21 Φεβρουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017: στον αέρα με τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη


Ο τελευταίος Κόκκινος Πετεινός που είχαμε στο μικρό αρχείο μας με τον Στυλιανό Τζιρίτα, «έπαιξε» 6 με 8 το πρωί της 17ης Ιούλη του 2017: ήμασταν ακόμα στο ημερήσιο πρόγραμμα του 105,5 Στο Κόκκινο, τότε.

Με βρήκε μάλιστα σε εκτάκτως σόλο εμφάνιση, όχι μόνο ένεκα των θερινών αδειών του σταθμού, αλλά και γιατί ήταν οι μέρες που είχε γεννηθεί ο δεύτερος γιος του κυρίου Τζιρίτα, ο Έκτορας.

Παρά ταύτα, δεν ήμουν εντελώς μόνος στο στούντιο, αφού στο δεύτερο μισό κατέφτασε δια ζώσης ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης, για να μιλήσουμε για το εξαιρετικό του βιβλίο Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας, το οποίο είχε εκδοθεί τότε στους Αντίποδες. Οπότε το πρόγραμμα απόκτησε και μια heavy metal διάσταση, για να τιμήσω τον Χρυσόστομο, που είναι ανάμεσα στους καλύτερους συντάκτες του χώρου, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω και από πρώτο χέρι, στο διάστημα που συνεργαστήκαμε στο Avopolis (όταν το απασχολούσαν όλα τα είδη μουσικής, σε αντίθεση με τη σημερινή του πολιτική). 


Αργότερα, μάλιστα, βρέθηκα και καλεσμένος ομιλητής στο πάνελ της παρουσίασης των Παγανιστικών Δοξασιών στο Λεξικοπωλείο (Οκτώβριος 2017), δίπλα στην Έφη Γιαννοπούλου, τον Νίκο Κουρμουλή και τον Χρήστο Τριανταφύλλου. Μέσα στο 2020, ας σημειωθεί, ο Χρυσόστομος έβγαλε και δεύτερο βιβλίο, συνεργατικά με τον Φώτη Βάρθη, ονόματι Γυναίκες που Επιστρέφουν: πατώντας εδώ, μπορείτε να διαβάσετε έναν σχολιασμό γραμμένο από τη Χριστίνα Κουτρουλού για λογαριασμό του Mic.gr, όπου συνυπάρχουμε πλέον ως συντάκτες με τον Χρυσόστομο, μετά την έξοδό μας από το Avopolis.

Δροσερές και βροχερές μέρες εκείνες, εντωμεταξύ: η μπόρα χτύπησε τόσο εμένα όσο και τη Νικολέτα Τσουραμάνη που ήταν ηχολήπτρια στη συγκεκριμένη εκπομπή καθώς ερχόμασταν στο στούντιο, εκείνη από τα κεντρικά, εγώ από το Παγκράτι. Και τα προβλήματα δεν περιορίστηκαν στα του καιρού, αφού κάτι έτρεχε και με τη σύνδεση στο ίντερνετ και 6 το πρωί κανείς δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί να τη φτιάξει. Οπότε η εκπομπή έπρεπε να γίνει με ό,τι είχα στο χέρι, συν ό,τι προλάβαινα από τις διαλείψεις επιστροφής του δικτύου –που επέτρεψαν τέλος πάντων να μεταδοθεί και η θλιβερή είδηση για τον θάνατο του George Romero. Λίγο έτσι, λίγο αλλιώς λοιπόν, αποστολή εξετελέσθη.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν.

Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. ΔΙΑΦΑΝΑ ΚΡΙΝΑ: Μπλε Ιγκουάνα
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΟΛΥΖΩΓΟΠΟΥΛΟΣ: Barbas
3. CAN: Oh Yeah
4. ΧΑΪΝΗΔΕΣ: Ο Μάγος
5. XAXAKES: Αφού Το Σάββατο
6. THE FUGEES: Killing Me Softly With His Song
7. LOST BODIES: Ο Φθόνος Των Εχθρών Του
8. ΛΙΤΣΑ ΔΙΑΜΑΝΤΗ: Δεν Υπάρχει Ευτυχία
9. BLIND GUARDIAN: The Script For My Requiem
10. MANILLA ROAD: The Veils Of Negative Existence



20 Φεβρουαρίου 2021

The Growlers - ανταπόκριση (2015)


Τους Growlers από τη νότια Καλιφόρνια έτυχε κι άκουγε πριν κάποιες μέρες η Χριστίνα Κουτρουλού (Vánagandr Fenrir) κι έτσι θυμήθηκα κι εγώ μια μπάντα με την οποία δεν κατόρθωσα να συνδεθώ δισκογραφικά: το garage, η ψυχεδέλεια και ο συνδυασμός τους έχουν ένα παρελθόν που πάντα θα επισκιάζει -λόγω βιωματικότητας- τους νεότερους προσκυνητές, ειδικά από τη στιγμή που τα αναβιωτικά κύματα είναι πλέον αρκετά. 

Παρά ταύτα τα πράγματα πάνω στη σκηνή έχουν μια διαφορετική θέρμη και υπόσταση όσον αφορά τους Growlers, όπως συμβαίνει και με άλλα συγκροτήματα τέτοιων επιγόνων. Το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι στο (γεμάτο, ας σημειωθεί) Gagarin τον Απρίλιο του 2015, όπου έδωσαν μια συναυλία γεμάτη κέφι, ροκ εν ρολ νιάτα και διάχυτο ενθουσιασμό, με support σχήμα τους «δικούς μας» Noise Figures. Περιόδευαν τότε για το 4ο τους άλμπουμ Chinese Fountain (2014) και το ότι γέμισαν τo 205 της Λιοσίων είχε βέβαια να κάνει με τις καλές εντυπώσεις που είχαν αφήσει το 2013, ερχόμενοι στο An Club. 

Η ανταπόκρισή μου από τη βραδιά δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη συναυλία και ανήκουν στη Ντιάνα Καλημέρη


«Έμειναν εισιτήρια»;

«Θα σολντάρει το Gagarin, τι λες»; (με παράλληλες διηγήσεις για το τι είχε γίνει στο An Club, το 2013).

Τέτοια άκουγες έξω από το 205 της Λιοσίων, από ένα χαρωπό, νεανικό πλήθος, το οποίο όλο και πύκνωνε όσο πέρναγε η ώρα. Οι Growlers ήταν στην πόλη και για ένα κομμάτι τουλάχιστον του πιο ενεργού μουσικόφιλου κοινού της πρωτεύουσας, αυτό αποτελούσε σημαντική υπόθεση.

Όχι πάντως τόσο σημαντική ώστε να μην παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον το support σετ των δικών μας Noise Figures. Οι Γιώργος Νίκας & Στάμος Μπάμπαρης παραμένουν σταθερά καλοί σε τέτοιες αποστολές, ειδικά δε στη συγκεκριμένη περίσταση παρέδωσαν νομίζω ένα «ζέσταμα» για σεμινάριο. Έπαιξαν δηλαδή ακριβώς μ' αυτό το ζητούμενο κατά νου, έμειναν προσανατολισμένοι σε κάτι απολύτως σχετικό (ηχητικά) με το συγκρότημα που προλόγιζαν κι έκατσαν στη σκηνή όσο ακριβώς έπρεπε ώστε να μην κοιτάξω το ρολόι μου ούτε καν εγώ, που δεν αρέσκομαι στη μουσική τους. Μπράβο, να τα λέμε κάτι τέτοια.


Και μετά βγήκε ο ήλιος, βραδιάτικα. Ο ζεστός, καλιφορνέζικος ήλιος των Growlers, κατ' ευθείαν από τα ύστερα 1960s, με όλη την ορμή και την περιπέτεια του garage rock της εποχής και της μεγάλης της ψυχεδέλειας σχολής. Καλά, κόψε κι εσύ κάτι... Την περιπέτεια, βασικά. Γιατί είναι ασφαλές πλέον το όλο κόλπο· σχεδόν ίσιωμα από το πόσο έχει περπατηθεί, στυλ που το φοράς στο νούμερό σου. Σαν σταράκι στη μετα-Cobain εποχή. 

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν γίνεται να είναι και καλό. Νόστιμο, έστω. Κι αν κάτι απέδειξαν οι Growlers και στον πλέον δύσπιστο στο Gagarin, είναι ότι το πάτημά τους στο συναυλιακό σανίδι είναι σταθερό, σίγουρο και τίμιο.

Τίμιο, ναι. Με εκείνη τη χιλιομπαλωμένη έννοια της «τίμιας μπάντας», που γίνεται λιανά ως εξής: δεν παίζουν κάτι εξαιρετικό, δεν έχουν πάνω από 2-3 πραγματικά καλά τραγούδια, της αναβίωσης είναι κι αυτοί κι έτσι, αν κλείσεις τα μάτια και τους ακούσεις, όλα ίδια θα σου φανούν τα κομμάτια, παραλλαγές σε βασικά μοτίβα που κάθε σοβαρός ακροατής έχει ήδη στη δισκοθήκη (και στην καρδιά) του από τους πρώτους διδάξαντες. 

Όμως οι Growlers παίζουν με «κούτελο» την αλήθεια τους, με την αγάπη τους γι' αυτό το πράγμα, για εκείνους τους ήχους. Δεν παριστάνουν τίποτα που δεν είναι και δεν κρύβουν το «ταβάνι» της μουσικής τους. Ό,τι λοιπόν στους δίσκους ακούγεται έως και βαρετό, στη σκηνή αποκτά μια λάμψη διαφορετική. Με κύριους άξονες τη σέξι κακοφωνία του μπροστάρη Brooks Nielsen και τα απίθανα λικνίσματά του, τα οριακά «χαζοχαρούμενα» πλήκτρα του Kyle Straka, καθώς και τις αλάνθαστες μπασογραμμές του Anthony Braun Perry, ο οποίος στάθηκε μπροστά μας με γυαλί ηλίου καθ' όλη τη διάρκεια του live, λες και βρισκόταν σε καμιά αμμουδιά του Ειρηνικού και τζάμαρε με τους κολλητούς. Διάολε, σε μερικά σημεία της βραδιάς ήταν τέτοιο το όλο feel-good κλίμα, που για λίγο θυμήθηκα τον Lee Perry να παίζει στο Winter Plisskën ενώ έπεφταν πολύχρωμα, γυαλιστερά χαρτάκια ολούθε.

Αλλά και το κοινό ήταν σωστό. Δεν είχαν έρθει εκεί για το hype, τύπου Allah-Las, γι' αυτό και ήταν περιορισμένα όσα πηγαδάκια βρήκαν αφορμή να πουν τα νέα τους. Κυρίως έβλεπες ανθρώπους που χόρευαν και τραγουδούσαν τους στίχους (άρα τους ήξεραν), πρόθυμους να υποδεχτούν με θέρμη τα νέα τραγούδια των Αμερικανών από το πρόσφατο άλμπουμ Chinese Fountain, ακόμα κι αν γινόταν φανερό πως δεν είχαν ακόμα βρει θέση μέσα τους. 

Ήταν λοιπόν αληθινά δύσκολο να μην περάσεις καλά στους Growlers, ακόμα κι αν ποτέ δεν παίζεις τους δίσκους τους σπίτι. Υπήρχε σε επάρκεια εκείνο το «κάτι», που δίνει σταθερό καύσιμο στη μηχανή του ροκ εν ρολ. Ακόμα και στις μέρες αυτές, στις οποίες αδυνατεί να ισορροπήσει στον άξονα του Δυτικού 21ου αιώνα και αρέσκεται να νοσταλγεί μέρες πιο απλές(;) και πιο «μυθικές», μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι της εναλλακτικής νεολαίας. 



16 Φεβρουαρίου 2021

Borknagar: True North [δισκοκριτική, 2019]


Ο Χειμώνας είναι μια εποχή που πάντα με άφηνε με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία διέθετε μια γοητεία πολλαπλή –ως φυσικό και ποιητικό τοπίο, ως φόντο αφηγήσεων συναρπαστικών, για αρκτικούς και ανταρκτικούς εξερευνητές. Από την άλλη, αντιπαθώ το κρύο και το γεγονός ότι έζησα αρκετά χρόνια πρώτα στα Γιάννενα και ύστερα στο Λίβερπουλ «έχτισε» ακόμα περισσότερο αυτή την αντιπάθεια μέσα μου. 

Με τα χρόνια, πάντως, την έκανα την ειρήνη μου με τον βασιλιά Χειμώνα, παρότι παραμένω «παιδί» της Άνοιξης και του Καλοκαιριού. Ίσως να βοήθησε σε αυτό η πτώση της αν(τ)οχής μου κόντρα στη θερινή ζέστη, ίσως να είναι απλώς καρπός της υπόγειας δράσης του Πανδαμάτορα. 

Εν τέλει, μάλιστα, έχω συνδυάσει και κάποιες μουσικές με τον Χειμώνα και τείνω να τις ακούω περισσότερο αυτήν την εποχή, παρά άλλες. Το εκπληκτικό 50 Words For Snow της Kate Bush (2011), για παράδειγμα, το τραγούδι "Χειμώνας" της Σοφίας Βέμπο (1940), το ΕΡ A Winter Garden: Five Songs For The Season της Loreena McKennitt (1995), το "Rage Of The Winter" των Rhapsody (1997), εσχάτως και το άλμπουμ των Borknagar True North (2019), το οποίο μάλλον κύκλωσε σε συνολικότερη μορφή ένα παλιότερο –καταπληκτικό– κομμάτι τους για τον Χειμώνα, το "Winter Thrice" (2016).

Τα χιόνια που κάλυψαν το Παγκράτι (μετά από πολλά, πολλά χρόνια που θυμάμαι να συνέβη κάτι τέτοιο) έδωσαν λοιπόν κατάλληλη αφορμή για να ξαναγυρίσω στους Borknagar, τους οποίους περίμενα πώς και πώς να δω live στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2020. Ο κορωνοϊός είχε βέβαια διαφορετικά σχέδια, όμως κρατώ κι εγώ καρτερικά τα αγορασμένα εισιτήρια και περιμένω. 

Μέχρι τότε, ιδού η κριτική που έγραψα για το True North και τη θεωρώ μία από τις καλύτερες στην καριέρα μου, με σαφή  θέση για μεταλλικά πράγματα που τείνουν πλέον να θολώνουν αρκετά σε επίπεδο τόσο κοινού, όσο και γραφιάδων. Για έναν δίσκο που κάνει βαθιά υπόκλιση στη διαχρονική αίγλη του βασιλιά Χειμώνα και διαθέτει χαρακτηριστικά αρκτικής περιπέτειας βγαλμένης από τις σελίδες του Ιουλίου Βερν, όπου οι αχανείς εκτάσεις του Βορρά υμνούνται ως έσχατο πεδίο ελευθερίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Κοντά πλέον στα 25 χρόνια ζωής, οι Borknagar δεν είναι μονάχα «βετεράνοι» (όπως θέλουν τα δημοσιογραφικά κλισέ), αλλά κι ένα γκρουπ με αρκετές ηχητικές μεταμορφώσεις. Το οποίο έχει διώξει κι έχει φέρει κοντά του διαφορετικά κατά καιρούς ακροατήρια, στην πορεία από μια νορβηγοκρατούμενη μαυρίλα-με-keyboards προς έναν ουμανιστικό folk metal ήχο με αυξομειούμενες progressive rock αποκλίσεις. Το True North τους βρίσκει μάλιστα σε μία ακόμα μεταβατική σελίδα: ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Andreas "Vintersorg" Hedlund φεύγει μετά από 19 χρόνια, το ίδιο πράττει και ο ντράμερ Baard Kolstad (στη μπάντα από το 2012), αλλά και ο έμπειρος δεύτερος κιθαρίστας Jens F. Ryland (1997-2003, 2007-2018).

Τέτοιες ανακατατάξεις σπανίως ωφελούν τους δίσκους που έρχονται εν μέσω τους ή αμέσως μετά· στην περίπτωση όμως του True North διαθέτουν ένα ξεκάθαρο ατού, καθώς παρουσιάζουν τους Borknagar ως μπάντα στην οποία πρωταγωνιστούν πλέον τα φωνητικά του ICS Vortex. Δεν είναι βέβαια ο αποκλειστικός τραγουδιστής, καθώς μοιράζεται αρκετά από τα καθήκοντα με τον κιμπορντίστα Lars A. Nedland. Ωστόσο παραμένει στα 45 του ένας πολύ αποτελεσματικός ερμηνευτής, με θαυμαστή ευελιξία: ακόμα και όσοι τον γνωρίζουν καλά, θα εκπλαγούν σε σημεία από τις προσεγγίσεις του. Συνολικά, επίσης, η διάδραση Vortex/Nedland καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του True North. Τόσο δηλαδή τα σημεία που απαιτούν αγριάδα, όσο και τα πιο στοχαστικά, φιλοσοφημένα μέρη, τα οποία απηχούν το πάγιο ενδιαφέρον του γκρουπ για τη Φύση, την Ύπαρξη, ενίοτε και τον Παγανισμό.

Τα μακρινά μπουμπουνητά με τα οποία ξεκινάει το "Thunderous" ξετυλίγουν ένα πραγματικά εκπληκτικό κομμάτι, που στα 8,5 λεπτά της διάρκειάς του θέτει το μοτίβο κίνησης ολόκληρου του άλμπουμ. Το μεταμορφώνει δηλαδή σε αρκτική περιπέτεια βγαλμένη από τις καλύτερες σελίδες του Ιούλιου Βερν, με την έλευση του Χειμώνα να αναπλάθει τις αχανείς εκτάσεις του Βορρά σε έσχατο πεδίο ελευθερίας («vast horizons call»). Ως ντόπιοι, βέβαια, οι Borknagar δεν επιθυμούν τη φαντασιακή απόδραση από το Δυτικό άστυ που επεδίωκε ο Βερν, αλλά κάνουν μια βαθιά υπόκλιση στην Υπέρτατη Δύναμη και στη διαχρονική αίγλη του Χειμώνα, κάτω από έναν παντεπόπτη ουρανό, που κυριαρχεί στο τοπίο με τους κεραυνούς του.

Από εκεί και πέρα, το πώς θα αποτιμήσει κανείς το άλμπουμ εξαρτάται αρκετά από το πού ακριβώς στέκεται, καθώς οι Borknagar διατηρούν λίγο-πολύ σταθερό το επίπεδο της έμπνευσής τους καθ' όλη τη διάρκεια του True North, όμως «παίζουν» αρκετά με τις διαθέσεις. Άλλοτε δηλαδή φανερώνονται ως μία πρωτίστως metal μπάντα, με όλα τα υπόλοιπα που τους απασχολούν να τοποθετούνται γύρω-γύρω, σε ρόλο ενισχυτικό. Κι άλλοτε δείχνουν ότι θέλουν να συγκινήσουν αυτούς που υπήρξαν κάποτε μεταλλάδες, μα στο πέρασμα των χρόνων μπλέχτηκαν με τα πιο prog, τα πιο ακουστικά, τα πιο folk και τις πιο «alternative» διαθέσεις και τη βρίσκουν πλέον με μπαλάντες καλοφτιαγμένης μελαγχολίας σαν το "Wild Father's Heart" ή με την ήρεμη στοχαστικότητα τραγουδιών τύπου "Voices".

Προσωπικά δεν τρέφω και πολλή συμπάθεια για τους δεύτερους, γιατί βρίσκω ότι υποβιβάζουν πλέον το metal σε απλή αφορμή για να ακούσουν επί της ουσίας άλλα πράγματα –ας τα ακούσουν απευθείας, λοιπόν, είναι η γνώμη μου. Αν εξαιρέσεις όμως μεμονωμένες στιγμές σαν τις προαναφερθείσες, οι Borknagar φροντίζουν εδώ να φτιάξουν έναν δίσκο που λάμπει πραγματικά όταν βάζει τον έναν κόσμο μέσα στον άλλον. Δεν σε αφήνει επομένως να μπεις σε λογική «στρατοπέδων», μα σου προσφέρει ψαχνό και από τους δύο κόσμους.

Μάλιστα, ακόμα και όταν δείχνουν να τρώνε από τα έτοιμα καθώς οικοδομούν τραγούδια σαν το "Mount Rapture", το "Into The White" ή το αγέρωχο "The Fire That Burns", οι Νορβηγοί διαθέτουν μια ζηλευτή στόφα πολυεπίπεδης τραγουδοποιίας με αλάνθαστη ραδιοφωνική δυναμική, για την οποία άλλα συγκροτήματα θα σκότωναν. Στις δε κορυφώσεις τους, απλά δεν παίζονται: ο γοργόφτερος καλπασμός του "Up North" σε παίρνει μαζί του ακόμα κι αν δεν προσέξεις τις στιχουργικές διασυνδέσεις του χειμώνα με τον (συμβολικό, μα και κυριολεκτικό) θάνατο, ενώ εκείνο το καθαρτικό «freedom exists on a greater scale» από το "Lights" θα τραγουδηθεί εγγυημένα στις πρώτες σειρές των συναυλιών της μπάντας, καθώς θα υψώνεται νοερά το ποτήρι της Μνήμης προς τους πεθαμένους ήρωες του καθενός μας. 

Με το True North, επομένως, οι Borknagar δεν έχουν πραγματικά τίποτα να φοβούνται καθώς συμπληρώνουν 25 χρόνια ζωής, ατενίζοντας το ξημέρωμα μίας ακόμα δεκαετίας. Αποδεικνύουν ότι παραμένουν ανάμεσα στους μεγάλους μελωδούς του νορβηγικού metal, αλλά και στους λίγους που είναι ικανοί να «μπασταρδέψουν» τη μεταλλική συνισταμένη με ήχους που μπορεί να αφορούν και πολλά ακόμα αυτιά. Δίχως στην πορεία να την ξεφτίσουν, διακυβεύοντας την ταυτότητα και το πρόταγμά της για τα τριάντα αργύρια του alternative κοινού, όπως πολλοί κάνουν εσχάτως.



14 Φεβρουαρίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011


Δέκα χρόνια πριν, η Συχνοτική Συμπεριφορά «έπαιζε» καθημερινές, 8 το βραδάκι, και είχε πριν Αλέξη Βάκη, να αφιερώνει εξαιρετικά σε μένα και στον Στυλιανό Τζιρίτα το "Όλοι Θα Ζήσουμε" του Γιώργου Κοινούση.

Ήταν λοιπόν Ιούλιος του 2011. Ημέρες καύσωνα και οικονομικής Κρίσης, αλλά και μέρες που μπορούσες να δεις τον Dee Snider των Twisted Sister να περπατά στα κεντρικά της Αθήνας. 

Η εκπομπή βγήκε στον αέρα με τον Παναγιώτη Χούντα στην κονσόλα και, μεταξύ άλλων, είχε συζητήσεις για τον Πρίμο Λέβι και για την ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος του σάκε, διαφωνίες για τους πρώτους δίσκους των UFO και μια περίεργη σχέση με τον Koji Asano –ο οποίος σε μία περίπτωση συνυπήρξε (χωρίς να το γνωρίζει) με τον Γιώργο Νταλάρα, ενώ σε μία άλλη πήρε τη ραδιοφωνική σκυτάλη από τον ...Αντύπα!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. QUEEN: Killer Queen
2. UFO: Doctor Doctor
3. ΑΝΤΥΠΑΣ: Είσαι Γυναίκα Φίλου Μου/Μετακομίζω Γιατί Χωρίζω (medley) 
4. KOJI ASANO: Spring Excursion II
5. AEROSMITH: Sweet Emotion
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ: Μαστίχα Μπάλος
7. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ: Βάρκα Στο Γιαλό
8. CELTIC FROST: Circle Of The Tyrants
9. JUDAS PRIEST: Breaking The Law
10. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Στα Ψηλά Τα Παραθύρια / KOJI ASANO: A Dry Battery (medley Στυλιανού Τζιρίτα)



11 Φεβρουαρίου 2021

Ghédalia Tazartès: Repas Froid [δισκοκριτική, 2011]


Πέθανε χθες στα 74 του ο Ghédalia Tazartès, αλλά για την εγχώρια μουσική δημοσιογραφία φαίνεται ότι δεν άξιζε ούτε μια αράδα αποχαιρετισμού. Αμφιβάλλω άλλωστε αν οι περισσότεροι απ' όσους στελεχώνουν τον σημερινό Τύπο (εκείνον που υποτίθεται «ενημερώνει») άκουσαν ποτέ δίσκο του. Φοβάμαι ότι δεν έχουν ακούσει ούτε καν το όνομά του.

Αυτή η εικόνα, πάντως, δεν είναι δηλωτική της αξίας του εκλιπόντος. Ο οποίος -για όσους τουλάχιστον πρόσεξαν- υπήρξε από τους σημαντικούς σε ένα τερέν χωρίς σύνορα και ταμπέλες, φιλόδοξο και περιπετειώδες, που έβαλε προκλήσεις ακόμα και στα πιο ανοιχτά αυτιά, ήδη από το άλμπουμ Diaspora του 1979. 

Όσοι δεν έχουν ξανακούσει τον Γάλλο δημιουργό μα ενδιαφέρονται, μπορούν να κάνουν μια αρχική «γνωριμία» μέσω της συνέντευξης που έδωσε τον Φεβρουάριο του 2017 στον Lawrence Kumpf, για το Bomb. Από εκεί προέρχεται και η άνωθεν φωτογραφία του, η οποία ανήκει στη Samantha Gore.

Αποχαιρετισμός λοιπόν με ένα κείμενο γραμμένο για τον δίσκο του 2009 Repas Froid (που είχε παλαιότερο, ακυκλοφόρητο υλικό), αλλά για την επανέκδοση του 2011 στην PAN (η αυθεντική κυκλοφορία έγινε στην Τanzprocesz). Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν να μεγαλώνεις στη γαλλική ρεπουμπλίκ της δεκαετίας του 1960, όντας τέκνο Τούρκων γονέων. Δύο κόσμοι αγεφύρωτοι, που έπρεπε όμως να βρουν τρόπο συνύπαρξης. Είναι πολλές οι απαντήσεις τις οποίες μπορείς να δώσεις στο ζήτημα και πολλοί οι τρόποι συμβίωσης –συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης.

Αναρωτιέμαι ωστόσο αν, για κάποια τέτοια παιδιά, η διαδρομή προϋπόθετε αλλεπάλληλα παζλ και κολλάζ. Ορισμένα λειτουργικά, άλλα όχι. Mια συνεχής διαδρομή υπερβάσεων και αδιεξόδων, μέχρι να βρεις πού και πώς ίσως ταιριάξεις το ένα δίπλα στο άλλο. Σκέφτομαι μήπως είναι αυτό το μυστικό του Ghédalia Tazartès: ένα μάθημα ζωής, ένα κοινωνικό βίωμα μπορεί να κρύβεται πίσω από την απαράμιλλη ικανότητά του να μετακινείται από τη λόγια music concrète στις εξωτικές (για τους Δυτικούς) παραδόσεις του πλανήτη, από τα ηχογραφημένα κελαηδίσματα των πουλιών σε field recordings με ζευγάρια Γαλλόπαιδων, από τους απλούς θορύβους σε λούπες και samples μιας κλασικότροπης θλίψης.

Από όταν εμφανίστηκε στα 1979 (με εκείνο το θεσπέσιο Diasporas), οι ήχοι του Tazartès υπήρξαν μια διαρκής και απίθανη πρόκληση. Απέναντι στο ό,τι θεωρούμε μουσική, απέναντι στο πώς πηγάζει μια αίσθηση μελωδίας, απέναντι στο πώς μπορεί να σου εκμαιεύσει το συναίσθημα που μόνο ένα υπέροχο τραγούδι είναι ικανό να σου προσφέρει, χωρίς να ακούς τίποτα υποκείμενο σε αυτήν τη φόρμα. Η ανθρώπινη φωνή κόντρα στη λαλιά των πτηνών –και τούμπαλιν.  

Κάτι τέτοιο στοιχειοθετεί και το πεδίο του Repas Froid: το μοναχικό τραγούδι του Δυτικού διαμερίσματος σε αντιπαράθεση με τη μονωδία του Ανατολίτη, που βρίσκει παρηγοριά στους ουρανούς του. Το ντυμένο τη ρετρό χλαμύδα του παλιού αστικού σαλονιού, δίπλα στον βόμβο του πεζοδρομίου μιας αστικής καθημερινότητας διαρκώς τείνουσας στην εντροπία.

Ταυτόχρονα, ο Ghédalia Tazartès δεν υπήρξε ποτέ ο τύπος του απρόσιτου πειραματιστή, εκείνος που φοβίζει όλους εσάς που ακούτε για τέτοια πράγματα και τρέχετε να κρυφτείτε στην ασφάλεια της ποπ/ροκ φόρμας. Δεν κάνει noise το οποίο ματώνει τα αυτιά, δεν θεοποιεί τα field recordings, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μα τα συμπιέζει στο υποτυπώδες και δεν έχει τίποτα το κοινό με τους λαπτοπάδες των ημερών μας, όσους πιστεύουν ότι το παν είναι το κολλάζ. 

Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά μέσα για τον Tazartès. Μέσα για να αφυπνιστεί ένας καταπληκτικός συνθετικός νους. Λένε ότι φέρνει σε Nurse With Wounds, στα ψαγμένα πειραματικά blogs... Δίχως διάθεση να ψέξω τους τελευταίους (και δίχως η άποψη να είναι εντελώς λαθεμένη), εκείνοι –αν κι έχουν λαμπρές στιγμές στον χρόνο– χάνονται σε ένα δισκογραφικό χάος το οποίο δεν διαθέτει πάντα ενδιαφέρον και συγκρότηση. Αντίθετα, ο Tazartès μετράει μόλις 9 άλμπουμ και μερικά EPs. Και σε αυτήν την τακτοποιημένη, λιτή δισκογραφική παρουσία λάμπει σταθερά ως ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της Ευρώπης στον μουσικό πειραματισμό.

Το Repas Froid δεν είναι βέβαια νέα δουλειά. Το έχουμε ξανασυναντήσει το 2009, ως μια συλλογή ξεχασμένων και ακυκλοφόρητων tapes από τα ύστερα 1970s και τα πρώιμα 1980s. Ως εκεί ξέρουμε, καθώς η έκδοση της Tanzprocesz είχε απλά το όνομα του συνθέτη και τον τίτλο σε  μαύρο φόντο, χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία –περιττό δε να σας πω ότι οι συνθέσεις είναι όλες άτιτλες. Φέτος όμως έρχεται η Pan να περιποιηθεί το υλικό, να το εκδώσει σε  καλαίσθητο βινύλιο 140 γραμμαρίων και να το ενοποιήσει σε δύο μακριές σε διάρκεια συνθέσεις, υπό το mastering του Rashad Becker. Πράγματι, έτσι λειτουργεί καλύτερα: αναδεικνύεται η διάσταση απόκοσμης τελετουργίας που χαρακτηρίζει το σύνολο των ηχογραφημάτων κι αυτή η σουρεαλιστικά σαγηνευτική γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής –τόσο ανθρώπινη στη βαθύτερη ουσία της.

Ίσως ο Ghédalia Tazartès να είναι ο τύπος που δεν θα βρει ποτέ την οποιαδήποτε κατανόηση από τον κύριο κορμό των αναγνωστών ενός σύγχρονου site. Ωστόσο, ίσως είναι λάθος να θεωρούμε ότι ένα τέτοιο δεν το διαβάζουν κι άνθρωποι με διαφορετικές ανησυχίες, οι οποίοι διψούν για την ανάδειξη του πλούτου της μουσικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.