16 Φεβρουαρίου 2021

Borknagar: True North [δισκοκριτική, 2019]


Ο Χειμώνας είναι μια εποχή που πάντα με άφηνε με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μία διέθετε μια γοητεία πολλαπλή –ως φυσικό και ποιητικό τοπίο, ως φόντο αφηγήσεων συναρπαστικών, για αρκτικούς και ανταρκτικούς εξερευνητές. Από την άλλη, αντιπαθώ το κρύο και το γεγονός ότι έζησα αρκετά χρόνια πρώτα στα Γιάννενα και ύστερα στο Λίβερπουλ «έχτισε» ακόμα περισσότερο αυτή την αντιπάθεια μέσα μου. 

Με τα χρόνια, πάντως, την έκανα την ειρήνη μου με τον βασιλιά Χειμώνα, παρότι παραμένω «παιδί» της Άνοιξης και του Καλοκαιριού. Ίσως να βοήθησε σε αυτό η πτώση της αν(τ)οχής μου κόντρα στη θερινή ζέστη, ίσως να είναι απλώς καρπός της υπόγειας δράσης του Πανδαμάτορα. 

Εν τέλει, μάλιστα, έχω συνδυάσει και κάποιες μουσικές με τον Χειμώνα και τείνω να τις ακούω περισσότερο αυτήν την εποχή, παρά άλλες. Το εκπληκτικό 50 Words For Snow της Kate Bush (2011), για παράδειγμα, το τραγούδι "Χειμώνας" της Σοφίας Βέμπο (1940), το ΕΡ A Winter Garden: Five Songs For The Season της Loreena McKennitt (1995), το "Rage Of The Winter" των Rhapsody (1997), εσχάτως και το άλμπουμ των Borknagar True North (2019), το οποίο μάλλον κύκλωσε σε συνολικότερη μορφή ένα παλιότερο –καταπληκτικό– κομμάτι τους για τον Χειμώνα, το "Winter Thrice" (2016).

Τα χιόνια που κάλυψαν το Παγκράτι (μετά από πολλά, πολλά χρόνια που θυμάμαι να συνέβη κάτι τέτοιο) έδωσαν λοιπόν κατάλληλη αφορμή για να ξαναγυρίσω στους Borknagar, τους οποίους περίμενα πώς και πώς να δω live στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2020. Ο κορωνοϊός είχε βέβαια διαφορετικά σχέδια, όμως κρατώ κι εγώ καρτερικά τα αγορασμένα εισιτήρια και περιμένω. 

Μέχρι τότε, ιδού η κριτική που έγραψα για το True North και τη θεωρώ μία από τις καλύτερες στην καριέρα μου, με σαφή  θέση για μεταλλικά πράγματα που τείνουν πλέον να θολώνουν αρκετά σε επίπεδο τόσο κοινού, όσο και γραφιάδων. Για έναν δίσκο που κάνει βαθιά υπόκλιση στη διαχρονική αίγλη του βασιλιά Χειμώνα και διαθέτει χαρακτηριστικά αρκτικής περιπέτειας βγαλμένης από τις σελίδες του Ιουλίου Βερν, όπου οι αχανείς εκτάσεις του Βορρά υμνούνται ως έσχατο πεδίο ελευθερίας. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Κοντά πλέον στα 25 χρόνια ζωής, οι Borknagar δεν είναι μονάχα «βετεράνοι» (όπως θέλουν τα δημοσιογραφικά κλισέ), αλλά κι ένα γκρουπ με αρκετές ηχητικές μεταμορφώσεις. Το οποίο έχει διώξει κι έχει φέρει κοντά του διαφορετικά κατά καιρούς ακροατήρια, στην πορεία από μια νορβηγοκρατούμενη μαυρίλα-με-keyboards προς έναν ουμανιστικό folk metal ήχο με αυξομειούμενες progressive rock αποκλίσεις. Το True North τους βρίσκει μάλιστα σε μία ακόμα μεταβατική σελίδα: ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Andreas "Vintersorg" Hedlund φεύγει μετά από 19 χρόνια, το ίδιο πράττει και ο ντράμερ Baard Kolstad (στη μπάντα από το 2012), αλλά και ο έμπειρος δεύτερος κιθαρίστας Jens F. Ryland (1997-2003, 2007-2018).

Τέτοιες ανακατατάξεις σπανίως ωφελούν τους δίσκους που έρχονται εν μέσω τους ή αμέσως μετά· στην περίπτωση όμως του True North διαθέτουν ένα ξεκάθαρο ατού, καθώς παρουσιάζουν τους Borknagar ως μπάντα στην οποία πρωταγωνιστούν πλέον τα φωνητικά του ICS Vortex. Δεν είναι βέβαια ο αποκλειστικός τραγουδιστής, καθώς μοιράζεται αρκετά από τα καθήκοντα με τον κιμπορντίστα Lars A. Nedland. Ωστόσο παραμένει στα 45 του ένας πολύ αποτελεσματικός ερμηνευτής, με θαυμαστή ευελιξία: ακόμα και όσοι τον γνωρίζουν καλά, θα εκπλαγούν σε σημεία από τις προσεγγίσεις του. Συνολικά, επίσης, η διάδραση Vortex/Nedland καλύπτει πλήρως τις ανάγκες του True North. Τόσο δηλαδή τα σημεία που απαιτούν αγριάδα, όσο και τα πιο στοχαστικά, φιλοσοφημένα μέρη, τα οποία απηχούν το πάγιο ενδιαφέρον του γκρουπ για τη Φύση, την Ύπαρξη, ενίοτε και τον Παγανισμό.

Τα μακρινά μπουμπουνητά με τα οποία ξεκινάει το "Thunderous" ξετυλίγουν ένα πραγματικά εκπληκτικό κομμάτι, που στα 8,5 λεπτά της διάρκειάς του θέτει το μοτίβο κίνησης ολόκληρου του άλμπουμ. Το μεταμορφώνει δηλαδή σε αρκτική περιπέτεια βγαλμένη από τις καλύτερες σελίδες του Ιούλιου Βερν, με την έλευση του Χειμώνα να αναπλάθει τις αχανείς εκτάσεις του Βορρά σε έσχατο πεδίο ελευθερίας («vast horizons call»). Ως ντόπιοι, βέβαια, οι Borknagar δεν επιθυμούν τη φαντασιακή απόδραση από το Δυτικό άστυ που επεδίωκε ο Βερν, αλλά κάνουν μια βαθιά υπόκλιση στην Υπέρτατη Δύναμη και στη διαχρονική αίγλη του Χειμώνα, κάτω από έναν παντεπόπτη ουρανό, που κυριαρχεί στο τοπίο με τους κεραυνούς του.

Από εκεί και πέρα, το πώς θα αποτιμήσει κανείς το άλμπουμ εξαρτάται αρκετά από το πού ακριβώς στέκεται, καθώς οι Borknagar διατηρούν λίγο-πολύ σταθερό το επίπεδο της έμπνευσής τους καθ' όλη τη διάρκεια του True North, όμως «παίζουν» αρκετά με τις διαθέσεις. Άλλοτε δηλαδή φανερώνονται ως μία πρωτίστως metal μπάντα, με όλα τα υπόλοιπα που τους απασχολούν να τοποθετούνται γύρω-γύρω, σε ρόλο ενισχυτικό. Κι άλλοτε δείχνουν ότι θέλουν να συγκινήσουν αυτούς που υπήρξαν κάποτε μεταλλάδες, μα στο πέρασμα των χρόνων μπλέχτηκαν με τα πιο prog, τα πιο ακουστικά, τα πιο folk και τις πιο «alternative» διαθέσεις και τη βρίσκουν πλέον με μπαλάντες καλοφτιαγμένης μελαγχολίας σαν το "Wild Father's Heart" ή με την ήρεμη στοχαστικότητα τραγουδιών τύπου "Voices".

Προσωπικά δεν τρέφω και πολλή συμπάθεια για τους δεύτερους, γιατί βρίσκω ότι υποβιβάζουν πλέον το metal σε απλή αφορμή για να ακούσουν επί της ουσίας άλλα πράγματα –ας τα ακούσουν απευθείας, λοιπόν, είναι η γνώμη μου. Αν εξαιρέσεις όμως μεμονωμένες στιγμές σαν τις προαναφερθείσες, οι Borknagar φροντίζουν εδώ να φτιάξουν έναν δίσκο που λάμπει πραγματικά όταν βάζει τον έναν κόσμο μέσα στον άλλον. Δεν σε αφήνει επομένως να μπεις σε λογική «στρατοπέδων», μα σου προσφέρει ψαχνό και από τους δύο κόσμους.

Μάλιστα, ακόμα και όταν δείχνουν να τρώνε από τα έτοιμα καθώς οικοδομούν τραγούδια σαν το "Mount Rapture", το "Into The White" ή το αγέρωχο "The Fire That Burns", οι Νορβηγοί διαθέτουν μια ζηλευτή στόφα πολυεπίπεδης τραγουδοποιίας με αλάνθαστη ραδιοφωνική δυναμική, για την οποία άλλα συγκροτήματα θα σκότωναν. Στις δε κορυφώσεις τους, απλά δεν παίζονται: ο γοργόφτερος καλπασμός του "Up North" σε παίρνει μαζί του ακόμα κι αν δεν προσέξεις τις στιχουργικές διασυνδέσεις του χειμώνα με τον (συμβολικό, μα και κυριολεκτικό) θάνατο, ενώ εκείνο το καθαρτικό «freedom exists on a greater scale» από το "Lights" θα τραγουδηθεί εγγυημένα στις πρώτες σειρές των συναυλιών της μπάντας, καθώς θα υψώνεται νοερά το ποτήρι της Μνήμης προς τους πεθαμένους ήρωες του καθενός μας. 

Με το True North, επομένως, οι Borknagar δεν έχουν πραγματικά τίποτα να φοβούνται καθώς συμπληρώνουν 25 χρόνια ζωής, ατενίζοντας το ξημέρωμα μίας ακόμα δεκαετίας. Αποδεικνύουν ότι παραμένουν ανάμεσα στους μεγάλους μελωδούς του νορβηγικού metal, αλλά και στους λίγους που είναι ικανοί να «μπασταρδέψουν» τη μεταλλική συνισταμένη με ήχους που μπορεί να αφορούν και πολλά ακόμα αυτιά. Δίχως στην πορεία να την ξεφτίσουν, διακυβεύοντας την ταυτότητα και το πρόταγμά της για τα τριάντα αργύρια του alternative κοινού, όπως πολλοί κάνουν εσχάτως.



14 Φεβρουαρίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011


Δέκα χρόνια πριν, η Συχνοτική Συμπεριφορά «έπαιζε» καθημερινές, 8 το βραδάκι, και είχε πριν Αλέξη Βάκη, να αφιερώνει εξαιρετικά σε μένα και στον Στυλιανό Τζιρίτα το "Όλοι Θα Ζήσουμε" του Γιώργου Κοινούση.

Ήταν λοιπόν Ιούλιος του 2011. Ημέρες καύσωνα και οικονομικής Κρίσης, αλλά και μέρες που μπορούσες να δεις τον Dee Snider των Twisted Sister να περπατά στα κεντρικά της Αθήνας. 

Η εκπομπή βγήκε στον αέρα με τον Παναγιώτη Χούντα στην κονσόλα και, μεταξύ άλλων, είχε συζητήσεις για τον Πρίμο Λέβι και για την ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος του σάκε, διαφωνίες για τους πρώτους δίσκους των UFO και μια περίεργη σχέση με τον Koji Asano –ο οποίος σε μία περίπτωση συνυπήρξε (χωρίς να το γνωρίζει) με τον Γιώργο Νταλάρα, ενώ σε μία άλλη πήρε τη ραδιοφωνική σκυτάλη από τον ...Αντύπα!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. QUEEN: Killer Queen
2. UFO: Doctor Doctor
3. ΑΝΤΥΠΑΣ: Είσαι Γυναίκα Φίλου Μου/Μετακομίζω Γιατί Χωρίζω (medley) 
4. KOJI ASANO: Spring Excursion II
5. AEROSMITH: Sweet Emotion
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ: Μαστίχα Μπάλος
7. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ: Βάρκα Στο Γιαλό
8. CELTIC FROST: Circle Of The Tyrants
9. JUDAS PRIEST: Breaking The Law
10. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Στα Ψηλά Τα Παραθύρια / KOJI ASANO: A Dry Battery (medley Στυλιανού Τζιρίτα)



11 Φεβρουαρίου 2021

Ghédalia Tazartès: Repas Froid [δισκοκριτική, 2011]


Πέθανε χθες στα 74 του ο Ghédalia Tazartès, αλλά για την εγχώρια μουσική δημοσιογραφία φαίνεται ότι δεν άξιζε ούτε μια αράδα αποχαιρετισμού. Αμφιβάλλω άλλωστε αν οι περισσότεροι απ' όσους στελεχώνουν τον σημερινό Τύπο (εκείνον που υποτίθεται «ενημερώνει») άκουσαν ποτέ δίσκο του. Φοβάμαι ότι δεν έχουν ακούσει ούτε καν το όνομά του.

Αυτή η εικόνα, πάντως, δεν είναι δηλωτική της αξίας του εκλιπόντος. Ο οποίος -για όσους τουλάχιστον πρόσεξαν- υπήρξε από τους σημαντικούς σε ένα τερέν χωρίς σύνορα και ταμπέλες, φιλόδοξο και περιπετειώδες, που έβαλε προκλήσεις ακόμα και στα πιο ανοιχτά αυτιά, ήδη από το άλμπουμ Diaspora του 1979. 

Όσοι δεν έχουν ξανακούσει τον Γάλλο δημιουργό μα ενδιαφέρονται, μπορούν να κάνουν μια αρχική «γνωριμία» μέσω της συνέντευξης που έδωσε τον Φεβρουάριο του 2017 στον Lawrence Kumpf, για το Bomb. Από εκεί προέρχεται και η άνωθεν φωτογραφία του, η οποία ανήκει στη Samantha Gore.

Αποχαιρετισμός λοιπόν με ένα κείμενο γραμμένο για τον δίσκο του 2009 Repas Froid (που είχε παλαιότερο, ακυκλοφόρητο υλικό), αλλά για την επανέκδοση του 2011 στην PAN (η αυθεντική κυκλοφορία έγινε στην Τanzprocesz). Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν να μεγαλώνεις στη γαλλική ρεπουμπλίκ της δεκαετίας του 1960, όντας τέκνο Τούρκων γονέων. Δύο κόσμοι αγεφύρωτοι, που έπρεπε όμως να βρουν τρόπο συνύπαρξης. Είναι πολλές οι απαντήσεις τις οποίες μπορείς να δώσεις στο ζήτημα και πολλοί οι τρόποι συμβίωσης –συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης.

Αναρωτιέμαι ωστόσο αν, για κάποια τέτοια παιδιά, η διαδρομή προϋπόθετε αλλεπάλληλα παζλ και κολλάζ. Ορισμένα λειτουργικά, άλλα όχι. Mια συνεχής διαδρομή υπερβάσεων και αδιεξόδων, μέχρι να βρεις πού και πώς ίσως ταιριάξεις το ένα δίπλα στο άλλο. Σκέφτομαι μήπως είναι αυτό το μυστικό του Ghédalia Tazartès: ένα μάθημα ζωής, ένα κοινωνικό βίωμα μπορεί να κρύβεται πίσω από την απαράμιλλη ικανότητά του να μετακινείται από τη λόγια music concrète στις εξωτικές (για τους Δυτικούς) παραδόσεις του πλανήτη, από τα ηχογραφημένα κελαηδίσματα των πουλιών σε field recordings με ζευγάρια Γαλλόπαιδων, από τους απλούς θορύβους σε λούπες και samples μιας κλασικότροπης θλίψης.

Από όταν εμφανίστηκε στα 1979 (με εκείνο το θεσπέσιο Diasporas), οι ήχοι του Tazartès υπήρξαν μια διαρκής και απίθανη πρόκληση. Απέναντι στο ό,τι θεωρούμε μουσική, απέναντι στο πώς πηγάζει μια αίσθηση μελωδίας, απέναντι στο πώς μπορεί να σου εκμαιεύσει το συναίσθημα που μόνο ένα υπέροχο τραγούδι είναι ικανό να σου προσφέρει, χωρίς να ακούς τίποτα υποκείμενο σε αυτήν τη φόρμα. Η ανθρώπινη φωνή κόντρα στη λαλιά των πτηνών –και τούμπαλιν.  

Κάτι τέτοιο στοιχειοθετεί και το πεδίο του Repas Froid: το μοναχικό τραγούδι του Δυτικού διαμερίσματος σε αντιπαράθεση με τη μονωδία του Ανατολίτη, που βρίσκει παρηγοριά στους ουρανούς του. Το ντυμένο τη ρετρό χλαμύδα του παλιού αστικού σαλονιού, δίπλα στον βόμβο του πεζοδρομίου μιας αστικής καθημερινότητας διαρκώς τείνουσας στην εντροπία.

Ταυτόχρονα, ο Ghédalia Tazartès δεν υπήρξε ποτέ ο τύπος του απρόσιτου πειραματιστή, εκείνος που φοβίζει όλους εσάς που ακούτε για τέτοια πράγματα και τρέχετε να κρυφτείτε στην ασφάλεια της ποπ/ροκ φόρμας. Δεν κάνει noise το οποίο ματώνει τα αυτιά, δεν θεοποιεί τα field recordings, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μα τα συμπιέζει στο υποτυπώδες και δεν έχει τίποτα το κοινό με τους λαπτοπάδες των ημερών μας, όσους πιστεύουν ότι το παν είναι το κολλάζ. 

Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά μέσα για τον Tazartès. Μέσα για να αφυπνιστεί ένας καταπληκτικός συνθετικός νους. Λένε ότι φέρνει σε Nurse With Wounds, στα ψαγμένα πειραματικά blogs... Δίχως διάθεση να ψέξω τους τελευταίους (και δίχως η άποψη να είναι εντελώς λαθεμένη), εκείνοι –αν κι έχουν λαμπρές στιγμές στον χρόνο– χάνονται σε ένα δισκογραφικό χάος το οποίο δεν διαθέτει πάντα ενδιαφέρον και συγκρότηση. Αντίθετα, ο Tazartès μετράει μόλις 9 άλμπουμ και μερικά EPs. Και σε αυτήν την τακτοποιημένη, λιτή δισκογραφική παρουσία λάμπει σταθερά ως ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της Ευρώπης στον μουσικό πειραματισμό.

Το Repas Froid δεν είναι βέβαια νέα δουλειά. Το έχουμε ξανασυναντήσει το 2009, ως μια συλλογή ξεχασμένων και ακυκλοφόρητων tapes από τα ύστερα 1970s και τα πρώιμα 1980s. Ως εκεί ξέρουμε, καθώς η έκδοση της Tanzprocesz είχε απλά το όνομα του συνθέτη και τον τίτλο σε  μαύρο φόντο, χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία –περιττό δε να σας πω ότι οι συνθέσεις είναι όλες άτιτλες. Φέτος όμως έρχεται η Pan να περιποιηθεί το υλικό, να το εκδώσει σε  καλαίσθητο βινύλιο 140 γραμμαρίων και να το ενοποιήσει σε δύο μακριές σε διάρκεια συνθέσεις, υπό το mastering του Rashad Becker. Πράγματι, έτσι λειτουργεί καλύτερα: αναδεικνύεται η διάσταση απόκοσμης τελετουργίας που χαρακτηρίζει το σύνολο των ηχογραφημάτων κι αυτή η σουρεαλιστικά σαγηνευτική γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής –τόσο ανθρώπινη στη βαθύτερη ουσία της.

Ίσως ο Ghédalia Tazartès να είναι ο τύπος που δεν θα βρει ποτέ την οποιαδήποτε κατανόηση από τον κύριο κορμό των αναγνωστών ενός σύγχρονου site. Ωστόσο, ίσως είναι λάθος να θεωρούμε ότι ένα τέτοιο δεν το διαβάζουν κι άνθρωποι με διαφορετικές ανησυχίες, οι οποίοι διψούν για την ανάδειξη του πλούτου της μουσικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.



07 Φεβρουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Σάββατο 13 Αυγούστου 2016


Ο Στυλιανός Τζιρίτας και το Μαστίγιο του Βλάχου, αρχαίες λίμνες στον πλανήτη Άρη, ξεχασμένα βιβλία της Έλενας Ακρίτα σε τρόλεϊ, αναφορές στους Σελτζούκους, αλλά και μουσικές επιλογές από την R'n'B σκηνή του Κονγκό και την αυτόνομη δημοκρατία της Τουβά.

Θα μπορούσε να είναι και Συχνοτική Συμπεριφορά, εντούτοις ήταν Κόκκινος Πετεινός, ηχογραφημένος ως «κονσέρβα» ενόψει του Δεκαπενταύγουστου του 2016. Λίγο πιο λάιτ δηλαδή η ενημέρωση, λίγη περισσότερη η εστίαση στα μουσικά. 

Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ (ΒΟΛΟΥ): Ο Χορός Του Ασίκη
2. ΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ: Τα Ζηλιάρικά Σου Μάτια
3. STEVE JANSEN, MICK KARN & RICHARD BARBIERI: Breakable Moons
4. U2: Wild Honey
5. FALLY IPUPA: Original
6. ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ & ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΤΑΣ: Γκουρού
7. SAINKHO NAMTCHYLAK & TINARIWEN: Nomadic Mood
8. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ: Όμορφη Πόλη
9. MEAT PUPPETS: Sweet



04 Φεβρουαρίου 2021

Alain Lefèvre & Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής / ανταπόκριση (2013)


Κάμποση κλασική μουσική τελευταία, αφού έχω συνδεθεί σταθερά με το Bergen της Νορβηγίας, παρακολουθώντας το θαυμάσιο Wintermezzo Festival που στήθηκε εκεί –για το οποίο ετοιμάζεται κι ένα συνολικό ραπόρτο για το MiC (αν και ο αρχισυντάκτης δεν το γνωρίζει ακόμα!).

Το φεστιβάλ έδωσε παράλληλα αφορμή για να ξαναγυρίσω σε διάφορα κείμενα γραμμένα για εγχώριες κλασικές βραδιές. Εν προκειμένω, πάμε πίσω στον Οκτώβριο του 2013, όταν ο δημοφιλής Καναδός πιανίστας Alain Lefèvre κατέφτασε στο Μέγαρο Μουσικής για να συμπράξει με τη «δική μας» Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής.

Είναι βέβαια θεατρίνος μέγας ο Lefèvre και ο τρόπος του κάπου «κλωτσάει» απέναντι στον κλασικό κώδικα, με έναν τρόπο που είναι οπωσδήποτε αμφιλεγόμενος, παρά τους θαυμαστές τους οποίους έχει βρει. Ωστόσο, όταν θέλει, είναι και ουσιαστικός βιρτουόζος· κάτι που αποδείχθηκε και στην Αθήνα, σε μια βραδιά που είχε τα πάνω και τα κάτω της, μα άφησε θετική εντύπωση στο φινάλε.

H τότε ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρότι ήξερα τι πήγα να δω στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, στην πράξη δεν πολυκαταλάβα το γιατί οργανώθηκε όπως οργανώθηκε η συγκεκριμένη συναυλία. Θέλω να πω ότι, εντάξει να παίξει λίγο μόνη της η Καμεράτα, ασφαλώς να παίξει και λίγο σόλο ο Alain Lefèvre, ποιο όμως το νόημα της συνύπαρξης, εάν δεν επιδιωκόταν η σύμπραξη, το αλισβερίσι; Άλλωστε εκείνο που πυροδότησε τελικά τα μανιασμένα χειροκροτήματα και τις ιαχές των «μπράβο!», ήταν ακριβώς το ότι ο δημοφιλής Καναδός και η διαρκώς ανερχόμενη ορχήστρα μας στάθηκαν επιτέλους πλάι-πλάι στο φινάλε της βραδιάς, μεγαλουργώντας στο "Κοντσέρτο αρ. 1 για πιάνο, τρομπέτα και έγχορδα, έργο 35" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Η Καμεράτα, πάντως, ξεκίνησε εξίσου εντυπωσιακά. Έχει τύχει να τη δω σε διάφορες φάσεις της πορείας της τα τελευταία χρόνια, ενώ όμως έπαιζε εκείνους τους τρεις εμπνευσμένους από τη δημοτική μας παράδοση χορούς του Νίκου Σκαλκώτα για ορχήστρα εγχόρδων ("Μαζωχτός", "Ηπειρώτικος", "Τσάμικος"), διέκρινα ένα νεοαποκτηθέν σφρίγος, καθώς κι ένα ολοφάνερα κατακτημένο σκαλί. Ρόλο βέβαια έπαιξε ασφαλώς και ο Ηλίας Βουδούρης, ο οποίος και διηύθυνε την ορχήστρα. Γιατί μπορεί να περιμένεις από έναν μαέστρο να είναι ζωηρός, εκείνος όμως διέθετε το κάτι το παραπάνω: η λεπτότητα και η σβελτάδα των κινήσεών του, μαζί με κάποια φευγαλέα (σχεδόν χορευτικά) πέρα-δώθε του κορμού, πρόδιδαν έναν βαθμό άμεσης ψυχικής επαφής με τα ούτως ή άλλως εξαιρετικά έργα του Σκαλκώτα.

Αντιθέτως, βρήκα τον Τσαϊκόφσκι της διαυγή, αλλά χωρίς πνοή: τα πάντα δούλευαν ρολόι στη "Σερενάτα Για Έγχορδα", μα η εκτέλεση έχανε σε προσωπικότητα. Ακόμα και οι εξάρσεις, ενώ αποδόθηκαν σωστά, έμοιαζαν κάπως αποχυμωμένες, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η προσοχή μου και να αρχίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς θα βλέπαμε επιτέλους τον Alain Lefèvre. Το νοερό ερώτημά μου απαντήθηκε γύρω στο 40άλεπτο μετά την έναρξη, όταν ο Βουδούρης και οι σολίστ αποσύρθηκαν και δύο άτομα του προσωπικού μετακόμισαν το πιάνο από το αριστερό άκρο στο μέσον της σκηνής, απέναντι ακριβώς από τη μπροστινή σειρά των θεατών. Ο κόσμος, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετός. Όχι πολύς –αρκετά καθίσματα έμειναν άδεια σε πλατεία και θεωρεία– όχι πάντως και λίγος. 

Ο Lefèvre, τώρα, είναι από εκείνους τους πιανίστες-σταρ. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των σύγχρονων κλασικών εκτελεστών (βρίσκεται μάλλον προς το μέσον), αλλά ο αριστοκρατικός του αέρας, ορισμένοι αγαπητοί στο μεσήλικο κοινό θεατρινισμοί και ο χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίον εκφράζεται πάνω στα πλήκτρα, διαθέτουν κάτι από την αύρα των φτασμένων ποπ και ροκ αστέρων. 

Ενώ λ.χ. έπαιζε ένα δικό του έργο εμπνευσμένο από τη χώρα μας, το "Impressions Hélléniques Pour Piano Solo: Ilios, Thalassa & Anemos", έδενε τις μελοδραματικές εξάρσεις με μια περφόρμανς που έδειχνε να πλέει στο συναίσθημα. Για ορισμένους, ίσως εδώ να υπάρχει μια υπερβολή, η οποία με τον καιρό έχει γίνει και λιγάκι μανιέρα. Μην έχετε ωστόσο καμία αμφιβολία: ο Lefèvre είναι ο εαυτός του· έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του πιανίστα, έτσι επικοινωνεί με το πιάνο. Κι αν το κομμάτι που παρουσίασε κόμισε επιτυχώς μια γεύση από την Ελλάδα του Αττίκ και του Μάνου Χατζιδάκι, δένοντάς τη με τον κινηματογραφικό λυρισμό του Érik Serra στο Απέραντο Γαλάζιο (1988), εκείνος το σέρβιρε με το πάθος ενός Τόλη Βοσκόπουλου. Μην προτρέχετε παρακαλώ, αυτό εγώ το μετράω για καλό. Απλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν κολλάει με κάθε στιγμιότυπο: το αμέσως επόμενο "Concerto De Québec" του συμπατριώτη του André Mathieu, για παράδειγμα, απαιτούσε μια εγκράτεια που εμφανώς λείπει από τον Lefèvre. 

Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Lefèvre θα συναντούσε την Καμεράτα, πράγμα που πιστεύω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί νωρίτερα για το χατίρι όλων μας. Στην παρέα προστέθηκε κι ένας ακόμα εξαιρετικός σολίστ –ο Παναγιώτης Καίσαρης στην τρομπέτα– και όλοι μαζί καταδύθηκαν στον Σοστακόβιτς, προσφέροντάς μας μια εκτέλεση που, όπως ήδη είπα, υπήρξε συγκλονιστική. Η Καμεράτα να δείχνει το καλύτερο πρόσωπό της, ο Καίσαρης να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας προς την τζαζ σκέψη (ενώ βεβαίως παρέμενε γερά ριζωμένος στο κλασικό αιτούμενο) και ο Lefèvre να παίζει εκπληκτικά, με άκρατο μεσογειακό ταμπεραμέντο. Απολαυστικά τα λιτά χαμηλώματα και τα έξοχα «σβησίματα», συναρπαστικές οι κορυφώσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία, τα δευτερόλεπτα όπου τα δοξάρια των βιολιστών συγχρωτίζονταν ακίνητα στον αέρα μετά από ένα δυναμικό ξέσπασμα, όντας σε απόλυτη συνάφεια με την αεικίνητη μπαγκέτα του Βουδούρη, αλλά και με έναν παραληρηματικό, ιδρωμένο Lefèvre, σκυμμένο πάνω από το πιάνο με τις γραμμές προσώπου του γεμάτες ένταση.

Στο τέλος έσπασε επιτέλους και η βαρετή τυπολατρεία των κλασικών, όταν ο Lefèvre άρπαξε και αγκάλιασε σφιχτά τον Βουδούρη (αντί της συνηθισμένης χειραψίας), κάνοντας το ίδιο κατόπιν και για τον Καίσαρη, μα και για το πρώτο βιολί της Καμεράτα. Για να μην πω ότι μας μίλησε, με τα μισά γαλλικά του και τα σπασμένα αγγλικά του, τονίζοντας τη (γνωστή) αγάπη του προς τη χώρα μας, προτού μας καληνυχτίσει με ένα μικρό σόλο encore. Φύγαμε κι εμείς απογειωμένοι, με αρκετούς να παραμιλούν γι' αυτόν τον Σοστακόβιτς κι εμένα να εύχομαι για μια πλήρη ελληνοκαναδική σύμπραξη την επόμενη φορά.