17 Μαρτίου 2021

Ηλέκτρα - ανταπόκριση όπερας (2017)


Από την Κυριακή 14 Μαρτίου, η Εθνική Λυρική Σκηνή έθεσε σε πλήρη λειτουργία τη GNO TV, δηλαδή τη νέα της διαδικτυακή τηλεόραση. Η οποία απαντά στις υποχρεωτικές συνθήκες της κορωνο-εποχής μας, δίνοντας τη δυνατότητα να δεις ρεσιτάλ ή έργα όπερας και χορού από το σπίτι σου (κάποιες με εισιτήριο, άλλες δωρεάν). 

Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει 13 παραστάσεις, οι οποίες θα είναι διαθέσιμες στο κοινό για 4 έως 8 μήνες και θα προβάλλονται με υποτίτλους στα ελληνικά και σε ξένες γλώσσες (αγγλικά, καθώς και γαλλικά και γερμανικά όπου αναφέρεται). Λεπτομέρειες αναγράφονται εδώ.

Με αυτή λοιπόν την αφορμή ανέτρεξα στην πρώτη μου επίσκεψη στο νέο κτήριο της Λυρικής στο Κέντρο Πολιτισμού - Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, τον Οκτώβριο του 2017, όταν πήγαμε με τη Χριστίνα Κουτρουλού να δούμε την Ηλέκτρα του Ρίχαρντ Στράους (1909). 

Μια παράσταση που έδινε σε ημάς τους νεότερους την ευκαιρία να δούμε την Αγνή Μπάλτσα επί σκηνής και σε κέρδιζε με το που άνοιγε η κουρτίνα και αντίκριζες μια κολοσσιαία μορφή ημίγυμνου άνδρα, κρεμασμένου ανάποδα. Πόσο μάλιστα στην πορεία, όταν θαύμαζες την πρωταγωνίστρια Sabine Hogrefe για το τραγούδι μα και τη σκηνική της παρουσία. Ναι, ακόμα κι εγώ, που ουδέποτε συμπάθησα την Ηλέκτρα ως φιγούρα της αρχαίας τραγωδίας. 

Πίσω στο 2017, η ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες είναι του Ανδρέα Σιμόπουλου και προέρχονται από το υλικό που στάλθηκε στον Τύπο για την προώθηση της τότε παράστασης


Με το που άνοιξε η κουρτίνα της σκηνής, το μάτι θάμαξε, κεντράροντας στην κολοσσιαία μορφή του ημίγυμνου άνδρα με τα ηρωικά χαρακτηριστικά που κρεμόταν θαρρείς ανάποδα.

Στη διάρκεια της παράστασης θα παρατηρούσες κι άλλα πράγματα στο κατά τα λοιπά λιτό σκηνικό του σκηνοθέτη Γιάννη Κόκκου, μα δεν θα ξέφευγες ποτέ από αυτήν την επιβλητική παρουσία και τη σημειολογία της: λειτουργούσε ως μια μόνιμη ανάμνηση πως βρισκόσουν στο παλάτι ενός άνανδρα σφαγμένου βασιλιά, μα και ως μια μόνιμη αντίθεση με την περίκλειστη και φωταγωγημένη σκάλα που οδηγούσε στο κυρίως ανάκτορο. Στο τελευταίο, έτρωγαν και έπιναν χαρούμενοι η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος· εκεί έξω, σερνόταν ατιμασμένη και απόκληρη η Ηλέκτρα, εγκιβωτισμένη στην εμμονή της για την αποκατάσταση μιας διασαλευμένης τάξης, να ψάχνει την ελπίδα μέσα στην προσωπική της άβυσσο, είτε με εκκλήσεις προς τον νεκρό πια Αγαμέμνωνα, είτε με την ελπίδα της επιστροφής του αδερφού της Ορέστη, ως εκδικητή.

Πέτυχε διάνα νομίζω ο Κόκκος με αυτήν την επιλογή σκηνικού, γιατί μπόρεσε και κράτησε κάτι από τον εξπρεσιονιστικό χαρακτήρα της αρχικής πρεμιέρας της Ηλέκτρας στη Δρέσδη του 1909, που τόσο δίχασε το κοινό της εποχής, αναζωπυρώνοντας τη διαμάχη αρχαϊκών και μοντερνιστών. Όμως, όπως πολύ σωστά σημειώνει στο πρόγραμμα της παράστασης ο Νίκος Δοντάς –ο σπουδαιότερος εν ζωή κριτικός κλασικής μουσικής του τόπου μας– «η επιτυχία της Ηλέκτρας εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από τον αρχιμουσικό και από την ερμηνεύτρια του κεντρικού ρόλου». Πράγματι, έτσι είναι. Και πρόκειται για τις δύο παρουσίες που καθόρισαν το αποτέλεσμα στην ολοκαίνουρια αίθουσα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.

Ξεκινώντας από τον αρχιμουσικό, την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τους 31 επιπλέον εκτελεστές που χρειάστηκαν ώστε να πραγματωθεί το συνθετικό όραμα του Richard Strauss για 110 επί σκηνής όργανα, διηύθυνε ο Βασίλης Χριστόπουλος, μαέστρος με εμπειρία στη συγκεκριμένη όπερα, την οποία έχει ξαναδιευθύνει στη Γερμανία (για την Κρατική Όπερα του Βισμπάντεν). Η εμπειρία αυτή νομίζω φάνηκε και βοήθησε την πάντα διαβασμένη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να πετύχει μια μικρή υπέρβαση των ικανοποιητικών δεδομένων της, έστω κι αν δεν άγγιξε όσα ξέρουμε από τις ηχογραφήσεις του Δημήτρη Μητρόπουλου το 1949 και 1957 ως προς την απόδοση των εντάσεων και των σκοταδιών: στις δυναμικές, πομπώδεις κορυφώσεις δεν έχανες τη λάμψη των λεπτομερειών, ενώ αναδείχθηκε επιτυχώς και η ρευστή τονικότητα που διέπει τη χλιδανή ποικιλία των καθοδηγητικών μουσικών σχημάτων του σπουδαίου Βαυαρού συνθέτη.

Η αποκάλυψη της συγκεκριμένης παράστασης ήταν η Sabine Hogrefe (Ζαμπίνε Χογκρέφε), η οποία κλήθηκε να αποδώσει την Ηλέκτρα –έναν ρόλο που γνωρίζει καλά. Η Γερμανίδα υψίφωνος αποτυπώθηκε συγκλονιστική, τόσο ως τραγουδίστρια, όσο και ως σκηνική παρουσία, όντας τέλεια αντανάκλαση της ηρωίδας του Σοφοκλή, όπως τη μετάπλασε το εξαιρετικό λιμπρέτο του Αυστριακού συγγραφέα Hugo von Hofmannsthal (Χούγκο φον Χόφμανσταλ): μια φιγούρα μαραμένη από τη θλίψη, μια κόρη κυριαρχημένη από το άγριο φονικό που της κόστισε τον πατέρα (εγκλωβισμένη στο αίμα που είδε να κυλάει και στην εικόνα του με τα ορθάνοιχτα μάτια καθώς ψυχορραγούσε)· μια άγρια γυναίκα που πλέον ζει ονειρευόμενη εκστατικούς χορούς πάνω από τα σφαγμένα κορμιά της μητέρας της και του εραστή της.

Σε αυτήν την όπερα όλοι οι υπόλοιποι χαρακτήρες φωτίζονται από τους διαλόγους τους με την Ηλέκτρα, κάτι που πέτυχε απόλυτα να αναπλαστεί χάρη στη δυναμική σκηνική παρουσία της Hogrefe, η οποία έλαμψε πάντως και ερμηνευτικά καθ' όλη τη διάρκεια του έργου. Ο απίθανος χορός της στο φινάλε, αλλά και η κατακρημνισμένη περηφάνεια με την οποία απέδωσε την περίφημη άρια "Allein! Weh, Ganz Allein", στάθηκαν αξέχαστα στιγμιότυπα. Ακόμα κι εγώ, που ποτέ μου δεν συμπάθησα την Ηλέκτρα για την αφοσίωσή της στον αντιπαθέστατο Αγαμέμνονα και για την απαξίωση της Κλυταιμνήστρας (η οποία έκανε πράγματι κάτι φριχτό, όμως είχε υποχρεωθεί να δει τη θυσία της κόρης της Ιφιγένειας για τα χατίρια του συζύγου της και του Μενέλαου), δεν μπόρεσα να μη λυπηθώ –λιγάκι– ένα πλάσμα που κατήντησε τέρας λόγω του βαθιού του πόνου.

Δίπλα στην Hogrefe είδαμε μία ακόμα Γερμανίδα υψίφωνο, τη Gun-Brit Barkmin, να αποδίδει θαυμάσια την αδερφή της Χρυσόθεμι, με καθαρές, απαιτητικές ερμηνείες, που φώτισαν την απαραίτητη αντίθεση με την Ηλέκτρα: όσο η τελευταία ονειρευόταν φονικά, τόσο η Χρυσόθεμις ονειρευόταν την απόδραση από το αιματοβαμμένο παλάτι του Άργους και μια κανονική ζωή –ακόμα κι αν χρειαζόταν να απαρνηθεί τη βασιλική της καταγωγή, ζώντας ως σύζυγος ενός ταπεινού χωρικού. Και είδαμε βέβαια και την Αγνή Μπάλτσα, η οποία καταχειροκροτήθηκε από την εντελώς γεμάτη αίθουσα, στην πρώτη της συνεργασία με την Εθνική Λυρική Σκηνή, που έγινε μάλιστα αφιλοκερδώς. Η πιο διάσημη διεθνώς οπερατική μας τραγουδίστρια μετά τη Μαρία Κάλλας δεν έχει βέβαια πια τη φωνητική ενάργεια της ακμής της, μπόρεσε όμως να δώσει μια πολύ στυλάτη και πειστική Κλυταιμνήστρα, προσφέροντας στην παράσταση μία ακόμα μοναδική πινελιά.

Με την Ηλέκτρα έγιναν και τα εγκαίνια της νέας Λυρικής Σκηνής, η οποία κατοικοεδρεύει πλέον στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έχει πράγματι επενδυθεί εντυπωσιακή δουλειά, αν και προσωπική μου εκτίμηση είναι πως οι άνω βαθμίδες του εξώστη δεν δικαιολογούν την τιμή των 40 ευρώ που τους αναλογούσε –η ορατότητα δεν υπήρξε σπουδαία. Χρειάζεται επίσης μια εξοικείωση με το νέο σύστημα των υπερτίτλων, που πλέον προβάλλονται σε οθόνη μπροστά στη θέση σου, με επιλογή γλώσσας (ελληνικά ή αγγλικά): μερικές φορές, δεν μπορούσες να αποφύγεις το μια κάτω το κεφάλι να δεις τι γράφει, μια πάνω για να μη χάσεις τη σκηνική δράση. Σε κάθε πάντως περίπτωση, ήταν μια επιτυχημένη πρεμιέρα, η οποία εξέπεμψε και τη δική της σημειολογία επιλέγοντας για πρώτη παράσταση μια πολλάκις διακεκριμένη διεθνώς όπερα με ελληνικό χαρακτήρα, η οποία ισορροπεί τέλεια μεταξύ του παλιού κλασικού κόσμου και των νέων αιτημάτων που έθεσε ο 20ός αιώνας.



14 Μαρτίου 2021

Θέμης Αδαμαντίδης & Λένα Αλκαίου - συνέντευξη (2017)


Έναν μικρό χαμό προξένησε τις τελευταίες μέρες η σύλληψη του Θέμη Αδαμαντίδη σε παράνομο καζίνο/χαρτοπαικτική λέσχη στην Κυψέλη, αλλά και οι σχετικές του δηλώσεις, ιδιαίτερα η φράση «ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε δάσκαλος του κατηχητικού», η οποία μάλλον απομονώθηκε, για να δημιουργηθούν εντυπώσεις: ο Αδαμαντίδης δεν αναφέρεται δηλαδή στο εν γένει κλίμα που έχουν δημιουργήσει τα συνεχή μέτρα περιορισμού, αλλά αποτελούσε απάντηση σε ερώτηση για το αν έπεσε η ψυχολογία του λόγω της σύλληψης.

Σαν να μην έφτανε μάλιστα αυτή η ιστορία, ήρθαν στα καπάκια και τα νέα για τα λεγόμενα «κορονομπουζούκια», δηλαδή για το κέντρο διασκέδασης Bella Vita, που κατά τα φαινόμενα λειτουργούσε παράνομα εδώ και 3 μήνες, κλειδώνοντας τους θαμώνες στον χώρο του ως τις 6 το πρωί. Ο Αδαμαντίδης φέρεται λοιπόν να είχε τραγουδήσει εκεί τον Φεβρουάριο –εν μέσω αυστηρού λοκντάουν– αν και τα πράγματα μπορεί να μην έχουν καθόλου έτσι: το επίμαχο βίντεο, σύμφωνα με την εταιρεία του, καταγράφει μεν εμφάνιση στο εν λόγω μαγαζί της Λιοσίων, αλλά από το καθ' όλα νόμιμο πρόγραμμα του Οκτωβρίου 2020, όταν τα μέτρα επέβαλλαν απλά την παύση λειτουργίας τα μεσάνυχτα.

Σε κάθε περίπτωση το γνωρίζουμε όλοι καλά νομίζω ότι ο Θέμης Αδαμαντίδης δεν είναι του ...κατηχητικού. Επίσης, ακόμα κι άδικο αν έχει στα παραπάνω, δεν πρόκειται όσοι τον αγαπάμε ως καλλιτέχνη να αλλάξουμε άποψη: για μένα, συγκαταλέγεται ανάμεσα στις τελευταίες μεγάλες ανδρικές φωνές του λαϊκού ρεπερτορίου. 

Γι' αυτό και ήταν μεγάλη η χαρά μου πίσω στο 2017, όταν μου δόθηκε η ευκαιρία να τον συναντήσω από κοντά και να μιλήσουμε. Παρούσα στην κουβέντα μας ήταν μάλιστα και η Λένα Αλκαίου, μιας και επρόκειτο να δώσουν μαζί τότε μια συναυλία, στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συνάντησή μας με τον Αδαμαντίδη και την Αλκαίου και ανήκουν στη Σμαρώ Μπότσα


Μιας και βρισκόμαστε με αφορμή την ιδιαίτερη αυτή συναυλία που ετοιμάζετε στο θέατρο Βράχων για τις 15 Ιουνίου, πείτε μας δυο λόγια για την όλη ιδέα και υλοποίησή της…
 
Θέμης Αδαμαντίδης: Στο επίκεντρο βρίσκεται η συνάντησή μας με τη Λένα και η αγάπη με την οποία αποδέχεται ο ένας τον άλλον. Με αυτήν ως βάση και βέβαια με τον αμοιβαίο μεταξύ μας σεβασμό θα περάσουμε και τη συναυλία προς τα έξω, στον κόσμο. Και χάρη σ' αυτήν, θα αρέσει. 
 
Λένα Αλκαίου: Δεν χρειάστηκε να αλλάξουμε πολλές κουβέντες με τον Θέμη. Κοιταχτήκαμε, κρατήσαμε τα πράγματα απλά και ωραία και βρεθήκαμε μαζί. Κι από αυτό το μαζί, ξεκίνησε και η ιδέα για το τι θα κάνουμε μαζί. Είναι άλλωστε ένας συγκλονιστικός τραγουδιστής, κάτι που δεν το νομίζω μόνο εγώ, μα πολλοί –όλη η Ελλάδα, πιστεύω. Το θέατρο Βράχων θα είναι λοιπόν η αρχή. 
 
Άρα δεν μιλάμε εδώ για μια μεμονωμένη συναυλία…
 
Λ.Α.: Όχι, θα κάνουμε περιοδεία σε όλη την Ελλάδα. Ξεκινάμε 15 Ιουνίου από το θέατρο Βράχων και θα είμαστε μαζί όλο το καλοκαίρι.
 
Τους καλεσμένους που θα δούμε μαζί σας στο Βράχων, πώς τους επιλέξατε; 
 
Θ.Α.: Είναι πρώτα-πρώτα αυτοί που μπορούν, που έχουν δηλαδή την ευχέρεια αυτή τη στιγμή να συμμετέχουν στη συναυλία. Γιατί πολλοί ακόμα θα ήθελαν να μας συνοδεύσουν, έχει να κάνει όμως και με τους χρόνους του καθενός. Τους ευχαριστώ κάθε έναν προσωπικά, είναι τιμή μας που έρχονται.
 
Λ.Α.: Είναι πράγματι τιμή μας, άλλωστε μιλάμε για ανθρώπους που δεν χρειάζονται συστάσεις, είναι όλοι καταξιωμένοι στον χώρο τους. Είναι πρώτα-πρώτα ο συνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου, του οποίου θα πούμε και τραγούδια ώστε να τιμήσουμε την παρουσία του, καθώς και η Πίτσα Παπαδοπούλου, προσωπική μου φίλη· νομίζω και του Θέμη.
 
Θ.Α.: Ναι, κι εμένα είναι. 
 
Λ.Α.: Φίλη μου είναι και η Κατερίνα η Κούκα, που επίσης θα έρθει. Και ύστερα είναι και η Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.
 
Θ.Α.: Θα έρθει μαζί με τον Κώστα τον Αγέρη, του οποίου ένα τραγούδι είπα πρόσφατα μαζί της: λέγεται “Του Πόντου Παναγιά” και είναι αφιερωμένο στην Παναγία του Σουμελά. Οι στίχοι είναι του Γιάννη Τζουανόπουλου.
 
Λ.Α.: Κι επίσης θα έχουμε μαζί μας τον Δημήτρη Κανέλλο, έναν καλό τραγουδιστή, αλλά και τον μαέστρο μας Νίκο Κούρο, ο οποίος έχει γράψει ιστορία στον χώρο της ενορχήστρωσης. Περιμένουμε πώς και πώς για τη βραδιά στο Βράχων. 
 
Αλήθεια, οι δυο σας έχετε συμπέσει ποτέ ως τώρα σε ζωντανή εμφάνιση;
 
Λ.Α.: Μόνο σε τηλεοπτικές εκπομπές.
 
Θ.Α.: Στο μέλλον βέβαια, ποιος ξέρει (γελάνε)
 
Μιας και θα είναι και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου στο Βράχων, να σας πω ότι πολύ θα ήθελα να σας ακούσω ως ερμηνευτές σε νέο υλικό του, σε κάποιον ολοκληρωμένο δίσκο δηλαδή. Υπάρχουν τέτοιες σκέψεις; 
 
Θ.Α.: Δεν είναι κακή ιδέα. Καθόλου κακή ιδέα…
 
Λ.Α.: Εμείς από την πλευρά μας είμαστε νομίζω ανοιχτοί σε κάθε ενδεχόμενο.
 
Είστε και οι δύο άνθρωποι ζυμωμένοι με το λαϊκό ρεπερτόριο: εσείς κύριε Αδαμαντίδη είστε γεννημένος στην Καισαριανή, εσείς κυρία Αλκαίου στον Πειραιά –δύο περιοχές με μεγάλη ιστορία, που έχουν αμφότερες τραγουδηθεί. Πέρα όμως από το περιβάλλον, ήταν και κάτι που πήρατε από το σπίτι σας το λαϊκό τραγούδι;
 
Θ.Α.: Το δικό μου σπίτι ήταν στα Προσφυγικά της Καισαριανής. Και τραγουδούσαμε όλοι σ’ αυτό –ο παππούς μου, η μητέρα μου, ο θείος μου. Όταν μάλιστα ετοιμαζόμασταν να φύγουμε μετανάστες στη Νότιο Αφρική, ήταν ένα διάστημα που οι μπομπίνες πήγαιναν και έρχονταν: γράφαμε συνεχώς τραγούδια, ώστε να τα έχουμε μαζί μας να ακούμε. 
 
Λ.Α.: Εμένα το πατρικό μου ήταν στην Καλλίπολη του Πειραιά. Πρόλαβα τα σπίτια να είναι ανοιχτά, τους δρόμους που παίζαμε. Κι επίσης όλοι τραγουδούσαμε και στο σπίτι μας και σαν παρέες σε σπίτια γειτόνων και φίλων. Ήταν αλλιώς τα χρόνια εκείνα.
 
Θ.Α.: Θυμήθηκα τώρα και ένα περιστατικό. Όταν ήμουν μικρός, πιτσιρίκος 8-10 χρονών, ανέβαινα συχνά στην ταράτσα και τραγουδούσα. Δεν είχα βέβαια καμία σχέση με το ρολόι και κάποια στιγμή τραγουδούσα μες το μεσημέρι, οπότε μια γειτόνισσα παραπονέθηκε στη μάνα μου: κυρα-Αντωνία, της λέει, τέτοιες ώρες κι έχετε ανοιχτό το τρανζίστορ; Απόρησε κι εκείνη, μέχρι που με βρήκε στην ταράτσα και κατάλαβε. Με κυνήγησε, βέβαια. Βρίσκω όμως μετά εγώ τη γειτόνισσα: να σου πω κυρα-Λένη, της λέω, άμα θέλεις ησυχία να πας στο Κολωνάκι! (γέλια)
 
Λ.Α.: Άκου τώρα να δεις! Εγώ μικρή πήγαινα συχνά στο κομμωτήριο της μάνας μου μετά το σχολείο, γιατί εκεί με άφηνε το σχολικό. Και είχε συχνά πελάτισσες στο μαγαζί. Εγώ τραγουδούσα λοιπόν, μα επειδή δεν με έβλεπαν, της έλεγαν κι εκείνης «βρε Χρυσάνθη, κλείσ' το το ραδιόφωνο!» (γελάνε)


Κύριε Αδαμαντίδη, εσείς εκτός από τη Νότια Αφρική έχετε ζήσει και στη Σουηδία, σωστά; 
 
Θ.Α.: Ναι, αργότερα βέβαια αυτό, μόνος μου πια.
 
Λ.Α.: Πότε πρόλαβες;
 
Θ.Α.: Είχα ξεκινήσει τότε με το τραγούδι. Έζησα 3 χρόνια στη Στοκχόλμη και τραγουδούσα εκεί, σε ένα ελληνικό μαγαζί. 
 
Είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη ακούγονται αλλιώς όταν είσαι μετανάστης; 
 
Θ.Α.: Υπάρχουν ορισμένα μέρη στο εξωτερικό όπου τα τραγούδια αυτά τα κρατάνε με μια ιδιαίτερη αγάπη, ως κάτι απαραίτητο. Και τα ακούνε και με μεγαλύτερη συχνότητα, σε σύγκριση με μας.
 
Λ.Α.: Αλλά και με μεγαλύτερο πάθος. Ίσως γιατί για εκείνους αποκτούν και μια επιπλέον σημασία. 

Αν και μπήκατε σε διαφορετικές περιόδους στη δισκογραφία, προλάβατε και οι δύο καλές εποχές. Τώρα τι σημαίνει για σας δισκογραφία; Είναι απλά μια αφορμή πια για να διοργανώνονται συναυλίες;
 
Λ.Α.: Το τραγούδι για μας δεν είναι οικονομικό θέμα. Το αγαπάμε αυτό που κάνουμε, αναπνέουμε για το τραγούδι.
 
Θ.Α.: Ακριβώς. Παίρνουμε βαθιές εισπνοές.
 
Λ.Α.: Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να επιμένουμε. Έτσι ξεκινήσαμε κι έτσι θέλουμε να συνεχίσουμε, παρά τις δυσκολίες. Μας ενδιαφέρει να καταθέτουμε τη φωνή μας και την ψυχή μας, όχι μόνο στις συναυλίες, αλλά και στο στούντιο. 
 
Θ.Α.: Έτσι είναι. Πράγματι, βέβαια, πλέον η δισκογραφία δεν μας αποφέρει οικονομικά. Όμως μας ενδιαφέρει να βγάζουμε καινούρια τραγούδια και να τα διαθέτουμε στον κόσμο, με όποιον τρόπο μπορούμε.
 
Λ.Α.: Ακόμα κι αν είναι μέσω του YouTube. Και πιστεύω ότι και ο κόσμος έχει την ανάγκη να ακούσει, ειδικά στις δύσκολες μέρες που ζούμε τελευταία.
 
Ωστόσο αυτές οι δύσκολες μέρες δεν βλέπω να αποτυπώνονται στο λαϊκό τραγούδι των τελευταίων χρόνων. Ο Καζαντζίδης παλιότερα συνδέθηκε με την επίκαιρη για εκείνον ξενιτειά, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης τραγούδησε «εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί», η Σωτηρία Μπέλλου έδωσε παλμό λέγοντας «κάνε λιγάκι υπομονή». Σήμερα γιατί ακούμε μόνο για έρωτες; Τι εμποδίζει τους σύγχρονους δημιουργούς να συνδεθούν με την εποχή τους;

Θ.Α.: Λες και σνομπάρουν την πραγματικότητα οι δημιουργοί, πλέον. Λες και σκοπίμως εξυπηρετούν κάτι άλλο. Ίσως βέβαια να μη φταίνε κι αυτοί, ίσως τους αναγκάζουν έτσι τα ραδιόφωνα; Πάντως τελικά εξυπηρετείται μια κατάσταση που ευνοεί τα πιο ποπ τραγούδια. Και μπορεί το κείμενο να παραμένει ελληνικό, αλλά αν κάτσεις να σκεφτείς τι ακούς χωρίς να προσέχεις τον στίχο, τότε βλέπεις ότι ακούς ένα τραγούδι που κατά 70-80% μοιάζει με ξένο. 

Νιώθω μερικές φορές ότι στρώνεται ένα χαλί ώστε ο κόσμος να ακούει περισσότερο ξένη μουσική, με τα δικά μας τραγούδια να σπρώχνονται σιγά-σιγά προς κάτι κατάλληλο να ακούς π.χ. στις εθνικές γιορτές. Όπως συμβαίνει με τα παραδοσιακά τραγούδια. Το βρίσκω κρίμα ελληνικές ψυχές να συμβάλλουν σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα. 

Λ.Α.: Ο κόσμος, όμως, δεν εξακολουθεί να το αγαπάει το λαϊκό τραγούδι; 

Θ.Α.: Ναι το αγαπάνε, αλλά ξέρεις ποιοι το αγαπάνε πραγματικά; Είναι συχνά αυτοί που κάποια στιγμή χορταίνουν τις εξόδους στα clubs και στους χώρους όπου παίζονται άλλου είδους μουσικές. Φτάνοντας παράλληλα και σε μια κάποια ηλικία, αρχίζουν και εκτιμούν το λαϊκό τραγούδι, ενώ, αν έχουν αποκτήσει και παιδιά, δίνουν εκεί πλέον το υστέρημά τους, αντί για τη διασκέδασή τους. Εκείνοι δηλαδή που φτάνουν να αναγνωρίζουν την αξία του λαϊκού τραγουδιού, δεν έχουν πια τον πρώτο λόγο στην έξοδο. 

Λ.Α.: Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Πάντως υπάρχουν σε κάθε εποχή και οι δημιουργοί που τους απασχολεί και η πραγματικότητα. Δεν ξέρω βέβαια κατά πόσο βγαίνουν πλέον προς τα έξω. Ο έρωτας, επίσης, πάντα θα τραγουδιέται. Κι εκείνη την εποχή που ειπώθηκαν τα παραδείγματα τα οποία είπες, άλλωστε, οι ίδιοι τραγουδιστές έλεγαν πολλά ερωτικά τραγούδια –ο Καζαντζίδης, ας πούμε.  

Η ποπ πάντως, τείνει πράγματι να ανακατεύεται πολύ με το λαϊκό. Και με τη Σμαρώ εδώ τη φωτογράφο μας, έχουμε συζητήσει και στο παρελθόν ότι μερικά τραγούδια είναι ωραία, αλλά ότι εγώ τουλάχιστον θα ήθελα να τα ακούσω από διαφορετικές φωνές. Υπάρχει ας πούμε ένα συγκεκριμένο, του Νίκου Οικονομόπουλου, το "Άκουσα". Για το οποίο της έλεγα πάντα ότι ναι, καλό, αλλά δεν μου κάνει ο Οικονομόπουλος, ότι ήθελα τον Αδαμαντίδη να το λέει...

(γελάνε)

Θ.Α.: Αν σου πω ότι ο Σπύρος ο Γιατράς με είχε ρωτήσει και ότι ήθελε να το ακούσω; Κι εγώ δεν είχα ακούσει –για τους δικούς μου λόγους, τότε. Εκείνος πάντως κάτι ήξερε, όταν το έγραφε. 

Κι άλλες φορές μου έχει συμβεί. Με μερικά ας πούμε από τα πιο ωραία τραγούδια του Δημήτρη Κοντολάζου. Γιατί; Γιατί τότε ήμουν σε ένα άλλο είδος και, όσο κι αν ήθελα να γυρίσω, κάπου ήταν τόλμημα. Κάτι που το έκανα αργότερα.

Κύριε Αδαμαντίδη, όταν ξεκινήσατε να τραγουδάτε, συμπέσατε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα με τη Ρόζα Εσκενάζυ –μια ερμηνεύτρια πραγματικά θρυλική. Τι θυμάστε περισσότερο από εκείνη;

Θ.Α.: Πήγαινα ακόμα σχολείο τότε και ήταν η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Την ημέρα σχολείο, δηλαδή, το βράδυ στους Ρεμπέτες –έτσι το λέγανε το μαγαζί. Εκεί ήμουν με την Άννα Χρυσάφη, τον Στέλιο Κηρομύτη και τον Σπύρο Καλφόπουλο. Η Ρόζα Εσκενάζυ έκανε μία και μοναδική εμφάνιση. Θυμάμαι ότι μου φαινόταν μεγάλη, όπως θυμάμαι και την ωραία ενδυμασία της. Μπορούσες να τη φανταστείς πώς θα ήταν στα νιάτα της.

Για σας κυρία Αλκαίου, ποιες ήταν οι καθοριστικές γυναικείες φωνές, καθώς μεγαλώνατε;

Λ.Α.: Θυμάμαι ότι, όταν πρωτάκουσα τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού, μαγεύτηκα. Με επηρέασε πάρα πολύ και ήθελα να της μοιάσω. Γι' αυτό χαίρομαι που αργότερα τη γνώρισα και είχα καλή επαφή μαζί της. Και η Πόλυ Πάνου, επίσης. Πρόλαβα μάλιστα και συνεργάστηκα μαζί της, όταν ήμουν ακόμα μικρή και άγνωστη. Ήταν κι αυτή μια τραγουδίστρια μα και μια προσωπικότητα που αγάπησα πολύ. Πάρα πολλά πράγματα για το λαϊκό τραγούδι έμαθα και δουλεύοντας πλάι στην Ελένη Βιτάλη για έξι σαιζόν (3 χρόνια), στην αρχή της καριέρας μου –πριν μπω δηλαδή στη δισκογραφία με το "Μαύρο Φόρεμα", που είπα στις Πόλεις Του Νότου της Νένας Βενετσάνου (1993). 

Θυμάμαι ένα παλιότερο σουξέ σας, την "Κόρη Της Κυρα-Λένης", όπου υπάρχει ο στίχος «εγώ γεννήθηκα με Μαντουμπάλα και θα πεθάνω με Ριγκολέτο» –έναν στίχο που πολύ δύσκολα θα φανταζόμουν τον Θέμη Αδαμαντίδη να τον λέει. Υπάρχουν λοιπόν και πράγματα που σας χωρίζουν, εκτός από όσα πασιφανώς σας ενώνουν; 

Λ.Α.: Είναι μία η μουσική, έτσι πιστεύω εγώ. Και τους ανθρώπους τους ενώνει το συναίσθημα που βγαίνει μέσα από αυτήν. Κι έτσι μπορεί να ακούσουμε κάτι που να μην είναι λ.χ. από όσα λέμε συνήθως και να μας συγκινήσει πολύ.

Θ.Α.: Βεβαίως. Εμείς δεν απορρίπτουμε τα αξιόλογα πράγματα. Δεν υπάρχει σνομπισμός για άλλες αξίες, επειδή μπορεί να μην ταυτίζονται με μας. 

Εσείς όμως, κύριε Αδαμαντίδη, έχετε αντιμετωπίσει σνομπισμό. Σας έχουν κάμποσες φορές βάλει σε ό,τι περιγράφεται απαξιωτικά ως «σκυλάδικο»...

Θ.Α.: Μια χαρά. Εγώ κι ένα τραγούδι που είναι λαϊκό-λαϊκό, θα το πω με τον δικό μου τρόπο. Αν κάποιοι από εκεί και πέρα δεν έχουν την αίσθηση να το αξιολογήσουν, δικό τους το πρόβλημα. 

Λ.Α.: Ο Θέμης είναι ορίτζιναλ. Αντικειμενικά ορίτζιναλ, δηλαδή, όχι επειδή μπορεί να αρέσει σε μας εδώ. Ο χρόνος κρίνει, άλλωστε. Γι' αυτό δεν υπάρχει και λόγος να μπαίνουν ταμπέλες. 

Θ.Α.: Είναι λογικές οι διαφορές. Εγώ για παράδειγμα πιστεύω ότι κάποιο κοινό που ακούει Λουκιανό Κηλαηδόνη, δεν θα έρθει να με ακούσει. Καθένας υπηρετεί το άστρο του κι αν δεν υπήρχε κόσμος που να 'θελε να ακούσει αυτό που κάνει, δεν θα υπήρχε. 

Σκυλάδικο τώρα, τι θα πει; Ότι τραγουδάνε τα σκυλιά; Γι' αυτούς λοιπόν που χρησιμοποιούν την ονομασία «σκυλάδικο», εγώ έχω μια άλλη έκφραση, η οποία τους πάει καλύτερα: αυτά είναι κρεμαστάρια, σαν κι εκείνα της παροιμίας με την αλεπού. Τους ίδιους εντωμεταξύ, όσους τα λένε κάτι τέτοια, δεν τους έχει ονομάσει κανείς με κάποιον απαξιωτικό χαρακτηρισμό. 

Ως τελευταία μεγάλα λαϊκά είδωλα, καταγράφηκαν ο Παντελής Παντελίδης και η Πάολα. Τα τραγούδια τους, όμως, είναι λαϊκά; 

Λ.Α.: Εγώ δεν το έχω παρακολουθήσει το θέμα. Αν δηλαδή μου ζητήσεις να σου αναφέρω ένα τραγούδι του Παντελίδη, δεν ξέρω να σου πω. Είναι πάντως ένας άνθρωπος που έφυγε τόσο νωρίς, τόσο άδικα. Οπωσδήποτε έπιασε κάποιον σφυγμό, γι' αυτό και γνώρισε τέτοια αποδοχή.

Θ.Α.: Κοίταξε, όσον αφορά τον Παντελίδη, έπιασε σαν δημιουργός τη νεολαία και γι' αυτό βρήκε μεγάλη απήχηση. Με αυτήν την έννοια, επομένως, έκανε τραγούδια για τον λαό. Σαν φωνή, τώρα, δεν θέλω να τον κρίνω. Ήταν αγαπητός κι αυτό είναι κάτι που δεν γίνεται να μην το αποδέχεσαι. Όσο για την Πάολα, είμαι ευχαριστημένος από την απόδοσή της σαν φωνή, γιατί εξελίχθηκε. Σε σχέση δηλαδή με ό,τι είχα ακούσει όταν είχε εμφανιστεί, τώρα είναι πάρα πολύ καλύτερη. Μου αρέσει. 
 
Την τελευταία ερώτηση, κύριε Αδαμαντίδη, μου την έστειλε ο φίλος μου ο Χριστόφορος, καθώς λέει υπάρχει μια σύγχυση για το θέμα και θέλει να μάθει: είστε Ολυμπιακός ή ΑΕΚ;

(γελάμε όλοι)

Θ.Α.: Σύγχυση, γιατί; Eπειδή κάποτε είχα τραγουδήσει με τον Μίμη Παπαϊωάννου; Ολυμπιακός είμαι. Γιατί σε ένα σπίτι, όταν ο πατέρας είναι μια ομάδα συγκεκριμένη, ε, δεν μπορεί ο μικρός να βγει άλλη ομάδα! (γέλια) Άλλωστε ήταν και ο θείος μου στον Ολυμπιακό, ο Ορέστης Παυλίδης –την εποχή με τον Σιδέρη. 

Τώρα, δεν είμαι και άρρωστος φανατικός. Μου αρέσει το ποδόσφαιρο. Κι αν τραγούδησα με τον Παπαϊωάννου, λοιπόν, δεν ήταν ότι το έκανα σαν δουλειά, το γούστο μου έκανα. Τώρα ντάξει, αν έλεγε για την ΑΕΚ το τραγούδι, ε, δεν είμαστε βαμμένοι.  



11 Μαρτίου 2021

Γενιά Του Χάους - συνέντευξη (2009)


Πριν από 12 χρόνια, όταν ζούσε ακόμα ο Νίκος Τριανταφυλλίδης και βρισκόμασταν τακτικά στο παλιό κτήριο του 105,5 Στο Κόκκινο στη Σαρρή –καθότι γειτνίαζε τότε η Συχνοτική Συμπεριφορά που κάναμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα με τη δική του Αισθηματική Αγωγή– συζητήσαμε αρκετά για τη Γενιά Του Χάους, ενόψει της σχεδιαζόμενης επιστροφής τους: θα έδιναν δύο συναυλίες στο Gagarin, 24 & 25 Απριλίου. 

Πρότεινε έτσι να στήσουμε μια συνέντευξη, θεωρώντας ότι άξιζε τον κόπο, ιδιαίτερα στο φόντο που είχαν δημιουργήσει τα (νωπά, ακόμα) γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008. Όχι βέβαια ότι χρειαζόταν ντε και καλά κάτι τέτοιο, αφού μιλάμε για ένα γκρουπ ιστορικό για τα punk πράγματα, το οποίο κατόρθωσε να γίνει μύθος και πέρα από τον ορίζοντα της εγχώριας δεκαετίας του 1980.

Η τότε συζήτηση έγινε με τον Άκη Αμπράζη, τον Θοδωρή Ηλιακόπουλο και τον Κώστα Χατζόπουλο, οι οποίοι διασαφήνισαν ότι η συναυλιακή τους επιστροφή δεν θα σηματοδοτούσε κάποια γενικότερη επανάκαμψη στα μουσικά πράγματα. Μιλήσαμε επίσης αρκετά για το τι ακριβώς σήμαινε να είσαι πανκ στην Αθήνα της σοσιαλιστικής Αλλαγής, ενώ πήραν θέση και για τις Κασσάνδρες που προφήτευαν επεισόδια στο Gagarin. 

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με αισθητικής φύσης αλλαγές και κάποιες τροποποιήσεις, με αφορμή τις νέες κοινωνικές εντάσεις μετά τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη και την όλη συζήτηση που έχει ξαναφουντώσει (σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού) για το ποια αστυνομία έχουμε και τι αστυνομία θέλουμε να έχουμε. Άλλωστε το πιο διάσημο τραγούδι τους, η "Μπασταρδοκρατία" (1984), είχε την τιμητική του αυτές τις μέρες στα social media. 

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ως συνοδευτικές της συνέντευξης


Εδώ και αρκετό καιρό υπήρχε έντονη κινητικότητα στο MySpace σας, από fans οι οποίοι ζητούσαν να επιστρέψετε. Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε αυτό στην απόφασή σας να το κάνετε; 

Kώστας Xατζόπουλος: Δεν πρόκειται για επιστροφή, αλλά για ένα επετειακό live. Έτσι και αλλιώς, μετά τη διάλυσή μας το 1989, δεν θεώρησα ποτέ ότι υπήρχε λόγος να ξαναϋπάρξει Γενιά Του Χάους.

Άκης Αμπράζης: Βρεθήκαμε οι τρεις μας ύστερα από 15 χρόνια απουσίας μου στο εξωτερικό. Αυτό που κατέληξε σ' αυτές τις δυο συναυλίες ήταν μια μακροχρόνια διεργασία, η οποία πήγασε μέσα από τη δυναμική που δημιουργείται όταν εμείς οι τρεις βρισκόμαστε. Το MySpace ήρθε αρκετά αργότερα και σίγουρα έπαιξε έναν ρόλο. Ο πραγματικός ρόλος όμως, να μη ξεχνάμε, ότι ανήκει σ' εκείνους που εκφράστηκαν μέσα από αυτό και ΚΑΝΟΥΝ κάτι. Αυτών ο ρόλος είναι πιο σημαντικός από του MySpace, το οποίο δεν επηρέασε πολύ την απόφασή μας να ξαναπαίξουμε μαζί. 

Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι, παίζοντας μαζί, δημιουργείται το κατάλληλο δυναμικό. Αν δεν το διαπιστώναμε αυτό, το MySpace δεν θα μπορούσε να μας ξαναφτιάξει από μόνο του. Η εμφάνιση του Μπάμπη Πετσίνη, του εκπληκτικού ντράμερ των Sleepin Pillow, ήταν πιο καθοριστική, μιας και μας έδωσε τη βάση να παίξουμε το υλικό μας με έναν τρόπο που να αξίζει να δουλέψουμε πάνω του. Αν δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό, επίσης δεν θα μας το παρείχε το MySpace.

Θοδωρής Ηλιακόπουλος: Το κοινό μας είναι σίγουρα μια κινητήρια δύναμη, αλλά δεν είναι αρκετή αν εμείς δεν είμαστε ικανοί να σηκώσουμε το «ειδικό βάρος» της Γενιάς. Όλα ξεκινούν από εμάς και, αν λειτουργήσουν, τότε συναντούν το κοινό μας.

Δεν πρόκειται δηλαδή να παίξετε και κάπου στην επαρχία...

Κ.Χ.: Δεν θα ξαναπαίξουμε. 

Θ.Η.: Θα γίνουν μόνο οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες στην Αθήνα. Τίποτα άλλο…

Δεν υπάρχει λοιπόν γενικότερη επιστροφή, ωστόσο ανακοινώσατε ότι στο Gagarin δεν θα παίξετε μόνο παλιά κομμάτια, αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό. Σχεδιάζετε κάποιου είδους άλμπουμ;

Κ.Χ.: Όπως είπα πριν δεν τίθεται θέμα επιστροφής, ούτε νέου άλμπουμ...  Τρεις τύποι οι οποίοι φέρονται ως μέλη της Γενιάς Του Χάους (τον παλιό εκείνο τον καιρό) βρήκαν έναν ντράμερ και θα παρουσιάσουν κάτι που το θεωρούν ενδιαφέρον. Μένει να φανεί αν είναι πραγματικά ενδιαφέρον…

Α.Α.: Συγγνώμη αν σας τη χαλάω, αλλά δεν υπάρχει (και δεν υπήρχε ούτε για αστείο) «επιστροφή» μας στα πράγματα. Δεν σκοπεύουμε να υπάρξουμε μέσα από τη Γενιά Του Χάους, παρά μόνο γι' αυτές τις δύο συναυλίες. Ακυκλοφόρητο υλικό θα παιχτεί γιατί υπάρχει και το αγαπάμε όσο κι αυτό που κυκλοφόρησε. 

Να βγάλουμε άλμπουμ; Σε ποια «δισκογραφική»; Με τι όρους; Τι τιμή; Να πωλείται πού; Για να κάνουμε συναυλίες; Πού; Να πουλάμε δίσκους; Να υποβληθούμε σε κάποιο σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα μας οδηγήσει στη φήμη, τη δόξα ή την εξαργύρωση και είσπραξη της «καλλιτεχνικής» μας αξίας; Ο μόνος δρόμος που υποδεικνύεται σ' ανθρώπους σαν εμάς, είναι η ανυπαρξία. Διά της οποίας περιέργως λάμπουμε αχνά...

Θ.Η.: Είναι πάντως ένα ερώτημα που μας απασχόλησε όσο δουλεύαμε το υλικό μας: αν συνθέταμε σήμερα κάτι εντελώς καινούριο, χωρίς να κοιτάμε τη Γενιά από οποιαδήποτε οπτική, τι θα προέκυπτε; Μπορεί να μην απαντηθεί ποτέ…

Σε άλλες σας δηλώσεις πρόσφατα, εξηγήσατε την ανάγκη να δείτε με διαφορετικό μάτι το παλιό σας υλικό. Έχει να κάνει αποκλειστικά με τη μουσική μορφή που θα θέλατε να έχει αυτό και δεν απόκτησε τότε (π.χ. σε επίπεδο παραγωγής); Ή έχει να κάνει και με κάποια αλλαγή στη δική σας ματιά σχετικά με τη μουσική τέχνη;

Κ.Χ.: Θα έλεγα ναι, όσον αφορά στα θέματα παραγωγής... Αλλά νομίζω ότι το πιο βασικό είναι να δούμε το υλικό πέρα από νόρμες που μας επέβαλε η ίδια η νεότητά μας.

Α.Α.: Η ματιά μας απέναντι στη ζωή και κατ' επέκταση στην τέχνη είναι μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, τότε και τώρα. Το να παίζουμε αυτό το υλικό στα 40+ μας είναι μια διεργασία περισσότερο προσωπική και πολυσύνθετη. Είναι έντονο για εμάς να νιώθουμε σε επαφή με μια κατάσταση η οποία καθόρισε την ύπαρξή μας απ' τη νιότη μας σ' όλη τη μετέπειτα ζωή μας, να δημιουργούμε την ισορροπία που απαιτείται για τη δημιουργία μέσα από τις αντιφάσεις και τις αναγκαιότητες που προκύπτουν και να λειτουργούμε σ' ένα περιβάλλον το οποίο απαιτεί συνεργασία αντιθέτων δυνάμεων, που συνδυάζονται δημιουργικά. Η ουσία αυτού του επιχειρήματος είναι περισσότερο εσωτερική, παρά καλλιτεχνική.


Οι συναυλίες στο Gagarin συμπίπτουν εντωμεταξύ με το κλίμα έντασης που ξεκίνησε με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και δείχνει να κρατάει ακόμα. Πολλοί μάλιστα το θεώρησαν ως ένα είδος «οιωνού», ότι η Γενιά Του Χάους επανεμφανίζεται εν μέσω τέτοιων πολιτικο-κοινωνικών εξελίξεων. Ποια η δική σας θέση και άποψη για τα όσα έχουν εκτυλιχθεί; 

Κ.Χ.: Η δική μου άποψη είναι ότι δεν θέλω να έχω άποψη για όσα βλέπω να επαναλαμβάνονται εδώ και 20 χρόνια. Λίγο μυαλό από όλους μας για να κάνουμε κάτι πιο όμορφο, πιο έξυπνο, πιο διεξοδικό. Αυτό είναι το δικό μου ζητούμενο από όλους και όλα.

Α.Α.: Μιλάμε και δουλεύουμε γι' αυτές τις συναυλίες πάνω από δύο χρόνια τώρα. Δεν το αποφασίσαμε τον Δεκέμβριο του '08. Όποιος θέλει να δει οιωνούς θα τους βρει παντού, απ' τα καιρικά φαινόμενα μέχρι τα εντόσθια ζώων. 

Αυτό που έγινε τον Δεκέμβρη δεν έχει να κάνει μ' εμάς. Έχει να κάνει με την αφόρητη πίεση που δέχεται η ανθρωπότητα από τις αναγκαιότητες τις οποίες η ίδια δημιούργησε και την ανικανότητα να τις διαχειριστεί αξιοπρεπώς. Οι θέσεις και οι απόψεις μας για τα γεγονότα είναι σύνθετες, μερικές φορές και αντιφατικές. Πάνω απ' όλα προσωπικές, οπότε για να τις αναπτύξουμε επαρκώς θα έπρεπε να γράφουμε και να διαβάζετε για μέρες… Σας παραπέμπω λοιπόν στους στίχους των τραγουδιών μας, που δυστυχώς δείχνουν ότι οι φόβοι του τότε είναι η σημερινή πραγματικότητα.

Θ.Η.: Αυτή μας η προσπάθεια καθυστέρησε πολύ στην αναζήτησή μας για έναν ντράμερ ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των κομματιών, ειδικά στην ταχύτητα, στην ακρίβεια αλλά και στην αντοχή. Οι «οιωνοί» που αναφέρεις ανήκουν στον κατάλογο με τις μυθοπλασίες κάποιων γύρω από τη Γενιά. Αν είχε βρεθεί ο Μπάμπης νωρίτερα, το live θα ήταν ήδη παρελθόν, πολύ πριν τον Δεκέμβρη. 

Όσο αφορά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου, πιστεύω πως ήταν μόνο η αρχή. Η κατάσταση χειροτερεύει και οι άνθρωποι ασφυκτιούν κάτω από πολιτική τυραννία και οικονομική ομηρία. Πετάμε τους ανθρώπους στα σκουπίδια, αφού πρώτα τους στύψουμε, και μετά μιλάμε για «νεόπτωχους» σφυρίζοντας αδιάφορα. Τι περιμένουμε να συμβεί; Ωστόσο, η βία, πόσο μάλλον η τυφλή βία εναντίων όλων, ήταν ανέκαθεν εργαλείο άσκησης εξουσίας από τους εκάστοτε κρατικούς μηχανισμούς. Τελικά η βία ακυρώνει τις ιδεολογίες που τη χρησιμοποιούν κι εκεί οι όροι αντιστρέφονται: το θύμα γίνεται θύτης κι ένας φαύλος κύκλος ξεκινάει για να φέρει, αργά ή γρήγορα, οδυνηρές συνέπειες. 

Υπήρξατε underground ήρωες για μια γενιά ακροατών, διαμορφώνοντας τα πράγματα στη ντόπια πανκ σκηνή –και θυμάμαι με πόση θλίψη έμαθαν κάποιοι τα νέα για το τέλος σας. Τι ακριβώς σας ώθησε να διαλυθείτε μετά το Ρέκβιεμ Για Ξεπεσμένους Θεούς (1989); Πόση αλήθεια κρύβεται σε όσα ακόμα λέγονται σε διάφορα πηγαδάκια για εσωτερικές εντάσεις γύρω από το στυλ του δεύτερου άλμπουμ ή για κάποιες συγκρούσεις σας με εταιρείες, σε μια εποχή ραγδαίας αλλαγής του σκηνικού στην ελληνική rock σκηνή; 

Κ.Χ.: Ήρωες εμείς; Για ποιους; Από το 1982 έως το 1989 δεν θυμάμαι να ήμουν ο ήρωας κανενός. Για μετά, δεν ξέρω να σου πω. Για τη διάλυσή μας και τους λόγους της, εμένα μου αρκούν τα πηγαδάκια. Και να συμπληρώσω ότι κουραστήκαμε απλά.

Θ.Η.: Προβλήματα υπήρξαν πολλά και πολυεπίπεδα: παρακμή της σκηνής, οικονομική ανεπάρκειά μας για να υποστηρίξουμε περισσότερο τη Γενιά, έλλειψη μόνιμου ντράμερ για χρόνια, καταστολή στους χώρους όπου κινούμασταν, πολλή πρέζα με πολλά θύματα, σχεδόν μηδαμινή βοήθεια από τη δισκογραφική. 

Δεν είχαμε ποτέ σκοπό να ηγηθούμε καμιάς ομάδας, ούτε να σηκώσουμε τα λάβαρα καμιάς επανάστασης, πόσο μάλλον να ηρωοποιήσουμε εαυτούς. Η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού μας, σήμερα δεν μας ξέρει. Μας γνώρισε μέσα από τη μουσική μας, αλλά και από μύθους και θρύλους. Πολλές φορές ανυπόστατους.   

Πίσω στο ξεκίνημά σας, πώς ήταν τα πράγματα στην Αθήνα της σοσιαλιστικής Αλλαγής; Τι σήμαινε τότε για μια μπάντα να βγει και να παίξει πανκ, πέραν του do-it-yourself πνεύματος; 

Κ.Χ.: Do it myself θα το προσδιόριζα για τότε. Το να είσαι πάνκης σήμαινε πολλά. Κουβαλούσες περήφανα την αρρώστια του κόσμου στο κορμί σου και την έκανες να μοιάζει όμορφη και θεραπεύσιμη. Δεν είχες όμως εσύ την αρρώστια. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Α.Α.: Επί της ουσίας τα πράγματα τότε ήταν ένας πρόλογος για τα πράγματα του τώρα. Απ' τη σκοπιά ενός 18άρη, που βλέπει πως η ζωή του θα είναι ένας συνεχής εξαναγκασμός προς όφελος λίγων και αντιλαμβάνεται πως το μέλλον του είναι ήδη υποθηκευμένο, όπως και καμπόσων γενεών ακόμα τότε και τώρα, η οργή και η διαχείρισή της παραμένουν πεδία προβληματισμού. 

Το «do-it-yourself» πνεύμα δεν υπήρχε ως δομημένη ιδεολογία ή σαφής επιλογή. Ήταν μια μέθοδος επιβαλλόμενη από το περιβάλλον. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, γιατί δεν υπήρχαμε (ούτε και θέλαμε) μέσα στο αποδεκτό «μουσικό στερέωμα» και τους μηχανισμούς που το διέπουν. Και να τονίσουμε βέβαια πως ό,τι δημιουργήθηκε ως αντίλογος, διέπεται από τους ίδιους εμπορικούς νόμους και κατευθύνεται ανάλογα. Για κάθε άγραφη κασέτα τότε ή CD σήμερα, πληρώνονται ποσοστά στις δισκογραφικές κατ' αναλογία. Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό. 

Είμαστε κοινωνικά όντα, κανείς δεν κάνει τίποτα μόνος του. Εκτός βέβαια αν πάρεις τα βουνά και πάψεις να έχεις σημασία ακόμα και για την πάρτη σου, πανηγυρίζοντας στην ερημιά ότι υπάρχεις, μόνος σου για πάντα. Μπράβο! Το να εκφράζεσαι μέσω μιας τέχνης και να εκτίθεσαι στους συνανθρώπους σου είναι μια κοινωνικότατη και πολιτισμένη πρακτική. Και δεν έχει να κάνει με την πάρτη σου. Αντίθετα, απαιτεί όλες τις κοινωνικές σου δεξιότητες. Αν κάποιοι έχουν κάποιο do-it-yourself ευαγγέλιο, θρησκεία, τρόπο, δήθεν, ζωής ή κάτι τέτοιο, εμείς που κάναμε το «δικό» μας (και εννοώ όλα τα ανάλογα συγκροτήματα, εταιρίες, παραγωγούς συναυλιών, ιδιοκτήτες μαγαζιών του χώρου), σε διαβεβαιώνω ότι δεν το πηγαίναμε για εκεί ούτε το επιβάλλαμε σε κανέναν...

Θ.Η.: Πανκ τότε σήμαινε ρήξη σε όλα τα επίπεδα των σχέσεών σου ως άτομο, σήμαινε συνεχείς διώξεις, κοινωνικό χλευασμό, τσαμπουκάδες στους δρόμους, στα σχολεία, παντού. Ο δρόμος σου ήταν μοναχικός, σκληρός αλλά πολύ αληθινός ως προς τα μαθήματα που σου χάριζε απλόχερα. Ως μπάντα, σου επέτρεπε να αναπτύξεις τις ικανότητες να βλέπεις πίσω από τα φαινόμενα, κάτω από τη «στιλπνή» επιφάνεια των πραγμάτων και των ανθρώπων, αλλά και να καυτηριάσεις, να καταγγείλεις, να διεκδικήσεις. 


Σε αντίθεση με άλλους συνοδοιπόρους σας εκείνης της εποχής, δείξατε ότι η ελληνική σκηνή χρειαζόταν να προχωρήσει πέρα από μια στενή αντίληψη περί πανκ (που το ταύτιζε με την εκτόνωση και μόνο), βλέποντάς το ως συνολικότερη ιδεολογία. Πόσο αντιληπτό έγινε όμως κάτι τέτοιο τότε και τι αντιδράσεις πυροδότησε; 
 
Κ.Χ.: Αντιληπτό, ή καλύτερα κατανοητό, δεν έγινε από τους πανκς γιατί θεωρούσαν ότι δεν χρειαζόταν αυτή η εξέλιξη. Αλλά ήταν αναγκαίο. Όχι για τους ίδιους τους πανκς, οι οποίοι είχαν την κουλτούρα τους και ήταν μια χαρά με αυτή. Το θέμα είναι ότι συνολικότερα ο αναρχο-αριστερός χώρος προσέγγιζε την πανκ κουλτούρα ψάχνοντας αυθεντικότητα για δική του χρήση. Οι πανκς τότε ήταν ήδη «φυλή» με όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του γεγονότος –δηλαδή δικά τους φεστιβάλ, δική τους άποψη, δικό τους τρόπο επικοινωνίας και εμφάνισης. Και ξαφνικά όλοι θέλουν να τους υιοθετήσουν, να τους εντάξουν. Ποτέ δεν το κατάφεραν, αλλά η Γενιά Του Χάους βλέπει και μια άλλη ευκαιρία σε όλο αυτό: μπορούμε να προβάλουμε ισότιμα την κουλτούρα μας. Και επειδή τυγχάνει να έχουμε και μια τρέλα με τη μουσική, αναβαθμίζουμε όλο το υλικό μας σε πιο μουσικά πεδία, γιατί απλώς μπορούσαμε να το κάνουμε.

Α.Α.: Το πανκ τότε δεν διεπόταν ακόμα από τα στεγανά του τώρα. Ήταν ένα πεδίο έκφρασης χωρίς περιορισμούς. Εμείς αυτό κάναμε, οπότε χαρακτηριστήκαμε πανκ. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται εξίσου περιοριστικό, έχασε και κάθε νόημα και όχι μόνο για εμάς. Εμείς προσπαθούσαμε να εκφραστούμε χωρίς περιορισμούς. Κι αν αυτό δεν ήταν πια πανκ, ποσώς μάς ενδιέφερε.

Θ.Η.: Πιστεύω πως είναι απλά θέμα αναζήτησης. Εμείς ήμασταν «ανήσυχα πνεύματα», δεν μας ικανοποιούσαν τα κλισέ, τα πρέπει, οι κάθε λογής περιορισμοί. Αφήσαμε τη μουσική να μας οδηγήσει. Άλλωστε κανείς μας ποτέ δεν περιόρισε τα ακούσματά του στο πανκ και μόνο. Αν το μήνυμά σου έχει βαρύτητα, θα βρει την κατάλληλη μουσική για να ειπωθεί και να επικοινωνήσει. Φυσικά, κάποιοι δεν θα συμφωνήσουν με αυτό, θα θεωρήσουν «ξεπούλημα» τη στροφή σου σε άλλο μουσικό στυλ, παραμένοντας εγκλωβισμένοι σε εφηβικές συμπεριφορές και αντιλήψεις. Κάτι φυσικό και ανθρώπινο.   

Έχετε καλή γνώμη για τις μπάντες που και στην Ελλάδα ξεφυτρώνουν στα πλαίσια μιας ευρύτερης πανκ αναβίωσης από τα μέσα των 1990s και έπειτα; Ή συμμερίζεστε την άποψη πως, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για ένα παιχνίδι λίγο-πολύ στημένο από τη σχετική βιομηχανία, η οποία ξαναπουλάει το πανκ πνεύμα ως νεανική μόδα; 

Κ.Χ.: Σόρρυ, δεν το γνωρίζω το θέμα.

Α.Α.: Εγώ προσωπικά, έχω καλή γνώμη για τις μπάντες. Νομίζω ότι τα κίνητρα των ανθρώπων που παίζουν τη μουσική τους είναι πιο προσωπικά και δεν νομίζω ότι προσπαθεί κανείς να «αναβιώσει» το  πανκ ή κάτι τέτοιο. Κι αν το νομίζει, γελιέται. Είναι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν μουσική. Καλά κάνουν. Θα χρησιμοποιηθεί αυτό με τρόπους εμπορικούς; Αν έχει δυναμικό εμπορικό, σίγουρα κάποιοι θα το καπηλευτούν. Ας μη γελιόμαστε, οι εμπορικές εταιρίες δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν οτιδήποτε. Αν αυτό έχει εμβέλεια θα το εκμεταλλευτούν. Αν δεν έχει, θα το παρατήσουν μέχρι να ξεφουσκώσει. Ευτυχώς...

Θ.Η.: Σίγουρα οι δισκογραφικές εκμεταλλεύτηκαν το πανκ, όπως έκαναν και με κάθε μουσικό ιδίωμα τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα όμως οι δισκογραφικές αργοπεθαίνουν, ενώ το πανκ παραμένει ως κανάλι όπου πολλοί άνθρωποι διοχετεύουν εκεί τις ανησυχίες, την οργή και την αμφισβήτησή τους. 

Τέλος, τι έχετε να δηλώσετε απέναντι στις Κασσάνδρες οι οποίες προβλέπουν επεισόδια στις δύο εμφανίσεις σας στο Gagarin; 

Κ.Χ.: Επεισόδια λοιπόν; Με αφορμή το live μιας μπάντας;  Απλώς επεισόδια; Χωρίς άλλο προσδιορισμό; Που γίνονται γενικότερα, οπουδήποτε και για ακαθόριστους λόγους; Χωρίς πολιτικό εξαγόμενο; Κάποτε είχα αγαπήσει μια Κασσάνδρα. Και θέλω να της δηλώσω ότι δεν την αγαπώ πλέον.

Α.Α.: Οι πράξεις του καθενός υποβάλλονται από βαθιά κίνητρα, τα οποία φανερώνουν τις ποιότητες των ανθρώπων. Εμείς επιλέξαμε συνειδητά τη μουσική ως μέσο έκφρασης της αντίληψής μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Πολλοί συνάνθρωποί μας, επίσης. Και κάποιοι απ' αυτούς θα έρθουν στη συναυλία μας. 

Ποτέ δεν ήταν επιλογή μας να εκφράσουμε τη βία που μας περιβάλλει κοπανώντας αλλήλους. Γιατί για όλους εμάς η βία ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερος εχθρός μέσα μας και γύρω μας. Όσοι επιβάλλονται μ' αυτή, διαιωνίζουν την ύπαρξή της και  βιώνουν τους καρπούς της, είναι μέρος ενός συστήματος το οποίο αναπαράγεται με τη συμβολή τους. Συνήθως εξυπηρετούν τις ίδιες σκοπιμότητες που τους κατατροπώνουν. 

Εγώ προσωπικά καταλαβαίνω πολύ καλά τους μηχανισμούς που τροφοδοτούν την οργή τους. Το πώς την κατευθύνουν και τι κάνουν μ' αυτή είναι μια προσωπική τους διεργασία, στην οποία δεν μπορώ να επέμβω με δηλώσεις. Αυτό που κάνουμε είναι σημαντικό κι όχι μόνο αυτό που λέμε. Εμείς κάνουμε μουσική. Κάποιοι σπάνε κεφάλια. Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του. 

Θ.Η.: Η εποχή μας είναι στιγματισμένη από τη χρεοκοπία των αξιών, αλλά και των ιδεολογιών. Οι νέοι σήμερα βρίσκονται στο κενό, από κάθε άποψη. Σε αντίθεση με τη δική μας γενιά όπου υπήρχε ακόμη μια έστω αμυδρή ελπίδα, μέσα σε έναν ευρύτερο αριστερό χώρο που αντιστεκόταν και δεν είχε παραδοθεί άνευ όρων στην αναζήτηση της ουτοπικής προσωπικής ευημερίας σε βάρος όλων των άλλων. 

Σήμερα, η επανεμφάνιση της Γενιάς στη σκηνή έχει δώσει μεγάλη χαρά σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι θα έρθουν από όλη τη χώρα αλλά και το εξωτερικό για να τραγουδήσουν μαζί μας. Πιστεύουμε ότι θα είναι δύο ιδιαίτερες βραδιές, συγκινησιακά φορτισμένες για όλους μας, αλλά χωρίς ακρότητες. Το live θα ηχογραφηθεί, θα βιντεοσκοπηθεί και θα δοθεί δωρεάν πάλι στο κοινό μας που, υποστηρίζοντάς το με την παρουσία του, το έκανε εφικτό. Η Γενιά, για πρώτη φορά ζήτησε κάτι από το κοινό της, μόνο και μόνο για να του το επιστρέψει και έτσι να μείνει το υλικό της επίκαιρο και ζωντανό. Αυτό είναι όλο. 



09 Μαρτίου 2021

Forbidden Seed: From Sand To Eternity [δισκοκριτική, 2015]


Το ντεμπούτο των Θεσσαλονικιών Forbidden Seed το έφερνα πού και πού κατά νου, αλλά δεν μπορούσα να το εντοπίσω στη δισκοθήκη. Μέχρι που ξεπετάχτηκε εν τέλει μπροστά μου τις προάλλες στα ράφια με τα εγχώρια, καθώς έψαχνα τραγούδια για τις ηχογραφήσεις της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, εποχής Εν Πλω 89.2: καλά θα ήταν να μπορούσαμε να εκπέμψουμε από την Ηγουμενίτσα με τον Στυλιανό Τζιρίτα, αλλά ζούμε αμφότεροι στην Αθήνα, σε εποχή απαγορευτική για τέτοιες μετακινήσεις.

Ιδρυμένοι το 2013, οι Forbidden Seed ανήκουν στις μπάντες που ξεπήδησαν κατά τη δεκαετία των 2010s φιλοδοξώντας να παίξουν ήχους του heavy και power metal παρελθόντος που (προφανέστατα) αγαπούν. «Εγκέφαλος» του γκρουπ είναι ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Κωνσταντίνος Μάρης –γνώριμος και από τους Starve The Hydra– ο οποίος στο ντεμπούτο From Sand To Eternity (Rock of Angels, 2015) πλαισιώθηκε από τον Γιώργο Ματίκα των Shock Absorber (κιθάρα), τον Νίκο Δανιέλο των Incest In Heaven (μπάσο) και τον Αργύρη Νάνο (ντραμς). Με ελαφρώς διαφοροποιημένη σύνθεση, οι Θεσσαλονικείς επέστρεψαν και το 2018 για ένα ακόμα άλμπουμ (The Grand Masquerade) και, καθώς φαίνεται, έπεται και συνέχεια. 

Το From Sand To Eternity είχε μάλλον μικρό δημιουργικό ορίζοντα, καθώς αποτύπωσε τους Forbidden Seed ως αναβιωτές που δεν είχαν επεξεργαστεί κάποια δική τους πρόταση. Εντός αυτού, όμως, αποδείχθηκαν μια σοβαρή μπάντα, που αν μη τι άλλο την είχε ιδρώσει τη metal φανέλα. Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Αν και διατηρώ διάφορους προβληματισμούς για το «ταξίδι» που πήγα από την Άμμο ως την Αιωνιότητα, οι Forbidden Seed με έπεισαν. Ότι το εννοούν. Ότι το αγαπούν! Ότι τέλος πάντων την έχουν ιδρώσει τη φανέλα κι ας είναι αυτό μόλις το πρώτο τους άλμπουμ. 

Το τι παίζουν οι Θεσσαλονικείς, φαίνεται βασικά από το εξώφυλλο: τα ερείπια ενός χαμένου, αρχαίου κόσμου στην έρημο κάποιου μακρινού πλανήτη –με τη δεσπόζουσα, μισοθαμμένη στην άμμο κολοσσιαία κεφαλή– στήνουν ένα σκηνικό φαντασίας που «φωνάζει» power metal. Με τη διαφορά ότι δεν κοιτούν προς κεντρική Ευρώπη, προς το πιο δημοφιλές στη χώρα μας παρακλάδι του είδους (Helloween, Blind Guardian, Gamma Ray και τα λοιπά, ξέρετε τώρα), αλλά πέρα από τον Ατλαντικό. Ως ήρωες των Forbidden Seed σκιαγραφούνται λοιπόν με σαφήνεια οι Iced Earth, οι Crimson Glory, λίγο οι Savatage· αλλά το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πώς έχουν μπολιάσει τις αμερικάνικες επιρροές με πιο κλασικά ακούσματα (Iron Maiden βασικά, αλλά και Dio, Saxon κατά περιπτώσεις), καθώς και με το πιο τεχνικό, prog/power των Σουηδών Tad Morose, με την πυξίδα να «δείχνει» π.χ. προς το Matters Of The Dark (2002) των τελευταίων.

Τις καταβολές αυτές, οι Forbidden Seed τις έχουν τιμήσει. Δεν είναι παρλαπίπες μίμοι, δηλαδή: τα παιξίματά τους και τα τραγούδια τους διαθέτουν σοβαρότητα και δείχνουν συγκρότημα το οποίο έχει δουλέψει, πιθανολογώ σε βάθος χρόνου κι ας κάνουν τώρα την πρώτη τους εμφάνιση. Οι κιθάρες το «λαλάνε» το metal (συχνά μάλιστα με εντυπωσιακά σολαρίσματα, βλέπε π.χ. "Kill The Sun" και "Enchanted Grace"), η rhythm section είναι γρανίτης, o τραγουδιστής Κωνσταντίνος Μάρης αποδεικνύεται στιβαρός, ικανός ανά περιπτώσεις να σηκώσει το οικοδόμημα στο βάθρο που του πρέπει –για παράδειγμα στο απαιτητικό "Blessed Are Those", στο φρενιασμένο "Beginning Of The End" ή στο "Empire Of The Sun", ίσως την πιο ολοκληρωμένη σύνθεση στο From Sand To Eternity

Τα δύσκολα έρχονται όταν πρέπει να κρίνεις το ευρύτερο αποτύπωμα της προσπάθειάς τους. Αν θέλετε δηλαδή να μιλήσουμε απλώς για γούστα, εγώ προσωπικά καραγούσταρα κι έπαιξα το άλμπουμ στο repeat. Αλλά αν θέλετε να μιλήσουμε λίγο πιο σοβαρά, οι Θεσσαλονικείς ήρθαν εν έτει 2015 να υπηρετήσουν έναν ήχο δημιουργικά εξαντλημένο. Κι ενώ έφεραν το πάθος τους, την ενέργειά τους, τη σωστή τους μαθητεία, ξέχασαν ότι ένα ντεμπούτο χρειάζεται και λίγη προσωπικότητα –μια υποψία έστω δικής σου πρότασης για «όλα αυτά». 

Δεν ξέρω απ' την άλλη αν κάποια μπάντα γίνεται να εκπλήξει σήμερα, υπηρετώντας τον συγκεκριμένο ήχο –με την έννοια ότι δύσκολα προσθέτεις κάτι, δίχως να αφαιρέσεις συνάμα κάτι άλλο. Καλώς ή κακώς, όμως, οι Forbidden Sand «κληρώθηκε» να δραστηριοποιηθούν στην Εποχή των Επιγόνων. Όπως λοιπόν όλοι οι διάδοχοι, καλούνται να βρουν τι περαιτέρω μπορεί να κάνουν εκείνοι για τα όσα κληρονόμησαν. Το να κάθεσαι πάντως στους θρόνους των Πρώτων Διδασκάλων, διηγούμενος τα δικά τους ανδραγαθήματα, δεν δύναται να σε πάει πιο μακριά από όσο έχουν ήδη φτάσει σε αυτό το πρώτο άλμπουμ. Κινδυνεύουν λοιπόν, στο μέλλον, να μείνουν ως μπάντα που θα τη θυμόμαστε για το ντεμπούτο της, «αρρώστια» συχνή στον μεγάλο ροκ χάρτη των καιρών μας. Και ίσως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. 

Βέβαια –να το πούμε κι αυτό– στον μουσικό Τύπο της εποχής μας, ειδικά στο εναλλακτικό ροκ στερέωμα, δίσκοι που κάνουν ακριβώς κι όσα οι Forbidden Seed στο From Sand To Eternity «αμείβονται» αβέρτα, ακόμα και με 8άρια. Και, παρότι θεωρώ πως τα κείμενα μετράνε και όχι (τόσο) τα νούμερα, δεν γίνεται να είμαστε όλοι συνένοχοι σε αυτή τη συνωμοσία. Βλάπτουμε σοβαρά και την αξιοπιστία της δουλειάς μας, βλάπτουμε και τους καλλιτέχνες. 



03 Μαρτίου 2021

Sarissa: Nemesis [δισκοκριτική, 2016]


Οι τελευταίες μέρες του Φλεβάρη έφεραν το δυσάρεστο νέο του θανάτου του Δημήτρη Σελαλμαζίδη, τον οποίον ανακοίνωσε η κόρη του. Καθώς φαίνεται, είχε πάθει κάποια θρόμβωση πριν μερικούς μήνες, που δυστυχώς κατέστη μοιραία.

Μπασίστας και ηγέτης των Sarissa, ο Σελαλμαζίδης υπήρξε μορφή για τα ελληνικά metal πράγματα, καταφέρνοντας σε εποχές δύσκολες για την εγχώρια υπόσταση του είδους να οδηγήσει τη μπάντα σε ένα demo (1987) που έγραψε ιστορία.

Τιμής ένεκεν, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ ένα παλιότερο κείμενο για το άλμπουμ Nemesis του 2016, το οποίο ήταν και το τελευταίο για τους Θεσσαλονικείς. Ετοίμαζαν πάντως κάτι καινούριο, γιατί είχαν δώσει στη δημοσιότητα ορισμένα φρέσκα τραγούδια, με τελευταίο το "Macedonian Army", το οποίο είχε δουλευτεί πάνω σε ακυκλοφόρητο υλικό που υπήρχε διαθέσιμο από sessions του 2007. Ποιος ξέρει αν δούμε τελικά έναν δίσκο, κάποια στιγμή. 

Η αρχική κριτική για το Nemesis βγήκε τότε στο Avopolis, το κείμενο όμως που ακολουθεί περιέχει τροποποιήσεις, καθώς και αλλαγές αισθητικής φύσης.


Παρά την εξαιρετικά αποσπασματική τους πορεία, οι Sarissa εξακολουθούν να απολαμβάνουν σεβασμού, κυρίως γιατί έδρασαν σε χρόνια δύσκολα για εγχώριες μπάντες με σκληρό ήχο και αγγλικό στίχο. Και όχι απλά έδρασαν: εκείνο το ιστορικό (πια) demo του 1987 συζητήθηκε ευρέως, όχι μόνο εντός Ελλάδας μα και εκτός, σε εποχές στις οποίες δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα. 

Ωστόσο, για μια σειρά από αιτίες, οι Θεσσαλονικείς δεν τα κατάφεραν. Παρότι βγήκε τελικά ένα ντεμπούτο στα 1990s, αφενός λόγω περιορισμένης κοπής (2.000 αντίτυπα, αν θυμάμαι καλά;), αφετέρου λόγω δισκογραφικών καιρών –οι οποίοι είχαν σαφώς αλλάξει, σε διεθνή κλίμακα– έμειναν στη μνήμη των πολλών ως ταλέντο το οποίο χάθηκε άδοξα. Κάτι που επισφράγισε και η διάλυσή τους λίγο μετά και δεν πέτυχε να αλλάξει μια νέα ανάδυση της μπάντας, κάπου στα μισά των '00s.

Το Nemesis έρχεται λοιπόν να θέσει τέλος σε 12 χρόνια σιωπής, βρίσκοντάς τους να επιμένουν με δύο αυθεντικά μέλη –Δημήτρης Σελαλμαζίδης σε μπάσο και κιθάρες & Γιώργος Χατζησυμεωνίδης στα φωνητικά– πλαισιωμένα από τις νέες παρουσίες του Ορέστη Ναλμπαντή (κιθάρα) και του Στέλιου Σιούλα (ντραμς). Δεν είναι όμως απλά επίμονοι οι Sarissa: αν μη τι άλλο, αυτό το άλμπουμ αποδεικνύει πως έχουν κάθε λόγο να παραμένουν ενεργοί κι ας παίζουν επί της ουσίας ένα παλιοκαιρισμένο, ηρωικό metal, που τραγουδά για πολεμιστές και ανδραγαθήματα ζωσμένο την power πανοπλία. Εάν μάλιστα είχαν προσέξει και την αισθητική του εξωφύλλου, δεν θα υπήρχε η παραμικρή γκρίνια (κακά τα ψέματα, είναι κάκιστο).

Το Nemesis έχει την τιμιότητα να μην ξανοίγεται σε περιοχές που δεν κατέχει για να φανεί ντε και καλά «σύγχρονο». Την επικαιρότητά του δεν την κερδίζει στη βάση της δημοφιλίας της χι ή ψι ηχητικής τάσης, αλλά με τη λογική της παραγωγής του, την ατόφια έμπνευση, την εκτελεστική βιρτουοζιτέ και τη σπάνια αίσθηση οικονομίας με την οποία έχει οικοδομηθεί. Από τα εννιά τραγούδια, δεν πετάς εύκολα ούτε μισό. Ούτε καν δηλαδή η αναπόδραστη μπαλάντα ("I'm Coming Home") δεν προδίδει τη μπάντα, ούτε καν μερικά υπέρ το δέον αναμενόμενα ποδοβολητά τύπου "Sacrifice". Πουθενά δεν εντοπίζεις φλυαρίες, πουθενά δεν έχει κενούς εντυπωσιασμούς. Ακούς ένα σφιχτοδεμένο σύνολο με περίπου 40 λεπτά διάρκεια, φτιαγμένο από μια συμπαγή ομάδα με καλή αίσθηση του τι θα πει μελωδική γέφυρα και στρογγυλό, μεταλλοθρεμμένο ρεφρέν ("Warriors", "Fight The Devil (Centuries-Old Conspiracy)", "Fallen"). 

Είναι γεγονός ότι οι Sarissa υπερασπίζονται εδώ έναν παλιό μεταλλικό κώδικα, που μπορεί να διαθέτει ακόμα πιστό κοινό, μα καλλιτεχνικά θεωρείται εξαντλημένος, άρα ντεμοντέ. Δεν ξέρω πάντως κατά πόσο ευσταθεί να μιλάμε για «ντεμοντέ» σε μια ροκ εν ρολ εποχή όπου αποθεώνονται διάφορα σχήματα επειδή κοπιάρουν επιτυχημένα μουσικές πολύ πιο παλιές από το σύμπαν αναφορών των Sarissa. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι κι αν δικαιούνται να παίζουν α-λα-παλαιά.

Έχουν το νόημά τους ασφαλώς και τέτοιες συζητήσεις, θα ήταν κρίμα όμως να μην παρατηρήσουμε στο μεταξύ ότι οι Sarissa βάζουν εδώ το κεφάλι κάτω και μας δείχνουν γιατί η κληρονομιά των Judas Priest, του Dio, των Accept, μα και των Jag Panzer, μπορεί ακόμα να ηχεί και απολαυστική, αλλά και πωρωτική.