ελλάδα και το Μάλι) και μας θύμισε ότι ένας λαός υπάρχει όσο έχει πολιτισμό να παρουσιάσει. Μια ποιότητα που δεν «χωράει» στο μικροσύμπαν των οικονομικών επιτυχιών και των ευημερούντων αριθμών, που τόσο αγαπούν οι νεοφιλελεύθερες λογικές της εποχής μας. 

Ασφαλώς και του ζητήσαμε encore, μουρμουρίζοντας εν χορώ –πλατεία και θεωρεία– μια μελωδία που ο ίδιος μας σύστησε· και δεν μας στέρησε τη χαρά. Έφυγε κουτσαίνοντας, όπως μπήκε, μα με ένα μεγάλο χαμόγελο στο πρόσωπο. Κι εμείς τον χειροκροτήσαμε όρθιοι, με γνήσια συγκίνηση. Διάολε, ήταν συναρπαστικός.