11 Μαρτίου 2021

Γενιά Του Χάους - συνέντευξη (2009)


Πριν από 12 χρόνια, όταν ζούσε ακόμα ο Νίκος Τριανταφυλλίδης και βρισκόμασταν τακτικά στο παλιό κτήριο του 105,5 Στο Κόκκινο στη Σαρρή –καθότι γειτνίαζε τότε η Συχνοτική Συμπεριφορά που κάναμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα με τη δική του Αισθηματική Αγωγή– συζητήσαμε αρκετά για τη Γενιά Του Χάους, ενόψει της σχεδιαζόμενης επιστροφής τους: θα έδιναν δύο συναυλίες στο Gagarin, 24 & 25 Απριλίου. 

Πρότεινε έτσι να στήσουμε μια συνέντευξη, θεωρώντας ότι άξιζε τον κόπο, ιδιαίτερα στο φόντο που είχαν δημιουργήσει τα (νωπά, ακόμα) γεγονότα του Δεκεμβρίου 2008. Όχι βέβαια ότι χρειαζόταν ντε και καλά κάτι τέτοιο, αφού μιλάμε για ένα γκρουπ ιστορικό για τα punk πράγματα, το οποίο κατόρθωσε να γίνει μύθος και πέρα από τον ορίζοντα της εγχώριας δεκαετίας του 1980.

Η τότε συζήτηση έγινε με τον Άκη Αμπράζη, τον Θοδωρή Ηλιακόπουλο και τον Κώστα Χατζόπουλο, οι οποίοι διασαφήνισαν ότι η συναυλιακή τους επιστροφή δεν θα σηματοδοτούσε κάποια γενικότερη επανάκαμψη στα μουσικά πράγματα. Μιλήσαμε επίσης αρκετά για το τι ακριβώς σήμαινε να είσαι πανκ στην Αθήνα της σοσιαλιστικής Αλλαγής, ενώ πήραν θέση και για τις Κασσάνδρες που προφήτευαν επεισόδια στο Gagarin. 

Η κουβέντα μας δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με αισθητικής φύσης αλλαγές και κάποιες τροποποιήσεις, με αφορμή τις νέες κοινωνικές εντάσεις μετά τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη και την όλη συζήτηση που έχει ξαναφουντώσει (σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού) για το ποια αστυνομία έχουμε και τι αστυνομία θέλουμε να έχουμε. Άλλωστε το πιο διάσημο τραγούδι τους, η "Μπασταρδοκρατία" (1984), είχε την τιμητική του αυτές τις μέρες στα social media. 

* Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν ως συνοδευτικές της συνέντευξης


Εδώ και αρκετό καιρό υπήρχε έντονη κινητικότητα στο MySpace σας, από fans οι οποίοι ζητούσαν να επιστρέψετε. Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε αυτό στην απόφασή σας να το κάνετε; 

Kώστας Xατζόπουλος: Δεν πρόκειται για επιστροφή, αλλά για ένα επετειακό live. Έτσι και αλλιώς, μετά τη διάλυσή μας το 1989, δεν θεώρησα ποτέ ότι υπήρχε λόγος να ξαναϋπάρξει Γενιά Του Χάους.

Άκης Αμπράζης: Βρεθήκαμε οι τρεις μας ύστερα από 15 χρόνια απουσίας μου στο εξωτερικό. Αυτό που κατέληξε σ' αυτές τις δυο συναυλίες ήταν μια μακροχρόνια διεργασία, η οποία πήγασε μέσα από τη δυναμική που δημιουργείται όταν εμείς οι τρεις βρισκόμαστε. Το MySpace ήρθε αρκετά αργότερα και σίγουρα έπαιξε έναν ρόλο. Ο πραγματικός ρόλος όμως, να μη ξεχνάμε, ότι ανήκει σ' εκείνους που εκφράστηκαν μέσα από αυτό και ΚΑΝΟΥΝ κάτι. Αυτών ο ρόλος είναι πιο σημαντικός από του MySpace, το οποίο δεν επηρέασε πολύ την απόφασή μας να ξαναπαίξουμε μαζί. 

Η απόφαση ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι, παίζοντας μαζί, δημιουργείται το κατάλληλο δυναμικό. Αν δεν το διαπιστώναμε αυτό, το MySpace δεν θα μπορούσε να μας ξαναφτιάξει από μόνο του. Η εμφάνιση του Μπάμπη Πετσίνη, του εκπληκτικού ντράμερ των Sleepin Pillow, ήταν πιο καθοριστική, μιας και μας έδωσε τη βάση να παίξουμε το υλικό μας με έναν τρόπο που να αξίζει να δουλέψουμε πάνω του. Αν δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό, επίσης δεν θα μας το παρείχε το MySpace.

Θοδωρής Ηλιακόπουλος: Το κοινό μας είναι σίγουρα μια κινητήρια δύναμη, αλλά δεν είναι αρκετή αν εμείς δεν είμαστε ικανοί να σηκώσουμε το «ειδικό βάρος» της Γενιάς. Όλα ξεκινούν από εμάς και, αν λειτουργήσουν, τότε συναντούν το κοινό μας.

Δεν πρόκειται δηλαδή να παίξετε και κάπου στην επαρχία...

Κ.Χ.: Δεν θα ξαναπαίξουμε. 

Θ.Η.: Θα γίνουν μόνο οι δύο προγραμματισμένες συναυλίες στην Αθήνα. Τίποτα άλλο…

Δεν υπάρχει λοιπόν γενικότερη επιστροφή, ωστόσο ανακοινώσατε ότι στο Gagarin δεν θα παίξετε μόνο παλιά κομμάτια, αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό. Σχεδιάζετε κάποιου είδους άλμπουμ;

Κ.Χ.: Όπως είπα πριν δεν τίθεται θέμα επιστροφής, ούτε νέου άλμπουμ...  Τρεις τύποι οι οποίοι φέρονται ως μέλη της Γενιάς Του Χάους (τον παλιό εκείνο τον καιρό) βρήκαν έναν ντράμερ και θα παρουσιάσουν κάτι που το θεωρούν ενδιαφέρον. Μένει να φανεί αν είναι πραγματικά ενδιαφέρον…

Α.Α.: Συγγνώμη αν σας τη χαλάω, αλλά δεν υπάρχει (και δεν υπήρχε ούτε για αστείο) «επιστροφή» μας στα πράγματα. Δεν σκοπεύουμε να υπάρξουμε μέσα από τη Γενιά Του Χάους, παρά μόνο γι' αυτές τις δύο συναυλίες. Ακυκλοφόρητο υλικό θα παιχτεί γιατί υπάρχει και το αγαπάμε όσο κι αυτό που κυκλοφόρησε. 

Να βγάλουμε άλμπουμ; Σε ποια «δισκογραφική»; Με τι όρους; Τι τιμή; Να πωλείται πού; Για να κάνουμε συναυλίες; Πού; Να πουλάμε δίσκους; Να υποβληθούμε σε κάποιο σύστημα αξιολόγησης το οποίο θα μας οδηγήσει στη φήμη, τη δόξα ή την εξαργύρωση και είσπραξη της «καλλιτεχνικής» μας αξίας; Ο μόνος δρόμος που υποδεικνύεται σ' ανθρώπους σαν εμάς, είναι η ανυπαρξία. Διά της οποίας περιέργως λάμπουμε αχνά...

Θ.Η.: Είναι πάντως ένα ερώτημα που μας απασχόλησε όσο δουλεύαμε το υλικό μας: αν συνθέταμε σήμερα κάτι εντελώς καινούριο, χωρίς να κοιτάμε τη Γενιά από οποιαδήποτε οπτική, τι θα προέκυπτε; Μπορεί να μην απαντηθεί ποτέ…

Σε άλλες σας δηλώσεις πρόσφατα, εξηγήσατε την ανάγκη να δείτε με διαφορετικό μάτι το παλιό σας υλικό. Έχει να κάνει αποκλειστικά με τη μουσική μορφή που θα θέλατε να έχει αυτό και δεν απόκτησε τότε (π.χ. σε επίπεδο παραγωγής); Ή έχει να κάνει και με κάποια αλλαγή στη δική σας ματιά σχετικά με τη μουσική τέχνη;

Κ.Χ.: Θα έλεγα ναι, όσον αφορά στα θέματα παραγωγής... Αλλά νομίζω ότι το πιο βασικό είναι να δούμε το υλικό πέρα από νόρμες που μας επέβαλε η ίδια η νεότητά μας.

Α.Α.: Η ματιά μας απέναντι στη ζωή και κατ' επέκταση στην τέχνη είναι μια συνεχώς μεταβαλλόμενη κατάσταση, τότε και τώρα. Το να παίζουμε αυτό το υλικό στα 40+ μας είναι μια διεργασία περισσότερο προσωπική και πολυσύνθετη. Είναι έντονο για εμάς να νιώθουμε σε επαφή με μια κατάσταση η οποία καθόρισε την ύπαρξή μας απ' τη νιότη μας σ' όλη τη μετέπειτα ζωή μας, να δημιουργούμε την ισορροπία που απαιτείται για τη δημιουργία μέσα από τις αντιφάσεις και τις αναγκαιότητες που προκύπτουν και να λειτουργούμε σ' ένα περιβάλλον το οποίο απαιτεί συνεργασία αντιθέτων δυνάμεων, που συνδυάζονται δημιουργικά. Η ουσία αυτού του επιχειρήματος είναι περισσότερο εσωτερική, παρά καλλιτεχνική.


Οι συναυλίες στο Gagarin συμπίπτουν εντωμεταξύ με το κλίμα έντασης που ξεκίνησε με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου και δείχνει να κρατάει ακόμα. Πολλοί μάλιστα το θεώρησαν ως ένα είδος «οιωνού», ότι η Γενιά Του Χάους επανεμφανίζεται εν μέσω τέτοιων πολιτικο-κοινωνικών εξελίξεων. Ποια η δική σας θέση και άποψη για τα όσα έχουν εκτυλιχθεί; 

Κ.Χ.: Η δική μου άποψη είναι ότι δεν θέλω να έχω άποψη για όσα βλέπω να επαναλαμβάνονται εδώ και 20 χρόνια. Λίγο μυαλό από όλους μας για να κάνουμε κάτι πιο όμορφο, πιο έξυπνο, πιο διεξοδικό. Αυτό είναι το δικό μου ζητούμενο από όλους και όλα.

Α.Α.: Μιλάμε και δουλεύουμε γι' αυτές τις συναυλίες πάνω από δύο χρόνια τώρα. Δεν το αποφασίσαμε τον Δεκέμβριο του '08. Όποιος θέλει να δει οιωνούς θα τους βρει παντού, απ' τα καιρικά φαινόμενα μέχρι τα εντόσθια ζώων. 

Αυτό που έγινε τον Δεκέμβρη δεν έχει να κάνει μ' εμάς. Έχει να κάνει με την αφόρητη πίεση που δέχεται η ανθρωπότητα από τις αναγκαιότητες τις οποίες η ίδια δημιούργησε και την ανικανότητα να τις διαχειριστεί αξιοπρεπώς. Οι θέσεις και οι απόψεις μας για τα γεγονότα είναι σύνθετες, μερικές φορές και αντιφατικές. Πάνω απ' όλα προσωπικές, οπότε για να τις αναπτύξουμε επαρκώς θα έπρεπε να γράφουμε και να διαβάζετε για μέρες… Σας παραπέμπω λοιπόν στους στίχους των τραγουδιών μας, που δυστυχώς δείχνουν ότι οι φόβοι του τότε είναι η σημερινή πραγματικότητα.

Θ.Η.: Αυτή μας η προσπάθεια καθυστέρησε πολύ στην αναζήτησή μας για έναν ντράμερ ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των κομματιών, ειδικά στην ταχύτητα, στην ακρίβεια αλλά και στην αντοχή. Οι «οιωνοί» που αναφέρεις ανήκουν στον κατάλογο με τις μυθοπλασίες κάποιων γύρω από τη Γενιά. Αν είχε βρεθεί ο Μπάμπης νωρίτερα, το live θα ήταν ήδη παρελθόν, πολύ πριν τον Δεκέμβρη. 

Όσο αφορά στα γεγονότα του Δεκεμβρίου, πιστεύω πως ήταν μόνο η αρχή. Η κατάσταση χειροτερεύει και οι άνθρωποι ασφυκτιούν κάτω από πολιτική τυραννία και οικονομική ομηρία. Πετάμε τους ανθρώπους στα σκουπίδια, αφού πρώτα τους στύψουμε, και μετά μιλάμε για «νεόπτωχους» σφυρίζοντας αδιάφορα. Τι περιμένουμε να συμβεί; Ωστόσο, η βία, πόσο μάλλον η τυφλή βία εναντίων όλων, ήταν ανέκαθεν εργαλείο άσκησης εξουσίας από τους εκάστοτε κρατικούς μηχανισμούς. Τελικά η βία ακυρώνει τις ιδεολογίες που τη χρησιμοποιούν κι εκεί οι όροι αντιστρέφονται: το θύμα γίνεται θύτης κι ένας φαύλος κύκλος ξεκινάει για να φέρει, αργά ή γρήγορα, οδυνηρές συνέπειες. 

Υπήρξατε underground ήρωες για μια γενιά ακροατών, διαμορφώνοντας τα πράγματα στη ντόπια πανκ σκηνή –και θυμάμαι με πόση θλίψη έμαθαν κάποιοι τα νέα για το τέλος σας. Τι ακριβώς σας ώθησε να διαλυθείτε μετά το Ρέκβιεμ Για Ξεπεσμένους Θεούς (1989); Πόση αλήθεια κρύβεται σε όσα ακόμα λέγονται σε διάφορα πηγαδάκια για εσωτερικές εντάσεις γύρω από το στυλ του δεύτερου άλμπουμ ή για κάποιες συγκρούσεις σας με εταιρείες, σε μια εποχή ραγδαίας αλλαγής του σκηνικού στην ελληνική rock σκηνή; 

Κ.Χ.: Ήρωες εμείς; Για ποιους; Από το 1982 έως το 1989 δεν θυμάμαι να ήμουν ο ήρωας κανενός. Για μετά, δεν ξέρω να σου πω. Για τη διάλυσή μας και τους λόγους της, εμένα μου αρκούν τα πηγαδάκια. Και να συμπληρώσω ότι κουραστήκαμε απλά.

Θ.Η.: Προβλήματα υπήρξαν πολλά και πολυεπίπεδα: παρακμή της σκηνής, οικονομική ανεπάρκειά μας για να υποστηρίξουμε περισσότερο τη Γενιά, έλλειψη μόνιμου ντράμερ για χρόνια, καταστολή στους χώρους όπου κινούμασταν, πολλή πρέζα με πολλά θύματα, σχεδόν μηδαμινή βοήθεια από τη δισκογραφική. 

Δεν είχαμε ποτέ σκοπό να ηγηθούμε καμιάς ομάδας, ούτε να σηκώσουμε τα λάβαρα καμιάς επανάστασης, πόσο μάλλον να ηρωοποιήσουμε εαυτούς. Η αλήθεια είναι ότι ένα μεγάλο μέρος του κοινού μας, σήμερα δεν μας ξέρει. Μας γνώρισε μέσα από τη μουσική μας, αλλά και από μύθους και θρύλους. Πολλές φορές ανυπόστατους.   

Πίσω στο ξεκίνημά σας, πώς ήταν τα πράγματα στην Αθήνα της σοσιαλιστικής Αλλαγής; Τι σήμαινε τότε για μια μπάντα να βγει και να παίξει πανκ, πέραν του do-it-yourself πνεύματος; 

Κ.Χ.: Do it myself θα το προσδιόριζα για τότε. Το να είσαι πάνκης σήμαινε πολλά. Κουβαλούσες περήφανα την αρρώστια του κόσμου στο κορμί σου και την έκανες να μοιάζει όμορφη και θεραπεύσιμη. Δεν είχες όμως εσύ την αρρώστια. Αυτό ήταν το πιο σημαντικό.

Α.Α.: Επί της ουσίας τα πράγματα τότε ήταν ένας πρόλογος για τα πράγματα του τώρα. Απ' τη σκοπιά ενός 18άρη, που βλέπει πως η ζωή του θα είναι ένας συνεχής εξαναγκασμός προς όφελος λίγων και αντιλαμβάνεται πως το μέλλον του είναι ήδη υποθηκευμένο, όπως και καμπόσων γενεών ακόμα τότε και τώρα, η οργή και η διαχείρισή της παραμένουν πεδία προβληματισμού. 

Το «do-it-yourself» πνεύμα δεν υπήρχε ως δομημένη ιδεολογία ή σαφής επιλογή. Ήταν μια μέθοδος επιβαλλόμενη από το περιβάλλον. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε, γιατί δεν υπήρχαμε (ούτε και θέλαμε) μέσα στο αποδεκτό «μουσικό στερέωμα» και τους μηχανισμούς που το διέπουν. Και να τονίσουμε βέβαια πως ό,τι δημιουργήθηκε ως αντίλογος, διέπεται από τους ίδιους εμπορικούς νόμους και κατευθύνεται ανάλογα. Για κάθε άγραφη κασέτα τότε ή CD σήμερα, πληρώνονται ποσοστά στις δισκογραφικές κατ' αναλογία. Δεν το ξέρουν πολλοί αυτό. 

Είμαστε κοινωνικά όντα, κανείς δεν κάνει τίποτα μόνος του. Εκτός βέβαια αν πάρεις τα βουνά και πάψεις να έχεις σημασία ακόμα και για την πάρτη σου, πανηγυρίζοντας στην ερημιά ότι υπάρχεις, μόνος σου για πάντα. Μπράβο! Το να εκφράζεσαι μέσω μιας τέχνης και να εκτίθεσαι στους συνανθρώπους σου είναι μια κοινωνικότατη και πολιτισμένη πρακτική. Και δεν έχει να κάνει με την πάρτη σου. Αντίθετα, απαιτεί όλες τις κοινωνικές σου δεξιότητες. Αν κάποιοι έχουν κάποιο do-it-yourself ευαγγέλιο, θρησκεία, τρόπο, δήθεν, ζωής ή κάτι τέτοιο, εμείς που κάναμε το «δικό» μας (και εννοώ όλα τα ανάλογα συγκροτήματα, εταιρίες, παραγωγούς συναυλιών, ιδιοκτήτες μαγαζιών του χώρου), σε διαβεβαιώνω ότι δεν το πηγαίναμε για εκεί ούτε το επιβάλλαμε σε κανέναν...

Θ.Η.: Πανκ τότε σήμαινε ρήξη σε όλα τα επίπεδα των σχέσεών σου ως άτομο, σήμαινε συνεχείς διώξεις, κοινωνικό χλευασμό, τσαμπουκάδες στους δρόμους, στα σχολεία, παντού. Ο δρόμος σου ήταν μοναχικός, σκληρός αλλά πολύ αληθινός ως προς τα μαθήματα που σου χάριζε απλόχερα. Ως μπάντα, σου επέτρεπε να αναπτύξεις τις ικανότητες να βλέπεις πίσω από τα φαινόμενα, κάτω από τη «στιλπνή» επιφάνεια των πραγμάτων και των ανθρώπων, αλλά και να καυτηριάσεις, να καταγγείλεις, να διεκδικήσεις. 


Σε αντίθεση με άλλους συνοδοιπόρους σας εκείνης της εποχής, δείξατε ότι η ελληνική σκηνή χρειαζόταν να προχωρήσει πέρα από μια στενή αντίληψη περί πανκ (που το ταύτιζε με την εκτόνωση και μόνο), βλέποντάς το ως συνολικότερη ιδεολογία. Πόσο αντιληπτό έγινε όμως κάτι τέτοιο τότε και τι αντιδράσεις πυροδότησε; 
 
Κ.Χ.: Αντιληπτό, ή καλύτερα κατανοητό, δεν έγινε από τους πανκς γιατί θεωρούσαν ότι δεν χρειαζόταν αυτή η εξέλιξη. Αλλά ήταν αναγκαίο. Όχι για τους ίδιους τους πανκς, οι οποίοι είχαν την κουλτούρα τους και ήταν μια χαρά με αυτή. Το θέμα είναι ότι συνολικότερα ο αναρχο-αριστερός χώρος προσέγγιζε την πανκ κουλτούρα ψάχνοντας αυθεντικότητα για δική του χρήση. Οι πανκς τότε ήταν ήδη «φυλή» με όλα τα χαρακτηριστικά αυτού του γεγονότος –δηλαδή δικά τους φεστιβάλ, δική τους άποψη, δικό τους τρόπο επικοινωνίας και εμφάνισης. Και ξαφνικά όλοι θέλουν να τους υιοθετήσουν, να τους εντάξουν. Ποτέ δεν το κατάφεραν, αλλά η Γενιά Του Χάους βλέπει και μια άλλη ευκαιρία σε όλο αυτό: μπορούμε να προβάλουμε ισότιμα την κουλτούρα μας. Και επειδή τυγχάνει να έχουμε και μια τρέλα με τη μουσική, αναβαθμίζουμε όλο το υλικό μας σε πιο μουσικά πεδία, γιατί απλώς μπορούσαμε να το κάνουμε.

Α.Α.: Το πανκ τότε δεν διεπόταν ακόμα από τα στεγανά του τώρα. Ήταν ένα πεδίο έκφρασης χωρίς περιορισμούς. Εμείς αυτό κάναμε, οπότε χαρακτηριστήκαμε πανκ. Όταν αυτό άρχισε να γίνεται εξίσου περιοριστικό, έχασε και κάθε νόημα και όχι μόνο για εμάς. Εμείς προσπαθούσαμε να εκφραστούμε χωρίς περιορισμούς. Κι αν αυτό δεν ήταν πια πανκ, ποσώς μάς ενδιέφερε.

Θ.Η.: Πιστεύω πως είναι απλά θέμα αναζήτησης. Εμείς ήμασταν «ανήσυχα πνεύματα», δεν μας ικανοποιούσαν τα κλισέ, τα πρέπει, οι κάθε λογής περιορισμοί. Αφήσαμε τη μουσική να μας οδηγήσει. Άλλωστε κανείς μας ποτέ δεν περιόρισε τα ακούσματά του στο πανκ και μόνο. Αν το μήνυμά σου έχει βαρύτητα, θα βρει την κατάλληλη μουσική για να ειπωθεί και να επικοινωνήσει. Φυσικά, κάποιοι δεν θα συμφωνήσουν με αυτό, θα θεωρήσουν «ξεπούλημα» τη στροφή σου σε άλλο μουσικό στυλ, παραμένοντας εγκλωβισμένοι σε εφηβικές συμπεριφορές και αντιλήψεις. Κάτι φυσικό και ανθρώπινο.   

Έχετε καλή γνώμη για τις μπάντες που και στην Ελλάδα ξεφυτρώνουν στα πλαίσια μιας ευρύτερης πανκ αναβίωσης από τα μέσα των 1990s και έπειτα; Ή συμμερίζεστε την άποψη πως, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται για ένα παιχνίδι λίγο-πολύ στημένο από τη σχετική βιομηχανία, η οποία ξαναπουλάει το πανκ πνεύμα ως νεανική μόδα; 

Κ.Χ.: Σόρρυ, δεν το γνωρίζω το θέμα.

Α.Α.: Εγώ προσωπικά, έχω καλή γνώμη για τις μπάντες. Νομίζω ότι τα κίνητρα των ανθρώπων που παίζουν τη μουσική τους είναι πιο προσωπικά και δεν νομίζω ότι προσπαθεί κανείς να «αναβιώσει» το  πανκ ή κάτι τέτοιο. Κι αν το νομίζει, γελιέται. Είναι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν μουσική. Καλά κάνουν. Θα χρησιμοποιηθεί αυτό με τρόπους εμπορικούς; Αν έχει δυναμικό εμπορικό, σίγουρα κάποιοι θα το καπηλευτούν. Ας μη γελιόμαστε, οι εμπορικές εταιρίες δεν είναι ικανές να δημιουργήσουν οτιδήποτε. Αν αυτό έχει εμβέλεια θα το εκμεταλλευτούν. Αν δεν έχει, θα το παρατήσουν μέχρι να ξεφουσκώσει. Ευτυχώς...

Θ.Η.: Σίγουρα οι δισκογραφικές εκμεταλλεύτηκαν το πανκ, όπως έκαναν και με κάθε μουσικό ιδίωμα τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα όμως οι δισκογραφικές αργοπεθαίνουν, ενώ το πανκ παραμένει ως κανάλι όπου πολλοί άνθρωποι διοχετεύουν εκεί τις ανησυχίες, την οργή και την αμφισβήτησή τους. 

Τέλος, τι έχετε να δηλώσετε απέναντι στις Κασσάνδρες οι οποίες προβλέπουν επεισόδια στις δύο εμφανίσεις σας στο Gagarin; 

Κ.Χ.: Επεισόδια λοιπόν; Με αφορμή το live μιας μπάντας;  Απλώς επεισόδια; Χωρίς άλλο προσδιορισμό; Που γίνονται γενικότερα, οπουδήποτε και για ακαθόριστους λόγους; Χωρίς πολιτικό εξαγόμενο; Κάποτε είχα αγαπήσει μια Κασσάνδρα. Και θέλω να της δηλώσω ότι δεν την αγαπώ πλέον.

Α.Α.: Οι πράξεις του καθενός υποβάλλονται από βαθιά κίνητρα, τα οποία φανερώνουν τις ποιότητες των ανθρώπων. Εμείς επιλέξαμε συνειδητά τη μουσική ως μέσο έκφρασης της αντίληψής μας για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Πολλοί συνάνθρωποί μας, επίσης. Και κάποιοι απ' αυτούς θα έρθουν στη συναυλία μας. 

Ποτέ δεν ήταν επιλογή μας να εκφράσουμε τη βία που μας περιβάλλει κοπανώντας αλλήλους. Γιατί για όλους εμάς η βία ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερος εχθρός μέσα μας και γύρω μας. Όσοι επιβάλλονται μ' αυτή, διαιωνίζουν την ύπαρξή της και  βιώνουν τους καρπούς της, είναι μέρος ενός συστήματος το οποίο αναπαράγεται με τη συμβολή τους. Συνήθως εξυπηρετούν τις ίδιες σκοπιμότητες που τους κατατροπώνουν. 

Εγώ προσωπικά καταλαβαίνω πολύ καλά τους μηχανισμούς που τροφοδοτούν την οργή τους. Το πώς την κατευθύνουν και τι κάνουν μ' αυτή είναι μια προσωπική τους διεργασία, στην οποία δεν μπορώ να επέμβω με δηλώσεις. Αυτό που κάνουμε είναι σημαντικό κι όχι μόνο αυτό που λέμε. Εμείς κάνουμε μουσική. Κάποιοι σπάνε κεφάλια. Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του. 

Θ.Η.: Η εποχή μας είναι στιγματισμένη από τη χρεοκοπία των αξιών, αλλά και των ιδεολογιών. Οι νέοι σήμερα βρίσκονται στο κενό, από κάθε άποψη. Σε αντίθεση με τη δική μας γενιά όπου υπήρχε ακόμη μια έστω αμυδρή ελπίδα, μέσα σε έναν ευρύτερο αριστερό χώρο που αντιστεκόταν και δεν είχε παραδοθεί άνευ όρων στην αναζήτηση της ουτοπικής προσωπικής ευημερίας σε βάρος όλων των άλλων. 

Σήμερα, η επανεμφάνιση της Γενιάς στη σκηνή έχει δώσει μεγάλη χαρά σε πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι θα έρθουν από όλη τη χώρα αλλά και το εξωτερικό για να τραγουδήσουν μαζί μας. Πιστεύουμε ότι θα είναι δύο ιδιαίτερες βραδιές, συγκινησιακά φορτισμένες για όλους μας, αλλά χωρίς ακρότητες. Το live θα ηχογραφηθεί, θα βιντεοσκοπηθεί και θα δοθεί δωρεάν πάλι στο κοινό μας που, υποστηρίζοντάς το με την παρουσία του, το έκανε εφικτό. Η Γενιά, για πρώτη φορά ζήτησε κάτι από το κοινό της, μόνο και μόνο για να του το επιστρέψει και έτσι να μείνει το υλικό της επίκαιρο και ζωντανό. Αυτό είναι όλο. 



09 Μαρτίου 2021

Forbidden Seed: From Sand To Eternity [δισκοκριτική, 2015]


Το ντεμπούτο των Θεσσαλονικιών Forbidden Seed το έφερνα πού και πού κατά νου, αλλά δεν μπορούσα να το εντοπίσω στη δισκοθήκη. Μέχρι που ξεπετάχτηκε εν τέλει μπροστά μου τις προάλλες στα ράφια με τα εγχώρια, καθώς έψαχνα τραγούδια για τις ηχογραφήσεις της Συχνοτικής Συμπεριφοράς, εποχής Εν Πλω 89.2: καλά θα ήταν να μπορούσαμε να εκπέμψουμε από την Ηγουμενίτσα με τον Στυλιανό Τζιρίτα, αλλά ζούμε αμφότεροι στην Αθήνα, σε εποχή απαγορευτική για τέτοιες μετακινήσεις.

Ιδρυμένοι το 2013, οι Forbidden Seed ανήκουν στις μπάντες που ξεπήδησαν κατά τη δεκαετία των 2010s φιλοδοξώντας να παίξουν ήχους του heavy και power metal παρελθόντος που (προφανέστατα) αγαπούν. «Εγκέφαλος» του γκρουπ είναι ο τραγουδιστής και κιθαρίστας Κωνσταντίνος Μάρης –γνώριμος και από τους Starve The Hydra– ο οποίος στο ντεμπούτο From Sand To Eternity (Rock of Angels, 2015) πλαισιώθηκε από τον Γιώργο Ματίκα των Shock Absorber (κιθάρα), τον Νίκο Δανιέλο των Incest In Heaven (μπάσο) και τον Αργύρη Νάνο (ντραμς). Με ελαφρώς διαφοροποιημένη σύνθεση, οι Θεσσαλονικείς επέστρεψαν και το 2018 για ένα ακόμα άλμπουμ (The Grand Masquerade) και, καθώς φαίνεται, έπεται και συνέχεια. 

Το From Sand To Eternity είχε μάλλον μικρό δημιουργικό ορίζοντα, καθώς αποτύπωσε τους Forbidden Seed ως αναβιωτές που δεν είχαν επεξεργαστεί κάποια δική τους πρόταση. Εντός αυτού, όμως, αποδείχθηκαν μια σοβαρή μπάντα, που αν μη τι άλλο την είχε ιδρώσει τη metal φανέλα. Η κριτική μου δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Αν και διατηρώ διάφορους προβληματισμούς για το «ταξίδι» που πήγα από την Άμμο ως την Αιωνιότητα, οι Forbidden Seed με έπεισαν. Ότι το εννοούν. Ότι το αγαπούν! Ότι τέλος πάντων την έχουν ιδρώσει τη φανέλα κι ας είναι αυτό μόλις το πρώτο τους άλμπουμ. 

Το τι παίζουν οι Θεσσαλονικείς, φαίνεται βασικά από το εξώφυλλο: τα ερείπια ενός χαμένου, αρχαίου κόσμου στην έρημο κάποιου μακρινού πλανήτη –με τη δεσπόζουσα, μισοθαμμένη στην άμμο κολοσσιαία κεφαλή– στήνουν ένα σκηνικό φαντασίας που «φωνάζει» power metal. Με τη διαφορά ότι δεν κοιτούν προς κεντρική Ευρώπη, προς το πιο δημοφιλές στη χώρα μας παρακλάδι του είδους (Helloween, Blind Guardian, Gamma Ray και τα λοιπά, ξέρετε τώρα), αλλά πέρα από τον Ατλαντικό. Ως ήρωες των Forbidden Seed σκιαγραφούνται λοιπόν με σαφήνεια οι Iced Earth, οι Crimson Glory, λίγο οι Savatage· αλλά το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πώς έχουν μπολιάσει τις αμερικάνικες επιρροές με πιο κλασικά ακούσματα (Iron Maiden βασικά, αλλά και Dio, Saxon κατά περιπτώσεις), καθώς και με το πιο τεχνικό, prog/power των Σουηδών Tad Morose, με την πυξίδα να «δείχνει» π.χ. προς το Matters Of The Dark (2002) των τελευταίων.

Τις καταβολές αυτές, οι Forbidden Seed τις έχουν τιμήσει. Δεν είναι παρλαπίπες μίμοι, δηλαδή: τα παιξίματά τους και τα τραγούδια τους διαθέτουν σοβαρότητα και δείχνουν συγκρότημα το οποίο έχει δουλέψει, πιθανολογώ σε βάθος χρόνου κι ας κάνουν τώρα την πρώτη τους εμφάνιση. Οι κιθάρες το «λαλάνε» το metal (συχνά μάλιστα με εντυπωσιακά σολαρίσματα, βλέπε π.χ. "Kill The Sun" και "Enchanted Grace"), η rhythm section είναι γρανίτης, o τραγουδιστής Κωνσταντίνος Μάρης αποδεικνύεται στιβαρός, ικανός ανά περιπτώσεις να σηκώσει το οικοδόμημα στο βάθρο που του πρέπει –για παράδειγμα στο απαιτητικό "Blessed Are Those", στο φρενιασμένο "Beginning Of The End" ή στο "Empire Of The Sun", ίσως την πιο ολοκληρωμένη σύνθεση στο From Sand To Eternity

Τα δύσκολα έρχονται όταν πρέπει να κρίνεις το ευρύτερο αποτύπωμα της προσπάθειάς τους. Αν θέλετε δηλαδή να μιλήσουμε απλώς για γούστα, εγώ προσωπικά καραγούσταρα κι έπαιξα το άλμπουμ στο repeat. Αλλά αν θέλετε να μιλήσουμε λίγο πιο σοβαρά, οι Θεσσαλονικείς ήρθαν εν έτει 2015 να υπηρετήσουν έναν ήχο δημιουργικά εξαντλημένο. Κι ενώ έφεραν το πάθος τους, την ενέργειά τους, τη σωστή τους μαθητεία, ξέχασαν ότι ένα ντεμπούτο χρειάζεται και λίγη προσωπικότητα –μια υποψία έστω δικής σου πρότασης για «όλα αυτά». 

Δεν ξέρω απ' την άλλη αν κάποια μπάντα γίνεται να εκπλήξει σήμερα, υπηρετώντας τον συγκεκριμένο ήχο –με την έννοια ότι δύσκολα προσθέτεις κάτι, δίχως να αφαιρέσεις συνάμα κάτι άλλο. Καλώς ή κακώς, όμως, οι Forbidden Sand «κληρώθηκε» να δραστηριοποιηθούν στην Εποχή των Επιγόνων. Όπως λοιπόν όλοι οι διάδοχοι, καλούνται να βρουν τι περαιτέρω μπορεί να κάνουν εκείνοι για τα όσα κληρονόμησαν. Το να κάθεσαι πάντως στους θρόνους των Πρώτων Διδασκάλων, διηγούμενος τα δικά τους ανδραγαθήματα, δεν δύναται να σε πάει πιο μακριά από όσο έχουν ήδη φτάσει σε αυτό το πρώτο άλμπουμ. Κινδυνεύουν λοιπόν, στο μέλλον, να μείνουν ως μπάντα που θα τη θυμόμαστε για το ντεμπούτο της, «αρρώστια» συχνή στον μεγάλο ροκ χάρτη των καιρών μας. Και ίσως να μην τους αξίζει κάτι τέτοιο. 

Βέβαια –να το πούμε κι αυτό– στον μουσικό Τύπο της εποχής μας, ειδικά στο εναλλακτικό ροκ στερέωμα, δίσκοι που κάνουν ακριβώς κι όσα οι Forbidden Seed στο From Sand To Eternity «αμείβονται» αβέρτα, ακόμα και με 8άρια. Και, παρότι θεωρώ πως τα κείμενα μετράνε και όχι (τόσο) τα νούμερα, δεν γίνεται να είμαστε όλοι συνένοχοι σε αυτή τη συνωμοσία. Βλάπτουμε σοβαρά και την αξιοπιστία της δουλειάς μας, βλάπτουμε και τους καλλιτέχνες. 



03 Μαρτίου 2021

Sarissa: Nemesis [δισκοκριτική, 2016]


Οι τελευταίες μέρες του Φλεβάρη έφεραν το δυσάρεστο νέο του θανάτου του Δημήτρη Σελαλμαζίδη, τον οποίον ανακοίνωσε η κόρη του. Καθώς φαίνεται, είχε πάθει κάποια θρόμβωση πριν μερικούς μήνες, που δυστυχώς κατέστη μοιραία.

Μπασίστας και ηγέτης των Sarissa, ο Σελαλμαζίδης υπήρξε μορφή για τα ελληνικά metal πράγματα, καταφέρνοντας σε εποχές δύσκολες για την εγχώρια υπόσταση του είδους να οδηγήσει τη μπάντα σε ένα demo (1987) που έγραψε ιστορία.

Τιμής ένεκεν, λοιπόν, αναδημοσιεύεται εδώ ένα παλιότερο κείμενο για το άλμπουμ Nemesis του 2016, το οποίο ήταν και το τελευταίο για τους Θεσσαλονικείς. Ετοίμαζαν πάντως κάτι καινούριο, γιατί είχαν δώσει στη δημοσιότητα ορισμένα φρέσκα τραγούδια, με τελευταίο το "Macedonian Army", το οποίο είχε δουλευτεί πάνω σε ακυκλοφόρητο υλικό που υπήρχε διαθέσιμο από sessions του 2007. Ποιος ξέρει αν δούμε τελικά έναν δίσκο, κάποια στιγμή. 

Η αρχική κριτική για το Nemesis βγήκε τότε στο Avopolis, το κείμενο όμως που ακολουθεί περιέχει τροποποιήσεις, καθώς και αλλαγές αισθητικής φύσης.


Παρά την εξαιρετικά αποσπασματική τους πορεία, οι Sarissa εξακολουθούν να απολαμβάνουν σεβασμού, κυρίως γιατί έδρασαν σε χρόνια δύσκολα για εγχώριες μπάντες με σκληρό ήχο και αγγλικό στίχο. Και όχι απλά έδρασαν: εκείνο το ιστορικό (πια) demo του 1987 συζητήθηκε ευρέως, όχι μόνο εντός Ελλάδας μα και εκτός, σε εποχές στις οποίες δεν συνέβαιναν τέτοια πράγματα. 

Ωστόσο, για μια σειρά από αιτίες, οι Θεσσαλονικείς δεν τα κατάφεραν. Παρότι βγήκε τελικά ένα ντεμπούτο στα 1990s, αφενός λόγω περιορισμένης κοπής (2.000 αντίτυπα, αν θυμάμαι καλά;), αφετέρου λόγω δισκογραφικών καιρών –οι οποίοι είχαν σαφώς αλλάξει, σε διεθνή κλίμακα– έμειναν στη μνήμη των πολλών ως ταλέντο το οποίο χάθηκε άδοξα. Κάτι που επισφράγισε και η διάλυσή τους λίγο μετά και δεν πέτυχε να αλλάξει μια νέα ανάδυση της μπάντας, κάπου στα μισά των '00s.

Το Nemesis έρχεται λοιπόν να θέσει τέλος σε 12 χρόνια σιωπής, βρίσκοντάς τους να επιμένουν με δύο αυθεντικά μέλη –Δημήτρης Σελαλμαζίδης σε μπάσο και κιθάρες & Γιώργος Χατζησυμεωνίδης στα φωνητικά– πλαισιωμένα από τις νέες παρουσίες του Ορέστη Ναλμπαντή (κιθάρα) και του Στέλιου Σιούλα (ντραμς). Δεν είναι όμως απλά επίμονοι οι Sarissa: αν μη τι άλλο, αυτό το άλμπουμ αποδεικνύει πως έχουν κάθε λόγο να παραμένουν ενεργοί κι ας παίζουν επί της ουσίας ένα παλιοκαιρισμένο, ηρωικό metal, που τραγουδά για πολεμιστές και ανδραγαθήματα ζωσμένο την power πανοπλία. Εάν μάλιστα είχαν προσέξει και την αισθητική του εξωφύλλου, δεν θα υπήρχε η παραμικρή γκρίνια (κακά τα ψέματα, είναι κάκιστο).

Το Nemesis έχει την τιμιότητα να μην ξανοίγεται σε περιοχές που δεν κατέχει για να φανεί ντε και καλά «σύγχρονο». Την επικαιρότητά του δεν την κερδίζει στη βάση της δημοφιλίας της χι ή ψι ηχητικής τάσης, αλλά με τη λογική της παραγωγής του, την ατόφια έμπνευση, την εκτελεστική βιρτουοζιτέ και τη σπάνια αίσθηση οικονομίας με την οποία έχει οικοδομηθεί. Από τα εννιά τραγούδια, δεν πετάς εύκολα ούτε μισό. Ούτε καν δηλαδή η αναπόδραστη μπαλάντα ("I'm Coming Home") δεν προδίδει τη μπάντα, ούτε καν μερικά υπέρ το δέον αναμενόμενα ποδοβολητά τύπου "Sacrifice". Πουθενά δεν εντοπίζεις φλυαρίες, πουθενά δεν έχει κενούς εντυπωσιασμούς. Ακούς ένα σφιχτοδεμένο σύνολο με περίπου 40 λεπτά διάρκεια, φτιαγμένο από μια συμπαγή ομάδα με καλή αίσθηση του τι θα πει μελωδική γέφυρα και στρογγυλό, μεταλλοθρεμμένο ρεφρέν ("Warriors", "Fight The Devil (Centuries-Old Conspiracy)", "Fallen"). 

Είναι γεγονός ότι οι Sarissa υπερασπίζονται εδώ έναν παλιό μεταλλικό κώδικα, που μπορεί να διαθέτει ακόμα πιστό κοινό, μα καλλιτεχνικά θεωρείται εξαντλημένος, άρα ντεμοντέ. Δεν ξέρω πάντως κατά πόσο ευσταθεί να μιλάμε για «ντεμοντέ» σε μια ροκ εν ρολ εποχή όπου αποθεώνονται διάφορα σχήματα επειδή κοπιάρουν επιτυχημένα μουσικές πολύ πιο παλιές από το σύμπαν αναφορών των Sarissa. Στο κάτω-κάτω, εκείνοι κι αν δικαιούνται να παίζουν α-λα-παλαιά.

Έχουν το νόημά τους ασφαλώς και τέτοιες συζητήσεις, θα ήταν κρίμα όμως να μην παρατηρήσουμε στο μεταξύ ότι οι Sarissa βάζουν εδώ το κεφάλι κάτω και μας δείχνουν γιατί η κληρονομιά των Judas Priest, του Dio, των Accept, μα και των Jag Panzer, μπορεί ακόμα να ηχεί και απολαυστική, αλλά και πωρωτική. 




26 Φεβρουαρίου 2021

Charlotte De Witte - συνέντευξη (2016)


«She plays techno and loves food». 

Έτσι συστήνεται στον κόσμο η 28άχρονη Βελγίδα DJ και παραγωγός Charlotte de Witte, η οποία τα τελευταία χρόνια χαλάει κόσμο στο techno πεδίο, έχοντας γίνει περίφημη για τα πάρτυ που στήνει στα μεγάλα clubs ανά τον πλανήτη.

Χθες ξαναβρέθηκε λοιπόν στα μέρη μας, για κάτι πολύ διαφορετικό: έστησε τον εξοπλισμό της στο κέντρο του Αρχαίου Σταδίου της Μεσσήνης κι από εκεί εξαπέλυσε ένα set-σφυροκόπημα 61 λεπτών, το οποίο μεταδόθηκε σε live streaming από το κανάλι της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube. Η τελευταία είχε τη συμπαραγωγή της εκδήλωσης μαζί με το ADD Festival, που πρωταγωνίστησε τελευταία στην ηλεκτρονική πλευρά της συναυλιακής μας κουλτούρας. 

Μια ανταπόκριση της ιδιαίτερης αυτής «βραδιάς» δημοσιεύτηκε ήδη στο MiC, εδώ. Δίνοντας έτσι ευκαιρία επιστροφής σε μια κουβέντα που έκανα με τη De Witte το 2016, όταν θα ερχόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, για να συμμετάσχει στο Plisskën Festival εκείνης της χρονιάς. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ανήλθες από μια underground techno σκηνή, για να θεωρείσαι σήμερα ένα από τα «πιο υποσχόμενα νέα ονόματα» στο Βέλγιο –και μάλιστα όχι μόνο ως DJ, αλλά και ως παραγωγός. Ποια πρόσωπα υπήρξαν κλειδιά για σένα, σε αυτήν τη διαδρομή;

Χμμμ, δύσκολη ερώτηση αυτή... Οπωσδήποτε οι φίλοι μου και το αγόρι μου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καριέρα μου: ήταν εκείνοι που υπήρξαν πάντα ειλικρινείς και δεν φοβήθηκαν να γίνουν και επικριτικοί. Οι γνωριμίες και οι φιλικοί δεσμοί με άλλους καλλιτέχνες φάνηκαν επίσης σημαντικά πράγματα, γιατί είναι άνθρωποι που γνωρίζουν τι σημαίνει να έχεις μια τέτοια ζωή. Το να μπορείς να συζητάς επομένως μαζί τους, μπορεί να σε κινητοποιήσει. Τώρα, σε πιο επαγγελματικό επίπεδο, θα έλεγα και τον μάνατζέρ μου, καθώς είναι πάντα εδώ για να με συμβουλεύσει και να με βοηθήσει να πάρω τις σωστές αποφάσεις.

Μέσα στο 2016 υπήρξες αρκετά απασχολημένη, όχι μόνο με sets, αλλά και με κυκλοφορίες –μου άρεσε αρκετά το Sehnsucht. Να υποθέσω ότι θα δούμε περισσότερη νέα μουσική από σένα ως το τέλος του 2016 ή τις αρχές του 2017;

Σε ευχαριστώ, και ναι! Μπορώ ήδη να επιβεβαιώσω ότι θα βγουν δύο ΕΡ το 2017, ένα τον Ιανουάριο κι ένα ακόμα τον Μάρτιο. Είμαι δε πολύ τυχερή, γιατί θα έχω μαζί μου γι' αυτά μερικούς σπουδαίους remixers. Επίσης θα κάνω κι εγώ ένα remix, σε έναν καλλιτέχνη τον οποίον παρακολουθώ εδώ και καιρό, ενώ έχω έτοιμα και πολλά ακόμα κομμάτια, που θα στείλω σιγά-σιγά σε διάφορες εταιρείες. Προβλέπω το 2017 να είναι μια καταπληκτική χρονιά!

Μιας και λέμε για remixes, σου άρεσε εκείνο που έφτιαξε ο Ricardo Garduno για το δικό σου "Human Beings";

Ω, ναι, μου άρεσε! Τον ακολουθώ τον Ricardo Garduno εδώ και κάμποσα χρόνια και παίζω μάλιστα δικά του κομμάτια σε κάθε μου set. Χάρηκα λοιπόν πολύ που αποφάσισε να ρεμιξάρει κάτι δικό μου, το θεώρησα τιμητικό. 

Υπάρχουν κι άλλοι βέβαια τους οποίους θαυμάζω και θα ήθελα να συνεργαστούμε κάποια στιγμή, ίσως σε ένα από τα ΕΡ μου. Έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον SLV, ας πούμε, αλλά και τον Aggborough ή και μεγαλύτερα ονόματα, σαν τον Ben Klock ή τον Len Faki. Θα τρελαινόμουν αν συνέβαινε να με ρεμιξάρει κάποιος από αυτούς.

Τι κομμάτια τραβούσαν την προσοχή σου στα εφηβικά χρόνια; Τι πυροδότησε το ενδιαφέρον σου για το Djing και τη δημιουργία μουσικής;

Δεν οφειλόταν σε συγκεκριμένα κομμάτια, περισσότερο θα έλεγα ήταν η όλη εμπειρία του να πηγαίνω στα underground clubs. Η ατμόσφαιρα, δηλαδή, και η γενική αίσθηση των χώρων εκείνων, σε συνδυασμό βέβαια με το συγκεκριμένο είδος μουσικής, πάτησαν νομίζω την κατάλληλη «σκανδάλη». Ακόμα με γοητεύει το πόσο πολύ μπορείς να αιχμαλωτίσεις την προσοχή κάποιου άλλου ανθρώπου, λέγοντάς του μια ιστορία μέσω της μουσικής. Υπάρχει πολύ συναίσθημα σε κάτι τέτοιο και είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο σε ό,τι κάνω.

Πώς ήταν αλήθεια να μεγαλώνεις στη Ghent; Υπήρχαν εκεί οι ευκαιρίες να έρθεις σε επαφή με τους ηλεκτρονικούς ήχους που αγάπησες τόσο;

Αγαπώ ιδιαιτέρως τη Ghent. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα και ακόμα και τώρα διαθέτει μια τεράστια techno σκηνή. Ο underground παλμός είναι πολύ δυνατός εδώ, ενώ υπάρχουν πολλοί άνθρωποι έτοιμοι να παρτάρουν με μουσική techno. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Ειδικά όμως το καλοκαίρι, όταν ο καιρός ανοίγει, οπότε έχουμε πολλά υπαίθρια πάρτυ –προσωπικά λατρεύω τα πάρτυ που ξεκινούν νωρίς μέσα στη μέρα. Έτσι, αν και η Ghent είναι μια αρκετά μικρή πόλη, προσφέρει πολλές ευκαιρίες για μουσική. Άσε που είναι και όμορφη!

Έχεις δηλώσει στο παρελθόν ότι ψάχνεις πάντα για την πιο σκοτεινή όψη των ηλεκτρονικών. Αυτό το ενδιαφέρον πέρασε ποτέ τα «σύνορα» του techno και του electro; Έφτασες δηλαδή ποτέ κοντά στο post-punk, το new wave, το goth ίσως;

Χμμ, όχι, δεν θα το έλεγα. Εκτιμώ κι άλλα είδη μουσικής, μα δεν τα ακούω συχνά. Ακούω ας πούμε ραδιόφωνο όταν βρίσκομαι στο αυτοκίνητο, μα πιάνω μόνο τα είδη τα οποία λαμβάνουν κάποιο airplay, δεν ξέρω και πολλά για τα υπόλοιπα. Πάντως είναι γεγονός, με τραβάει περισσότερο το μελαγχολικό στοιχείο σε κάθε είδος μουσικής. Δεν έχω όμως αρκετές γνώσεις για να έρθω ας πούμε σε επαφή με τη goth κουλτούρα.

Ως DJ, κρατάς στην άκρη κάποια κομμάτια ως εφόδια, για την περίπτωση που θα χρειαστεί να «σώσεις» την κατάσταση στην πίστα;

Θεωρώ τον εαυτό μου από τους τυχερούς, από εκείνους δηλαδή που πάντα ξεσηκώνουν ένα πλήθος και πάντα μπορούν να το κρατήσουν σε μια «αφήγηση», καθ' όλη τη διάρκεια ενός set. Ακόμα λοιπόν κι αν εξαρχής η αίσθηση δεν δείχνει σωστή, συνήθως τα καταφέρνω μέχρι το τέλος, με κάποιον τρόπο, ώστε όλοι να χορεύουν και να διασκεδάζουν. Αρκεί να τους αρέσει η techno ή να έχουν αρκετά ανοιχτά αυτιά ώστε να ακούσουν και όσα άλλα πράγματα μπορεί να παίξω.

Όλα εξαρτώνται, τελικά, από το πού ακριβώς παίζεις. Αν είναι π.χ. ένα techno πάρτυ, όλα θα πάνε καλά. Αν είναι ένα ημερήσιο φεστιβάλ με πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες ανά σκηνή, μάλλον θα πρέπει να το παλέψεις· και αν είσαι τυχερός/ή, ο κόσμος θα σε ακολουθήσει. Αν δεν έχεις τύχη σε μια τέτοια περίπτωση, τότε όλα γαμιούνται και δεν πρόκειται να νιώθεις καθόλου καλά στο τέλος –έχει συμβεί στο παρελθόν και μάλιστα αρκετές φορές. Το techno, βλέπεις, είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος: αν κανείς δεν χορεύει ή δεν δείχνει να διασκεδάζει όσο το παίζεις, δεν πρόκειται να σε σώσει κανένα κομμάτι.

Σε περιμένουμε στην Ελλάδα σε λίγες μέρες, για τη φετινή, χειμερινή εκδοχή του Plisskën Festival. Έχεις ξανάρθει στα μέρη μας; Τι το ιδιαίτερο θα ήθελες να κάνεις όσο θα βρίσκεσαι στην Αθήνα, αν μπορέσεις να βρεις τον χρόνο;

Έχω ξανάρθει στην Ελλάδα όταν ήμουν πιο μικρή, για διακοπές. Δεν έχω ξανάρθει στην Αθήνα, όμως! Θα είναι επίσης το πρώτο set που θα παίξω στην όμορφη χώρα σας κι αυτό είναι κάτι που με ενθουσιάζει. Δεν είμαι σίγουρη για το κατά πόσο μπορώ να μείνω αφού παίξω στο Plisskën, γιατί την επόμενη μέρα έχω εμφάνιση στην Κωνσταντινούπολη. Πάντως θα περπατήσω λίγο στην πόλη και σίγουρα θα φάω κάτι ντόπιο. Λατρεύω την ελληνική κουζίνα.





25 Φεβρουαρίου 2021

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Κύτταρο - ανταπόκριση (2018)


Το δύσκολο καλοκαίρι του 2020, όταν σίγησαν για πρώτη φορά τα φεστιβάλ και οι συναυλίες, κάποιες λίγες παραστάσεις μπόρεσαν να πραγματωθούν, έστω και με τους νέους όρους/περιορισμούς. Ανάμεσά τους ήταν και το Live Looping του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το οποίο έλαβε χώρα 17 & 18 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.

Η συναυλία αυτή θα αναμεταδοθεί τώρα δωρεάν από το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, μέσω του καναλιού του στο YouTube: το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου στις 17.00 (θα είναι διαθέσιμη για 48 ώρες). Και δίνει μια καλή αφορμή για να θυμηθώ την επίσκεψή μου στο Κύτταρο στις 30 Νοεμβρίου 2018, όταν έδωσα το παρών σε ένα από τα τραπέζια του εξώστη μαζί με τη Χριστίνα Κουτρουλού, τη Νικολέτα Κομποθέκρα και τον Παναγιώτη Βορριά, για τις Σόλο παραστάσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη.

Σε εκείνες τις συναυλίες, ο Κύπριος τραγουδοποιός αποτολμούσε να βγει μόνος στη σκηνή, απλά με μια κιθάρα. Και ήταν αφοπλιστικός πέρα από κάθε προσδοκία, κάτι που εξηγούσε και το σταθερά φισκαρισμένο Κύτταρο, ως και τις τελευταίες ημερομηνίες της εν λόγω παράστασης.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά της 30ης Νοέμβρη βρήκε τότε τον δρόμο της δημοσίευσης στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η πρώτη φωτογραφία ανήκει στον Κωνσταντίνο Σαλασίδη και προέρχεται από το promo υλικό που διακινούσε τότε το Κύτταρο. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που παρακολούθησα και ανήκει στη Vánagandr Fenrir.


Το πρόγραμμα που παρουσιάζει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Κύτταρο, δεν είναι καινούριο· το έχει ξανακάνει. Ούτε και στην έναρξη των φετινών εμφανίσεων ήμασταν, την τελευταία ημέρα του Νοέμβρη. Αντιθέτως, βρισκόμασταν στο φινάλε σχεδόν. 

Κι όμως, το Κύτταρο ήταν φίσκα –με πλήρη απαρτία στα τραπέζια και με όσους όρθιους γινόταν να χωρέσουν. Μπορεί να κοντεύει πια τα 50 και να μετρά 25 χρόνια απ' όταν βγήκε Στην Αγορά Του Κόσμου, μα ο κόσμος ακολουθεί ακόμα πιστά· τόσο όσοι μεγάλωσαν μαζί με τον Κύπριο τραγουδοποιό, όσο και αρκετοί νεότεροι. Η ηλικιακή εκπροσώπηση έλαβε μάλιστα και άτυπα «ταξικό» πρόσημο, με τις μικρότερες ηλικίες στο όρθιο στρίμωγμα και τις μεγαλύτερες στο καθιστό, με τη φιάλη και το φρούτο τους. 

Υπάρχουν καλοί λόγοι γι' αυτήν την «ψήφο εμπιστοσύνης» και τους είδαμε ενώπιόν μας στο Κύτταρο, να ξετυλίγονται με τρόπο τέτοιον, που δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας ούτε στον πιο αυστηρό κριτή. 

Δεν κάνει κάτι εύκολο ο Αλκίνοος Ιωαννίδης αποτολμώντας να βγει ολομόναχος στη σκηνή και να «γδύσει» το ρεπερτόριό του, παρουσιάζοντάς το απλά με μια κιθάρα (ακουστική ή κλασική) ή με ένα λαούτο (ενίοτε). Μας εξήγησε βέβαια ότι για τον ίδιο αποτελεί ανάγκη, από καιρό σε καιρό. Επιστρέφοντας όμως σε αυτήν την αρχέγονη σχέση καλλιτέχνη και κοινού και επικαλούμενος τα πολύ βασικά που γεννάνε την τέχνη του τραγουδιού –με αρωγούς τους ανθρώπους πίσω από τον καλό ήχο (Βαγγέλης Λάππας) και τα ωραία φώτα (Κωνσταντίνος Μαργκάς) –στέκει στα πιο δυνατά του. Σαν να αφήνει σκέτη την ουσία ενώπιόν μας, αναβαπτιζόμενος κι εκείνος με τη σειρά του στη σχηματιζόμενη «κολυμπήθρα», πριν συνεχίσει την πορεία του μέσα στον χρόνο. 

Δεν νομίζω ότι υπήρξε τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη που να έχει «γράψει» στο μουσικόφιλο συνειδητό και να μην ακούστηκε. Και στην "Αγορά Του Αλ Χαλίλι" ξαναπεριπλανήθηκαν οι παλιότεροι, ενθυμούμενοι τους μακριούς βοστρύχους του και τις μέρες του στα Μπακούρια, και η "Ζήνωνος" ξανάζησε από εκείνα τα τραγούδια του Νίκου Ζούδιαρη –σε μια εξαιρετική εκτέλεση, μάλιστα– και ο "Βόσπορος" τραγουδήθηκε με ζέση από το κοινό και τον "Καθρέφτη" απολαύσαμε και στο "Όνειρο Ήτανε" σιωπήσαμε ευλαβικά, καταχειροκροτώντας τον τραγουδοποιό. Αλλά και ο "Προσκυνητής" παίχτηκε και η "Πατρίδα" ήχησε με ανανεωμένη βροντή υπό τη βαριά σκιά των τελευταίων χρόνων και στο "Πάντα Θα Ξημερώνει" φτάσαμε, από άσματα της τρέχουσας δεκαετίας. 

Ο "Βυθός" δεν αποτέλεσε βέβαια έκπληξη, αποτυπώθηκε όμως ξανά ως ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του Ιωαννίδη, ενώ θαυμάσια αναδύθηκε και το σκοτάδι του "Edgar Allan Poe" σε αυτήν τη μόνο φωνή και κιθάρα συνθήκη. Αν ψάχνετε για εκπλήξεις, θα διάλεγα τον χατζιδακικό "Κεμάλ" (που ποτέ δεν ξέρεις αν θα το παίξει ή όχι) και το παραδοσιακό κυπριακό "Τ' Αη Γιωρκού", με το οποίο πήγαμε πίσω σε χρόνους μεσαιωνικούς. Ίσως και τη διασκευή στον "Νεοέλληνα" του Τζίμη Πανούση, καθώς μπόρεσε να κρατήσει τη «ροκιά» της, παρά τον μη ηλεκτρικό χαρακτήρα της εκτέλεσης. 

Είθισται τον Δεκέμβριο –λόγω εορταστικής περιόδου και εξτρά ροής χρημάτων σε όσες μισθοδοσίες βάστηξαν εν μέσω Κρίσης– να δίνεται παράταση στα προγράμματα των μουσικών σκηνών. Γράφοντας αυτές τις γραμμές δεν ξέρω αν ο νυν σόλο κύκλος του Ιωαννίδη έληξε ή θα λάβει το χρίσμα της συνέχειας. Είναι ωστόσο με τέτοιες συναυλίες που κρατά ζωντανή τη σχέση με το κοινό και «πυροδοτεί» ξανά τα πολλά ωραία τραγούδια τα οποία έχει πει ή έχει γράψει, ανανεώνοντας δεσμούς εμπιστοσύνης ήδη γερά σφυρηλατημένους.