02 Σεπτεμβρίου 2020

45 χρόνια στα Σαγόνια του Καρχαρία, μέρος 1: το βιβλίο του Peter Benchley



Είναι κοινός τόπος σε πολλές σινεφίλ ή/και λογοτεχνικές συζητήσεις, ότι τα βιβλία που γίνονται ταινίες χάνουν πάντα ένα μέρος της γοητείας τους, ανεξάρτητα από το πόσο καλό προκύπτει το κινηματογραφικό αποτέλεσμα. Τα Σαγόνια του Καρχαρία, όμως, είναι ένα διάσημο παράδειγμα περί του αντιθέτου: το θρυλικό φιλμ του Στίβεν Σπίλμπεργκ (1975) ήταν καλύτερο από το μυθιστόρημα του Peter Benchley στο οποίο βασίστηκε, έστω κι αν δεν γινόταν να υπάρξει δίχως αυτό.

Ο Peter Benchley έγινε βεβαίως παγκοσμίως διάσημος με το Jaws (1974) και έβγαλε πολλά λεφτά. Από άλλες όμως απόψεις, το βιβλίο εν καιρώ του έγινε βραχνάς. Η οπτική του λ.χ. πάνω στους καρχαρίες εμπλουτίστηκε σημαντικά με τα χρόνια και είδε έτσι με φρίκη το κύμα άσκοπης θανάτωσής τους που σημειώθηκε στον απόηχο του κατακλυσμιαίου θριάμβου της ταινίας. Επίσης, έπρεπε συχνά να εξηγεί ότι δεν βάσισε το μυθιστόρημα στα όσα συνέβησαν το 1916 στο Νιού Τζέρσεϊ -γεγονότα που αναφέρονται στο σενάριο, μα όχι στις σελίδες. Παρά ταύτα, ακόμα και σήμερα, τα σχετικά ντοκιμαντέρ επαναλαμβάνουν ως καραμέλα την υποτιθέμενη συσχέτιση με τα Σαγόνια του Καρχαρία. Ο διάσημος ψαράς Frank Mundus και ο μεγάλος λευκός καρχαρίας που έπιασε το 1964 στο Long Island, πυροδοτώντας τη φαντασία του συγγραφέα μαζί με βιβλία σαν το The Shark: Splendid Savage of the Sea του Ζακ-Υβ Κουστώ (1970) ή ντοκιμαντέρ όπως το Blue Water White Death του Peter Gimbel (1971), έχουν σκουπιστεί κάτω από το χαλί.

Η εμπορική επιτυχία του βιβλίου ήταν τεράστια (σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα Independent ξεπέρασε τα 20.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις), αλλά στους κριτικούς δεν άρεσε –φαίνεται μάλιστα ότι δεν ικανοποίησε ούτε και τον Σπίλμπεργκ, όταν έκατσε να το διαβάσει για τους σκοπούς της κινηματογραφικής μεταφοράς. Οι ενστάσεις, πλήθος: σε άλλους ξίνισε η γραφή του Benchley, άλλοι το θεώρησαν κάτι σε Μόμπι Ντικ με τον λευκό καρχαρία να παίρνει τη θέση της φάλαινας, άλλοι διαμαρτυρήθηκαν για το βαρετό της πλοκής. Υπήρξαν βέβαια και κάποιοι που επισήμαναν τα εντελώς αντίθετα, όμως βρέθηκαν εκτός της κυρίως τάσης της τότε λογοτεχνικής αποτίμησης.



Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι σοβαροί κριτικοί που έγραφαν στα μέσα της δεκαετίας του 1970 για το Time ή τη Village Voice περιφρόνησαν το Jaws του Benchley. Πρόκειται για ένα λαϊκό μυθιστόρημα, δίχως περίτεχνα φιλοτεχνημένες περιγραφές ή ιδιαίτερα περίπλοκους ήρωες: μόνο η αρχή του κεφαλαίου 5, με εκείνη την υγρή, πυκνή ομίχλη «που νόμιζες πως είχε γεύση, μια γεύση ξυνή κι αλμυρή», κλείνει το μάτι προς τον κόσμο μιας πιο πολυδιάστατης λογοτεχνίας. Στον αντίποδα, οι φαντασιώσεις βιασμού της Έλεν Μπρόντι πρέπει ακόμα και τότε να φάνηκαν ως μια πολύ κακή επιλογή για τη σεξουαλικοποίηση των συναισθηματικών της αδιεξόδων.

Ό,τι όμως μένει απλό, κακώς εξισώθηκε με το ρηχό. Ο Benchley αντιμετωπίζει πράγματι ορισμένα ζητήματα πλοκής: το φινάλε, ιδιαίτερα, είναι απογοητευτικά στημένο, ενώ η παράπλευρη ιστορία με τη δράση της Μαφίας στο Άμιτι μένει υπερβολικά μετέωρη. Καταφέρνει ωστόσο να αποτυπώσει πειστικά τον ήσυχο μα και περιορισμένο κόσμο μιας παραλιακής κωμόπολης που ζει αποκλειστικά από τους θερινούς επισκέπτες, όπως και τις ταξικές διαφορές που υπόγεια μα πεισματικά καθορίζουν πολλές καθημερινότητες. Πρώτα και κύρια του πρωταγωνιστή Μάρτιν Μπρόντι, με τρόπους μάλιστα τους οποίους δεν αντιλαμβάνεται ούτε ο ίδιος στην πληρότητά τους, αφού διαβρώνουν τελικά ακόμα και τον γάμο του. Συχνά, μάλιστα, ο καρχαρίας είτε βγαίνει από το προσκήνιο, είτε γίνεται μοχλός πίεσης, ο οποίος αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις και τις πραγματικές ανασφάλειες κάτω από τη ρουτίνα της καθημερινότητας στο Άμιτι. Την οποία εκπροσωπούν χαρακτήρες γερά πλασμένοι, ακόμα κι αν μερικές φορές η συμπεριφορική τους τείνει προς το στερεότυπο.



Ο καρχαρίας, τώρα, σε πολλά ίσως ξενίσει τον σύγχρονο, ενημερωμένο αναγνώστη, που ξέρει σαφώς περισσότερα από τον Benchley του 1974, όσο ενημερωμένος κι αν ήταν εκείνος επί του θέματος τότε. Σήμερα, δηλαδή, γνωρίζουμε ότι πρόκειται για πιο περίπλοκα ζώα, πράγμα που επισήμανε άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας λίγο πριν τον θάνατό του, λέγοντας ότι, με όσα ήξερε πλέον το 2000, δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει κάτι σαν το Jaws. Αν όμως εξαιρέσουμε αυτό το πλαίσιο, τα όσα συμβαίνουν στο Άμιτι διαθέτουν τη δική τους τρομακτική διάσταση: για λίγο τουλάχιστον, μπαίνεις κι εσύ στον πειρασμό να πιστέψεις ότι τους έχει τύχει ένας πιο διαβολικός μεγάλος λευκός από τα συνηθισμένα, με τον Benchley όμως να τον θέτει σε μόνιμη αντίστιξη με το πραγματικό «κακό», το οποίο φωλιάζει στο Άμιτι ανάμεσα σε άπληστους επιχειρηματίες και συμφεροντολόγους δημοσιογράφους (μια σημαντική επιτυχία του μυθιστορήματος). Το δε σασπένς κορυφώνεται ωραία, με κρεσέντο, αλλά και με ξεφουσκώματα, αποκτώντας ιδιαίτερα δραματική διάσταση λίγο πριν το άδοξο –όπως είπαμε και πιο πάνω– φινάλε.

Η επιτυχία του Jaws έφερε το βιβλίο του Benchley και στην Ελλάδα, όπου εκδόθηκε το 1975 από το Λυχνάρι, σε μετάφραση Άννας Παπαδημητρίου. Η έκδοση έχει κάμποσες τυπογραφικές αβλεψίες, ενώ η δουλειά της μεταφράστριας δεν κρίνεται πάντοτε προσεγμένη στις λεπτομέρειες: άλλοτε είναι η ορθογραφία αυτή που βγάζει μάτι (η Σελήνη και το ...σέλινο μπλέκουν παράδοξα στην «ασέλινη νύχτα» της σελίδας 12, ενώ το «έδωσε μια κλίση στον συνοδό της» στη σελίδα 21 με διασκέδασε ιδιαιτέρως) κι άλλοτε κυριαρχεί μια προχειρότητα, αφού δεν μεταφράζονται σε κατανοητά νούμερα αγγλοσαξονικές μονάδες μέτρησης τύπου γυάρδες και πόδια (50 γυάρδες από την παραλία, λέει, ευτυχώς που έχουμε Google σήμερα και κάνουμε επί τόπου τη μετατροπή). Στη σελίδα 243, επίσης, αποδίδει το «tried it straight» του πρωτοτύπου σε «να δοκιμάσει τον σωστό τρόπο». Ίσως βέβαια να συγχωρείται με δεδομένα τα όσα πίστευαν οι άνθρωποι στην Ελλάδα το 1975 για τις ομοφυλοφιλικές σεξουαλικές προτιμήσεις, στις μέρες μας ωστόσο πρόκειται για άκομψο και καταφανές λάθος. Σε άλλα πάντως ζητήματα ουσίας –ροή στα ελληνικά, περιγραφές, αμεσότητα διαλόγων– η Παπαδημητρίου έχει καλά αποτελέσματα.


01 Σεπτεμβρίου 2020

Κωνσταντία Γουρζή - συνέντευξη (2015)



Αθόρυβα, χωρίς φανφάρες, αλλά πολύ αποτελεσματικά, η Κωνσταντία Γουρζή όλο και ανεβαίνει –τόσο ως συνθέτρια, όσο και ως μαέστρος– στο κλασικό τερέν της κεντρικής Ευρώπης, όπου οι απαιτήσεις είναι μεγάλες, όπως και ο συναγωνισμός. 

Φέτος, μάλιστα, έγινε η πρώτη γυναίκα που κλήθηκε να διευθύνει το άνοιγμα του διεθνούς φεστιβάλ Grafenegg, που ήταν και το μόνο το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Αυστρία, λόγω κορωνοϊού. Είχε βέβαια την ατυχία να πέσει σε καταρρακτώδη βροχή καθώς παρουσίαζε το δικό της έργο Ypsilon σε παγκόσμια πρεμιέρα, με αποτέλεσμα την ακύρωση της συναυλίας· καλώς εχόντων των πραγμάτων, αναπρογραμματίστηκε για το τέλος Οκτώβρη. 

Με αυτήν την αφορμή, το Islands in the Stream αναδημοσιεύει την κουβέντα που κάναμε με τη Γουρζή πίσω στον Ιανουάριο του 2015, με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου Music For Piano And String Quartet στην ECM: μεταξύ άλλων, συζητήσαμε για τον Manfred Eicher, τον Claudio Abbado και τις επαγγελματικές ευκαιρίες που προσφέρει η Γερμανία σε μια κλασική μουσικό, εν συγκρίσει με την Ελλάδα. Η αρχική δημοσίευση της συνέντευξης έγινε στο Avopolis, εδώ παρατίθεται με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 


Οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το promo υλικό που δόθηκε στον Τύπο (αντίστοιχα) το 2015 και το 2020.


Με το Music For Piano And String Quartet πραγματοποιείτε ένα δυναμικό ντεμπούτο στη «new series» της ECM –μιας πολύ διακεκριμένης εταιρείας. Τι σας έφερε κοντά της; Και πώς δουλέψατε με τον Manfred Eicher για το συγκεκριμένο υλικό;

Περισσότερο από 10 χρόνια μου είχε γίνει πρόταση από μια γερμανική δισκογραφική εταιρεία να ηχογραφήσω γι' αυτούς ως μαέστρος και ενστικτωδώς τους αρνήθηκα. Το έκανα γιατί θα μου άρεσε να συνεργαστώ με μια εταιρεία που να μου δημιουργεί το αίσθημα ότι βρίσκομαι σε μια μουσική οικογένεια, είτε χάρη στις προσωπικότητες που την αποτελούν, είτε για την οραματική της στάση απέναντι στον ήχο, είτε για τα σύγχρονα μουσικά της πιστεύω. Ονειρευόμουν την ECM! Είναι απόλυτα αντιπροσωπευτική σε ό,τι πίστευα και φανταζόμουν. Κι έκανα αλλεπάλληλες προσπάθειες χρόνων για να συναντήσω τον Manfred Eicher. 

Τελικά κάποια στιγμή η πεισματική προσπάθειά μου ευοδώθηκε και τον συνάντησα. Mου έκανε μεγάλη εντύπωση ο τρόπος με τον οποίον άκουγε τη μουσική, αλλά και τα σχόλιά του: μίλαγε σαν να είχε ακούσει τις συνθέσεις χιλιάδες φορές. Αυτό τον καθιστά μοναδικό δισκογραφικό σύντροφο και παραγωγό, γιατί η μουσική ανταλλαγή γίνεται σε ένα πραγματικά βαθύ επίπεδο. Το επόμενο βήμα ήταν ποιες από τις συνθέσεις θα ηχογραφούσαμε και πώς θα αντιπροσώπευαν όλες μαζί ένα ενιαίο ηχητικό concept. Έτσι αποφασίσαμε για τα συγκεκριμένα κομμάτια αυτού του δίσκου.

Σας αγχώνει η βαριά «ταμπέλα» της εταιρείας; Νιώθετε δηλαδή ότι, μαζί με τις δυνατότητες που σας δίνει για προβολή, έρχεται και μια ευθύνη να «πετύχετε» σε έναν βαθμό μεγαλύτερο απ' ότι με τις προηγούμενες δουλειές σας;

Δεν αισθάνομαι κάποιο βάρος. Απεναντίας, αισθάνομαι επιβεβαιωμένη γιατί ο Manfred Eicher είδε εκείνο που διαισθανόμουν, ότι μουσικο-δισκογραφικά ανήκω στην εταιρεία του. Αυτό με χαλαρώνει και με κάνει περισσότερο χαρούμενη, γιατί υπεύθυνη είμαι ούτως ή άλλως.  

Τι ακριβώς συνέβη σε εκείνο το κάστρο στη νότια Γαλλία, για το οποίο μιλάτε στις σημειώσεις, οδηγώντας σας στο κομμάτι "Eine Kleine Geschichte"; 

Βρισκόμουν για λίγες ημέρες διακοπών στο εν λόγω παλιό, αλλά απλά επισκευασμένο κάστρο. Είχα αισθανθεί πολύ οικεία με τον χώρο και τη φύση γύρω από το οίκημα, ακόμη δε περισσότερο με είχε συγκινήσει η λεπτότητα και η ζεστή συμπεριφορά της κυρίας στην οποία ανήκε –έμενε και η ίδια εκεί. Γνώριζε ότι ήμουν μουσικός και μου είχε πει ότι υπήρχε ένα παλιό πιάνο σε ένα δωμάτιο και μπορώ να πάω όποια ώρα θέλω για να παίξω. Έτσι λοιπόν και έκανα! 

Μετά από αρκετή ώρα αυτοσχεδιασμού πήρα μια κόλλα πενταγράμμου κι άρχισα να φτιάχνω τη μελωδία της μικρής ιστορίας, η οποία επαναλαμβανόταν· και σε κάθε επανάληψη, πρόσθετα και άλλα στοιχεία. Η μικρή ιστορία είναι ένα σύντομο κομμάτι, της οποίας η μελωδία παραμένει σε κάθε επανάληψη σταθερή στο ύφος της και κάθε νέο στοιχείο που εισέρχεται δεν την επηρεάζει. Στο τέλος συγκλίνει μαζί με άλλα στοιχεία και αφήνει την ενέργεια ανοιχτή· σαν το κομμάτι να συνεχίζεται και μετά το τέλος του παιξίματος. 

Το κουαρτέτο αρ. 1 για έγχορδα Israel, πάλι, μας μεταφέρει στο Τελ Αβίβ –πόλη που έχετε επισκεφθεί συχνά και γνωρίζετε. Και ουσιαστικά διηγείστε με τη μουσική την πλευρά της ιστορίας των δικών του απλών ανθρώπων. Φοβάστε πιθανές αντιδράσεις; Στην Ελλάδα, ας πούμε, η πλειονότητα του κόσμου έχει μια σαφή συμπάθεια για τους Παλαιστίνιους σε αυτήν τη διαμάχη...

Μα κι εγώ έχω συμπάθεια για τους Παλαιστίνιους και έχω φίλους και τους μεν και τους δε! Πίσω λοιπόν από αυτήν τη μουσική δεν είναι κρυμμένη κάποια πολιτική συμπάθεια ή συγκεκριμένη πολιτική στάση. Εμπνεύστηκα από τα βλέμματα των ανθρώπων που περπατούσαν στον δρόμο, μια ημέρα που μόλις λίγα μέτρα πιο κάτω είχε σκάσει μια βόμβα· αλλά και από ένα κουαρτέτο εγχόρδων από τη Ρωσία, το οποίο –δύο τετράγωνα παρακάτω– έπαιζε στον δρόμο με εξαιρετική ποιότητα και άκρως συγκινητικά, απλά για να βγάλει λίγα χρήματα. Όλα γινόντουσαν σύγχρονα και συνυπήρχαν. 

Ήταν σκηνές απόλυτης έκπληξης, πόνου, μιας ακραίας πραγματικότητας. Μια τέτοια εμπειρία μόνο με μουσική μπορώ να την εκφράσω.

Φύγατε από την Ελλάδα το 1988, διαπρέψατε στο Βερολίνο, ζείτε τελικά στο Μόναχο. Ήταν επαγγελματικοί οι λόγοι που σας ώθησαν να μείνετε στη Γερμανία; Μιας και έχετε κρατήσει επαφή με τα ελληνικά πράγματα, πρέπει να υπάρχει μια πολύ καθαρή εικόνα στο μυαλό σας για το τι μπορεί να πετύχει κανείς εδώ και τι σε μια χώρα σαν τη Γερμανία...

Έφυγα για να σπουδάσω στο Βερολίνο στις 21.10.1987, ημέρα Σάββατο, με ένα εισιτήριο απλής διαδρομής. Όταν τελείωσα τις σπουδές μου είχα ήδη τόσες πολλές μουσικές ασχολίες, τις οποίες δεν θα είχα εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα –κι έτσι έμεινα. Το ένα κατόπιν έφερε το άλλο. 

Στη Γερμανία εργάζεσαι σκληρά και τις περισσότερες φορές ανταμείβεσαι. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει το ίδιο, θα έλεγα δε ότι συχνά συμβαίνει το αντίθετο. Παρ' όλα αυτά συνεχίζω να πιστεύω στον σωστό Έλληνα και στο Ελληνικό Πνεύμα.

Θα επιστρέφατε στην Ελλάδα, εάν μια μελλοντική κυβέρνηση σας ανέθετε να φτιάξετε πράγματα που δεν πάνε καλά, με βάση τις εμπειρίες σας; Πόσο σενάριο επιστημονικής φαντασίας το βρίσκετε κάτι τέτοιο, με τα νυν δεδομένα του πολιτικού/κοινωνικού μας βίου;

Μου αρέσει που αναφέρεστε σε μελλοντική κυβέρνηση, γιατί και ο ίδιος πιστεύετε μάλλον ότι αυτή δεν πρόκειται να κάνει κάτι τέτοιο! Οι επαγγελματικές μου αποφάσεις και στάσεις απέναντι στην Ελλάδα δεν έχουν υπόβαθρο ούτε πολιτικό, ούτε επιστημονικής φαντασίας. Μια τέτοια πρόταση θα τη συζητούσα, αν τα δεδομένα και οι όροι θα ήταν πρέποντα και σοβαρά.

Είστε και μαέστρος, εκτός από μουσικός. Γιατί κατά τη γνώμη σας βλέπουμε τόσο λίγες γυναίκες στο πόντιουμ, ακόμα και σε εποχές κατά τις οποίες –στη Δύση, τουλάχιστον– υποτίθεται ότι ξεφύγαμε από τέτοια στεγανά;

Ο μαέστρος είναι κι αυτός μουσικός! Μπορεί με το μυαλό μας να έχουμε ξεφύγει από στεγανά, αλλά η πραγματοποίηση όσων σκεφτόμαστε χρειάζεται χρόνο. Υπάρχουν πάντως περισσότερες γυναίκες μαέστροι από ότι πριν από 20, 15, 10 χρόνια. Όμως τα κοινωνικά ταμπού δεν ξεπερνιούνται τόσο γρήγορα. 

Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, αναλάβατε τη διεύθυνση της πρώτης Ορχήστρας Νέων Ανατολικού & Δυτικού Βερολίνου. Τι θυμάστε από αυτήν την εμπειρία; Και, πέρα από τον συγκινησιακό παράγοντα, πόσο εύκολο ήταν τελικά να συνυπάρξει σε εκείνα τα πρώτα στάδια το Ανατολικό με το Δυτικό Βερολίνο; 

Θυμάμαι ότι είχα πάθει δηλητηρίαση πριν τη δεύτερη συναυλία και τη διεύθυνα άρρωστη. Θυμάμαι τη δυνατή χαρά όλων μας και την ενωτική δύναμη της μουσικής σε αυτήν την ιστορική συνάντηση, η οποία δεν διέκρινε προελεύσεις, γιατί η μουσική δεν άφηνε τέτοιου είδους περιθώρια. Πιστεύω πως ό,τι σκεφθείς και στοχεύσεις, είναι δυνατό. Εύκολο ή δύσκολο; Είναι εύκολο να αναπνέουμε και δύσκολο να εκπνέουμε;

Έχετε επίσης δουλέψει στο πλευρό του Claudio Abbado, στη Φιλαρμονική του Βερολίνου. Ποιο είναι το σημαντικότερο πράγμα που μάθατε κοντά σε έναν τόσο σπουδαίο άνθρωπο της μουσικής; 

Έμαθα τη σιωπή, την εμπιστοσύνη που έδειχνε στους μουσικούς και το πώς απογειωνόταν κατά τη διάρκεια της συναυλίας, γιατί ήταν μόνο μέσα στη ροή της μουσικής. Στον δίσκο μου Mουσική Για Πιάνο Και Κουαρτέτο Εγχόρδων του έχω αφιερώσει κι ένα κομμάτι για πιάνο.

Τι πλάνα έχετε για το άμεσο μέλλον; Θα υποστηρίξετε συναυλιακά το Music For Piano And String Quartet ή θα απασχοληθείτε με νέες δημιουργικές ιδέες;

Θα υποστηρίξω φυσικά τον δίσκο, παρούσα σε όποιες πόλεις μπορώ χρονικά να παρευρίσκομαι. Συγχρόνως προετοιμάζω αυτήν την περίοδο (μεταξύ άλλων) τη νέα μου σύνθεση Έρως –παραγγελία της όπερας του Μονάχου και εμπνευσμένη από την Αντιγόνη του Σοφοκλή– καθώς και μια μεγάλη συναυλία με τους φοιτητές μου στην Ανώτατη Μουσική Ακαδημία Μουσικής και Θεάτρου του Μονάχου.


31 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Σάββατο 29 Αυγούστου 2020



Με την εκπομπή του Σαββάτου, έληξαν τα προηχογραφημένα μας ντουέτα με τον Στυλιανό Τζιρίτα για τη φετινή θερινή σαιζόν του ραδιοφώνου μας: ο έτερος Καππαδόκης επέστρεψε ζωντανά στο μικρόφωνο την Κυριακή, στα ...προσεχώς θα γυρίσω κι εγώ. 

Ως προς το «μενού», τώρα, η Συχνοτική Συμπεριφορά πήγε ως το Τόκυο για να ακούσει "Mahusale" από τους Albert Mangelsdorff Quartet, θυμήθηκε τους Smiths, τους Lard και τον Ανέστη Δελλιά, ενώ έπαιξε και το "Hasta Siembre" στην τούρκικη εκδοχή των Ahmet Koc & Cansu Koc. 

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. BRAD MEHLDAU, GABRIEL KAHANE & BECCA STEVENS: The Prophet Is A Fool
2. JANIE FRICKE: It Ain't Easy Being Easy
3. THE SMITHS: There Is A Light That Never Goes Out
4. JAD FAIR: You Have It All
5. ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ: Γυριστρούλα
6. LARD: I Wanna Be A Drug-Sniffing Dog
7. BILLIE EILISH: Bad Guy
8. DEEP PURPLE: Child In Time
9. ΑΝΕΣΤΗΣ ΔΕΛΛΙΑΣ: Το Χαρέμι Στο Χαμάμ
10. AHMET KOC & CANSU KOC: Hasta Siembre
11. ΠΑΣΧΑΛΗΣ: Κόπα Καμπάνα
12. ALBERT MANGELSDORFF QUARTET: Mahusale – live in Tokyo




27 Αυγούστου 2020

Συχνοτική Συμπεριφορά, Κυριακή 23 Αυγούστου 2020



Σε προηχογραφημένη θερινή τροχιά τέθηκε και την Κυριακή η Συχνοτική Συμπεριφορά, με το δίδυμο να εκκινεί με την πρωτοπόρα ματιά του Νίκου Μαμαγκάκη στις Βάκχες του Ευριπίδη (1969) και να πηγαίνει από εκεί (κατά το δοκούν, ως συνήθως) στον David Bowie, στον Γιάννη Πάριο, στους Cure, αλλά και στις Δυνάμεις Του Αιγαίου και στο ξεχασμένο συγκρότημα Αλλού του Σάββα Υσάτη.

Επόμενο ραδιοφωνικό ραντεβού, το ερχόμενο Σάββατο, 29 Αυγούστου.

Μπορείτε να ακούσετε ολόκληρο το σόου πατώντας στον σύνδεσμο εδώ, με τη σημαντική επισήμανση ότι –καθώς η εκπομπή λαμβάνεται από το αρχείο του 105,5 Στο Κόκκινο– περιέχει και τα δελτία ειδήσεων που της αναλογούν (των 16.00 στο ξεκίνημα και των 17.00 στο ενδιάμεσο).

Συμπεριφέρθηκαν συχνοτικώς τα εξής κομμάτια: 

1. ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ: Θρήνος Για Τον Πενθέα
2. ΑΛΛΟΥ: Ο Μάγος
3. ΚΩΣΤΑΣ ΤΟΥΡΝΑΣ & ROUTH: Ο Πιο Καλός Τραγουδιστής
4. ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ: Εγγλεζίτσα
5. DAVID BOWIE: Wild Is The Wind
6. DAVID BOWIE: Sell Me A Coat
7. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΙΟΣ: Φωτεινό Μου Καλοκαίρι
8. SHERYL CROW: Everyday Is A Winding Road
9. JOHN ZORN & PAT METHENY: Albim
10. THE YARDBIRDS: Train Kept-A-Rollin'
11. ΚΙΚΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ & ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΧΑΤΖΗΧΡΗΣΤΟΣ: Ντουνιά Υποκριτή
12. THE LEMONHEADS: It's A Shame About Ray
13. JARVIS COCKER: I Never Said I Was Deep
14. GARBAGE: Queer
15. THE CURE: From The Edge Of The Deep Green Sea

26 Αυγούστου 2020

Οι Απάχηδες Των Αθηνών - ανταπόκριση (2020)



Πολύ χάρηκα που έμαθα ότι, παρά την ανασφάλεια της περιόδου και τις τόσες ακυρώσεις, η 4K αποκαταστημένη κόπια της θεωρούμενης ως χαμένης (μέχρι το 2016) ταινίας του Δημήτρη Γαζιάδη Οι Απάχηδες Των Αθηνών (1930) οδεύει πλέον σε διεθνείς περιπέτειες: σήμερα Τετάρτη 26 Αυγούστου και τη Δευτέρα 31 Αυγούστου, θα προβληθεί στο Il Cinema Ritrovato, στη Μπολόνια της Ιταλίας –πρόκειται για το σημαντικότερο φεστιβάλ αποκατεστημένων ταινιών στον κόσμο. 

Οι θεατές θα έχουν μάλιστα την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το φιλμ συνοδεία της ζωντανής μουσικής που απολαύσαμε στις 15 Φεβρουαρίου στην Εθνική Λυρική Σκηνή (σε μέρες ανέμελες, προ κορωνοϊού και άλλων δαιμονίων), η οποία θα τους προσφερθεί βέβαια στην ηχογραφημένη της εκδοχή. Και είναι ακόμα μεγαλύτερη η χαρά μου που πληροφορήθηκα ότι της ηχογράφησης, επεξεργασίας και μίξης επιμελήθηκαν δύο γνώριμοί μου, ο Θοδωρής Ζευκιλής και ο Παναγιώτης Χούντας –αμφότεροι ανάμεσα στους πιο άξιους ανθρώπους που ασχολούνται με τον ήχο στην Ελλάδα.

Με την ευκαιρία, λοιπόν, το blog αναδημοσιεύει σήμερα την ανταπόκριση της βραδιάς του Φεβρουαρίου από την αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Το αρχικό κείμενο δημοσιεύτηκε νωρίτερα μέσα στη χρονιά στο Avopolis και προσφέρεται εδώ με μικρές τροποποιήσεις, αισθητικής φύσης.


Το θερμό χειροκρότημα που αντήχησε στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Λυρικής Σκηνής καθώς έπεφταν οι τίτλοι τέλους στους Απάχηδες Των Αθηνών, εμπεριείχε τον ειλικρινή ενθουσιασμό ενός ετερόκλητου κοινού (ειδήμονες, ξένοι προσκεκλημένοι, εγχώριοι δημοσιογράφοι, απλός κόσμος που ήρθε από περιέργεια), το οποίο δεν ήξερε τι να περιμένει από τη συγκεκριμένη προβολή και τη ζωντανή μουσική που θα τη συνόδευε.

Εν αρχή, πάντως, ήταν σίγουρα η μουσική στην όλη εμπειρία, αφού οι Απάχηδες Των Αθηνών πρωτοέζησαν ως οπερέτα, γραμμένη από τον Νίκο Χατζηαποστόλου σε λιμπρέτο Γιάννη Πρινέα. Ανέβηκαν τον Αύγουστο του 1921 στο θέατρο Αλάμπρα από τον θίασο του Φώτη Σαμαρτζή και χάλασαν κόσμο, σημειώνοντας εισπρακτικό ρεκόρ για τον ελληνικό Μεσοπόλεμο, με 600 παραστάσεις σε όλη τη χώρα και γύρω στα 400.000 εισιτήρια (η Αθήνα της εποχής, σημειώστε, είχε περίπου 300.000 κατοίκους). Αυτή ακριβώς η δημοφιλία ήταν που οδήγησε και στη μεταφορά τους στον κινηματογράφο το 1930 από τον Δημήτρη Γαζιάδη, με τον Πρινέα να επανέρχεται σε ρόλο σεναριογράφου –θα ακολουθούσε άλλη μία ταινία 20 χρόνια αργότερα (1950), με πρωταγωνιστές τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και την Άννα Καλουτά, σε σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά.


Αν και το 1930 η οικονομική κατάσταση είχε στενέψει ιδιαιτέρως (και) για τους Έλληνες, η ταινία του Γαζιάδη γνώρισε επιτυχία, γράφοντας μάλιστα και τη δική της ιστορία, καθώς υπήρξε η πρώτη εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή που συνοδευόταν από συγχρονισμένη ηχογράφηση της μουσικής και των τραγουδιών: το κοινό της εποχής, δηλαδή, παρακολουθούσε το βωβό φιλμ και άκουγε τα διάσημα άσματα που το συνόδευαν από γραμμόφωνο εγκατεστημένο μέσα στην αίθουσα προβολής –τρία μάλιστα από αυτά ήταν πρωτότυπες δημιουργίες, γραμμένα για τις ανάγκες της. Εντούτοις, η ταινία χάθηκε στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν· μέχρι που, απρόσμενα, ανακαλύφθηκε μια κόπια της στη Γαλλική Ταινιοθήκη (2016), η οποία και αποκαταστάθηκε χάρη σε δωρεά του Ιδρύματος Νιάρχος και στη δουλειά ενός διεθνούς επιτελείου. Φορέας υλοποίησης ήταν βέβαια η Ταινιοθήκη της Ελλάδος (η οποία είναι πλέον και η κάτοχος της νέας κόπιας), με τα πρέποντα συγχαρητήρια να πηγαίνουν στην υπεύθυνη για το έργο Ηλέκτρα Βενάκη.


Ενενήντα χρόνια μετά, για τους Αθηναίους του 2020, τον ρόλο εκείνου του γραμμοφώνου έπαιξαν αφενός η Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ σε διεύθυνση Αναστάσιου Συμεωνίδη, η οποία απέδωσε την ανασύσταση του πρωτότυπου soundtrack –όπως το επιμελήθηκε ο Γιάννης Τσελίκας– αφετέρου οι μονωδοί της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Χρήστος Κεχρής, Μιράντα Μακρυνιώτη και Άννα Στυλιανάκη, οι οποίοι ανέλαβαν να ερμηνεύσουν ζωντανά τα συνοδευτικά τραγούδια.

Το αποτέλεσμα ήταν πολύ επιτυχημένο, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι ποτέ δεν θα είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς έφτιαξε το 1930 για την ταινία ο ίδιος ο Νίκος Χατζηαποστόλου, διευθύνοντας μια ορχήστρα με συνολικά 60 όργανα. Αναγκαστικά, η επιλογή έγειρε προς όσα γνωρίζουμε από πλάκες γραμμοφώνου 78 στροφών για τη μουσική της οπερέτας του 1921, ενώ ιδιαίτερα εύσημα ανήκουν στους Κεχρή, Μακρυνιώτη & Στυλιανάκη, καθώς έμειναν πιστοί στα τραγουδιστικά πρότυπα του Μεσοπολέμου, προτιμώντας τον λίγο «ξένο» στα αυτιά μας στόμφο και το στυλιζάρισμα εκείνων των καιρών, παρά μοντέρνες και πιο «οικείες» προσεγγίσεις. Περισσότερα θα μπορούμε να πούμε όταν εκδοθεί η σχετική ηχογράφηση, καθώς στη Λυρική Σκηνή μεγάλο μέρος της προσοχής μας αφοσιώθηκε τελικά στην ίδια την ταινία.


Κι αυτό, βέβαια, μόνο τυχαίο δεν είναι. Γιατί, αν και η υπόθεση οπερέτας και ταινίας διαφέρει έως και σημαντικά σε σημεία, ο Γαζιάδης πέτυχε πλήρως τον διακηρυγμένο του στόχο για ένα «εξευγενισμένο λαϊκό ρομάντζο». Το οποίο έχει μάλιστα αμιγώς αστικό χαρακτήρα, που το ξεχωρίζει από τα βουκολικά δράματα της εποχής, όπου συνήθως πρωταγωνιστεί η επαρχιακή ύπαιθρος και η φουστανέλα της Παλαιάς Ελλάδας.

Χάρη στο δίχως κενά σενάριο του Πρινέα, από το οποίο δεν λείπει η αίσθηση της κλιμάκωσης, ο σκηνοθέτης ξαναζωντανεύει μια εν πολλοίς άγνωστη στο σύγχρονο κοινό Αθήνα, όπου η Πλάκα δεν διαθέτει τίποτα το γκλάμουρ ή το τουριστικό –αντιθέτως, είναι βουτηγμένη στη μαύρη φτώχεια– και συνυπάρχει αφενός με ένα ζωηρό κέντρο (με σημαντική παρουσία αυτοκινήτων), αφετέρου με τις πνιγμένες στους κήπους επαύλεις των πλουσίων, με τα σχετικά πλάνα να τις προβάλλουν βέβαια στην υπερβολή τους, αφού βλέπουμε ουσιαστικά το θερινό ανάκτορο των παλιών μας βασιλιάδων στο Τατόι.


Φανερώνοντας μια ματιά με ιδιαίτερη συγκρότηση, ο φακός του Γαζιάδη αναδεικνύει τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις του Μεσοπολέμου πότε κεντράροντας στα φθαρμένα παπούτσια της Τιτίκας, πότε στο θρόισμα των φυλλωσιών στην άνετη διώροφη κατοικία του Αθανάσιου Παραλή. Μάλιστα, η ταινία δεν αρκείται στον ρόλο του παρατηρητή, καθώς ξεγυμνώνει την κενότητα που συνοδεύει τα νεόπλουτα ήθη, ιδιαίτερα στη σκηνή όπου ο πολυεκατομμυριούχος επιθυμεί να εξοπλίσει με βιβλία τη γιγαντιαίων διαστάσεων βιβλιοθήκη του, αδυνατώντας ωστόσο να ονομάσει έναν, έστω, συγγραφέα της αρεσκείας του. Πολλά στην επιτυχία όλων αυτών των πλάνων οφείλονται βέβαια στη λαμπερή ποιότητα της ασπρόμαυρης φωτογραφίας του Μιχάλη Γαζιάδη –αδελφού του σκηνοθέτη και συνιδρυτή της εταιρείας παραγωγής Dag Film– την οποία έχουμε θαυμάσει και στην Αστέρω του 1929.


Αποφασιστικής σημασίας ήταν πάντως και το επιλεγμένο cast, το οποίο έφερε στη μεγάλη οθόνη δημοφιλέστατους ερμηνευτές της Λυρικής Σκηνής του Μεσοπολέμου, ενισχύοντας έτσι ακόμα περισσότερο τους δεσμούς των κατά Γαζιάδη Απάχηδων Των Αθηνών με τη μουσική μήτρα απ' όπου ξεπήδησαν. Ο Λυκούργος Καλαποθάκης έχασε βέβαια (λόγω ασθενείας) μια ιστορική ευκαιρία να αποδώσει στο σινεμά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του «Πρίγκιπα» που πρώτος έπαιξε το 1921, όμως ο διάσημος στα χρόνια εκείνα τενόρος Πέτρος Επιτροπάκης (που τελικά τον ενσάρκωσε) αποδείχθηκε ιδανικός, διαθέτοντας όλη την απαιτούμενη ζεν πρεμιέ φινέτσα. Δίπλα του, η Μαίρη Σαγιάνου αποτυπώθηκε πράγματι ως «μία πραγματική απόλαυσις» ως Τιτίκα, όπως σχολίασε στην κριτική της για την Εσπερινή της εποχής η Ίρις Σκαραβαίου, δίνοντας και σε μας την ευκαιρία να θαυμάσουμε μία αδικοχαμένη Ελληνίδα σταρ –μόλις 2 χρόνια αργότερα θα πέθαινε από τυφοειδή πυρετό, με πλήθος απλού κόσμου να τη συνοδεύει συντετριμμένος στην τελευταία της κατοικία.


Το βάθος βέβαια της ταινίας αποκαλύπτεται στους συνοδευτικούς, μικρότερους ρόλους, οι οποίοι είναι πραγματικά ένας κι ένας. Ο γνωστός τραγουδιστής εκείνων των καιρών Πέτρος Κυριακός απέδωσε και στην ταινία τον ρόλο του Καρκαλέτσου που έπαιζε επί χρόνια στο θεατρικό σανίδι, ενώ τον έτερο κολλητό του «Πρίγκιπα», τον Καρούμπα, ενσάρκωσε ωραία ο ίδιος ο λιμπρετίστας και σεναριογράφος, Γιάννης Πρινέας. Ο Γιώργος Χριστοφορίδης ως Αθανάσιος Παραλής αξιοποίησε τη θεατρική του παιδεία και την εμπειρία του από τους θιάσους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στους οποίους ανδρώθηκε, ενώ πειστική στον ρόλο της κόρης του Βέρας Παραλή στάθηκε η αληθινή του κόρη, Στέλλα Χριστοφορίδη. Αλλά η πραγματική αποκάλυψη ήταν ο Νικόλαος Περδίκης, που έπαιξε με θαυμάσιες εκφράσεις προσώπου ή/και βλέμματα τον πανούργο γραμματέα Ζηνόβιο Κυριακό, ισορροπώντας άψογα μεταξύ κακομοιριάς και κακεντρέχειας.

Κερασάκι δε στην όλη τούρτα, ο μπόμπιρας με τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία ο οποίος πείραζε τον Επιτροπάκη στα στενά της Πλάκας, αλλά και ο μουστακαλής που απολαμβάνει τα ρεβίθια του στην ταβέρνα Κληματαριά όντας «αληθινόν αριστούργημα ηθογραφίας», όπως σχολίασε ο αταυτοποίητος κριτικός της εφημερίδας Πατρίς που βρίσκεται πίσω από τα αρχικά Καπ. Σ. Έστω και ως περιφερειακές φιγούρες, μετρήθηκαν τελικά στους λόγους για τους οποίους έπεσε τόσο χειροκρότημα εν έτει 2020, για να κλείσουμε κάνοντας κύκλο με την αρχή του παρόντος κειμένου.

* Οι πληροφορίες για την υποδοχή της ταινίας από τον Τύπο της εποχής αντλήθηκαν από το σχετικό κεφάλαιο στο έξοχο βιβλίο του Αργύρη Τσιάπου Οι Πρώτες Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου (ιδιωτική έκδοση, Σέρρες 2015), το οποίο υπάρχει και στο ίντερνετ με τη μορφή blog. Όλα τα σχετικά με τους Απάχηδες των Αθηνών είναι λοιπόν προσβάσιμα εδώ.