27 Νοεμβρίου 2020

White Ring - συνέντευξη (2019)

Αν και υπηρετώ τον μουσικό Τύπο από το 2004, έχοντάς τον μάλιστα ως βασική μου ενασχόληση, ουδέποτε μου άρεσαν τα παιχνίδια που ενίοτε παίζει σε επικοινωνιακό επίπεδο. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικότερα πράγματα για να γκρινιάξει κανείς, πάντως την τάση να βγάζουμε νέες ταμπέλες για υποτιθέμενα είδη, τα οποία εν τέλει δεν είναι παρά στυλ μέσα σε ήδη στεγανοποιημένες τάσεις, τη θεωρώ από τις πιο ανεύθυνες. 

Το λεγόμενο «witch house» εντάσσεται σε αυτήν την περίπτωση, αν και δεν υπήρξε τόσο ανυπόστατο και τόσο ενοχλητικό όσο η λίγο προγενέστερή του «indietronica». Για ένα διάστημα, βέβαια, ορισμένοι προσπάθησαν να πείσουν (εαυτούς και κοινό) ότι το witch house θα ήταν το next big thing της μουσικής βιομηχανίας –κάτι που δεν συνέβη ούτε όταν άλλοι προσπάθησαν να το πλασάρουν ως ...«gothotronica», ελπίζοντας ίσως να εξαργυρώσουν το hype της indietronica στον ιντερνετικό indie Τύπο. Ειρωνικά, πάντως, η gothotronica είχε περισσότερη περιγραφική δύναμη για το τι άκουγε κανείς.

Το όνομα που κατ' εξοχήν σχετίστηκε με την εν λόγω ετικέτα ήταν βέβαια οι Αμερικανοί oOoOO, για μένα όμως πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση στάθηκαν οι συμπατριώτες τους White Ring -οι οποίοι και ξεκίνησαν συνεργαζόμενοι μαζί τους, για το split single Roses/Seaww (2010). Παρά ταύτα, απέτυχαν να εκμεταλλευτούν τον πρόσκαιρο ντόρο που δημιούργησε το ΕΡ Black Earth That Made Me (2011). Όταν ξαναφάνηκαν στα πράγματα με το πρώτο τους πλήρες άλμπουμ Gate Of Grief, ήμασταν πια στο 2018, με τη witch house ετικέτα να έχει εξαφανιστεί σε επίπεδο δημοσιογραφικής προβολής. 

Το Gate Of Grief έβγαλε τον Bryan Kurkimilis και την Kendra Malia σε διεθνή περιοδεία, οδηγώντας και στην πρώτη τους συναυλία στην Ελλάδα (Οκτώβριος 2019). Ωστόσο η Malia δεν έδωσε το παρών στη Death Disco: ο Kurkimilis εμφανίστηκε με την Adina Viarengo στα φωνητικά. Λίγες ημέρες αργότερα, το BrooklynVegan (νομίζω) έγραψε ότι η Malia βρέθηκε νεκρή στο σπίτι της, μόλις στα 37 της χρόνια. Αιτία θανάτου δεν ανακοινώθηκε επισήμως, αν και αρκετοί γύρω από το γκρουπ υπέδειξαν κάποιο θέμα με ναρκωτικά. Το τι θα γινόταν στο μεταξύ με τους White Ring έμεινε (δικαιολογημένα) αβέβαιο για κάποιο διάστημα, πλέον όμως φαίνεται ότι ο Kurkimilis συνεχίζει, με τη Viarengo να αναβαθμίζεται σε πλήρες μέλος, παίρνοντας τη θέση της Malia.

Πριν συμβούν πάντως όλα τούτα, είχα την ευκαιρία να κουβεντιάσω με τον Bryan Kurkimilis, ο οποίος μου αποκάλυψε μάλιστα και την (απώτερη) καταγωγή του από τα Κουρκουμελάτα της Κεφαλλονιάς! Η συνέντευξη που προέκυψε δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το κατά καιρούς promo υλικό της μπάντας, με τη δεύτερη να ανήκει στον Columbine Goldsmith


Σας περιμένουμε σύντομα στην Ελλάδα, για την πρώτη σας συναυλία εδώ. Αλήθεια, μας έχετε επισκεφθεί ξανά; Ίσως ως τουρίστες;

Δεν έχουμε ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα και είναι χώρα την οποία πάντα ήθελα να επισκεφθώ. Το επώνυμό μου, ξέρεις, είναι μια μπασταρδεμένη, αμερικανοποιημένη εκδοχή του Κουρκουμελάτα, το οποίο γνωρίζω ότι είναι χωριό στην Κεφαλλονιά. Και είναι κάτι που ονειρεύομαι από παιδί να τσεκάρω.

Απ' όσο βλέπω, η περιοδεία σας τελειώνει στην Αθήνα. Άρα να υποθέσω ότι έχετε κανονίσει να μείνετε λίγες μέρες στην Ελλάδα, πριν πετάξετε για πίσω;

Α, ναι, ισχύει! Είπαμε ότι θα κάνουμε λίγες μέρες διακοπές μετά τη συναυλία, στόχος μας είναι να εξερευνήσουμε όσο μπορούμε την Ελλάδα.

Φέτος κυκλοφορήσατε ένα single ονόματι Slow Burned, με δύο καινούρια τραγούδια, τα "Aessence" και "Shaken To Sleep". Να τα θεωρήσουμε προπομπό του άλμπουμ που ετοιμάζετε για το 2020; Θα ακούσουμε αλήθεια ακυκλοφόρητο υλικό στη Death Disco;

Όχι, τα κομμάτια του Slow Burned προορίζονται αυστηρά για την 7ιντση αυτή κυκλοφορία, είναι ένα non-album single. Δεν λέω ότι αποκλείεται να τα ξαναδείτε κι αργότερα, όχι πάντως στη συγκεκριμένη τους μορφή. Είναι κάτι που πάντα μου άρεσε και σε άλλα συγκροτήματα, να γυρνάνε πίσω στο υλικό τους και να το ξαναφαντάζονται σε διαφορετική εκδοχή.

Όσο για τη συναυλία, σχεδόν σε κάθε μας εμφάνιση παίζουμε νέα ή/και ακυκλοφόρητα τραγούδια. Και δεν σκοπεύουμε να κάνουμε εξαίρεση για την Αθήνα, οπότε θα ακούσετε σίγουρα καινούριο υλικό. Προσωπικά μιλώντας, τρελαίνομαι να παίζω live αδημοσίευτα πράγματα.

Το πρόσφατο άλμπουμ Gate Of Grief (2018), για το οποίο και περιοδεύετε, είναι φτιαγμένο να ακούγεται σαν σύνολο. Υπάρχει εδώ κάποια επίκληση σε παλιότερες δισκογραφικές ημέρες, π.χ. σε σπουδαίους δίσκους της pop/rock ιστορίας που κι εσείς απολαύσατε ως ακροατές στην ολότητά τους;

Σε ευχαριστούμε πολύ γι' αυτό το σχόλιο, χαίρομαι πραγματικά που το Gate Of Grief αφήνει μια τέτοια εντύπωση. Δεν ήμουν ποτέ φίλος των δίσκων που έμοιαζαν με συλλογές κομματιών, στις οποίες απλώς ξεχώριζαν ένα ή δύο, ως πιθανά singles. Ελπίζουμε μάλιστα ποτέ να μην κάνουμε μεγάλη επιτυχία με κάποιο τραγούδι. Θέλουμε οι White Ring να παραμείνουν ένα εγχείρημα πολύ αφηγηματικό, του οποίου τα μέρη θα λειτουργούν πάντα με αίσθηση συνόλου.

Ο μουσικός Τύπος συχνά πασχίζει να βάλει μια ταμπέλα στη μουσική που φτιάχνετε –συνήθως την αποκαλεί «witch house». Για σας, υπάρχει νόημα σε όλο αυτό; Σας βοηθάει σε κάτι, π.χ. δίνοντας την αίσθηση ότι ανήκετε σε κάποια σκηνή;

Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τον όρο «witch house» για τη μουσική μας, ωστόσο προσπαθώ να στέκομαι ουδέτερα απέναντί του. Όσοι πάντως είναι εξοικειωμένοι μαζί του, συνήθως γνωρίζουν και τους White Ring –οπότε τελικά δεν βοηθάει και σε κάτι.

Δεν με πειράζει πάντως να αυτοπροσδιορίζονται κάποιοι ως witch house ακροατές, απλά δεν μου αρέσει η ιδέα ότι μέρος της ταυτότητάς μου ανήκει σε μια συγκεκριμένη ομάδα (όποια κι αν είναι αυτή). Γιατί οι ομάδες εύκολα μετατρέπονται σε πλήθη και τα πλήθη, τελικά, γίνονται όχλος.

Τα τραγούδια σας εκπέμπουν νομίζω ένα αίσθημα προσμονής για πράγματα λίγο απροσδιόριστα, που ίσως και να μην υπάρχουν ακόμα. Νιώθετε να σας ενώνει αυτό με τους goth και dark wave εξερευνητές των 1980s;

Ναι, οπωσδήποτε. Σκέφτομαι προσωπικά τη μουσική μας σαν μια καινούρια, αγνή μορφή του post-punk εκείνης της δεκαετίας, η οποία απευθύνεται σε όσα παιδιά μεγάλωσαν έχοντας δίπλα τους το ίντερνετ.

Υπό μια τέτοια έννοια, το Gate Of Grief εκφράζει μια αυστηρώς εσωτερική πραγματικότητα; Ή υπάρχει και κάποια αναφορά εδώ στο Bab-el-Mandeb (Πύλη των Δακρύων), άρα εμμέσως και στη φρίκη του εμφυλίου πολέμου στην Υεμένη;

Υπάρχει πράγματι μια γεωγραφική αναφορά στην περιοχή, όχι όμως στον πόλεμο της Υεμένης. Πήραμε το όνομα Gate Of Grief από ένα ντοκιμαντέρ που είδαμε, για τις μετακινήσεις των πρώιμων ανθρώπων: ήταν το μοντέρνο όνομα της τοποθεσίας όπου οι ειδικοί εντοπίζουν τους πρώτους εκπροσώπους του είδους μας που έκαναν το πέρασμα από την Αφρική στη Μέση Ανατολή.

Κατά τα λοιπά, ο τίτλος του δίσκου αναφέρεται σε ένα τραύμα του παρελθόντος το οποίο κουβαλά κανείς από τα παιδικά του χρόνια και συνεχίζει να τον απασχολεί και στην ενήλικη ζωή. Νομίζω είναι κάτι που όλοι έχουν βιώσει, σε έναν τουλάχιστο βαθμό –και έχουν συνείδησή του, τουλάχιστον αν εξερευνούν τα του εαυτού τους.

Ως μπάντα, είστε «παιδί» της MySpace εποχής, η οποία ήδη δείχνει σαν κάτι πολύ μακρινό. Αισθάνεστε άνετα στα σημερινά social media; Τελικά οι υψηλές, ψηφιακές ταχύτητες μας φέρνουν όντως πιο κοντά;

Δεν μισώ τα social media, αλλά δεν νιώθω και κάτι απέναντί τους –κάτι που δεν ισχύει όμως για το ίντερνετ, συνολικά μιλώντας. Περνάω ας πούμε πολύ χρόνο στο YouTube, στο BitChute και σε μερικά ακόμα sites, στα οποία μάλλον θα με κράξουν που συχνάζω! Γενικά, μου αρέσει να διαβάζω ιστορία και φιλοσοφία προερχόμενη από μη mainstream πηγές.

Έχω γνωρίσει σχεδόν όλους μου τους φίλους μέσω ίντερνετ και οι ίδιοι οι White Ring δεν θα υπήρχαν, αν δεν βρισκόμασταν κάπως στα social media. Ωστόσο το ίντερνετ είναι ένα εργαλείο. Αν ψάχνεις λοιπόν για μερικές προφανείς πληροφορίες για το ποιος είναι κάποιος, μπορείς να τις πάρεις βλέποντας πώς το χρησιμοποιεί. Θα σου δώσει μια εικόνα της αληθινής του φύσης.



25 Νοεμβρίου 2020

Still Corners - συνέντευξη (2018)


Ο Ιανουάριος του 2021 προβλέπεται να φέρει φρέσκους Still Corners, περίπου 3 χρόνια μετά την τελευταία τους δουλειά Slow Air (2018), η οποία μας απασχόλησε αρκετά και στην Ελλάδα: έγινε αιτία μιας νέας επίσκεψης των Greg Hughes & Tessa Murray στην Αθήνα, που επιβεβαίωσε το γκελ τους στη χώρα μας με ένα εμφατικό sold-out στο Gagarin. 

Το δίδυμο έχει αποκαλύψει 2 τραγούδια από το νέο άλμπουμ ("The Last Exit", "Crying"), το οποίο θα λέγεται κι αυτό The Last Exit και θα βγει 21 Ιανουαρίου από τη Wrecking Light –το label της μπάντας. 

Τα νέα δίνουν λοιπόν καλή αφορμή για μια εκ νέου επίσκεψη στην κουβέντα που κάναμε τον Νοέμβριο του 2018, λίγο πριν την έλευσή τους στο Gagarin. Στην οποία δεν συζητήσαμε μόνο τα του Slow Air, αλλά και για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τις σκέψεις τους να μετακομίσουν στην Ελλάδα και βέβαια για το τι έγινε σε εκείνο τη νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα, που αποτυπώθηκε σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια τους, το "Black Lagoon".

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* από τις χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, η πρώτη ανήκει στους Still Corners, ενώ η δεύτερη ανήκει στον Chad Kamenshine. Αμφότερες προέρχονται από το υλικό που η μπάντα κοινοποίησε κατά καιρούς στον Τύπο, ως promo


Αν δεν σας ξέραμε και η πρώτη γνωριμία γινόταν με το Slow Air, θα ορκιζόμασταν ότι είσαστε αμερικάνικη μπάντα. Πώς καταφέρνετε και απορροφάτε τόσο πετυχημένα το περιβάλλον στο οποίο δισκογραφείτε;

Είμαστε ανοιχτοί σε κάθε είδους έμπνευση, άλλωστε υπάρχουν πάρα πολλά για να σε εμπνεύσουν: η φύση, οι άνθρωποι, το μαγείρεμα, οι ταινίες, η μουσική βεβαίως. Τις προάλλες στη Νέα Υόρκη, ας πούμε, είδαμε από κοντά να δουλεύουν πάνω σε ξύλο· το θέαμα, το όλο αίσθημα, ακόμα και η μυρωδιά ήταν εξαίσια. Αν εκτίθεσαι σε τέτοια πράγματα, κάτι πάντα μένει μαζί σου, το οποίο μπορείς να ανασύρεις στο κεφάλι σου καθώς γρατζουνάς την κιθάρα ή το πιάνο. Το καλύτερο είναι να το αφήσεις να ρεύσει μέσα σου –αυτή η ροή πιστεύουμε ότι είναι το πιο σημαντικό στοιχείο, καθώς και η διατήρησή της.

Κάτι τέτοιο μπορεί ασφαλώς να αποδειχθεί δύσκολο· ίσως για παράδειγμα μπλοκαριστείς τελικά, γιατί ο κόσμος μπορεί να είναι όμορφος, αλλά μπορεί και να γίνει τρομακτικός –υπάρχουν καλές και κακές ημέρες. Αν ας πούμε διαβάζεις τα νέα, μπορεί να σε αποπροσανατολίσει καθώς γράφεις, αφού θα έρχονται συνέχεια κατά νου και θα πρέπει να αγωνιστείς να διατηρήσεις τη δημιουργικότητά σου, κρατώντας μακριά ό,τι το αρνητικό και το τοξικό. Πάντως αυτό κάναμε στο Austin του Τέξας όπου γράφτηκε το Slow Air: αφεθήκαμε στο περιβάλλον και γίναμε ένα με τον κόσμο του.

Η Αμερική, ωστόσο, δεν έχει γίνει πρόσφατα ένα τρομακτικό μέρος;

Και ναι, και όχι... Στη μεγάλη εικόνα της, δεν διαφέρει αισθητά από τη χώρα που ήταν και στο πρόσφατο παρελθόν, αφού –όπως συνήθως συμβαίνει– υπάρχει αρκετός διαχωρισμός μεταξύ του πώς ζούνε οι άνθρωποι και του τι κάνει η κυβέρνηση. Αν όμως κάτσουμε να μιλήσουμε για το μέλλον της Αμερικής, αυτό ναι, μπορεί να είναι πράγματι μια πολύ διαφορετική ιστορία.

Δουλεύετε μαζί εδώ και αρκετό καιρό πια. Αυτό κάνει πιο εύκολη τη δημιουργική σύμπραξη; Ή χρειάζεται να αντιμετωπίζετε και διάφορες εντάσεις;

Την κάνει οπωσδήποτε πιο εύκολη· επί σκηνής ειδικά, είναι λες και έχουμε τηλεπάθεια. Τα πράγματα επίσης κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ κάποιες φορές γίνονται και πολύ διασκεδαστικά. Το τελευταίο μας άλμπουμ, για παράδειγμα, μας φάνηκε ότι συναρμολογήθηκε πολύ γρήγορα.

Τι έγινε αλήθεια με τη Sub Pop; Δεν ήσασταν ικανοποιημένοι; Δεν έμειναν εκείνοι ευχαριστημένοι;

Παραμένουμε στη Sub Pop, όσον αφορά το publishing της δουλειάς μας· κάτι σπουδαίο. Απλά, στο κομμάτι που έχει να κάνει αυστηρά με το δισκογραφικό label, κάναμε ένα άλμα πίστης ξεκινώντας τη δική μας εταιρία. Πάντα μας ενέπνεε άλλωστε ο Steve Albini και γενικά το πανκ πνεύμα του DIY. Και μας αρέσει να έχουμε εμείς τον έλεγχο των πραγμάτων. Το κουμαντάρισμά τους, το να βρίσκουμε π.χ. εργοστάσια κοπής βινυλίου ή το να μιλάμε με ατζέντηδες δημοσίων σχέσεων, μας ενθουσιάζει. Νιώθουμε ότι εμείς κινούμε το «πλοίο», ξέροντας ανά πάσα στιγμή πού ακριβώς βρίσκεται.

Λιγότερο ή περισσότερο, λοιπόν, είμαστε επικεφαλής του πεπρωμένου μας: αν μας έρθει να βγάλουμε ένα άλμπουμ τον άλλον μήνα, μπορούμε. Και βέβαια υπάρχουν και τα χρήματα, τα οποία φτάνουν όλα απευθείας σε μας και δεν χρειάζεται να μοιραστούν στη διαδρομή σε μεσάζοντες. Δεν είμαστε στη μουσική για τα λεφτά, οπωσδήποτε όμως είναι ένα σπουδαίο αποτέλεσμα της δράσης μας.

Το Slow Air σας φέρνει ξανά στην Ελλάδα (21 Νοεμβρίου), αλλά αυτή δεν είναι η πρώτη σας φορά εδώ. Θυμάστε κάτι ιδιαίτερα από τον τελευταίο σας ερχομό στα μέρη μας;

Λατρεύουμε την Ελλάδα, είναι ένα από τα πιο όμορφα μέρη στα οποία έχουμε ταξιδέψει. Μας αρέσουν οι άνθρωποί της και το όλο κλίμα, έχουμε μάλιστα σκεφτεί πάνω από μία φορά να μετακομίσουμε στα μέρη σας. Το να περπατάμε στους δρόμους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, να τρώμε το φαγητό σας, να συναντάμε τους fans που έρχονται στις συναυλίες, όλα μας έχουν δώσει πολύ αγαπητές μνήμες. Μας αρέσει επίσης πολύ ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, οπότε νιώθουμε σπουδαία να βρισκόμαστε στον τόπο του.

Οπότε, τι να περιμένουμε από το επερχόμενο live στην Αθήνα; Σας αρέσει ακόμα να χαμηλώνετε τον φωτισμό και να προβάλλετε οπτικό υλικό ενώ παίζετε;

Θα σας ξετινάξουμε! Ναι, ακόμα θέλουμε να είναι σκοτεινές και ατμοσφαιρικές οι συναυλίες και ακόμα χρησιμοποιούμε οπτικό υλικό. Μαζί μας θα έρθει και ένας εξαιρετικός ντράμερ, αλλά κι ένας μηχανικός ήχου. Θα είναι ένα σπουδαίο σόου.

Ορισμένες κριτικές βρήκαν ότι το "The Message" θυμίζει πολύ Chris Isaac. Είστε fans;

Ω, ουάου, αυτό είναι ωραίο. Ναι, λατρεύουμε τον Chris Isaac.

Κι αν ρωτήσουμε τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το νησί στη Μαύρη Λιμνοθάλασσα;

Ααα, αυτό τώρα είναι ένα μυστήριο, το οποίο ποτέ δεν θα αποκαλυφθεί!



22 Νοεμβρίου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Στην πρώτη από μια σειρά ειδικών αναρτήσεων οι οποίες θα καταστήσουν διαθέσιμο το αρχείο της Συχνοτικής Συμπεριφοράς που βρίσκεται στα χέρια τα δικά μου και του Στυλιανού Τζιρίτα, επιστρέφουμε στην εκπομπή της 10ης Μαρτίου του 2019. 

Η οποία, αν και μεταδόθηκε «κονσέρβα» ένεκα της περσινής Καθαράς Δευτέρας, είχε μια έντονη ροπή προς την παρασάλευση του χρόνου· παραλίγο, μάλιστα, να τρέξουμε και διαγωνισμό «Κερδίστε Κούλουμα με τον Τζιρίτα και τον Συμβουλίδη». 

Τελικά δεν συνέβη, έδωσε όμως πάσα σε μια συζήτηση γύρω από τη σωστή ...λαγάνα και το ποια κονσέρβα ντολμαδάκια είναι η καλή –ενώ θα μάθετε και τι από τα νηστίσιμα δεν τρώει ο (ηχολήπτης) Γιάννης Κολύβας. Αλλά για να κάνουμε (εν τέλει) και μια παρασάλευση χρόνου, κρατήστε σημειώσεις, ώστε να ανακαλύψετε πού μπορεί να συναντήσετε τον κύριο Τζιρίτα το πρωί της Καθαράς Δευτέρα του 2021, καλά να είμαστε!

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ. Καθώς η εκπομπή ανεβαίνει από το προσωπικό μας αρχείο, δεν περιέχει ούτε τα δελτία ειδήσεων που αναλογούν στην έναρξη και στη συμπλήρωση της μίας ώρας, ούτε τα ανά ημίωρο διαφημιστικά διαλείμματα. 

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BBC SCOTTISH SYMPHONY ORCHESTRA (σε διευθ. DONALD RUNNNICLES): Antonín Dvořák's Adagio from Symphony no. 9 (New World)
2. IRON HORSE: Pennyroyal Tea
3. ΜΑΡΙΑ ΛΑΤΣΙΝΟΥ & MOKITA: Στο Τέλος Της Μέρας
4. PRINCE: South
5. SIOUXSIE & THE BANSHEES: Happy House
6. BRUCE SPRINGSTEEN: Lucky Day
7. GHOST: Rats
8. ROBERT JOHNSON: Sweet Home Chicago
9. ΜΑΤΟΥΛΑ ΖΑΜΑΝΗ: Βάλια Κάλντα -ζωντανή ηχογράφηση
10. RAMONES: Bop 'Til You Drop
11. ΔΟΜΝΑ ΣΑΜΙΟΥ & ΟΜΙΛΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΧΟΡΩΝ «ΕΛΕΝΗ ΤΣΑΟΥΛΗ»: Να 'Μουν Νύχτα Στον Γιαλό
12. B.T. EXPRESS: Do It (Til' You're Satisfied)
13. ΧΩΡΙΣ ΠΕΡΙΔΕΡΑΙΟ: Άνωση
14. THE FLYING BURRITO BROTHERS: Wild Horses



19 Νοεμβρίου 2020

Cult Of Luna: A Dawn To Fear [δισκοκριτική, 2019]

Για μερικούς μουσικούς εκεί έξω, φαίνεται ότι η κρίση του κορωνοϊού εξασφάλισε περισσότερο στούντιο χρόνο από όσο ίσως θα είχαν υπό κανονικές συνθήκες (με περιοδείες κτλ.). Οι Cult Of Luna, για παράδειγμα, οι οποίοι πραγματοποιούν γρήγορη δισκογραφική επιστροφή, αφού ήταν μόλις 2019 που έβγαλαν το A Dawn To Fear (στη Metal Blade). 

Αυτές λοιπόν τις μέρες, οι Σουηδοί ανακοίνωσαν το νέο τους EP The Raging River, που θα κυκλοφορήσει στις 5 Φεβρουαρίου 2021 από το δικό τους label, Red Creek Records. Οι ίδιοι το παρουσιάζουν ως μια γέφυρα· ως ένα ενδιάμεσο σημείο το οποίο πρέπει να διασχίσουν προκειμένου να ολοκληρωθεί ό,τι άρχισε με το A Dawn To Fear. Πρόσθεσαν μάλιστα πως το καινούριο ΕΡ θα περιέχει και συνεργασία-έκπληξη με τον Mark Lanegan, του οποίου δηλώνουν από χρόνια fans. 

Μέχρι να δούμε τι μας επιφυλάσσουν, τα νέα αυτά δίνουν καλή αφορμή επαν-επίσκεψης στην κριτική που υπέγραψα το 2019 για το A Dawn To Fear, αποτιμώντας το ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ εκείνης της χρονιάς: μια σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος, που θαρρείς εκπροσωπεί μουσικά όσους νιώθουν να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ, ζώντας και δρώντας στο σύγχρονο αστικό πεδίο. Η κριτική δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* η φωτογραφία της μπάντας ανήκει στη Silvia Grav και προέρχεται από το promo υλικό που έδωσε η Metal Blade στον Τύπο, για τις ανάγκες προώθησης του A Dawn To Fear


Το ξάνοιγμα των Neurosis από το 1980s hardcore punk της καλιφορνέζικης νιότης τους σε μια ηχητικώς διευρυμένη προσέγγιση με στοιχεία αληθινής πρωτοπορίας, προκάλεσε έναν από τους μεγάλους σεισμούς στον κόσμο της σκληρής μουσικής, κατά τη δεκαετία του 1990. Και κλόνισε κάμποσα από τα μέχρι τότε κάστρα, χάριν μιας ανίερης (για τα παλιά χρόνια) σύγκλισης με ανησυχίες που άνηκαν στο alternative φάσμα. Τα υπόλοιπα είναι πλέον ιστορία, είτε δέχεται κανείς τον post-metal όρο, είτε προτιμά να κάνει λόγο για sludge.

Για τα συγκροτήματα βέβαια που ακολούθησαν τα καράβια των Neurosis στις νέες γαίες, η παρουσία τους αποδείχθηκε ευχή, μα και κατάρα. Μπορεί δηλαδή να αποκάλυψαν συναρπαστικές προοπτικές, πρόσφορες για εξερεύνηση, μα παρέμειναν συνάμα και οι καλύτεροι: ακόμα και οι Isis, που για λίγο τους κοίταξαν στα μάτια το διάστημα 2002 με 2004, έμειναν γρήγορα από καύσιμα. Πόσο μάλλον ευρωπαϊκά γκρουπ σαν τους Cult Of Luna, τα οποία χρειάστηκε να παλέψουν σε αυτήν την κατά βάση αμερικάνικη πραγματικότητα απλώς για να σταθούν όρθια –παρά τις υπερθετικές κουταμάρες που διαβάσαμε στα '00s από μερίδα του μεταλλικού Τύπου, στον απόηχο του όντως αξιόλογου άλμπουμ Somewhere Along The Highway (2006).

Ωστόσο οι Cult Of Luna όχι μόνο έμειναν όρθιοι, μα δούλεψαν και σκληρά, ώστε να πάψουν να λογίζονται ως οι φτωχοί συγγενείς από την ακριτική Umeå της Σουηδίας. Στο Vertikal του 2013 βρήκαν ξέφωτο για να καλπάσουν, ενώ στο Mariner του 2016 (σε συνεργασία με την Julie Christmas) υπερπήδησαν τον πήχη του «καλού», διεκδικώντας πιο σημαίνοντα ρόλο στα πράγματα της τρέχουσας δεκαετίας, δίπλα σε μπάντες που επίσης επένδυσαν στην υπέρβαση, σαν π.χ. τους Rosetta ή τους Amenra. Με το A Dawn To Fear, λοιπόν, κάνουν μια συγκροτημένη προσπάθεια να αφήσουν πίσω τους αντιπάλους, προσφέροντας ένα άλμπουμ σφιχτά μεγαλοπρεπές, ικανό να απευθυνθεί και σε όσους ενδιαφέρονται για τη σκηνή, χωρίς όμως να ακολουθούν και κατά πόδας.

Παρά τα 79 λεπτά ακρόασης και τα μακροσκελή τραγούδια, οι Σουηδοί δεν φλυαρούν. Ναι, χάνουν λίγο τον βηματισμό στα πρώτα λεπτά του "Lights On The Hill" και πέφτουν σε κλισέ μανιέρες που θυμίζουν post-rock αδιέξοδα, όταν επιδιώκουν να «ξεφουσκώσουν» την ένταση στο "We Feel The End". Όμως οι ισορροπίες γρήγορα αποκαθίστανται και η συνολική αίσθηση είναι αυτή ενός καλά αρμολογημένου δίσκου. Οι όποιες «προοδευτικές» παρεκκλίσεις τείνουν ευτυχώς προς τους The Ocean και όχι προς τη νεο-progressive νύστα, ενώ τα synths τοποθετούνται εξαιρετικά στην ενορχήστρωση: εμπλουτίζοντας τον επιδιωκόμενο ήχο, χωρίς να μπαίνουν άκομψα σε πρώτο πλάνο.

Το A Dawn To Fear μοιάζει με σπιράλ κατάβαση εἰς Ἔρεβος. Τα σχισμένα ουρλιαχτά του Johannes Persson προσωποποιούν τη βουβή απελπισία όσων ζουν και δρουν σε αστικό τοπίο, νιώθοντας διαχρονικά να παθαίνουν ό,τι και η φιγούρα της περίφημης Κραυγής του Έντβαρτ Μουνκ (1893). Την ίδια όμως στιγμή οι κιθάρες –έχοντας πίσω τους την εμπειρία του Mariner– κομίζουν γλυκές, μελαγχολικές μελωδίες, οι οποίες χτίζουν πυρήνα συναισθηματικής αντίστασης στην όλη φρενίτιδα, προσφέροντας εκλεπτυσμένο χαρακτήρα στον δίσκο. Το δυσοίωνο drone που εκκινεί το "The Silent Man" γίνεται το πρώτο βήμα προς την άβυσσο, το "Nightwalker" πραγματώνει την αίσθηση Φόβου που επικαλείται ο τίτλος, το "Lights On The Hill" σε σπρώχνει στη θλίψη, ενώ το "The Fall" αναλαμβάνει να τσαλαπατήσει κάθε ελπίδα για (δι)έξοδο ή προορισμό, μετατρέποντας την κατάβαση σε καταβαράθρωση.

Παρά τα τόσα ωραία, πάντως, ο πλήρης αισθητικός και εκφραστικός ορίζοντας του A Dawn To Fear παραμένει οριοθετημένος από τη δράση των Neurosis και των Isis. Οι Cult Of Luna δεν έχουν πάει δηλαδή κάπου πιο πέρα, εν πολλοίς μάλιστα δοκιμάζουν εδώ κόλπα ήδη γνώριμα και σε προηγούμενους δίσκους, είτε αυτούσια, είτε ιδωμένα με μια πιο λοξή ματιά. Έφτασαν πάντως στα απώτατα σύνορα και τα ψηλαφούν με αυτοπεποίθηση. Και, για πρώτη φορά στην καριέρα τους, διεκδικούν ισότιμη αντιμετώπιση με τα post-metal τοτέμ. 



14 Νοεμβρίου 2020

Ihsahn - συνέντευξη (2019)

                           

Ανάμεσα στους αγαπημένους καλλιτέχνες που επέστρεψαν φέτος με καινούριες δουλειές, είναι και ο Ihsahn. Βέβαια, το καλλιτεχνικό αυτό ψευδώνυμο του Vegard Sverre Tveitan είναι ίσως «καταδικασμένο» να κουβαλάει τον θρύλο των απίθανων Emperor. Ωστόσο –πολύ συνειδητά– έχει ήδη από το 1996 ξανοίξει τις ανησυχίες του πέρα από το νορβηγικό black metal, αγκαλιάζοντας progressive κατευθύνσεις, συχνά και alternative pop πτυχές. Σε μια αναζήτηση ενός προσωπικού ηχητικού «κράματος», η οποία δείχνει διαρκής.

Δεν θα προσποιηθώ ασφαλώς ότι μου αρέσουν όλα όσα έχει παρουσιάσει στις μετα-Emperor διαδρομές. Όμως του αναγνωρίζω ότι δεν έχει πάψει να εξερευνά και να εκπλήσσει. Στο νέο ΕΡ Pharos, ας πούμε, διασκευάζει A-Ha (με τον Einar Solberg των Leprous καλεσμένο στα φωνητικά), αλλά και Portishead! 

Το Pharos, τώρα, έρχεται να συμπληρώσει το EP Telemark που εμφανίστηκε νωρίτερα φέτος, απαρτίζοντας ένα ιδιότυπο σύνολο: όπως εύστοχα γράφει το δελτίο Τύπου της Candlelight Records, το Pharos είναι το φως στο σκοτάδι του Telemark.

Με αυτά τα ΕΡ ως αφορμή, το blog επαν-επισκέπτεται σήμερα τη Skype κουβέντα που κάναμε με τον Ihsahn το καλοκαίρι του 2019, ενόψει της πρώτης του επίσκεψης στην Αθήνα ως σόλο καλλιτέχνη. Μεταξύ άλλων, συζητήσαμε για τα «σύνορα» του black metal ήχου, για το καταλυτικό σημείο σύγκλισης της Diamanda Galás με τους Bathory, για το σκοτάδι ως άγνωστο πεδίο, για τη σφήκα που τον τσίμπησε στη γλώσσα το 1997 όταν είχε έρθει στην Αθήνα με τους Emperor, αλλά και για την ευδαιμονία της Νορβηγίας, την οποία δεν αντιλαμβανόταν στα νιάτα του. Η συνομιλία μας δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από διάφορα promo πακέτα της Candlelight κατά την τελευταία δεκαετία

Χαιρετισμούς από την Αθήνα, είναι μια μέρα γεμάτη συνεντεύξεις αυτή, ε;

Ναι, έτσι ακριβώς. Ημέρα συνεντεύξεων. Άφησα μάλιστα τις διακοπές μου για να επιστρέψω σπίτι και να μιλήσω σε σένα και στους συναδέλφους σου, αλλά έτσι είναι αυτή η δουλειά. Είμαστε οικογενειακώς στην καμπίνα μας στην εξοχή το παρόν διάστημα, στο Telemark. Τα παιδιά πέταξαν τη σκούφια τους για τις συνολικά 4 εβδομάδες διακοπές που έχουμε προγραμματίσει. 

Νομίζω ότι κι εγώ στη θέση τους, έτσι θα έκανα!

(γελάει) Αλίμονο, όταν είσαι παιδί, πώς αλλιώς να το σκεφτείς; 

Σε περιμένουμε τον Σεπτέμβρη στην Αθήνα, για πρώτη φορά ως σόλο καλλιτέχνη. Η προηγούμενη επίσκεψη ήταν καιρό πριν, το 1997, με τους Emperor. Θυμάσαι πράγματα από τότε;

Βασικά θυμάμαι πολλά πράγματα από τότε. Ήταν εποχή που βρέθηκα στην Ελλάδα και για διακοπές, καθώς προγραμματίσαμε με τη γυναίκα μου να περάσουμε ένα διάστημα στα νησιά σας. Και μετά ήταν το φεστιβάλ στην Αθήνα, στο οποίο headliners θα έπαιζαν οι Venom. Στο soundcheck που κάναμε, χρειάστηκα ένα διάστημα ανάπαυλας γιατί δίψασα –ήμασταν υπαιθρίως και είχε πολλή ζέστη. Όμως μια μέλισσα ή μια σφήκα βρισκόταν στο κουτάκι που σήκωσα να πιώ, ακριβώς στο χείλος. Δεν την είδα, με αποτέλεσμα να με τσιμπήσει στη γλώσσα και να πρηστεί. 

Ήταν κάτι που έφερε μεγάλη αναστάτωση: θύμωσα, πέταξα με οργή την κιθάρα μου κάτω από τη σκηνή, γιατί και πονούσα και σκεφτόμουν ότι θα πήγαιναν όλα στράφι, αφού θα έπρεπε λογικά να πάω στο νοσοκομείο. Ο άνθρωπος εντωμεταξύ στην κονσόλα του ήχου, δεν είχε καταλάβει τι συνέβη· κι έτσι νόμιζε ότι έκανε κάποιο λάθος, το οποίο με έβγαλε από τα ρούχα μου. 

Αυτή κι αν είναι ιστορία... Φοβερή, με κάθε έννοια...

Ευτυχώς, στο τέλος όλα πήγαν καλά. Χρειάστηκε λίγος χρόνος, αλλά η γλώσσα μου επανήλθε γρήγορα λίγο-πολύ στα κανονικά της. 

Το τελευταίο σου άλμπουμ Ámr (2018), για το οποίο και περιοδεύεις τώρα, λαμβάνει τον τίτλο του από μια παλιά νορβηγική λέξη, με κάπως δυσοίωνο περιεχόμενο. Είναι μία ακόμα αποτύπωση του αυτοπροσδιορισμού σου μέσω του σκοτεινού στοιχείου; 

Το περιεχόμενο δεν είναι ακριβώς δυσοίωνο, θα έλεγα ότι υπάρχει μια ασάφεια. Μία σημασία έχει πράγματι να κάνει με το σκοτάδι, όμως η νοηματοδότηση εξαρτάται πολύ από το πλαίσιο όπου θα χρησιμοποιήσεις τη λέξη. Στη δική μου περίπτωση, ταίριαξε γάντι με τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίον στήσαμε τη φωτογράφηση του promo –με εμένα στην πολυθρόνα, σε ένα δωμάτιο σκοτεινό, δίχως ορατούς τοίχους με παράθυρα. 

Αλλά, ναι: σε ένα πιο γενικό επίπεδο, συνεχίζει και τη σχέση μου με το σκοτεινό στοιχείο, η οποία μου συμβαίνει φυσικά, χωρίς δηλαδή να τη σκέφτομαι. Θέλω ωστόσο να διασαφηνίσω ότι κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος. Δεν βλέπω το σκοτάδι ως καταθλιπτικό αδιέξοδο, του δίνω τη σημασία του «αγνώστου». Κάτι που επιτρέπει να εξερευνήσεις πολλές όψεις και πιθανότητες του Ανθρώπου και της ζωής· μερικές μάλιστα από μια ασφάλεια, αφού φλερτάρεις μαζί τους μέσω της μουσικής, των ταινιών ή και των βιβλίων, χωρίς να χρειαστεί να τις βιώσεις. 

Αλήθεια, η γλώσσα που μιλάτε σήμερα στη Νορβηγία, πόσο κοντά είναι σε αυτά τα παλιά νορβηγικά;

Δυστυχώς, είναι πολύ μακριά. Η διάλεκτος μάλιστα που τυχαίνει προσωπικά να μιλώ, είναι στην πραγματικότητα η προφορική εκδοχή της γραπτής δανέζικης γλώσσας –κάτι που έχει να κάνει βέβαια με το διάστημα στο οποίο η Δανία εξουσίαζε τη Νορβηγία. Είναι ίσως δύσκολο να το εξηγήσω, αλλά στα δανέζικα αλλάζει σημαντικά το πώς προφέρεις τις λέξεις, αναλόγως του αν μιλάς ή γράφεις τη γλώσσα. 

Τα παλιά νορβηγικά, αντιθέτως, μοιάζουν με τη γλώσσα που μιλάνε σήμερα στην Ισλανδία. Εντυπωσιαστήκαμε μάλιστα με τη γυναίκα μου πρόσφατα, γιατί κάτσαμε να δούμε ένα ισλανδικό αστυνομικό σίριαλ –κι ενώ είχαμε βάλει υπότιτλους, καταλαβαίναμε αρκετές λέξεις. Δεν λέω ότι κατανοούσαμε με ακρίβεια τι έλεγαν, όμως αρκούσαν για να πάρουμε τη γενική ιδέα.

Πάνε περίπου 6 χρόνια από το άλμπουμ Das Seelenbrechen (2013), το οποίο υπήρξε νομίζω κομβικής σημασίας για την εξέλιξη του ήχου σου. Θα έλεγες ότι το Ámr περπατά στο μονοπάτι που χάραξε;

Οπωσδήποτε. Με τον δικό του βέβαια τρόπο, αλλά σε αυτές τις παραμέτρους. Είναι πράγματι ένας πολύ ξεχωριστός δίσκος το Das Seelenbrechen για μένα. Στα πρώτα μου τρία προσωπικά άλμπουμ προσπάθησα συνειδητά να προσδιοριστώ ως σόλο καλλιτέχνης. Θεωρώ ότι το κατάφερα, όμως δεν ήθελα να εγκλωβιστώ σε κάποιο δίχτυ ασφαλείας. Το Das Seelenbrechen έγινε έτσι το σημείο όπου δοκίμασα να σπρώξω τα πράγματα ακόμα πιο πέρα και να επανεφεύρω τον εαυτό μου, έτσι ώστε να διατηρηθεί η πρόκληση. 

Πόσο κοντά βρίσκεται το Ámr στον προκάτοχό του, το Arktis (2016);

Βρίσκεται κοντά και την ίδια στιγμή μακριά. Στο δικό μου το μυαλό, κάθε άλμπουμ που φτιάχνω έχει ουσιαστικά πηγάσει από το προηγούμενο, αποσκοπώντας όμως στην αντίθεση. Στο Ámr, έτσι, πρωταγωνιστεί το ίδιο αρκτικό τοπίο όπως και στο Arktis –με όλη τη μεταφορά που μπορεί να εννοεί κάτι τέτοιο. Ενώ όμως εκεί τα πράγματα ξανοίγονται, εδώ κλείνουν, επιστρέφουν σε μια πιο προσωπική ενδοσκόπηση. 
Παραμένουν βέβαια κάποια θεμελιώδη στοιχεία, θα έλεγα όμως ότι αλλάζουν τόσο οι ερωτήσεις, όσο και το γενικότερο «σενάριο».

Συνεχίζεις να ονομάζεις τη μουσική σου «black metal». Όμως, οι ποπ ευαισθησίες τραγουδιών σαν το "Twin Black Angels", μάλλον σοκάρουν τους φίλους του είδους. Είναι τελικά το black metal το οποίο έχει ανοίξει τα σύνορα τόσο πολύ; Ή είσαι εσύ ο ταξιδευτής εκείνος που έφτασε τόσο μακριά;

Δεν θέλω να μιλήσω για το black metal και τους ορισμούς του, μπορώ να τοποθετηθώ μόνο σε προσωπικό επίπεδο για το πώς βλέπω τα πράγματα. Για μένα ο ορίζοντας επανατοποθετήθηκε όταν είδα τη Diamanda Galás να τραγουδάει ζωντανά σε έναν καθεδρικό ναό. Υπήρχε το ίδιο αίσθημα με αυτό που γνώριζα από τις δικές μου αναφορές και πυροδότησε ανάλογες αντιδράσεις μέσα μου –με έναν διαφοροποιημένο φυσικά τρόπο, προσέγγιζε στο ίδιο σημείο όπου είχαν φτάσει π.χ. οι Bathory. Συνεχίζω λοιπόν πολύ συνειδητά να ονομάζω τη μουσική μου ως black metal, γιατί από εκεί πορεύομαι, αυτόν τον κόσμο έχω κατά νου όταν γράφω και τραγουδάω και τις δικές του ατμόσφαιρες επιχειρώ να αναπαράγω. 

Οι στίχοι σου θίγουν βαθιά υπαρξιακά ζητήματα, μένοντας συνήθως αρκετά ανοιχτοί σε ερμηνείες. Πόσο πρόκληση είναι για κάτι τέτοιο η ζωή στη Νορβηγία, η οποία για πολλούς ανθρώπους στον πλανήτη φαντάζει σήμερα ως επίγειος παράδεισος; 

Από πολλές απόψεις, πρόκειται πράγματι για επίγειο παράδεισο. Είναι σίγουρα μία από τις καλύτερες χώρες για να ζεις. Υπήρξαμε τυχεροί με το πετρέλαιο, αλλά φροντίσαμε να χτίσουμε και αυτήν τη μικτή οικονομία, η οποία κρατά τις καπιταλιστικές συνθήκες μα φροντίζει και για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος. Και υπήρξα με τη σειρά μου τυχερός που γεννήθηκα σε αυτό το μέρος, στη δεδομένη χρονική συγκυρία. Είναι μάλιστα κάτι που το αντιλαμβάνομαι καλύτερα τώρα, που έφτασα στα 43, παρά όταν ήμουν νεότερος. 

Νομίζω ωστόσο ότι υπήρχε πάντα στην άκρη του μυαλού μας μια βεβαιότητα ότι μπορούμε να κυνηγήσουμε απρόσκοπτα τα όνειρά μας, ότι δεν θα χρειαζόμασταν ποτέ ένα plan B. Για τις περισσότερες κοινωνίες, δεν ισχύει κάτι ανάλογο. Ειδικά αν μιλάμε για καλλιτεχνικά όνειρα, μπαίνει ένα αναπόφευκτο στοιχείο βιοπορισμού και είναι αδύνατον να πορευτείς χωρίς plan B. Πλέον, χρησιμοποιώ πολύ συνειδητά την άνεση που μου προσφέρει η Νορβηγία ώστε να εξερευνήσω σε βάθος τα υπαρξιακά ζητήματα τα οποία θίγονται στους στίχους μου. Υπάρχει ο χρόνος για να κάνεις κάτι τέτοιο, η πρόσβαση στα μέσα που μπορεί να χρειαστείς και η καθαρότητα του νου.

Ας κλείσουμε αυτήν την κουβέντα μιλώντας λίγο και για τους Emperor. Ενδιαφέρεστε να ηχογραφήσετε κάποιο νέο άλμπουμ;

Καθόλου, το θεωρώ προσωπικά ως κίνηση από την οποία θα βγούμε και θα βγω χαμένος. Τι λόγο έχω να φτιάξω έναν δίσκο με τους Emperor; Κάνω όσα θέλω να κάνω μέσω των προσωπικών μου άλμπουμ. Το να μπούμε για ηχογραφήσεις με τη μπάντα σημαίνει ότι θα πρέπει να κάνω συμβιβασμούς και να περιορίσω τις επιθυμίες μου. Δεν θέλω να ακουστεί αυτό σνομπίστικα προς τους Emperor, πάντως. Έχει να κάνει με μένα, γιατί είμαι διαβόητα κακός συνεργάτης στις συλλογικές προσπάθειες: επιθυμώ να περνάει το δικό μου κι έχω μια πολύ απαιτητική άποψη για το πώς ακριβώς πρέπει να ακούγεται η μουσική. 

Είναι βεβαίως ένα μεγάλο κομπλιμέντο ότι ο κόσμος που μας ακολουθεί θέλει να ακούσει ξανά δίσκο μας. Αλλά, ας γίνουμε λίγο ρεαλιστές. Ένας τέτοιος δίσκος σίγουρα θα πουλήσει, είναι ένα ξεκάθαρα θετικό στοιχείο αυτό. Αλλά είναι το μόνο θετικό. Τι δίσκο θα κάναμε σήμερα ως Emperor; Και ποιες προσδοκίες θα ικανοποιούσε; Όσοι μας έχουν αγαπήσει, έχουν ήδη ταυτιστεί συναισθηματικά με τα άλμπουμ του παρελθόντος· οπότε φοβάμαι ότι το μόνο που θα μπορούσαμε να τους δώσουμε, είναι μια αίσθηση νοσταλγίας για εκείνα. Και δεν μας ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένας λόγος να μπούμε ξανά στο στούντιο, ρισκάροντας να ξεθωριάσουμε όσα έχτισαν το όνομα των Emperor.