14 Φεβρουαρίου 2021

Συχνοτική Συμπεριφορά, Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011


Δέκα χρόνια πριν, η Συχνοτική Συμπεριφορά «έπαιζε» καθημερινές, 8 το βραδάκι, και είχε πριν Αλέξη Βάκη, να αφιερώνει εξαιρετικά σε μένα και στον Στυλιανό Τζιρίτα το "Όλοι Θα Ζήσουμε" του Γιώργου Κοινούση.

Ήταν λοιπόν Ιούλιος του 2011. Ημέρες καύσωνα και οικονομικής Κρίσης, αλλά και μέρες που μπορούσες να δεις τον Dee Snider των Twisted Sister να περπατά στα κεντρικά της Αθήνας. 

Η εκπομπή βγήκε στον αέρα με τον Παναγιώτη Χούντα στην κονσόλα και, μεταξύ άλλων, είχε συζητήσεις για τον Πρίμο Λέβι και για την ιδανική θερμοκρασία σερβιρίσματος του σάκε, διαφωνίες για τους πρώτους δίσκους των UFO και μια περίεργη σχέση με τον Koji Asano –ο οποίος σε μία περίπτωση συνυπήρξε (χωρίς να το γνωρίζει) με τον Γιώργο Νταλάρα, ενώ σε μία άλλη πήρε τη ραδιοφωνική σκυτάλη από τον ...Αντύπα!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λήφθηκε από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και δελτίο ειδήσεων πριν το σήμα έναρξης, καθώς και τα διαφημιστικά μηνύματα που της αναλογούσαν.

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια:

1. QUEEN: Killer Queen
2. UFO: Doctor Doctor
3. ΑΝΤΥΠΑΣ: Είσαι Γυναίκα Φίλου Μου/Μετακομίζω Γιατί Χωρίζω (medley) 
4. KOJI ASANO: Spring Excursion II
5. AEROSMITH: Sweet Emotion
6. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΑΛΕΖΑΣ: Μαστίχα Μπάλος
7. ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ: Βάρκα Στο Γιαλό
8. CELTIC FROST: Circle Of The Tyrants
9. JUDAS PRIEST: Breaking The Law
10. ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ: Στα Ψηλά Τα Παραθύρια / KOJI ASANO: A Dry Battery (medley Στυλιανού Τζιρίτα)



11 Φεβρουαρίου 2021

Ghédalia Tazartès: Repas Froid [δισκοκριτική, 2011]


Πέθανε χθες στα 74 του ο Ghédalia Tazartès, αλλά για την εγχώρια μουσική δημοσιογραφία φαίνεται ότι δεν άξιζε ούτε μια αράδα αποχαιρετισμού. Αμφιβάλλω άλλωστε αν οι περισσότεροι απ' όσους στελεχώνουν τον σημερινό Τύπο (εκείνον που υποτίθεται «ενημερώνει») άκουσαν ποτέ δίσκο του. Φοβάμαι ότι δεν έχουν ακούσει ούτε καν το όνομά του.

Αυτή η εικόνα, πάντως, δεν είναι δηλωτική της αξίας του εκλιπόντος. Ο οποίος -για όσους τουλάχιστον πρόσεξαν- υπήρξε από τους σημαντικούς σε ένα τερέν χωρίς σύνορα και ταμπέλες, φιλόδοξο και περιπετειώδες, που έβαλε προκλήσεις ακόμα και στα πιο ανοιχτά αυτιά, ήδη από το άλμπουμ Diaspora του 1979. 

Όσοι δεν έχουν ξανακούσει τον Γάλλο δημιουργό μα ενδιαφέρονται, μπορούν να κάνουν μια αρχική «γνωριμία» μέσω της συνέντευξης που έδωσε τον Φεβρουάριο του 2017 στον Lawrence Kumpf, για το Bomb. Από εκεί προέρχεται και η άνωθεν φωτογραφία του, η οποία ανήκει στη Samantha Gore.

Αποχαιρετισμός λοιπόν με ένα κείμενο γραμμένο για τον δίσκο του 2009 Repas Froid (που είχε παλαιότερο, ακυκλοφόρητο υλικό), αλλά για την επανέκδοση του 2011 στην PAN (η αυθεντική κυκλοφορία έγινε στην Τanzprocesz). Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Προσπαθώ να φανταστώ πώς ήταν να μεγαλώνεις στη γαλλική ρεπουμπλίκ της δεκαετίας του 1960, όντας τέκνο Τούρκων γονέων. Δύο κόσμοι αγεφύρωτοι, που έπρεπε όμως να βρουν τρόπο συνύπαρξης. Είναι πολλές οι απαντήσεις τις οποίες μπορείς να δώσεις στο ζήτημα και πολλοί οι τρόποι συμβίωσης –συμπεριλαμβανομένης της σύγκρουσης.

Αναρωτιέμαι ωστόσο αν, για κάποια τέτοια παιδιά, η διαδρομή προϋπόθετε αλλεπάλληλα παζλ και κολλάζ. Ορισμένα λειτουργικά, άλλα όχι. Mια συνεχής διαδρομή υπερβάσεων και αδιεξόδων, μέχρι να βρεις πού και πώς ίσως ταιριάξεις το ένα δίπλα στο άλλο. Σκέφτομαι μήπως είναι αυτό το μυστικό του Ghédalia Tazartès: ένα μάθημα ζωής, ένα κοινωνικό βίωμα μπορεί να κρύβεται πίσω από την απαράμιλλη ικανότητά του να μετακινείται από τη λόγια music concrète στις εξωτικές (για τους Δυτικούς) παραδόσεις του πλανήτη, από τα ηχογραφημένα κελαηδίσματα των πουλιών σε field recordings με ζευγάρια Γαλλόπαιδων, από τους απλούς θορύβους σε λούπες και samples μιας κλασικότροπης θλίψης.

Από όταν εμφανίστηκε στα 1979 (με εκείνο το θεσπέσιο Diasporas), οι ήχοι του Tazartès υπήρξαν μια διαρκής και απίθανη πρόκληση. Απέναντι στο ό,τι θεωρούμε μουσική, απέναντι στο πώς πηγάζει μια αίσθηση μελωδίας, απέναντι στο πώς μπορεί να σου εκμαιεύσει το συναίσθημα που μόνο ένα υπέροχο τραγούδι είναι ικανό να σου προσφέρει, χωρίς να ακούς τίποτα υποκείμενο σε αυτήν τη φόρμα. Η ανθρώπινη φωνή κόντρα στη λαλιά των πτηνών –και τούμπαλιν.  

Κάτι τέτοιο στοιχειοθετεί και το πεδίο του Repas Froid: το μοναχικό τραγούδι του Δυτικού διαμερίσματος σε αντιπαράθεση με τη μονωδία του Ανατολίτη, που βρίσκει παρηγοριά στους ουρανούς του. Το ντυμένο τη ρετρό χλαμύδα του παλιού αστικού σαλονιού, δίπλα στον βόμβο του πεζοδρομίου μιας αστικής καθημερινότητας διαρκώς τείνουσας στην εντροπία.

Ταυτόχρονα, ο Ghédalia Tazartès δεν υπήρξε ποτέ ο τύπος του απρόσιτου πειραματιστή, εκείνος που φοβίζει όλους εσάς που ακούτε για τέτοια πράγματα και τρέχετε να κρυφτείτε στην ασφάλεια της ποπ/ροκ φόρμας. Δεν κάνει noise το οποίο ματώνει τα αυτιά, δεν θεοποιεί τα field recordings, χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μα τα συμπιέζει στο υποτυπώδες και δεν έχει τίποτα το κοινό με τους λαπτοπάδες των ημερών μας, όσους πιστεύουν ότι το παν είναι το κολλάζ. 

Όλα αυτά δεν αποτελούν παρά μέσα για τον Tazartès. Μέσα για να αφυπνιστεί ένας καταπληκτικός συνθετικός νους. Λένε ότι φέρνει σε Nurse With Wounds, στα ψαγμένα πειραματικά blogs... Δίχως διάθεση να ψέξω τους τελευταίους (και δίχως η άποψη να είναι εντελώς λαθεμένη), εκείνοι –αν κι έχουν λαμπρές στιγμές στον χρόνο– χάνονται σε ένα δισκογραφικό χάος το οποίο δεν διαθέτει πάντα ενδιαφέρον και συγκρότηση. Αντίθετα, ο Tazartès μετράει μόλις 9 άλμπουμ και μερικά EPs. Και σε αυτήν την τακτοποιημένη, λιτή δισκογραφική παρουσία λάμπει σταθερά ως ένα από τα μεγαλύτερα μυαλά της Ευρώπης στον μουσικό πειραματισμό.

Το Repas Froid δεν είναι βέβαια νέα δουλειά. Το έχουμε ξανασυναντήσει το 2009, ως μια συλλογή ξεχασμένων και ακυκλοφόρητων tapes από τα ύστερα 1970s και τα πρώιμα 1980s. Ως εκεί ξέρουμε, καθώς η έκδοση της Tanzprocesz είχε απλά το όνομα του συνθέτη και τον τίτλο σε  μαύρο φόντο, χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία –περιττό δε να σας πω ότι οι συνθέσεις είναι όλες άτιτλες. Φέτος όμως έρχεται η Pan να περιποιηθεί το υλικό, να το εκδώσει σε  καλαίσθητο βινύλιο 140 γραμμαρίων και να το ενοποιήσει σε δύο μακριές σε διάρκεια συνθέσεις, υπό το mastering του Rashad Becker. Πράγματι, έτσι λειτουργεί καλύτερα: αναδεικνύεται η διάσταση απόκοσμης τελετουργίας που χαρακτηρίζει το σύνολο των ηχογραφημάτων κι αυτή η σουρεαλιστικά σαγηνευτική γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής –τόσο ανθρώπινη στη βαθύτερη ουσία της.

Ίσως ο Ghédalia Tazartès να είναι ο τύπος που δεν θα βρει ποτέ την οποιαδήποτε κατανόηση από τον κύριο κορμό των αναγνωστών ενός σύγχρονου site. Ωστόσο, ίσως είναι λάθος να θεωρούμε ότι ένα τέτοιο δεν το διαβάζουν κι άνθρωποι με διαφορετικές ανησυχίες, οι οποίοι διψούν για την ανάδειξη του πλούτου της μουσικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει.



07 Φεβρουαρίου 2021

Κόκκινος Πετεινός, Σάββατο 13 Αυγούστου 2016


Ο Στυλιανός Τζιρίτας και το Μαστίγιο του Βλάχου, αρχαίες λίμνες στον πλανήτη Άρη, ξεχασμένα βιβλία της Έλενας Ακρίτα σε τρόλεϊ, αναφορές στους Σελτζούκους, αλλά και μουσικές επιλογές από την R'n'B σκηνή του Κονγκό και την αυτόνομη δημοκρατία της Τουβά.

Θα μπορούσε να είναι και Συχνοτική Συμπεριφορά, εντούτοις ήταν Κόκκινος Πετεινός, ηχογραφημένος ως «κονσέρβα» ενόψει του Δεκαπενταύγουστου του 2016. Λίγο πιο λάιτ δηλαδή η ενημέρωση, λίγη περισσότερη η εστίαση στα μουσικά. 

Μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το μικρό αρχείο το οποίο διατηρούμε με τον Στυλιανό Τζιρίτα, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Το μουσικό πρόγραμμα, είχε ως εξής:

1. ΕΣΤΟΥΔΙΑΝΤΙΝΑ ΝΕΑΣ ΙΩΝΙΑΣ (ΒΟΛΟΥ): Ο Χορός Του Ασίκη
2. ΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ: Τα Ζηλιάρικά Σου Μάτια
3. STEVE JANSEN, MICK KARN & RICHARD BARBIERI: Breakable Moons
4. U2: Wild Honey
5. FALLY IPUPA: Original
6. ΜΑΝΩΛΗΣ ΓΑΛΙΑΤΣΟΣ & ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΑΚΟΤΑΣ: Γκουρού
7. SAINKHO NAMTCHYLAK & TINARIWEN: Nomadic Mood
8. ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ: Όμορφη Πόλη
9. MEAT PUPPETS: Sweet



04 Φεβρουαρίου 2021

Alain Lefèvre & Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής / ανταπόκριση (2013)


Κάμποση κλασική μουσική τελευταία, αφού έχω συνδεθεί σταθερά με το Bergen της Νορβηγίας, παρακολουθώντας το θαυμάσιο Wintermezzo Festival που στήθηκε εκεί –για το οποίο ετοιμάζεται κι ένα συνολικό ραπόρτο για το MiC (αν και ο αρχισυντάκτης δεν το γνωρίζει ακόμα!).

Το φεστιβάλ έδωσε παράλληλα αφορμή για να ξαναγυρίσω σε διάφορα κείμενα γραμμένα για εγχώριες κλασικές βραδιές. Εν προκειμένω, πάμε πίσω στον Οκτώβριο του 2013, όταν ο δημοφιλής Καναδός πιανίστας Alain Lefèvre κατέφτασε στο Μέγαρο Μουσικής για να συμπράξει με τη «δική μας» Καμεράτα - Ορχήστρα Των Φίλων Της Μουσικής.

Είναι βέβαια θεατρίνος μέγας ο Lefèvre και ο τρόπος του κάπου «κλωτσάει» απέναντι στον κλασικό κώδικα, με έναν τρόπο που είναι οπωσδήποτε αμφιλεγόμενος, παρά τους θαυμαστές τους οποίους έχει βρει. Ωστόσο, όταν θέλει, είναι και ουσιαστικός βιρτουόζος· κάτι που αποδείχθηκε και στην Αθήνα, σε μια βραδιά που είχε τα πάνω και τα κάτω της, μα άφησε θετική εντύπωση στο φινάλε.

H τότε ανταπόκρισή μου δημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.


Παρότι ήξερα τι πήγα να δω στην αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής, στην πράξη δεν πολυκαταλάβα το γιατί οργανώθηκε όπως οργανώθηκε η συγκεκριμένη συναυλία. Θέλω να πω ότι, εντάξει να παίξει λίγο μόνη της η Καμεράτα, ασφαλώς να παίξει και λίγο σόλο ο Alain Lefèvre, ποιο όμως το νόημα της συνύπαρξης, εάν δεν επιδιωκόταν η σύμπραξη, το αλισβερίσι; Άλλωστε εκείνο που πυροδότησε τελικά τα μανιασμένα χειροκροτήματα και τις ιαχές των «μπράβο!», ήταν ακριβώς το ότι ο δημοφιλής Καναδός και η διαρκώς ανερχόμενη ορχήστρα μας στάθηκαν επιτέλους πλάι-πλάι στο φινάλε της βραδιάς, μεγαλουργώντας στο "Κοντσέρτο αρ. 1 για πιάνο, τρομπέτα και έγχορδα, έργο 35" του Ντμίτρι Σοστακόβιτς.

Η Καμεράτα, πάντως, ξεκίνησε εξίσου εντυπωσιακά. Έχει τύχει να τη δω σε διάφορες φάσεις της πορείας της τα τελευταία χρόνια, ενώ όμως έπαιζε εκείνους τους τρεις εμπνευσμένους από τη δημοτική μας παράδοση χορούς του Νίκου Σκαλκώτα για ορχήστρα εγχόρδων ("Μαζωχτός", "Ηπειρώτικος", "Τσάμικος"), διέκρινα ένα νεοαποκτηθέν σφρίγος, καθώς κι ένα ολοφάνερα κατακτημένο σκαλί. Ρόλο βέβαια έπαιξε ασφαλώς και ο Ηλίας Βουδούρης, ο οποίος και διηύθυνε την ορχήστρα. Γιατί μπορεί να περιμένεις από έναν μαέστρο να είναι ζωηρός, εκείνος όμως διέθετε το κάτι το παραπάνω: η λεπτότητα και η σβελτάδα των κινήσεών του, μαζί με κάποια φευγαλέα (σχεδόν χορευτικά) πέρα-δώθε του κορμού, πρόδιδαν έναν βαθμό άμεσης ψυχικής επαφής με τα ούτως ή άλλως εξαιρετικά έργα του Σκαλκώτα.

Αντιθέτως, βρήκα τον Τσαϊκόφσκι της διαυγή, αλλά χωρίς πνοή: τα πάντα δούλευαν ρολόι στη "Σερενάτα Για Έγχορδα", μα η εκτέλεση έχανε σε προσωπικότητα. Ακόμα και οι εξάρσεις, ενώ αποδόθηκαν σωστά, έμοιαζαν κάπως αποχυμωμένες, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η προσοχή μου και να αρχίσω να αναρωτιέμαι πότε ακριβώς θα βλέπαμε επιτέλους τον Alain Lefèvre. Το νοερό ερώτημά μου απαντήθηκε γύρω στο 40άλεπτο μετά την έναρξη, όταν ο Βουδούρης και οι σολίστ αποσύρθηκαν και δύο άτομα του προσωπικού μετακόμισαν το πιάνο από το αριστερό άκρο στο μέσον της σκηνής, απέναντι ακριβώς από τη μπροστινή σειρά των θεατών. Ο κόσμος, παρεμπιπτόντως, ήταν αρκετός. Όχι πολύς –αρκετά καθίσματα έμειναν άδεια σε πλατεία και θεωρεία– όχι πάντως και λίγος. 

Ο Lefèvre, τώρα, είναι από εκείνους τους πιανίστες-σταρ. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των σύγχρονων κλασικών εκτελεστών (βρίσκεται μάλλον προς το μέσον), αλλά ο αριστοκρατικός του αέρας, ορισμένοι αγαπητοί στο μεσήλικο κοινό θεατρινισμοί και ο χειμαρρώδης τρόπος με τον οποίον εκφράζεται πάνω στα πλήκτρα, διαθέτουν κάτι από την αύρα των φτασμένων ποπ και ροκ αστέρων. 

Ενώ λ.χ. έπαιζε ένα δικό του έργο εμπνευσμένο από τη χώρα μας, το "Impressions Hélléniques Pour Piano Solo: Ilios, Thalassa & Anemos", έδενε τις μελοδραματικές εξάρσεις με μια περφόρμανς που έδειχνε να πλέει στο συναίσθημα. Για ορισμένους, ίσως εδώ να υπάρχει μια υπερβολή, η οποία με τον καιρό έχει γίνει και λιγάκι μανιέρα. Μην έχετε ωστόσο καμία αμφιβολία: ο Lefèvre είναι ο εαυτός του· έτσι αντιλαμβάνεται τον ρόλο του πιανίστα, έτσι επικοινωνεί με το πιάνο. Κι αν το κομμάτι που παρουσίασε κόμισε επιτυχώς μια γεύση από την Ελλάδα του Αττίκ και του Μάνου Χατζιδάκι, δένοντάς τη με τον κινηματογραφικό λυρισμό του Érik Serra στο Απέραντο Γαλάζιο (1988), εκείνος το σέρβιρε με το πάθος ενός Τόλη Βοσκόπουλου. Μην προτρέχετε παρακαλώ, αυτό εγώ το μετράω για καλό. Απλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι μια τέτοια προσέγγιση δεν κολλάει με κάθε στιγμιότυπο: το αμέσως επόμενο "Concerto De Québec" του συμπατριώτη του André Mathieu, για παράδειγμα, απαιτούσε μια εγκράτεια που εμφανώς λείπει από τον Lefèvre. 

Και έφτασε επιτέλους η στιγμή που ο Lefèvre θα συναντούσε την Καμεράτα, πράγμα που πιστεύω θα έπρεπε να είχε επιδιωχθεί νωρίτερα για το χατίρι όλων μας. Στην παρέα προστέθηκε κι ένας ακόμα εξαιρετικός σολίστ –ο Παναγιώτης Καίσαρης στην τρομπέτα– και όλοι μαζί καταδύθηκαν στον Σοστακόβιτς, προσφέροντάς μας μια εκτέλεση που, όπως ήδη είπα, υπήρξε συγκλονιστική. Η Καμεράτα να δείχνει το καλύτερο πρόσωπό της, ο Καίσαρης να ανοίγει διαύλους επικοινωνίας προς την τζαζ σκέψη (ενώ βεβαίως παρέμενε γερά ριζωμένος στο κλασικό αιτούμενο) και ο Lefèvre να παίζει εκπληκτικά, με άκρατο μεσογειακό ταμπεραμέντο. Απολαυστικά τα λιτά χαμηλώματα και τα έξοχα «σβησίματα», συναρπαστικές οι κορυφώσεις. Από τα πλέον χαρακτηριστικά σημεία, τα δευτερόλεπτα όπου τα δοξάρια των βιολιστών συγχρωτίζονταν ακίνητα στον αέρα μετά από ένα δυναμικό ξέσπασμα, όντας σε απόλυτη συνάφεια με την αεικίνητη μπαγκέτα του Βουδούρη, αλλά και με έναν παραληρηματικό, ιδρωμένο Lefèvre, σκυμμένο πάνω από το πιάνο με τις γραμμές προσώπου του γεμάτες ένταση.

Στο τέλος έσπασε επιτέλους και η βαρετή τυπολατρεία των κλασικών, όταν ο Lefèvre άρπαξε και αγκάλιασε σφιχτά τον Βουδούρη (αντί της συνηθισμένης χειραψίας), κάνοντας το ίδιο κατόπιν και για τον Καίσαρη, μα και για το πρώτο βιολί της Καμεράτα. Για να μην πω ότι μας μίλησε, με τα μισά γαλλικά του και τα σπασμένα αγγλικά του, τονίζοντας τη (γνωστή) αγάπη του προς τη χώρα μας, προτού μας καληνυχτίσει με ένα μικρό σόλο encore. Φύγαμε κι εμείς απογειωμένοι, με αρκετούς να παραμιλούν γι' αυτόν τον Σοστακόβιτς κι εμένα να εύχομαι για μια πλήρη ελληνοκαναδική σύμπραξη την επόμενη φορά.   



28 Ιανουαρίου 2021

Οι Εξομολογήσεις της «μαγείρισσας» Μάρθας Φριντζήλα - ανταπόκριση (2018)


Η Μάρθα Φριντζήλα είναι λίγο μεγαλύτερή μου, ωστόσο θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι έχω σαφή άποψη για όλα όσα έχει κάνει στη μέχρι τώρα πορεία της, καθώς δεν είναι και λίγα: ηθοποιός, σκηνοθέτρια, τραγουδίστρια, καθηγήτρια υποκριτικής, ιδιοκτήτρια του χώρου τέχνης και εκπαίδευσης Baumstrasse. 

Ακόμα και σε αυτούς τους χαλεπούς (ελέω κορωνοϊού) καιρούς για την καλλιτεχνική δράση, πρωταγωνίστησε στην κατά Δημήτρη Λιγνάδη Μήδεια –με την οποία έκανε εγκαίνια η νέα Ερευνητική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, πριν κάποιες μέρες– ενώ την Κυριακή 31 Ιανουαρίου θα δώσει συναυλία στο θέατρο Πορεία μαζί με την Κατερίνα Πολέμη. Στο μεταξύ, βρέθηκε χθες βράδυ και στο "Μουσικό Κουτί" (μαζί με τη Μαρία Παπαγεωργίου), την εκπομπή δηλαδή που κάνουν ο Νίκος Πορτοκάλογλου με τη Ρένα Μόρφη στην ΕΡΤ1 και βλέπω ότι αρέσει σε διάφορους φίλους μου στο Facebook που παρακολουθούν το ελληνικό τραγούδι.

Κάπου βέβαια διάβασα κι ένα «όχι άλλο έντεχνο», από έναν από αυτούς τους φεϊσμπουκικούς φίλους που ασχολούνται ενεργά με τα μουσικά. Το σχόλιο όμως το βρίσκω άδικο, όσον αφορά τη Φριντζήλα. 

Δεν ξέρω δηλαδή αν είναι πάντα τόσο καλή σε όλα όσα κάνει, πάντως το πρόγραμμα "Εξομολογήσεις" που παρουσίασε το 2018 στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου συγκαταλέγεται στις σπουδαιότερες ζωντανές παραστάσεις που δόθηκαν σε τούτο τον τόπο κατά την τελευταία δεκαετία –με ή δίχως την «έντεχνη» ταμπέλα. Καταλαβαίνω ασφαλώς πόσο έχει κουράσει η τελευταία με τη συνεχή της, επίμονη μετριότητα. Όμως οι "Εξομολογήσεις" της Φριντζήλα ήταν μια εις βάθος ματιά σε όλον τον κορμό του ελληνικού τραγουδιού, δοσμένη με ζηλευτές ισορροπίες και χωρίς τυμπανοκρουσίες. 

Κι εγώ βέβαια που τα γράφω τώρα αυτά, άργησα να πάρω χαμπάρι τις "Εξομολογήσεις" ενόσω έτρεχαν στο Γυάλινο. Βρέθηκα τελικά εκεί τον Δεκέμβριο του 2018, σε ένα τραπέζι στο πλάι της σκηνής, μαζί με τη Χριστίνα Κουτρουλού και τον Θάνο Λαΐνα. Και δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Το κείμενο που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται εδώ ένεκα της τρέχουσας φριντζήλειας επικαιρότητας, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά και ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Σε παλιότερη συνέντευξη, η Μάρθα Φριντζήλα είχε δεχτεί την «κλασική» (για την περίπτωσή της) ερώτηση, αν είναι δηλαδή τελικά τραγουδίστρια, ηθοποιός ή σκηνοθέτρια. Είχε απαντήσει «μαγείρισσα». Και βλέποντάς τη στο UpStage του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου, στο τελευταίο Σάββατο των επιτυχημένων "Εξομολογήσεων" (που πλέον μετακομίζουν Παρασκευές, για το υπόλοιπο του Δεκέμβρη), σκέφτηκα ότι έχει απόλυτο δίκιο.

Είναι μαγείρισσα η Μάρθα Φριντζήλα, γιατί ψωνίζει οικεία «υλικά», με τα οποία φτιάχνει κατόπιν νόστιμα πιάτα με τη δική της σφραγίδα. Δεν κράτησα «σκορ» στις "Εξομολογήσεις", όμως η πλειονότητα των όσων ακούσαμε ήταν διασκευές. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το ένα από τα τρία εντυπωσιακά στοιχεία του εν λόγω προγράμματος: δεν ξέρω κανέναν άλλον καλλιτέχνη στη χώρα μας τη δεδομένη στιγμή, που να είναι σε θέση να κάνει κάτι τέτοιο. Να παίζεις επί ώρες τραγούδια άλλων ισοδυναμεί με κουτσό στην άκρη απότομου γκρεμού, αφού μπορούν να πάνε στραβά χίλια πράγματα. Όμως στη Φριντζήλα δεν πάει τίποτα στραβά. Και δεν είναι θέμα τύχης, αλλά ζήτημα (βαθιάς) σπουδής και μεθόδου. Το έχει προφανώς αγαπήσει το ελληνικό τραγούδι, αλλά το έχει επίσης σκεφτεί και το έχει μελετήσει. Γι' αυτό και το «μαγειρεύει» τόσο καλά.

Φυσικά, η απάντηση εκείνη ήταν χιουμοριστική. Και από χιούμορ, η Φριντζήλα διαθέτει άφθονο. Υπήρξαν σημεία όπου τα γέλια αντήχησαν κατά μήκος του κατάμεστου UpStage, ιδιαίτερα στις ιστορίες που μας διηγήθηκε από τα σχολικά της χρόνια ή σε στιγμές μιας υψηλού επιπέδου αυτοπαρωδίας, όταν λ.χ. σχολίασε το νέο της ξανθό μαλλί ως «Μποφίλιου από τα Lidl». Τονίζω ξανά ότι γελάσαμε πολύ στην παράσταση, γιατί θα νόμιζες σε πρώτη εντύπωση ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν –η Φριντζήλα άλλωστε μας προειδοποίησε από την αρχή, αφού μπήκε με το "Έλα Πάρε Μου Τη Λύπη", ότι ήταν το μόνο χαρούμενο κομμάτι που θα ακούγαμε. 

Το πρόγραμμα αποδείχθηκε πράγματι «βαρύ», γεμάτο με τραγούδια λυπημένα, τα οποία κοινωνούσαν μελαγχολικούς στοχασμούς και θλιμμένα μεταίχμια ζωής. Και οι έντεχνες σκηνές μας έχουν μάθει να αντιδρούμε σε τέτοιο ρεπερτόριο με σκυθρωπή σοβαροφάνεια· με δύσμορφο σέβας. Κι όμως, εδώ ακριβώς σημειώθηκε το δεύτερο εντυπωσιακό σημείο του προγράμματος. Συγκινείσαι, μα στο τέλος φεύγεις ανάλαφρος και γελαστός. Γιατί η Φριντζήλα αποδεικνύεται μεταξύ άλλων και αρχόντισσα των ισορροπιών: σε μπάζει και σε βγάζει στις διαθέσεις με τέτοιον τρόπο, ώστε να σου μένει όλη η ουσία από τα νοήματα των τραγουδιών, όσο το επιφανειακό βάρος ξορκίζεται από τις διηγήσεις και τα αστεία μεταξύ των επιλογών. 

Είναι μια επιτυχία που οφείλουμε να πιστώσουμε στην περσόνα της Φριντζήλα, η οποία δείχνει να εμπεριέχει αυθεντικά και το ένα και το άλλο. Ωστόσο, σε μια σκηνική επιτέλεση, δεν θα μπορούσε να το κάνει τόσο καλά χωρίς τους μουσικούς που τη συνόδευσαν. Στο ένα άκρο της σκηνής, στο πιάνο, καθόταν ο πάντα εξαιρετικός Τάκης Φαραζής. Στο άλλο, ο μετρημένος μα ακριβής Βασίλης Μαντζούκης –ο σύζυγος της, δηλαδή– ο οποίος έπαιξε ντραμς και κιθάρα. Και πίσω από την πρωταγωνίστρια ο καίριος μπασίστας Αντώνης Μαράτος. 

Ενορχηστρωτικά το πράγμα άγγιξε την τζαζ, αλλά όχι με τους δεδομένους τρόπους που έχουμε μάθει από άλλες μουσικές σκηνές. Εδώ υπήρχε γνώση και άποψη, με αποτέλεσμα να έρθει στο προσκήνιο ένας διάλογος έντεχνης εντοπιότητας και Δύσης, ο οποίος βοήθησε να ενταχθούν ομαλά στον «καμβά» του προγράμματος και αρκετές διεθνείς επιλογές. Φτάνουμε λοιπόν εδώ στο τρίτο εντυπωσιακό στοιχείο των Εξομολογήσεων: η Φριντζήλα τραγούδησε στα ισπανικά, στα ιταλικά (τη ναπολιτάνικη "Maruzella"), στα γραικάνικα, στα γαλλικά ("Padam Padam" της Edith Piaf, σε βροντερή εκτέλεση που έσβησε για λίγο από το μυαλό μας τις ασχήμιες του Πάνου Μουζουράκη), στα αγγλικά (τη "Martha" του Tom Waits) και στα ρώσικα, όντας σε κάθε περίπτωση χάρμα.

Στο εγχώριο μέρος των "Εξομολογήσεων" ακούσαμε τραγούδια πασίγνωστα όπως το "Σ' Ακολουθώ" του Μάνου Λοΐζου να μπαίνουν δίπλα σε απρόσμενες στιγμές, λίγο χαμένες στο βαθύ ποτάμι της ελληνικής δισκογραφίας, όπως λ.χ. το "Σαντιάγο" του Μίκη Θεοδωράκη (το είχε πει πίσω στο 1986 ο Ζωρζ Μουστακί). Και «δεδομένους» πλέον καλλιτέχνες σαν την Αρλέτα και τον Τζίμη Πανούση, αλλά όχι στις πιο προφανείς επιλογές –παίχτηκαν, αντίστοιχα, το "Η Ομίχλη Μπαίνει Από Παντού Στο Σπίτι" και η "Μάγισσα Μανούλα", σε ένα αφοπλιστικό στιγμιότυπο. Φτάσαμε πίσω στο 1934, στη "Γυφτοπούλα" του Γιώργου Μπάτη, σταθήκαμε "Απόψε Σιωπηλοί" μνημονεύοντας ξανά τον μέγα Νίκο Παπάζογλου, απολαύσαμε μια έξοχη εκτέλεση στο "Θα Με Δικάσει" στο encore, όταν επί σκηνής ανέβηκε για λίγο και ο Παναγιώτης Τσεβάς, ο οποίος βρισκόταν με φιλική παρέα σε ένα από τα τραπέζια του UpStage.

«Θα πείτε μετά και στους φίλους σας να έρθουν», είπε σε κάποιο σημείο αστειευόμενη η Μάρθα Φριντζήλα. Εγώ ωστόσο δεν αστειεύομαι καθόλου προτρέποντάς σας να πάτε οπωσδήποτε να τη δείτε. Ε, και ναι, να πάρετε και τους φίλους σας.