29 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 21 Ιουλίου 2018

Σήμερα, το μικρό ραδιοφωνικό αρχείο που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφει πίσω στο 2018, ανασύροντας μία από τις Συχνοτικές Συμπεριφορές που ηχογραφήσαμε ενόψει του τότε θέρους, με ηχολήπτη τον Αχιλλέα Φακόπουλο.

Σε αντίθεση με άλλες μας εκπομπές, αυτή δεν είχε πολύ ελληνικό ρεπερτόριο, ωστόσο στη διάρκειά της τέθηκαν διάφορα ιντριγκαδόρικα ερωτήματα, όπως:
* Ποιος μπορεί να θεωρηθεί σαν Ringo Starr του πειραματισμού;
* Ποια Ελληνίδα λαϊκή σταρ θα μπορούσε ίσως να έχει τραγουδήσει το "More Than A Woman" των Bee Gees;
* Σε ποια sci-fi δυστροπία του 2015 σκοτώνουν τον Μπρους Γουίλις, γεγονός που έκανε έξαλλο τον Στυλιανό Τζιρίτα;

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα.
 
Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. CHICK COREA & HERBIE HANCOCK: Liza (All The Clouds'll Roll Away) - live in San Francisco 1978
2. DEEP PURPLE: Knockin' At Your Back Door
3. DAVID SYLVIAN: All Of My Mother's Names (Summers With Amma)
4. BRIAN ENO: Baby's On Fire
5. ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ: Και Λέγε-Λέγε
6. RICK WAKEMAN: Anne Of Cleves
7. PHILADELPHIA ORCHESTRA (σε διευθ. EUGENE ORMANDY): Charles Ives' Symphony no. 1 (Allegro)
8. DAVID HELFGOTT: Sergei Rachmaninoff's Piano Concerto No. 3 (Allegro Ma Non Tanto)
9. IAN GILLAN: One Eye To Morocco
10. VAN MORRISON: Roll With The Punches
11. THE SEEDS: Nobody Spoil My Fun
12. AEROSMITH: Walk On Water
13. CRACKER: Shake Some Action
14. THE BEE GEES: More Than A Woman
15. METALLICA: Ain't My Bitch



27 Νοεμβρίου 2020

White Ring - συνέντευξη (2019)

Αν και υπηρετώ τον μουσικό Τύπο από το 2004, έχοντάς τον μάλιστα ως βασική μου ενασχόληση, ουδέποτε μου άρεσαν τα παιχνίδια που ενίοτε παίζει σε επικοινωνιακό επίπεδο. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικότερα πράγματα για να γκρινιάξει κανείς, πάντως την τάση να βγάζουμε νέες ταμπέλες για υποτιθέμενα είδη, τα οποία εν τέλει δεν είναι παρά στυλ μέσα σε ήδη στεγανοποιημένες τάσεις, τη θεωρώ από τις πιο ανεύθυνες. 

Το λεγόμενο «witch house» εντάσσεται σε αυτήν την περίπτωση, αν και δεν υπήρξε τόσο ανυπόστατο και τόσο ενοχλητικό όσο η λίγο προγενέστερή του «indietronica». Για ένα διάστημα, βέβαια, ορισμένοι προσπάθησαν να πείσουν (εαυτούς και κοινό) ότι το witch house θα ήταν το next big thing της μουσικής βιομηχανίας –κάτι που δεν συνέβη ούτε όταν άλλοι προσπάθησαν να το πλασάρουν ως ...«gothotronica», ελπίζοντας ίσως να εξαργυρώσουν το hype της indietronica στον ιντερνετικό indie Τύπο. Ειρωνικά, πάντως, η gothotronica είχε περισσότερη περιγραφική δύναμη για το τι άκουγε κανείς.

Το όνομα που κατ' εξοχήν σχετίστηκε με την εν λόγω ετικέτα ήταν βέβαια οι Αμερικανοί oOoOO, για μένα όμως πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση στάθηκαν οι συμπατριώτες τους White Ring -οι οποίοι και ξεκίνησαν συνεργαζόμενοι μαζί τους, για το split single Roses/Seaww (2010). Παρά ταύτα, απέτυχαν να εκμεταλλευτούν τον πρόσκαιρο ντόρο που δημιούργησε το ΕΡ Black Earth That Made Me (2011). Όταν ξαναφάνηκαν στα πράγματα με το πρώτο τους πλήρες άλμπουμ Gate Of Grief, ήμασταν πια στο 2018, με τη witch house ετικέτα να έχει εξαφανιστεί σε επίπεδο δημοσιογραφικής προβολής. 

Το Gate Of Grief έβγαλε τον Bryan Kurkimilis και την Kendra Malia σε διεθνή περιοδεία, οδηγώντας και στην πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα (Οκτώβριος 2019). Ωστόσο η Malia δεν έδωσε το παρών στη Death Disco: ο Kurkimilis εμφανίστηκε με την Adina Viarengo στα φωνητικά. Λίγες ημέρες αργότερα, το BrooklynVegan (νομίζω) έγραψε ότι η Malia βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, μόλις στα 37 της χρόνια. Αιτία θανάτου δεν ανακοινώθηκε επισήμως, αν και αρκετοί γύρω από το γκρουπ υπέδειξαν κάποιο θέμα με ναρκωτικά. Το τι θα γινόταν στο μεταξύ με τους White Ring έμεινε (δικαιολογημένα) αβέβαιο για κάποιο διάστημα, πλέον όμως φαίνεται ότι ο Kurkimilis συνεχίζει, με τη Viarengo να αναβαθμίζεται σε πλήρες μέλος, παίρνοντας τη θέση της Malia.

Πριν συμβούν πάντως όλα τούτα, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Bryan Kurkimilis, ο οποίος μου αποκάλυψε μάλιστα και την (απώτερη) καταγωγή του από τα Κουρκουμελάτα της Κεφαλλονιάς! Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το κατά καιρούς promo υλικό της μπάντας, με τη δεύτερη να ανήκει στον Columbine Goldsmith


Σας περιμένουμε σύντομα στην Ελλάδα, για την πρώτη σας συναυλία εδώ. Αλήθεια, μας έχετε επισκεφθεί ξανά; Ίσως ως τουρίστες;

Δεν έχουμε ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα και είναι χώρα την οποία πάντα ήθελα να επισκεφθώ. Το επώνυμό μου, ξέρεις, είναι μια μπασταρδεμένη, αμερικανοποιημένη εκδοχή του Κουρκουμελάτα, το οποίο γνωρίζω ότι είναι χωριό στην Κεφαλλονιά. Και είναι κάτι που ονειρεύομαι από παιδί να τσεκάρω.

Απ' όσο βλέπω, η περιοδεία σας τελειώνει στην Αθήνα. Άρα να υποθέσω ότι έχετε κανονίσει να μείνετε λίγες μέρες στην Ελλάδα, πριν πετάξετε για πίσω;

Α, ναι, ισχύει! Είπαμε ότι θα κάνουμε λίγες μέρες διακοπές μετά τη συναυλία, στόχος μας είναι να εξερευνήσουμε όσο μπορούμε την Ελλάδα.

Φέτος κυκλοφορήσατε ένα single ονόματι Slow Burned, με δύο καινούρια τραγούδια, τα "Aessence" και "Shaken To Sleep". Να τα θεωρήσουμε προπομπό του άλμπουμ που ετοιμάζετε για το 2020; Θα ακούσουμε αλήθεια ακυκλοφόρητο υλικό στη Death Disco;

Όχι, τα κομμάτια του Slow Burned προορίζονται αυστηρά για την 7ιντση αυτή κυκλοφορία, είναι ένα non-album single. Δεν λέω ότι αποκλείεται να τα ξαναδείτε κι αργότερα, όχι πάντως στη συγκεκριμένη τους μορφή. Είναι κάτι που πάντα μου άρεσε και σε άλλα συγκροτήματα, να γυρνάνε πίσω στο υλικό τους και να το ξαναφαντάζονται σε διαφορετική εκδοχή.

Όσο για τη συναυλία, σχεδόν σε κάθε μας εμφάνιση παίζουμε νέα ή/και ακυκλοφόρητα τραγούδια. Και δεν σκοπεύουμε να κάνουμε εξαίρεση για την Αθήνα, οπότε θα ακούσετε σίγουρα καινούριο υλικό. Προσωπικά μιλώντας, τρελαίνομαι να παίζω live αδημοσίευτα πράγματα.

Το πρόσφατο άλμπουμ Gate Of Grief (2018), για το οποίο και περιοδεύετε, είναι φτιαγμένο να ακούγεται σαν σύνολο. Υπάρχει εδώ κάποια επίκληση σε παλιότερες δισκογραφικές ημέρες, π.χ. σε σπουδαίους δίσκους της pop/rock ιστορίας που κι εσείς απολαύσατε ως ακροατές στην ολότητά τους;

Σε ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό το σχόλιο, χαίρομαι πραγματικά που το Gate Of Grief αφήνει μια τέτοια εντύπωση. Δεν ήμουν ποτέ φίλος των δίσκων που έμοιαζαν με συλλογές κομματιών, στις οποίες απλώς ξεχώριζαν ένα ή δύο, ως πιθανά singles. Ελπίζουμε μάλιστα ποτέ να μην κάνουμε μεγάλη επιτυχία με κάποιο τραγούδι. Θέλουμε οι White Ring να παραμείνουν ένα εγχείρημα πολύ αφηγηματικό, του οποίου τα μέρη θα λειτουργούν πάντα με αίσθηση συνόλου.

Ο μουσικός Τύπος συχνά πασχίζει να βάλει μια ταμπέλα στη μουσική που φτιάχνετε –συνήθως την αποκαλεί «witch house». Για σας, υπάρχει νόημα σε όλο αυτό; Σας βοηθάει σε κάτι, π.χ. δίνοντας την αίσθηση ότι ανήκετε σε κάποια σκηνή;

Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τον όρο «witch house» για τη μουσική μας, ωστόσο προσπαθώ να στέκομαι ουδέτερα απέναντί του. Όσοι πάντως είναι εξοικειωμένοι μαζί του, συνήθως γνωρίζουν και τους White Ring –οπότε τελικά δεν βοηθάει και σε κάτι.

Δεν με πειράζει πάντως να αυτοπροσδιορίζονται κάποιοι ως witch house ακροατές, απλά δεν μου αρέσει η ιδέα ότι μέρος της ταυτότητάς μου ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα (όποια κι αν είναι αυτή). Γιατί οι ομάδες εύκολα μετατρέπονται σε πλήθη και τα πλήθη, τελικά, γίνονται όχλος.

Τα τραγούδια σας εκπέμπουν νομίζω ένα αίσθημα προσμονής για πράγματα λίγο απροσδιόριστα, που ίσως και να μην υπάρχουν ακόμα. Νιώθετε να σας ενώνει αυτό με τους goth και dark wave εξερευνητές των 1980s;

Ναι, οπωσδήποτε. Σκέφτομαι προσωπικά τη μουσική μας σαν μια καινούρια, αγνή μορφή του post-punk εκείνης της δεκαετίας, η οποία απευθύνεται σε όσα παιδιά μεγάλωσαν έχοντας δίπλα τους το ίντερνετ.

Υπό μια τέτοια έννοια, το Gate Of Grief εκφράζει μια αυστηρώς εσωτερική πραγματικότητα; Ή υπάρχει και κάποια αναφορά εδώ στο Bab-el-Mandeb (Πύλη των Δακρύων), άρα εμμέσως και στη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στην Υεμένη;

Υπάρχει πράγματι μια γεωγραφική αναφορά στην περιοχή, όχι όμως στον πόλεμο της Υεμένης. Πήραμε το όνομα Gate Of Grief από ένα ντοκιμαντέρ που είδαμε, για τις μετακινήσεις των πρώιμων ανθρώπων: ήταν το μοντέρνο όνομα της τοποθεσίας όπου οι ειδικοί εντοπίζουν τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας που έκαναν το πέρασμα από την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

Κατά τα λοιπά, ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε ένα τραύμα του παρελθόντος το οποίο κουβαλά κανείς από τα παιδικά του χρόνια και συνεχίζει να τον απασχολεί και στην ενήλικη ζωή. Νομίζω είναι κάτι που όλοι έχουν βιώσει, σε έναν τουλάχιστο βαθμό –και έχουν συνείδησή του, τουλάχιστον αν εξερευνούν τα του εαυτού τους.

Ως μπάντα, είστε «παιδί» της MySpace εποχής, η οποία ήδη δείχνει σαν κάτι πολύ μακρινό. Αισθάνεστε άνετα στα σημερινά social media; Τελικά οι υψηλές, ψηφιακές ταχύτητες μας φέρνουν όντως πιο κοντά;

Δεν μισώ τα social media, αλλά δεν νιώθω και κάτι απέναντί τους –κάτι που δεν ισχύει όμως για το ίντερνετ, συνολικά μιλώντας. Περνάω ας πούμε πολύ χρόνο στο YouTube, στο BitChute και σε μερικά ακόμα sites, στα οποία μάλλον θα με κράξουν που συχνάζω! Γενικά, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και φιλοσοφία προερχόμενη από μη mainstream πηγές.

Έχω γνωρίσει σχεδόν όλους μου τους φίλους μέσω ίντερνετ και οι ίδιοι οι White Ring δεν θα υπήρχαν, αν δεν βρισκόμασταν κάπως στα social media. Ωστόσο το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο. Αν ψάχνεις λοιπόν για μερικές προφανείς πληροφορίες για το ποιος είναι κάποιος, μπορείς να τις πάρεις βλέποντας πώς το χρησιμοποιεί. Θα σου δώσει μια εικόνα της αληθινής του φύσης.



25 Νοεμβρίου 2020

Still Corners - συνέντευξη (2018)


Ο Ιανουάριος του 2021 προβλέπεται να φέρει φρέσκους Still Corners, περίπου 3 χρόνια μετά την τελευταία τους δουλειά Slow Air (2018), η οποία μας απασχόλησε αρκετά και στην Ελλάδα: έγινε αιτία μιας νέας επίσκεψης των Greg Hughes & Tessa Murray στην Αθήνα, που επιβεβαίωσε το γκελ τους στη χώρα μας με ένα εμφατικό sold-out στο Gagarin. 

Το δίδυμο έχει αποκαλύψει 2 τραγούδια από το νέο άλμπουμ ("The Last Exit", "Crying"), το οποίο θα λέγεται κι αυτό The Last Exit και θα βγει 21 Ιανουαρίου από τη Wrecking Light –το label της μπάντας. 

Τα νέα δίνουν λοιπόν καλή αφορμή για μια εκ νέου επίσκεψη στην κουβέντα που κάναμε τον Νοέμβριο του 2018, λίγο πριν την έλευσή τους στο Gagarin. Στην οποία δεν συζητήσαμε μόνο τα του Slow Air, αλλά και για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τις σκέψεις τους να μετακομίσουν στην Ελλάδα και βέβαια για το τι έγινε σε εκείνο τη νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα, που αποτυπώθηκε σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, το "Black Lagoon".

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη ανήκει στους Still Corners, ενώ η δεύτερη ανήκει στον Chad Kamenshine. Αμφότερες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα κοινοποίησε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Αν δεν σας ξέραμε και η πρώτη γνωριμία γινόταν με το Slow Air, θα ορκιζόμασταν ότι είσαστε αμερικάνικη μπάντα. Πώς καταφέρνετε και απορροφάτε τόσο πετυχημένα το περιβάλλον στο οποίο δισκογραφείτε;

Είμαστε ανοιχτοί σε κάθε είδους έμπνευση, άλλωστε υπάρχουν πάρα πολλά για να σε εμπνεύσουν: η φύση, οι άνθρωποι, το μαγείρεμα, οι ταινίες, η μουσική βεβαίως. Τις προάλλες στη Νέα Υόρκη, ας πούμε, είδαμε από κοντά να δουλεύουν πάνω σε ξύλο· το θέαμα, το όλο αίσθημα, ακόμα και η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Αν εκτίθεσαι σε τέτοια πράγματα, κάτι πάντα μένει μαζί σου, το οποίο μπορείς να ανασύρεις στο κεφάλι σου καθώς γρατζουνάς την κιθάρα ή το πιάνο. Το καλύτερο είναι να το αφήσεις να ρεύσει μέσα σου –αυτή η ροή πιστεύουμε ότι είναι το πιο σημαντικό στοιχείο, καθώς και η διατήρησή της.

Κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να αποδειχθεί δύσκολο· ίσως για παράδειγμα μπλοκαριστείς τελικά, γιατί ο κόσμος μπορεί να είναι όμορφος, αλλά μπορεί και να γίνει τρομακτικός –υπάρχουν καλές και κακές ημέρες. Αν ας πούμε διαβάζεις τα νέα, μπορεί να σε αποπροσανατολίσει καθώς γράφεις, αφού θα έρχονται συνέχεια κατά νου και θα πρέπει να αγωνιστείς να διατηρήσεις τη δημιουργικότητά σου, κρατώντας μακριά ό,τι το αρνητικό και το τοξικό. Πάντως αυτό κάναμε στο Austin του Τέξας όπου γράφτηκε το Slow Air: αφεθήκαμε στο περιβάλλον και γίναμε ένα με τον κόσμο του.

Η Αμερική, ωστόσο, δεν έχει γίνει πρόσφατα ένα τρομακτικό μέρος;

Και ναι, και όχι... Στη μεγάλη εικόνα της, δεν διαφέρει αισθητά από τη χώρα που ήταν και στο πρόσφατο παρελθόν, αφού –όπως συνήθως συμβαίνει– υπάρχει αρκετός διαχωρισμός μεταξύ του πώς ζούνε οι άνθρωποι και του τι κάνει η κυβέρνηση. Αν όμως κάτσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον της Αμερικής, αυτό ναι, μπορεί να είναι πράγματι μια πολύ διαφορετική ιστορία.

Δουλεύετε μαζί εδώ και αρκετό καιρό πια. Αυτό κάνει πιο εύκολη τη δημιουργική σύμπραξη; Ή χρειάζεται να αντιμετωπίζετε και διάφορες εντάσεις;

Την κάνει οπωσδήποτε πιο εύκολη· επί σκηνής ειδικά, είναι λες και έχουμε τηλεπάθεια. Τα πράγματα επίσης κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ κάποιες φορές γίνονται και πολύ διασκεδαστικά. Το τελευταίο μας άλμπουμ, για παράδειγμα, μας φάνηκε ότι συναρμολογήθηκε πολύ γρήγορα.

Τι έγινε αλήθεια με τη Sub Pop; Δεν ήσασταν ικανοποιημένοι; Δεν έμειναν εκείνοι ευχαριστημένοι;

Παραμένουμε στη Sub Pop, όσον αφορά το publishing της δουλειάς μας· κάτι σπουδαίο. Απλά, στο κομμάτι που έχει να κάνει αυστηρά με το δισκογραφικό label, κάναμε ένα άλμα πίστης ξεκινώντας τη δική μας εταιρία. Πάντα μας ενέπνεε άλλωστε ο Steve Albini και γενικά το πανκ πνεύμα του DIY. Και μας αρέσει να έχουμε εμείς τον έλεγχο των πραγμάτων. Το κουμαντάρισμά τους, το να βρίσκουμε π.χ. εργοστάσια κοπής βινυλίου ή το να μιλάμε με ατζέντηδες δημοσίων σχέσεων, μας ενθουσιάζει. Νιώθουμε ότι εμείς κινούμε το «πλοίο», ξέροντας ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκεται.

Λιγότερο ή περισσότερο, λοιπόν, είμαστε επικεφαλής του πεπρωμένου μας: αν μας έρθει να βγάλουμε ένα άλμπουμ τον άλλον μήνα, μπορούμε. Και βέβαια υπάρχουν και τα χρήματα, τα οποία φτάνουν όλα απευθείας σε μας και δεν χρειάζεται να μοιραστούν στη διαδρομή σε μεσάζοντες. Δεν είμαστε στη μουσική για τα λεφτά, οπωσδήποτε όμως είναι ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της δράσης μας.

Το Slow Air σας φέρνει ξανά στην Ελλάδα (21 Νοεμβρίου), αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη σας φορά εδώ. Θυμάστε κάτι ιδιαίτερα από τον τελευταίο σας ερχομό στα μέρη μας;

Λατρεύουμε την Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη στα οποία έχουμε ταξιδέψει. Μας αρέσουν οι άνθρωποί της και το όλο κλίμα, έχουμε μάλιστα σκεφτεί πάνω από μία φορά να μετακομίσουμε στα μέρη σας. Το να περπατάμε στους δρόμους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, να τρώμε το φαγητό σας, να συναντάμε τους fans που έρχονται στις συναυλίες, όλα μας έχουν δώσει πολύ αγαπητές μνήμες. Μας αρέσει επίσης πολύ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, οπότε νιώθουμε σπουδαία να βρισκόμαστε στον τόπο του.

Οπότε, τι να περιμένουμε από το επερχόμενο live στην Αθήνα; Σας αρέσει ακόμα να χαμηλώνετε τον φωτισμό και να προβάλλετε οπτικό υλικό ενώ παίζετε;

Θα σας ξετινάξουμε! Ναι, ακόμα θέλουμε να είναι σκοτεινές και ατμοσφαιρικές οι συναυλίες και ακόμα χρησιμοποιούμε οπτικό υλικό. Μαζί μας θα έρθει και ένας εξαιρετικός ντράμερ, αλλά κι ένας μηχανικός ήχου. Θα είναι ένα σπουδαίο σόου.

Ορισμένες κριτικές βρήκαν ότι το "The Message" θυμίζει πολύ Chris Isaac. Είστε fans;

Ω, ουάου, αυτό είναι ωραίο. Ναι, λατρεύουμε τον Chris Isaac.

Κι αν ρωτήσουμε τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα;

Ααα, αυτό τώρα είναι ένα μυστήριο, το οποίο ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί!



22 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Στην πρώτη από μια σειρά ειδικών αναρτήσεων οι οποίες θα καταστήσουν διαθέσιμο το αρχείο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφουμε στην εκπομπή της 10ης Μαρτίου του 2019. 

Η οποία, αν και μεταδόθηκε «κονσέρβα» ένεκα της περσινής Καθαράς Δευτέρας, είχε μια έντονη ροπή προς την παρασάλευση του χρόνου· παραλίγο, μάλιστα, να τρέξουμε και διαγωνισμό «Κερδίστε Κούλουμα με τον Τζιρίτα και τον Συμβουλίδη». 

Τελικά δεν συνέβη, έδωσε όμως πάσα σε μια συζήτηση γύρω από τη σωστή ...λαγάνα και το ποια κονσέρβα ντολμαδάκια είναι η καλή –ενώ θα μάθετε και τι από τα νηστίσιμα δεν τρώει ο (ηχολήπτης) Γιάννης Κολύβας. Αλλά για να κάνουμε (εν τέλει) και μια παρασάλευση χρόνου, κρατήστε σημειώσεις, ώστε να ανακαλύψετε πού μπορεί να συναντήσετε τον κύριο Τζιρίτα το πρωί της Καθαράς Δευτέρα του 2021, καλά να είμαστε!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα. 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BBC SCOTTISH SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. DONALD RUNNNICLES): Antonín Dvořák's Adagio from Symphony no. 9 (New World)
2. IRON HORSE: Pennyroyal Tea
3. ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΙΝΟΥ & MOKITA: Στο Τέλος Της Μέρας
4. PRINCE: South
5. SIOUXSIE & THE BANSHEES: Happy House
6. BRUCE SPRINGSTEEN: Lucky Day
7. GHOST: Rats
8. ROBERT JOHNSON: Sweet Home Chicago
9. ΜΑΤΟΥΛΑ ΖΑΜΑΝΗ: Βάλια Κάλντα -ζωντανή ηχογράφηση
10. RAMONES: Bop 'Til You Drop
11. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Να 'Μουν Νύχτα Στον Γιαλό
12. B.T. EXPRESS: Do It (Til' You're Satisfied)
13. ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ: Άνωση
14. THE FLYING BURRITO BROTHERS: Wild Horses



19 Νοεμβρίου 2020

Cult Of Luna: A Dawn To Fear [δισκοκριτική, 2019]

Για μερικούς μουσικούς εκεί έξω, φαίνεται ότι η κρίση του κορωνοϊού εξασφάλισε περισσότερο στούντιο χρόνο από όσο ίσως θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες (με περιοδείες κτλ.). Οι Cult Of Luna, για παράδειγμα, οι οποίοι πραγματοποιούν γρήγορη δισκογραφική επιστροφή, αφού ήταν μόλις 2019 που έβγαλαν το A Dawn To Fear (στη Metal Blade). 

Αυτές λοιπόν τις μέρες, οι Σουηδοί ανακοίνωσαν το νέο τους EP The Raging River, που θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου 2021 από το δικό τους label, Red Creek Records. Οι ίδιοι το παρουσιάζουν ως μια γέφυρα· ως ένα ενδιάμεσο σημείο το οποίο πρέπει να διασχίσουν προκειμένου να ολοκληρωθεί ό,τι άρχισε με το A Dawn To Fear. Πρόσθεσαν μάλιστα πως το καινούριο ΕΡ θα περιέχει και συνεργασία-έκπληξη με τον Mark Lanegan, του οποίου δηλώνουν από χρόνια fans. 

Μέχρι να δούμε τι μας επιφυλάσσουν, τα νέα αυτά δίνουν καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στην κριτική που υπέγραψα το 2019 για το A Dawn To Fear, αποτιμώντας το ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς: μια σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος, που θαρρείς εκπροσωπεί μουσικά όσους νιώθουν να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ, ζώντας και δρώντας στο σύγχρονο αστικό πεδίο. Η κριτική δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η φωτογραφία της μπάντας ανήκει στη Silvia Grav και προέρχεται από το promo υλικό που έδωσε η Metal Blade στον Τύπο, για τις ανάγκες προώθησης του A Dawn To Fear


Το ξάνοιγμα των Neurosis από το 1980s hardcore punk της καλιφορνέζικης νιότης τους σε μια ηχητικώς διευρυμένη προσέγγιση με στοιχεία αληθινής πρωτοπορίας, προκάλεσε έναν από τους μεγάλους σεισμούς στον κόσμο της σκληρής μουσικής, κατά τη δεκαετία του 1990. Και κλόνισε κάμποσα από τα μέχρι τότε κάστρα, χάριν μιας ανίερης (για τα παλιά χρόνια) σύγκλισης με ανησυχίες που άνηκαν στο alternative φάσμα. Τα υπόλοιπα είναι πλέον ιστορία, είτε δέχεται κανείς τον post-metal όρο, είτε προτιμά να κάνει λόγο για sludge.

Για τα συγκροτήματα βέβαια που ακολούθησαν τα καράβια των Neurosis στις νέες γαίες, η παρουσία τους αποδείχθηκε ευχή, μα και κατάρα. Μπορεί δηλαδή να αποκάλυψαν συναρπαστικές προοπτικές, πρόσφορες για εξερεύνηση, μα παρέμειναν συνάμα και οι καλύτεροι: ακόμα και οι Isis, που για λίγο τους κοίταξαν στα μάτια το διάστημα 2002 με 2004, έμειναν γρήγορα από καύσιμα. Πόσο μάλλον ευρωπαϊκά γκρουπ σαν τους Cult Of Luna, τα οποία χρειάστηκε να παλέψουν σε αυτήν την κατά βάση αμερικάνικη πραγματικότητα απλώς για να σταθούν όρθια –παρά τις υπερθετικές κουταμάρες που διαβάσαμε στα '00s από μερίδα του μεταλλικού Τύπου, στον απόηχο του όντως αξιόλογου άλμπουμ Somewhere Along The Highway (2006).

Ωστόσο οι Cult Of Luna όχι μόνο έμειναν όρθιοι, μα δούλεψαν και σκληρά, ώστε να πάψουν να λογίζονται ως οι φτωχοί συγγενείς από την ακριτική Umeå της Σουηδίας. Στο Vertikal του 2013 βρήκαν ξέφωτο για να καλπάσουν, ενώ στο Mariner του 2016 (σε συνεργασία με την Julie Christmas) υπερπήδησαν τον πήχη του «καλού», διεκδικώντας πιο σημαίνοντα ρόλο στα πράγματα της τρέχουσας δεκαετίας, δίπλα σε μπάντες που επίσης επένδυσαν στην υπέρβαση, σαν π.χ. τους Rosetta ή τους Amenra. Με το A Dawn To Fear, λοιπόν, κάνουν μια συγκροτημένη προσπάθεια να αφήσουν πίσω τους αντιπάλους, προσφέροντας ένα άλμπουμ σφιχτά μεγαλοπρεπές, ικανό να απευθυνθεί και σε όσους ενδιαφέρονται για τη σκηνή, χωρίς όμως να ακολουθούν και κατά πόδας.

Παρά τα 79 λεπτά ακρόασης και τα μακροσκελή τραγούδια, οι Σουηδοί δεν φλυαρούν. Ναι, χάνουν λίγο τον βηματισμό στα πρώτα λεπτά του "Lights On The Hill" και πέφτουν σε κλισέ μανιέρες που θυμίζουν post-rock αδιέξοδα, όταν επιδιώκουν να «ξεφουσκώσουν» την ένταση στο "We Feel The End". Όμως οι ισορροπίες γρήγορα αποκαθίστανται και η συνολική αίσθηση είναι αυτή ενός καλά αρμολογημένου δίσκου. Οι όποιες «προοδευτικές» παρεκκλίσεις τείνουν ευτυχώς προς τους The Ocean και όχι προς τη νεο-progressive νύστα, ενώ τα synths τοποθετούνται εξαιρετικά στην ενορχήστρωση: εμπλουτίζοντας τον επιδιωκόμενο ήχο, χωρίς να μπαίνουν άκομψα σε πρώτο πλάνο.

Το A Dawn To Fear μοιάζει με σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος. Τα σχισμένα ουρλιαχτά του Johannes Persson προσωποποιούν τη βουβή απελπισία όσων ζουν και δρουν σε αστικό τοπίο, νιώθοντας διαχρονικά να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ (1893). Την ίδια όμως στιγμή οι κιθάρες –έχοντας πίσω τους την εμπειρία του Mariner– κομίζουν γλυκές, μελαγχολικές μελωδίες, οι οποίες χτίζουν πυρήνα συναισθηματικής αντίστασης στην όλη φρενίτιδα, προσφέροντας εκλεπτυσμένο χαρακτήρα στον δίσκο. Το δυσοίωνο drone που εκκινεί το "The Silent Man" γίνεται το πρώτο βήμα προς την άβυσσο, το "Nightwalker" πραγματώνει την αίσθηση Φόβου που επικαλείται ο τίτλος, το "Lights On The Hill" σε σπρώχνει στη θλίψη, ενώ το "The Fall" αναλαμβάνει να τσαλαπατήσει κάθε ελπίδα για (δι)έξοδο ή προορισμό, μετατρέποντας την κατάβαση σε καταβαράθρωση.

Παρά τα τόσα ωραία, πάντως, ο πλήρης αισθητικός και εκφραστικός ορίζοντας του A Dawn To Fear παραμένει οριοθετημένος από τη δράση των Neurosis και των Isis. Οι Cult Of Luna δεν έχουν πάει δηλαδή κάπου πιο πέρα, εν πολλοίς μάλιστα δοκιμάζουν εδώ κόλπα ήδη γνώριμα και σε προηγούμενους δίσκους, είτε αυτούσια, είτε ιδωμένα με μια πιο λοξή ματιά. Έφτασαν πάντως στα απώτατα σύνορα και τα ψηλαφούν με αυτοπεποίθηση. Και, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, διεκδικούν ισότιμη αντιμετώπιση με τα post-metal τοτέμ.