26 Φεβρουαρίου 2021

Charlotte De Witte - συνέντευξη (2016)


«She plays techno and loves food». 

Έτσι συστήνεται στον κόσμο η 28άχρονη Βελγίδα DJ και παραγωγός Charlotte de Witte, η οποία τα τελευταία χρόνια χαλάει κόσμο στο techno πεδίο, έχοντας γίνει περίφημη για τα πάρτυ που στήνει στα μεγάλα clubs ανά τον πλανήτη.

Χθες ξαναβρέθηκε λοιπόν στα μέρη μας, για κάτι πολύ διαφορετικό: έστησε τον εξοπλισμό της στο κέντρο του Αρχαίου Σταδίου της Μεσσήνης κι από εκεί εξαπέλυσε ένα set-σφυροκόπημα 61 λεπτών, το οποίο μεταδόθηκε σε live streaming από το κανάλι της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση στο YouTube. Η τελευταία είχε τη συμπαραγωγή της εκδήλωσης μαζί με το ADD Festival, που πρωταγωνίστησε τελευταία στην ηλεκτρονική πλευρά της συναυλιακής μας κουλτούρας. 

Μια ανταπόκριση της ιδιαίτερης αυτής «βραδιάς» δημοσιεύτηκε ήδη στο MiC, εδώ. Δίνοντας έτσι ευκαιρία επιστροφής σε μια κουβέντα που έκανα με τη De Witte το 2016, όταν θα ερχόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, για να συμμετάσχει στο Plisskën Festival εκείνης της χρονιάς. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Ανήλθες από μια underground techno σκηνή, για να θεωρείσαι σήμερα ένα από τα «πιο υποσχόμενα νέα ονόματα» στο Βέλγιο –και μάλιστα όχι μόνο ως DJ, αλλά και ως παραγωγός. Ποια πρόσωπα υπήρξαν κλειδιά για σένα, σε αυτήν τη διαδρομή;

Χμμμ, δύσκολη ερώτηση αυτή... Οπωσδήποτε οι φίλοι μου και το αγόρι μου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καριέρα μου: ήταν εκείνοι που υπήρξαν πάντα ειλικρινείς και δεν φοβήθηκαν να γίνουν και επικριτικοί. Οι γνωριμίες και οι φιλικοί δεσμοί με άλλους καλλιτέχνες φάνηκαν επίσης σημαντικά πράγματα, γιατί είναι άνθρωποι που γνωρίζουν τι σημαίνει να έχεις μια τέτοια ζωή. Το να μπορείς να συζητάς επομένως μαζί τους, μπορεί να σε κινητοποιήσει. Τώρα, σε πιο επαγγελματικό επίπεδο, θα έλεγα και τον μάνατζέρ μου, καθώς είναι πάντα εδώ για να με συμβουλεύσει και να με βοηθήσει να πάρω τις σωστές αποφάσεις.

Μέσα στο 2016 υπήρξες αρκετά απασχολημένη, όχι μόνο με sets, αλλά και με κυκλοφορίες –μου άρεσε αρκετά το Sehnsucht. Να υποθέσω ότι θα δούμε περισσότερη νέα μουσική από σένα ως το τέλος του 2016 ή τις αρχές του 2017;

Σε ευχαριστώ, και ναι! Μπορώ ήδη να επιβεβαιώσω ότι θα βγουν δύο ΕΡ το 2017, ένα τον Ιανουάριο κι ένα ακόμα τον Μάρτιο. Είμαι δε πολύ τυχερή, γιατί θα έχω μαζί μου γι' αυτά μερικούς σπουδαίους remixers. Επίσης θα κάνω κι εγώ ένα remix, σε έναν καλλιτέχνη τον οποίον παρακολουθώ εδώ και καιρό, ενώ έχω έτοιμα και πολλά ακόμα κομμάτια, που θα στείλω σιγά-σιγά σε διάφορες εταιρείες. Προβλέπω το 2017 να είναι μια καταπληκτική χρονιά!

Μιας και λέμε για remixes, σου άρεσε εκείνο που έφτιαξε ο Ricardo Garduno για το δικό σου "Human Beings";

Ω, ναι, μου άρεσε! Τον ακολουθώ τον Ricardo Garduno εδώ και κάμποσα χρόνια και παίζω μάλιστα δικά του κομμάτια σε κάθε μου set. Χάρηκα λοιπόν πολύ που αποφάσισε να ρεμιξάρει κάτι δικό μου, το θεώρησα τιμητικό. 

Υπάρχουν κι άλλοι βέβαια τους οποίους θαυμάζω και θα ήθελα να συνεργαστούμε κάποια στιγμή, ίσως σε ένα από τα ΕΡ μου. Έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση τον SLV, ας πούμε, αλλά και τον Aggborough ή και μεγαλύτερα ονόματα, σαν τον Ben Klock ή τον Len Faki. Θα τρελαινόμουν αν συνέβαινε να με ρεμιξάρει κάποιος από αυτούς.

Τι κομμάτια τραβούσαν την προσοχή σου στα εφηβικά χρόνια; Τι πυροδότησε το ενδιαφέρον σου για το Djing και τη δημιουργία μουσικής;

Δεν οφειλόταν σε συγκεκριμένα κομμάτια, περισσότερο θα έλεγα ήταν η όλη εμπειρία του να πηγαίνω στα underground clubs. Η ατμόσφαιρα, δηλαδή, και η γενική αίσθηση των χώρων εκείνων, σε συνδυασμό βέβαια με το συγκεκριμένο είδος μουσικής, πάτησαν νομίζω την κατάλληλη «σκανδάλη». Ακόμα με γοητεύει το πόσο πολύ μπορείς να αιχμαλωτίσεις την προσοχή κάποιου άλλου ανθρώπου, λέγοντάς του μια ιστορία μέσω της μουσικής. Υπάρχει πολύ συναίσθημα σε κάτι τέτοιο και είναι αυτό που αγαπώ περισσότερο σε ό,τι κάνω.

Πώς ήταν αλήθεια να μεγαλώνεις στη Ghent; Υπήρχαν εκεί οι ευκαιρίες να έρθεις σε επαφή με τους ηλεκτρονικούς ήχους που αγάπησες τόσο;

Αγαπώ ιδιαιτέρως τη Ghent. Είναι η πόλη στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα και ακόμα και τώρα διαθέτει μια τεράστια techno σκηνή. Ο underground παλμός είναι πολύ δυνατός εδώ, ενώ υπάρχουν πολλοί άνθρωποι έτοιμοι να παρτάρουν με μουσική techno. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Ειδικά όμως το καλοκαίρι, όταν ο καιρός ανοίγει, οπότε έχουμε πολλά υπαίθρια πάρτυ –προσωπικά λατρεύω τα πάρτυ που ξεκινούν νωρίς μέσα στη μέρα. Έτσι, αν και η Ghent είναι μια αρκετά μικρή πόλη, προσφέρει πολλές ευκαιρίες για μουσική. Άσε που είναι και όμορφη!

Έχεις δηλώσει στο παρελθόν ότι ψάχνεις πάντα για την πιο σκοτεινή όψη των ηλεκτρονικών. Αυτό το ενδιαφέρον πέρασε ποτέ τα «σύνορα» του techno και του electro; Έφτασες δηλαδή ποτέ κοντά στο post-punk, το new wave, το goth ίσως;

Χμμ, όχι, δεν θα το έλεγα. Εκτιμώ κι άλλα είδη μουσικής, μα δεν τα ακούω συχνά. Ακούω ας πούμε ραδιόφωνο όταν βρίσκομαι στο αυτοκίνητο, μα πιάνω μόνο τα είδη τα οποία λαμβάνουν κάποιο airplay, δεν ξέρω και πολλά για τα υπόλοιπα. Πάντως είναι γεγονός, με τραβάει περισσότερο το μελαγχολικό στοιχείο σε κάθε είδος μουσικής. Δεν έχω όμως αρκετές γνώσεις για να έρθω ας πούμε σε επαφή με τη goth κουλτούρα.

Ως DJ, κρατάς στην άκρη κάποια κομμάτια ως εφόδια, για την περίπτωση που θα χρειαστεί να «σώσεις» την κατάσταση στην πίστα;

Θεωρώ τον εαυτό μου από τους τυχερούς, από εκείνους δηλαδή που πάντα ξεσηκώνουν ένα πλήθος και πάντα μπορούν να το κρατήσουν σε μια «αφήγηση», καθ' όλη τη διάρκεια ενός set. Ακόμα λοιπόν κι αν εξαρχής η αίσθηση δεν δείχνει σωστή, συνήθως τα καταφέρνω μέχρι το τέλος, με κάποιον τρόπο, ώστε όλοι να χορεύουν και να διασκεδάζουν. Αρκεί να τους αρέσει η techno ή να έχουν αρκετά ανοιχτά αυτιά ώστε να ακούσουν και όσα άλλα πράγματα μπορεί να παίξω.

Όλα εξαρτώνται, τελικά, από το πού ακριβώς παίζεις. Αν είναι π.χ. ένα techno πάρτυ, όλα θα πάνε καλά. Αν είναι ένα ημερήσιο φεστιβάλ με πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες ανά σκηνή, μάλλον θα πρέπει να το παλέψεις· και αν είσαι τυχερός/ή, ο κόσμος θα σε ακολουθήσει. Αν δεν έχεις τύχη σε μια τέτοια περίπτωση, τότε όλα γαμιούνται και δεν πρόκειται να νιώθεις καθόλου καλά στο τέλος –έχει συμβεί στο παρελθόν και μάλιστα αρκετές φορές. Το techno, βλέπεις, είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος: αν κανείς δεν χορεύει ή δεν δείχνει να διασκεδάζει όσο το παίζεις, δεν πρόκειται να σε σώσει κανένα κομμάτι.

Σε περιμένουμε στην Ελλάδα σε λίγες μέρες, για τη φετινή, χειμερινή εκδοχή του Plisskën Festival. Έχεις ξανάρθει στα μέρη μας; Τι το ιδιαίτερο θα ήθελες να κάνεις όσο θα βρίσκεσαι στην Αθήνα, αν μπορέσεις να βρεις τον χρόνο;

Έχω ξανάρθει στην Ελλάδα όταν ήμουν πιο μικρή, για διακοπές. Δεν έχω ξανάρθει στην Αθήνα, όμως! Θα είναι επίσης το πρώτο set που θα παίξω στην όμορφη χώρα σας κι αυτό είναι κάτι που με ενθουσιάζει. Δεν είμαι σίγουρη για το κατά πόσο μπορώ να μείνω αφού παίξω στο Plisskën, γιατί την επόμενη μέρα έχω εμφάνιση στην Κωνσταντινούπολη. Πάντως θα περπατήσω λίγο στην πόλη και σίγουρα θα φάω κάτι ντόπιο. Λατρεύω την ελληνική κουζίνα.





25 Φεβρουαρίου 2021

Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Κύτταρο - ανταπόκριση (2018)


Το δύσκολο καλοκαίρι του 2020, όταν σίγησαν για πρώτη φορά τα φεστιβάλ και οι συναυλίες, κάποιες λίγες παραστάσεις μπόρεσαν να πραγματωθούν, έστω και με τους νέους όρους/περιορισμούς. Ανάμεσά τους ήταν και το Live Looping του Αλκίνοου Ιωαννίδη, το οποίο έλαβε χώρα 17 & 18 Ιουλίου στο Μικρό Θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου.

Η συναυλία αυτή θα αναμεταδοθεί τώρα δωρεάν από το Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, μέσω του καναλιού του στο YouTube: το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου στις 17.00 (θα είναι διαθέσιμη για 48 ώρες). Και δίνει μια καλή αφορμή για να θυμηθώ την επίσκεψή μου στο Κύτταρο στις 30 Νοεμβρίου 2018, όταν έδωσα το παρών σε ένα από τα τραπέζια του εξώστη μαζί με τη Χριστίνα Κουτρουλού, τη Νικολέτα Κομποθέκρα και τον Παναγιώτη Βορριά, για τις Σόλο παραστάσεις του Αλκίνοου Ιωαννίδη.

Σε εκείνες τις συναυλίες, ο Κύπριος τραγουδοποιός αποτολμούσε να βγει μόνος στη σκηνή, απλά με μια κιθάρα. Και ήταν αφοπλιστικός πέρα από κάθε προσδοκία, κάτι που εξηγούσε και το σταθερά φισκαρισμένο Κύτταρο, ως και τις τελευταίες ημερομηνίες της εν λόγω παράστασης.

Μια ανταπόκριση από τη βραδιά της 30ης Νοέμβρη βρήκε τότε τον δρόμο της δημοσίευσης στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. Η πρώτη φωτογραφία ανήκει στον Κωνσταντίνο Σαλασίδη και προέρχεται από το promo υλικό που διακινούσε τότε το Κύτταρο. Η δεύτερη φωτογραφία είναι από τη συναυλία που παρακολούθησα και ανήκει στη Vánagandr Fenrir.


Το πρόγραμμα που παρουσιάζει ο Αλκίνοος Ιωαννίδης στο Κύτταρο, δεν είναι καινούριο· το έχει ξανακάνει. Ούτε και στην έναρξη των φετινών εμφανίσεων ήμασταν, την τελευταία ημέρα του Νοέμβρη. Αντιθέτως, βρισκόμασταν στο φινάλε σχεδόν. 

Κι όμως, το Κύτταρο ήταν φίσκα –με πλήρη απαρτία στα τραπέζια και με όσους όρθιους γινόταν να χωρέσουν. Μπορεί να κοντεύει πια τα 50 και να μετρά 25 χρόνια απ' όταν βγήκε Στην Αγορά Του Κόσμου, μα ο κόσμος ακολουθεί ακόμα πιστά· τόσο όσοι μεγάλωσαν μαζί με τον Κύπριο τραγουδοποιό, όσο και αρκετοί νεότεροι. Η ηλικιακή εκπροσώπηση έλαβε μάλιστα και άτυπα «ταξικό» πρόσημο, με τις μικρότερες ηλικίες στο όρθιο στρίμωγμα και τις μεγαλύτερες στο καθιστό, με τη φιάλη και το φρούτο τους. 

Υπάρχουν καλοί λόγοι γι' αυτήν την «ψήφο εμπιστοσύνης» και τους είδαμε ενώπιόν μας στο Κύτταρο, να ξετυλίγονται με τρόπο τέτοιον, που δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας ούτε στον πιο αυστηρό κριτή. 

Δεν κάνει κάτι εύκολο ο Αλκίνοος Ιωαννίδης αποτολμώντας να βγει ολομόναχος στη σκηνή και να «γδύσει» το ρεπερτόριό του, παρουσιάζοντάς το απλά με μια κιθάρα (ακουστική ή κλασική) ή με ένα λαούτο (ενίοτε). Μας εξήγησε βέβαια ότι για τον ίδιο αποτελεί ανάγκη, από καιρό σε καιρό. Επιστρέφοντας όμως σε αυτήν την αρχέγονη σχέση καλλιτέχνη και κοινού και επικαλούμενος τα πολύ βασικά που γεννάνε την τέχνη του τραγουδιού –με αρωγούς τους ανθρώπους πίσω από τον καλό ήχο (Βαγγέλης Λάππας) και τα ωραία φώτα (Κωνσταντίνος Μαργκάς) –στέκει στα πιο δυνατά του. Σαν να αφήνει σκέτη την ουσία ενώπιόν μας, αναβαπτιζόμενος κι εκείνος με τη σειρά του στη σχηματιζόμενη «κολυμπήθρα», πριν συνεχίσει την πορεία του μέσα στον χρόνο. 

Δεν νομίζω ότι υπήρξε τραγούδι του Αλκίνοου Ιωαννίδη που να έχει «γράψει» στο μουσικόφιλο συνειδητό και να μην ακούστηκε. Και στην "Αγορά Του Αλ Χαλίλι" ξαναπεριπλανήθηκαν οι παλιότεροι, ενθυμούμενοι τους μακριούς βοστρύχους του και τις μέρες του στα Μπακούρια, και η "Ζήνωνος" ξανάζησε από εκείνα τα τραγούδια του Νίκου Ζούδιαρη –σε μια εξαιρετική εκτέλεση, μάλιστα– και ο "Βόσπορος" τραγουδήθηκε με ζέση από το κοινό και τον "Καθρέφτη" απολαύσαμε και στο "Όνειρο Ήτανε" σιωπήσαμε ευλαβικά, καταχειροκροτώντας τον τραγουδοποιό. Αλλά και ο "Προσκυνητής" παίχτηκε και η "Πατρίδα" ήχησε με ανανεωμένη βροντή υπό τη βαριά σκιά των τελευταίων χρόνων και στο "Πάντα Θα Ξημερώνει" φτάσαμε, από άσματα της τρέχουσας δεκαετίας. 

Ο "Βυθός" δεν αποτέλεσε βέβαια έκπληξη, αποτυπώθηκε όμως ξανά ως ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια του Ιωαννίδη, ενώ θαυμάσια αναδύθηκε και το σκοτάδι του "Edgar Allan Poe" σε αυτήν τη μόνο φωνή και κιθάρα συνθήκη. Αν ψάχνετε για εκπλήξεις, θα διάλεγα τον χατζιδακικό "Κεμάλ" (που ποτέ δεν ξέρεις αν θα το παίξει ή όχι) και το παραδοσιακό κυπριακό "Τ' Αη Γιωρκού", με το οποίο πήγαμε πίσω σε χρόνους μεσαιωνικούς. Ίσως και τη διασκευή στον "Νεοέλληνα" του Τζίμη Πανούση, καθώς μπόρεσε να κρατήσει τη «ροκιά» της, παρά τον μη ηλεκτρικό χαρακτήρα της εκτέλεσης. 

Είθισται τον Δεκέμβριο –λόγω εορταστικής περιόδου και εξτρά ροής χρημάτων σε όσες μισθοδοσίες βάστηξαν εν μέσω Κρίσης– να δίνεται παράταση στα προγράμματα των μουσικών σκηνών. Γράφοντας αυτές τις γραμμές δεν ξέρω αν ο νυν σόλο κύκλος του Ιωαννίδη έληξε ή θα λάβει το χρίσμα της συνέχειας. Είναι ωστόσο με τέτοιες συναυλίες που κρατά ζωντανή τη σχέση με το κοινό και «πυροδοτεί» ξανά τα πολλά ωραία τραγούδια τα οποία έχει πει ή έχει γράψει, ανανεώνοντας δεσμούς εμπιστοσύνης ήδη γερά σφυρηλατημένους. 



21 Φεβρουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017: στον αέρα με τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη


Ο τελευταίος Κόκκινος Πετεινός που είχαμε στο μικρό αρχείο μας με τον Στυλιανό Τζιρίτα, «έπαιξε» 6 με 8 το πρωί της 17ης Ιούλη του 2017: ήμασταν ακόμα στο ημερήσιο πρόγραμμα του 105,5 Στο Κόκκινο, τότε.

Με βρήκε μάλιστα σε εκτάκτως σόλο εμφάνιση, όχι μόνο ένεκα των θερινών αδειών του σταθμού, αλλά και γιατί ήταν οι μέρες που είχε γεννηθεί ο δεύτερος γιος του κυρίου Τζιρίτα, ο Έκτορας.

Παρά ταύτα, δεν ήμουν εντελώς μόνος στο στούντιο, αφού στο δεύτερο μισό κατέφτασε δια ζώσης ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, για να μιλήσουμε για το εξαιρετικό του βιβλίο Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας, το οποίο είχε εκδοθεί τότε στους Αντίποδες. Οπότε το πρόγραμμα απόκτησε και μια heavy metal διάσταση, για να τιμήσω τον Χρυσόστομο, που είναι ανάμεσα στους καλύτερους συντάκτες του χώρου, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω και από πρώτο χέρι, στο διάστημα που συνεργαστήκαμε στο Avopolis (όταν το απασχολούσαν όλα τα είδη μουσικής, σε αντίθεση με τη σημερινή του πολιτική). 


Αργότερα, μάλιστα, βρέθηκα και καλεσμένος ομιλητής στο πάνελ της παρουσίασης των Παγανιστικών Δοξασιών στο Λεξικοπωλείο (Οκτώβριος 2017), δίπλα στην Έφη Γιαννοπούλου, τον Νίκο Κουρμουλή και τον Χρήστο Τριανταφύλλου. Μέσα στο 2020, ας σημειωθεί, ο Χρυσόστομος έβγαλε και δεύτερο βιβλίο, συνεργατικά με τον Φώτη Βάρθη, ονόματι Γυναίκες που Επιστρέφουν: πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε έναν σχολιασμό γραμμένο από τη Χριστίνα Κουτρουλού για λογαριασμό του Mic.gr, όπου συνυπάρχουμε πλέον ως συντάκτες με τον Χρυσόστομο, μετά την έξοδό μας από το Avopolis.

Δροσερές και βροχερές μέρες εκείνες, εντωμεταξύ: η μπόρα χτύπησε τόσο εμένα όσο και τη Νικολέτα Τσουραμάνη που ήταν ηχολήπτρια στη συγκεκριμένη εκπομπή καθώς ερχόμασταν στο στούντιο, εκείνη από τα κεντρικά, εγώ από το Παγκράτι. Και τα προβλήματα δεν περιορίστηκαν στα του καιρού, αφού κάτι έτρεχε και με τη σύνδεση στο ίντερνετ και 6 το πρωί κανείς δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί να τη φτιάξει. Οπότε η εκπομπή έπρεπε να γίνει με ό,τι είχα στο χέρι, συν ό,τι προλάβαινα από τις διαλείψεις επιστροφής του δικτύου –που επέτρεψαν τέλος πάντων να μεταδοθεί και η θλιβερή είδηση για τον θάνατο του George Romero. Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς λοιπόν, αποστολή εξετελέσθη.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν.

Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ: Μπλε Ιγκουάνα
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΣ: Barbas
3. CAN: Oh Yeah
4. ΧΑΪΝΗΔΕΣ: Ο Μάγος
5. XAXAKES: Αφού Το Σάββατο
6. THE FUGEES: Killing Me Softly With His Song
7. LOST BODIES: Ο Φθόνος Των Εχθρών Του
8. ΛΙΤΣΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ: Δεν Υπάρχει Ευτυχία
9. BLIND GUARDIAN: The Script For My Requiem
10. MANILLA ROAD: The Veils Of Negative Existence



20 Φεβρουαρίου 2021

The Growlers - ανταπόκριση (2015)


Τους Growlers από τη νότια Καλιφόρνια έτυχε κι άκουγε πριν κάποιες μέρες η Χριστίνα Κουτρουλού (Vánagandr Fenrir) κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ μια μπάντα με την οποία δεν κατόρθωσα να συνδεθώ δισκογραφικά: το garage, η ψυχεδέλεια και ο συνδυασμός τους έχουν ένα παρελθόν που πάντα θα επισκιάζει -λόγω βιωματικότητας- τους νεότερους προσκυνητές, ειδικά από τη στιγμή που τα αναβιωτικά κύματα είναι πλέον αρκετά. 

Παρά ταύτα τα πράγματα πάνω στη σκηνή έχουν μια διαφορετική θέρμη και υπόσταση όσον αφορά τους Growlers, όπως συμβαίνει και με άλλα συγκροτήματα τέτοιων επιγόνων. Το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι στο (γεμάτο, ας σημειωθεί) Gagarin τον Απρίλιο του 2015, όπου έδωσαν μια συναυλία γεμάτη κέφι, ροκ εν ρολ νιάτα και διάχυτο ενθουσιασμό, με support σχήμα τους «δικούς μας» Noise Figures. Περιόδευαν τότε για το 4ο τους άλμπουμ Chinese Fountain (2014) και το ότι γέμισαν τo 205 της Λιοσίων είχε βέβαια να κάνει με τις καλές εντυπώσεις που είχαν αφήσει το 2013, ερχόμενοι στο An Club. 

Η ανταπόκρισή μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


«Έμειναν εισιτήρια»;

«Θα σολντάρει το Gagarin, τι λες»; (με παράλληλες διηγήσεις για το τι είχε γίνει στο An Club, το 2013).

Τέτοια άκουγες έξω από το 205 της Λιοσίων, από ένα χαρωπό, νεανικό πλήθος, το οποίο όλο και πύκνωνε όσο πέρναγε η ώρα. Οι Growlers ήταν στην πόλη και για ένα κομμάτι τουλάχιστον του πιο ενεργού μουσικόφιλου κοινού της πρωτεύουσας, αυτό αποτελούσε σημαντική υπόθεση.

Όχι πάντως τόσο σημαντική ώστε να μην παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον το support σετ των δικών μας Noise Figures. Οι Γιώργος Νίκας & Στάμος Μπάμπαρης παραμένουν σταθερά καλοί σε τέτοιες αποστολές, ειδικά δε στη συγκεκριμένη περίσταση παρέδωσαν νομίζω ένα «ζέσταμα» για σεμινάριο. Έπαιξαν δηλαδή ακριβώς μ' αυτό το ζητούμενο κατά νου, έμειναν προσανατολισμένοι σε κάτι απολύτως σχετικό (ηχητικά) με το συγκρότημα που προλόγιζαν κι έκατσαν στη σκηνή όσο ακριβώς έπρεπε ώστε να μην κοιτάξω το ρολόι μου ούτε καν εγώ, που δεν αρέσκομαι στη μουσική τους. Μπράβο, να τα λέμε κάτι τέτοια.


Και μετά βγήκε ο ήλιος, βραδιάτικα. Ο ζεστός, καλιφορνέζικος ήλιος των Growlers, κατ' ευθείαν από τα ύστερα 1960s, με όλη την ορμή και την περιπέτεια του garage rock της εποχής και της μεγάλης της ψυχεδέλειας σχολής. Καλά, κόψε κι εσύ κάτι... Την περιπέτεια, βασικά. Γιατί είναι ασφαλές πλέον το όλο κόλπο· σχεδόν ίσιωμα από το πόσο έχει περπατηθεί, στυλ που το φοράς στο νούμερό σου. Σαν σταράκι στη μετα-Cobain εποχή. 

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν γίνεται να είναι και καλό. Νόστιμο, έστω. Κι αν κάτι απέδειξαν οι Growlers και στον πλέον δύσπιστο στο Gagarin, είναι ότι το πάτημά τους στο συναυλιακό σανίδι είναι σταθερό, σίγουρο και τίμιο.

Τίμιο, ναι. Με εκείνη τη χιλιομπαλωμένη έννοια της «τίμιας μπάντας», που γίνεται λιανά ως εξής: δεν παίζουν κάτι εξαιρετικό, δεν έχουν πάνω από 2-3 πραγματικά καλά τραγούδια, της αναβίωσης είναι κι αυτοί κι έτσι, αν κλείσεις τα μάτια και τους ακούσεις, όλα ίδια θα σου φανούν τα κομμάτια, παραλλαγές σε βασικά μοτίβα που κάθε σοβαρός ακροατής έχει ήδη στη δισκοθήκη (και στην καρδιά) του από τους πρώτους διδάξαντες. 

Όμως οι Growlers παίζουν με «κούτελο» την αλήθεια τους, με την αγάπη τους γι' αυτό το πράγμα, για εκείνους τους ήχους. Δεν παριστάνουν τίποτα που δεν είναι και δεν κρύβουν το «ταβάνι» της μουσικής τους. Ό,τι λοιπόν στους δίσκους ακούγεται έως και βαρετό, στη σκηνή αποκτά μια λάμψη διαφορετική. Με κύριους άξονες τη σέξι κακοφωνία του μπροστάρη Brooks Nielsen και τα απίθανα λικνίσματά του, τα οριακά «χαζοχαρούμενα» πλήκτρα του Kyle Straka, καθώς και τις αλάνθαστες μπασογραμμές του Anthony Braun Perry, ο οποίος στάθηκε μπροστά μας με γυαλί ηλίου καθ' όλη τη διάρκεια του live, λες και βρισκόταν σε καμιά αμμουδιά του Ειρηνικού και τζάμαρε με τους κολλητούς. Διάολε, σε μερικά σημεία της βραδιάς ήταν τέτοιο το όλο feel-good κλίμα, που για λίγο θυμήθηκα τον Lee Perry να παίζει στο Winter Plisskën ενώ έπεφταν πολύχρωμα, γυαλιστερά χαρτάκια ολούθε.

Αλλά και το κοινό ήταν σωστό. Δεν είχαν έρθει εκεί για το hype, τύπου Allah-Las, γι' αυτό και ήταν περιορισμένα όσα πηγαδάκια βρήκαν αφορμή να πουν τα νέα τους. Κυρίως έβλεπες ανθρώπους που χόρευαν και τραγουδούσαν τους στίχους (άρα τους ήξεραν), πρόθυμους να υποδεχτούν με θέρμη τα νέα τραγούδια των Αμερικανών από το πρόσφατο άλμπουμ Chinese Fountain, ακόμα κι αν γινόταν φανερό πως δεν είχαν ακόμα βρει θέση μέσα τους. 

Ήταν λοιπόν αληθινά δύσκολο να μην περάσεις καλά στους Growlers, ακόμα κι αν ποτέ δεν παίζεις τους δίσκους τους σπίτι. Υπήρχε σε επάρκεια εκείνο το «κάτι», που δίνει σταθερό καύσιμο στη μηχανή του ροκ εν ρολ. Ακόμα και στις μέρες αυτές, στις οποίες αδυνατεί να ισορροπήσει στον άξονα του Δυτικού 21ου αιώνα και αρέσκεται να νοσταλγεί μέρες πιο απλές(;) και πιο «μυθικές», μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι της εναλλακτικής νεολαίας. 



16 Φεβρουαρίου 2021

Borknagar: True North [δισκοκριτική, 2019]


Ο Χειμώνας είναι μια εποχή που πάντα με άφηνε με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία διέθετε μια γοητεία πολλαπλή –ως φυσικό και ποιητικό τοπίο, ως φόντο αφηγήσεων συναρπαστικών, για αρκτικούς και ανταρκτικούς εξερευνητές. Από την άλλη, αντιπαθώ το κρύο και το γεγονός ότι έζησα αρκετά χρόνια πρώτα στα Γιάννενα και ύστερα στο Λίβερπουλ «έχτισε» ακόμα περισσότερο αυτή την αντιπάθεια μέσα μου. 

Με τα χρόνια, πάντως, την έκανα την ειρήνη μου με τον βασιλιά Χειμώνα, παρότι παραμένω «παιδί» της Άνοιξης και του Καλοκαιριού. Ίσως να βοήθησε σε αυτό η πτώση της αν(τ)οχής μου κόντρα στη θερινή ζέστη, ίσως να είναι απλώς καρπός της υπόγειας δράσης του Πανδαμάτορα. 

Εν τέλει, μάλιστα, έχω συνδυάσει και κάποιες μουσικές με τον Χειμώνα και τείνω να τις ακούω περισσότερο αυτήν την εποχή, παρά άλλες. Το εκπληκτικό 50 Words For Snow της Kate Bush (2011), για παράδειγμα, το τραγούδι "Χειμώνας" της Σοφίας Βέμπο (1940), το ΕΡ A Winter Garden: Five Songs For The Season της Loreena McKennitt (1995), το "Rage Of The Winter" των Rhapsody (1997), εσχάτως και το άλμπουμ των Borknagar True North (2019), το οποίο μάλλον κύκλωσε σε συνολικότερη μορφή ένα παλιότερο –καταπληκτικό– κομμάτι τους για τον Χειμώνα, το "Winter Thrice" (2016).

Τα χιόνια που κάλυψαν το Παγκράτι (μετά από πολλά, πολλά χρόνια που θυμάμαι να συνέβη κάτι τέτοιο) έδωσαν λοιπόν κατάλληλη αφορμή για να ξαναγυρίσω στους Borknagar, τους οποίους περίμενα πώς και πώς να δω live στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2020. Ο κορωνοϊός είχε βέβαια διαφορετικά σχέδια, όμως κρατώ κι εγώ καρτερικά τα αγορασμένα εισιτήρια και περιμένω. 

Μέχρι τότε, ιδού η κριτική που έγραψα για το True North και τη θεωρώ μία από τις καλύτερες στην καριέρα μου, με σαφή  θέση για μεταλλικά πράγματα που τείνουν πλέον να θολώνουν αρκετά σε επίπεδο τόσο κοινού, όσο και γραφιάδων. Για έναν δίσκο που κάνει βαθιά υπόκλιση στη διαχρονική αίγλη του βασιλιά Χειμώνα και διαθέτει χαρακτηριστικά αρκτικής περιπέτειας βγαλμένης από τις σελίδες του Ιουλίου Βερν, όπου οι αχανείς εκτάσεις του Βορρά υμνούνται ως έσχατο πεδίο ελευθερίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Κοντά πλέον στα 25 χρόνια ζωής, οι Borknagar δεν είναι μονάχα «βετεράνοι» (όπως θέλουν τα δημοσιογραφικά κλισέ), αλλά κι ένα γκρουπ με αρκετές ηχητικές μεταμορφώσεις. Το οποίο έχει διώξει κι έχει φέρει κοντά του διαφορετικά κατά καιρούς ακροατήρια, στην πορεία από μια νορβηγοκρατούμενη μαυρίλα-με-keyboards προς έναν ουμανιστικό folk metal ήχο με αυξομειούμενες progressive rock αποκλίσεις. Το True North τους βρίσκει μάλιστα σε μία ακόμα μεταβατική σελίδα: ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Andreas "Vintersorg" Hedlund φεύγει μετά από 19 χρόνια, το ίδιο πράττει και ο ντράμερ Baard Kolstad (στη μπάντα από το 2012), αλλά και ο έμπειρος δεύτερος κιθαρίστας Jens F. Ryland (1997-2003, 2007-2018).

Τέτοιες ανακατατάξεις σπανίως ωφελούν τους δίσκους που έρχονται εν μέσω τους ή αμέσως μετά· στην περίπτωση όμως του True North διαθέτουν ένα ξεκάθαρο ατού, καθώς παρουσιάζουν τους Borknagar ως μπάντα στην οποία πρωταγωνιστούν πλέον τα φωνητικά του ICS Vortex. Δεν είναι βέβαια ο αποκλειστικός τραγουδιστής, καθώς μοιράζεται αρκετά από τα καθήκοντα με τον κιμπορντίστα Lars A. Nedland. Ωστόσο παραμένει στα 45 του ένας πολύ αποτελεσματικός ερμηνευτής, με θαυμαστή ευελιξία: ακόμα και όσοι τον γνωρίζουν καλά, θα εκπλαγούν σε σημεία από τις προσεγγίσεις του. Συνολικά, επίσης, η διάδραση Vortex/Nedland καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του True North. Τόσο δηλαδή τα σημεία που απαιτούν αγριάδα, όσο και τα πιο στοχαστικά, φιλοσοφημένα μέρη, τα οποία απηχούν το πάγιο ενδιαφέρον του γκρουπ για τη Φύση, την Ύπαρξη, ενίοτε και τον Παγανισμό.

Τα μακρινά μπουμπουνητά με τα οποία ξεκινάει το "Thunderous" ξετυλίγουν ένα πραγματικά εκπληκτικό κομμάτι, που στα 8,5 λεπτά της διάρκειάς του θέτει το μοτίβο κίνησης ολόκληρου του άλμπουμ. Το μεταμορφώνει δηλαδή σε αρκτική περιπέτεια βγαλμένη από τις καλύτερες σελίδες του Ιούλιου Βερν, με την έλευση του Χειμώνα να αναπλάθει τις αχανείς εκτάσεις του Βορρά σε έσχατο πεδίο ελευθερίας («vast horizons call»). Ως ντόπιοι, βέβαια, οι Borknagar δεν επιθυμούν τη φαντασιακή απόδραση από το Δυτικό άστυ που επεδίωκε ο Βερν, αλλά κάνουν μια βαθιά υπόκλιση στην Υπέρτατη Δύναμη και στη διαχρονική αίγλη του Χειμώνα, κάτω από έναν παντεπόπτη ουρανό, που κυριαρχεί στο τοπίο με τους κεραυνούς του.

Από εκεί και πέρα, το πώς θα αποτιμήσει κανείς το άλμπουμ εξαρτάται αρκετά από το πού ακριβώς στέκεται, καθώς οι Borknagar διατηρούν λίγο-πολύ σταθερό το επίπεδο της έμπνευσής τους καθ' όλη τη διάρκεια του True North, όμως «παίζουν» αρκετά με τις διαθέσεις. Άλλοτε δηλαδή φανερώνονται ως μία πρωτίστως metal μπάντα, με όλα τα υπόλοιπα που τους απασχολούν να τοποθετούνται γύρω-γύρω, σε ρόλο ενισχυτικό. Κι άλλοτε δείχνουν ότι θέλουν να συγκινήσουν αυτούς που υπήρξαν κάποτε μεταλλάδες, μα στο πέρασμα των χρόνων μπλέχτηκαν με τα πιο prog, τα πιο ακουστικά, τα πιο folk και τις πιο «alternative» διαθέσεις και τη βρίσκουν πλέον με μπαλάντες καλοφτιαγμένης μελαγχολίας σαν το "Wild Father's Heart" ή με την ήρεμη στοχαστικότητα τραγουδιών τύπου "Voices".

Προσωπικά δεν τρέφω και πολλή συμπάθεια για τους δεύτερους, γιατί βρίσκω ότι υποβιβάζουν πλέον το metal σε απλή αφορμή για να ακούσουν επί της ουσίας άλλα πράγματα –ας τα ακούσουν απευθείας, λοιπόν, είναι η γνώμη μου. Αν εξαιρέσεις όμως μεμονωμένες στιγμές σαν τις προαναφερθείσες, οι Borknagar φροντίζουν εδώ να φτιάξουν έναν δίσκο που λάμπει πραγματικά όταν βάζει τον έναν κόσμο μέσα στον άλλον. Δεν σε αφήνει επομένως να μπεις σε λογική «στρατοπέδων», μα σου προσφέρει ψαχνό και από τους δύο κόσμους.

Μάλιστα, ακόμα και όταν δείχνουν να τρώνε από τα έτοιμα καθώς οικοδομούν τραγούδια σαν το "Mount Rapture", το "Into The White" ή το αγέρωχο "The Fire That Burns", οι Νορβηγοί διαθέτουν μια ζηλευτή στόφα πολυεπίπεδης τραγουδοποιίας με αλάνθαστη ραδιοφωνική δυναμική, για την οποία άλλα συγκροτήματα θα σκότωναν. Στις δε κορυφώσεις τους, απλά δεν παίζονται: ο γοργόφτερος καλπασμός του "Up North" σε παίρνει μαζί του ακόμα κι αν δεν προσέξεις τις στιχουργικές διασυνδέσεις του χειμώνα με τον (συμβολικό, μα και κυριολεκτικό) θάνατο, ενώ εκείνο το καθαρτικό «freedom exists on a greater scale» από το "Lights" θα τραγουδηθεί εγγυημένα στις πρώτες σειρές των συναυλιών της μπάντας, καθώς θα υψώνεται νοερά το ποτήρι της Μνήμης προς τους πεθαμένους ήρωες του καθενός μας. 

Με το True North, επομένως, οι Borknagar δεν έχουν πραγματικά τίποτα να φοβούνται καθώς συμπληρώνουν 25 χρόνια ζωής, ατενίζοντας το ξημέρωμα μίας ακόμα δεκαετίας. Αποδεικνύουν ότι παραμένουν ανάμεσα στους μεγάλους μελωδούς του νορβηγικού metal, αλλά και στους λίγους που είναι ικανοί να «μπασταρδέψουν» τη μεταλλική συνισταμένη με ήχους που μπορεί να αφορούν και πολλά ακόμα αυτιά. Δίχως στην πορεία να την ξεφτίσουν, διακυβεύοντας την ταυτότητα και το πρόταγμά της για τα τριάντα αργύρια του alternative κοινού, όπως πολλοί κάνουν εσχάτως.