20 Νοεμβρίου 2022

Γιώργος Μαζωνάκης - ανταπόκριση (2013)


Πήρε λέει το μετρό αυτές τις μέρες ο Γιώργος Μαζωνάκης, για κάποια μετακίνησή του. Κι έγινε χαμός, καθώς πολύς κόσμος τον αναγνώρισε και δεν δίστασε να του δείξει την αγάπη του, με διάφορους τρόπους. Η κορυφαία ατάκα, βέβαια, μάλλον ανήκει σε εκείνη την κοπέλα που του είπε ότι πήρε γούνα μόνο και μόνο για να του μοιάζει –αναφερόμενη ασφαλώς στο θρυλικό βιντεοκλίπ για το "Gucci Φόρεμα".

Τον γουστάρω τον Μαζωνάκη και τον παρακολουθώ εδώ και πολλά χρόνια. Είναι ο αγαπημένος μου από τους νεότερους λαϊκούς αστέρες, της πιο pop δηλαδή εποχής των «μπουζουκιών», αυτής που ξεκίνησε από τα 1990s κι έπειτα. Πριν αρκετό καιρό, μάλιστα, ευτυχήσαμε να κάνουμε και μια κουβέντα (δείτε εδώ), ενώ πρόσφατα με εντυπωσίασε ξανά με την παράσταση «Η Αθήνα τη Νύχτα», που τώρα τρέχει για δεύτερη σεζόν (δείτε εδώ).

Κάπως έτσι, σκέφτηκα ότι έλειπε από τα παλιά μου κείμενα που μαζεύω σε αυτό το blog η ανταπόκριση από τη μεγάλη συναυλία που είχε κάνει τον Ιούνιο του 2013 στο «Κατράκειο» της Νίκαιας, γιορτάζοντας τα 20 του χρόνια στο ελληνικό τραγούδι. Μια λαμπερή βραδιά, με τις δικές της εκπλήξεις (την εμφάνιση της Κατερίνας Στανίση, πρώτα και κύρια), σε χρόνια δύσκολα και βαριά για τον τόπο μας. Το αρχικό κείμενο είχε δημοσιευτεί για λογαριασμό του Avopolis, εδώ αναδημοσιεύεται τώρα με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από το υλικό που διέθεσε τότε η παραγωγή της συναυλίας προς τον Τύπο


Και τις επιφυλάξεις μου είχα και τις δεύτερες σκέψεις μου. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να μην πάω στη γιορτή για τα 20 δισκογραφικά χρόνια του Γιώργου Μαζωνάκη στο Κατράκειο. «Το πολύ-πολύ να μη σου αρέσει», σκέφτηκα. Γιατί τέτοιοι αστέρες λειτουργούν με διαφορετικούς κώδικες: δεν τους πάει συνήθως το υπαίθριο, το ανοιχτό, ό,τι λέμε στα δικά μας λημέρια «λάιβ». Χάνονται, το χάνουν, το μπερδεύουν με το κλειστό (το κέντρο διασκέδασης). Έχουν αντικρίσει πολλά τα μάτια μας σε καλοκαιρινές συναυλίες, τέλος πάντων. 

Βλέποντας ωστόσο το Σάββατο τον «Μαζώ» να κάνει α-λα-Σαρλό μπάσιμο, με μουστάκι Φύρερ και καπέλο που θα ζήλευε κι ο Neil Tennant, κατάλαβα ότι θα περνάγαμε καλά. Δεν είχε σημασία που δεν μου άρεσε το εναρκτήριο τραγούδι με την αδιάβροχη καρδιά ("Καλώς Σας Βρήκα"), έτσι κι αλλιώς δεν μου αρέσουν τα τελευταία του. Σημασία είχε ότι εμφανίστηκε φορτσάτος, ορεξάτος και ότι ο κόσμος άρχισε να τραγουδά ήδη από την έναρξη. Α, και όταν λέμε κόσμος, εννοούμε κόσμος. Πολύς κόσμος. Για τουλάχιστον 6.000 τους έκοψα εγώ, 9.000 διαβάζω στα επίσημα ανακοινωθέντα. 

Ο «Μαζώ», τώρα, ήθελε τα πιο βραδύκαυστα κομμάτια στην αρχή και δεν με χαλούσε κάτι τέτοιο. Απεναντίας, έτσι μου αρέσουν κι εμένα τα προγράμματα. Στεναχωρήθηκα όμως που είπε τόσο νωρίς το "Παιδί Της Νύχτας", γιατί δεν το είπε καλά. Δεν είχε ζεσταθεί, η ορχήστρα έπαιξε πολύ δυνατά –της πήρε λίγη ώρα να κουμαντάρει τους γηπεδικούς τόνους– θάφτηκε έτσι ένα από τα σπουδαία τραγούδια του. Άρμοζε πιστεύω να μπει κάπου κοντά στο κραουνακικό "Ξημερώνει Πάλι", προς το τέλος του πρώτου μέρους. Το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο Μαζωνάκης το έσκισε. Αν θες να δεις δηλαδή Μαζωνάκη σε πλήρη γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων, βρες τον να το λέει στο YouTube: μόνος, στο μπροστινό ταφ της σκηνής του θεάτρου, καθισμένος σε ένα σκαμπό, σε πλήρη εναρμόνιση με τα λόγια, μα και με τις μέρες αυτές όπου σπάει ο τσαμπουκάς κι όλα μετριούνται cash. Φοβερός. 

Στο μεταξύ, τα πράγματα είχαν πάρει φωτιά με την πρώτη έκπληξη της βραδιάς, την ας την πούμε μικρή (γιατί καραδοκούσε και η δεύτερη, η μεγάλη). Ήμουν σίγουρος ότι ο Μαζωνάκης θα έλεγε το "Θέλω Να Γυρίσω Στα Παλιά", γιατί έπαιζε έδρα, Νίκαια, στην παλιά τη γειτονιά. Καλώς ή κακώς, όμως, το συγκεκριμένο τραγούδι θέλει και τον NiVo του. Έχω γράψει πολλά κακά πράγματα στο παρελθόν για τους Goin' Through και δεν τα παίρνω πίσω, ωστόσο τα καλά τους τραγούδια διαθέτουν έναν χαρακτήρα ξεχωριστό, που δεν γίνεται να υποκατασταθεί από άλλους ράπερ. Οποία έκπληξις λοιπόν, όταν ο πανύψηλος, ντυμένος στα κόκκινα Νίκος Βουρλιώτης εμφανίστηκε ως καλεσμένος-έκπληξη και το είπαν μαζί. Γέννημα-θρέμμα δυτικής Αττικής κι εκείνος, έπαιξε προφανώς μια διασύνδεση που υπάκουε σε τοπικούς κώδικες. 

Δίκαιο το θερμό χειροκρότημα –ήταν ωραία εκτέλεση– ωχριούσε ωστόσο μπροστά στο έλα να δεις που εκτυλίχθηκε όταν ο Μαζωνάκης καλωσόρισε στη σκηνή την Κατερίνα Στανίση, υποκλίθηκε μπροστά της, τη σήκωσε με τα χέρια του στον αέρα και είπαν μαζί το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". Πανζουρλισμός, το καταλαβαίνετε. Και συγκίνηση, εννοείται. Όλο το «Κατράκειο» ξελαρυγγιάστηκε με φωνή μία και ο Μαζώ, εμφανώς συγκινημένος κι εκείνος, αποχαιρέτησε τη Στανίση με ένα αυθόρμητο, θυελλώδες φιλί στο στόμα. 

Κατά τα άλλα, φυσικά και ακούσαμε όλα όσα θυμόμασταν και περιμέναμε: "Ζηλεύω", "Με Τα Μάτια Να Το Λες", "Ένα Κενό", "Η Φιλοσοφία Μου", "Σάββατο", "Είσαι Φοβερή", "Σαν Δυο Σταγόνες Βροχής", "Τα Ίσια Ανάποδα" (και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε στο τελευταίο ρεφρέν), "Το Gucci Φόρεμα", "Το Λάθος Μου Το Τελευταίο", "Παλιόπαιδο Θα Γίνω", "Ανήκω Σε Μένα", "Τέσσερις", "Εγώ Τη Ζωή Μου", "Εγώ Αγαπάω Αναρχικά", "Αλλάξανε Τα Πλάνα Μου", τι να πρωτοθυμηθώ... Μόνο το "Σ' Έχω Επιθυμήσει" δεν υπάρχει στα κιτάπια της μνήμης μου, αλλά οι συνοδοιπόροι επιμένουν ότι το άκουσαν μέσα σε κάποιο ποτ πουρί. Σπέσιαλ μνεία για το "Η Καρδιά Μου", τη διασκευή του δηλαδή σε O.P.A. –ανάμεσα στα κορυφαία σημεία της βραδιάς μαζί με το "Ξημερώνει Πάλι" και το "Σ' Έχω Κάνει Θεό". 


Ακούσαμε δηλαδή από τα πολύ παλιά μέχρι και τα καινούρια-καινούρια, με τον πρωταγωνιστή της βραδιάς να φαντάζει αεράτος στα κατακόκκινα σκαρπίνια του, να κλέβει ψάθινα καπέλα από το κοινό, να ευχαριστεί τους γονείς του για τα 20 χρόνια καριέρας, να κάνει πλάκες με όσους βρίσκονταν στην αρένα, αλλά και να βρίζει αβέρτα. Στέκομαι σε αυτό, καθώς είναι απολύτως συμβατό με την περσόνα του. Μια περσόνα που πραγματοποίησε ένα άλμα φαντασίας, κάνοντας καριέρα με τον δικό της τρόπο και το δικό της εκτόπισμα σε έναν χώρο που δεν αγαπά τις ιδιαιτερότητες και το διαφορετικό, μα λειτουργεί με λίγο ως πολύ παγιωμένα στεγανά. 

Έτσι, όταν ο κόσμος ξεχνιόταν και δεν έδειχνε θερμός, ο Μαζωνάκης δεν άρχιζε τα στανταρισμένα «πιο δυνατά, δεν σας ακούω», μα ξεσπούσε θυμωμένα: «φωνάξτε, γαμώ την πουτάνα μου!». Κι όταν σε κάποιο σημείο βρέθηκε στα πολύ πάνω του, μας ρώτησε χαμογελώντας πλατιά: «τι να παίξουμε τώρα για να καυλώσουμε;». Βρισκόταν μεταξύ φίλων και το ήξερε, σε μια λαϊκή γειτονιά που τον αγαπά· διάλεξε λοιπόν την ανάλογη γλώσσα. Τη σωστή γλώσσα, θα συμπληρώσω. 

Θα τα πω και τα παράπονά μου, όμως, γιατί εκτός από θεατής πήγα στο Κατράκειο κι έχοντας κατά νου να γράψω μια ανταπόκριση. Το ποτ πουρί πρέπει να το κόψουν οι λαϊκοί σταρ από τις συναυλίες. Είναι εξορισμού άχαρη αυτή η κοπτοραπτική και δεν έχει κανέναν λόγο ύπαρξης έξω από τα μπουζουκομάγαζα. Δεν γίνεται ρε Μαζώ να μου κολλάς δύο από τα καλύτερά σου, το "Τέσσερις" και το "Παλιόπαιδο Θα Γίνω" και να μου λες ολόκληρα κάτι άλλα, πιο δεύτερα... Καταλαβαίνω ότι δεν θα σε άφηναν να τα πεις έτσι όπως θα τα τραγουδούσαν εν χορώ τόσες χιλιάδες άνθρωποι. Αλλά κάνε εσύ την κίνηση. 

Επίσης, η βραδιά τράβηξε πολύ: σχεδόν 3 ώρες, με δύο encore. Κι εμένα δεν με πείραζε, όμως ο Μαζωνάκης κουράστηκε. Δεν είναι ο τραγουδισταράς με τη φωνάρα, άλλωστε. Κουράστηκε λοιπόν κι άρχισε να φωνάζει, χαλώντας τις ερμηνείες του, με αποτέλεσμα το πρόγραμμα να κάνει σκεμπέ εκεί προς το φινάλε. Θα μου πεις, γιορτή ήταν, ας μην ήταν όλα προβλεπέ βρε αδερφέ –κάπου έδωσε το κάτι παραπάνω το τιμώμενο πρόσωπο, κάπου δεν έκανε οικονομία δυνάμεων και το πλήρωσε μετά αλλού. Συμφωνώ. Και κανέναν δεν πείραξε, όλοι στις θέσεις μας μείναμε όταν μας αποχαιρέτησε και φωνάζαμε «κι άλλο!». Όμως οφείλω να το σημειώσω. 

Φεύγοντας πάντως από το «Κατράκειο», δεν υπήρχαν γκρίνιες. Ανάταση και ενθουσιασμό νιώθαμε, που κράτησε μάλιστα και τις υπόλοιπες μέρες. Περάσαμε πολύ ωραία, αυτό μένει ως απόσταγμα. Να 'σαι καλά ρε Μαζώ, κι άλλα τόσα χρόνια να γιορτάσεις στο τραγούδι σου εύχομαι.




19 Νοεμβρίου 2022

Korea Town Acid - συνέντευξη (2019)


Γεννήθηκε στη Σεούλ της Νότιας Κορέας ως Jessica Cho, μα τη γνωρίσαμε ως Korea Town Acid και Καναδέζα υπήκοο –καθώς μεγάλωσε στο Τορόντο, ακολουθώντας την οικογένειά της, που μετανάστευσε εκεί.

DJ στα βασικά, η οποία μεταπήδησε και στην παραγωγή ηλεκτρονικής μουσικής: «έργο», ομολογουμένως, που έχουμε δει πολλές φορές πια. Κι εγώ τουλάχιστον δεν είμαι ανάμεσα σε όσους ενθουσιάζονται με τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα. 

Τον Δεκέμβριο του 2019, ωστόσο, η Korea Town Acid ήρθε στην Αθήνα για να συμμετάσχει στο Winter Plisskën Festival εκείνης της χρονιάς. Κι έτσι είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε μια κουβέντα, η οποία πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα κι εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από υλικό που παραχωρήθηκε στον Τύπο για τη συναυλία του 2019, με την κεντρική να ανήκει στον André Villedepluie και την κάτωθι στον Chris Amat


Έχεις ήδη ταξιδέψει αρκετά ανά τον κόσμο, αλλά αυτή θα είναι η πρώτη φορά που έρχεσαι στην Ελλάδα. Ή μήπως μας έχεις επισκεφθεί ξανά στο παρελθόν, π.χ. ως τουρίστρια; 

Όχι, δεν έχω ξανάρθει ποτέ στην Ελλάδα. Και ανυπομονώ πραγματικά να δω από κοντά κάποια μοναδικά αρχιτεκτονικά μνημεία, αλλά και να δοκιμάσω φρέσκες ελιές, τυρί φέτα και μέλι! Θα είναι νομίζω μια ευχάριστη αλλαγή, να αφήσω πίσω μου το κρύο του Καναδά.

Τι σκοπεύεις να παρουσιάσεις στο Winter Plisskën; Θα ακούσουμε κάτι σχετικό με το Mahogani Forest (2018); Ή να περιμένουμε ένα από τα διάσημα, πολυσυλλεκτικά σου DJ sets; 

Γι' αυτό ειδικά το σόου ετοιμάζω ένα live set βασισμένο σε διάφορα εξαρτήματα. Επί σκηνής θα έχω δηλαδή drum machines και ημι-αναλογικά synths, καθώς και άλλα πολυ-συνθεσάιζερ. Να περιμένετε το απροσδόκητο από την Korea Town Acid: αυτοσχεδιαστική techno jazz, ανακατεμένη με πειραματικό, υπνωτικό, αφηρημένο techno, με acid στοιχεία.

Πώς σχετίζεις τους ήχους του Mahogani Forest με το ομώνυμο, φουτουριστικό δάσος από την περιπέτεια φαντασίας του Kim Yong-hwa «Along With The Gods: The Two Worlds» (2017);

Η ταινία εμπνέεται από τη μετά θάνατον ζωή και τον ψηφιακό κόσμο. Η μουσική σε παίρνει λοιπόν σε ένα ανάλογο ταξίδι: γίνεται κάτι σαν ψηφιακός χώρος, στον οποίον δεν έχεις μεν ξαναβρεθεί, αλλά νιώθεις ότι έχεις ξανάρθει. Όλα έχουν να κάνουν με τη φαντασία, που κόβεται και ράβεται ανάλογα με τις ικανότητές σου.

Κατάγεσαι από τη Σεούλ, αλλά εδώ και χρόνια ζεις στον Καναδά. Εξακολουθεί να σε εμπνέει η κορεάτικη ταυτότητά σου;

Εξακολουθεί, πρώτα-πρώτα με το να ονομάζομαι Korea Town Acid. Άσε που θέλω να τρώω κορεάτικη κουζίνα κάθε μέρα, ώστε να έχω ενέργεια να προετοιμάζομαι για τα σόου στα οποία καλούμαι να παίξω. Αυτό σημαίνει ότι, σε κάθε πόλη που πάω, πρέπει να βρίσκω ένα κορεάτικο εστιατόριο! Έστω και με τις βασικές επιλογές. Τέλος, ομολογώ ότι η k-pop είναι μία ένοχη απόλαυσή μου.

Στο Τορόντο, από την άλλη, πώς είναι σήμερα τα πράγματα, όσον αφορά την underground ηλεκτρονική σκηνή

Βαστάει γερά, παρότι πρόσφατα έκλεισαν πολλοί σχετικοί χώροι. Αλλά ακόμα υπάρχουν σπουδαίοι DJ και γενικότερα καλλιτέχνες, ενώ στήνονται και διάφορα πάρτι, κάθε Σαββατοκύριακο. Εξακολουθώ λοιπόν να εμπνέομαι από ικανούς χορευτές, ωραίους δίσκους και καλούς φίλους.

Ξέρω ότι ξεκίνησες από τη κλασική μουσική, παίζοντας πιάνο. Σε έχει βοηθήσει αυτό το παρελθόν στις δικές σου, ηλεκτρονικές περιπέτειες; 

Η κλασική μουσική παραμένει το θεμέλιο των δημιουργικών μου δυνατοτήτων, οπότε είναι πάντοτε παρούσα στις δικές μου συνθέσεις. Η 3η κίνηση της «Σονάτας του Σεληνόφωτος» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1801) είναι το αγαπημένο μου κλασικό κομμάτι, ειδικά σε αυτήν εδώ την εκτέλεση.

Σε μια συνέντευξή σου με το «Now Toronto», ανέφερες στη Michelle Da Silva ότι οι κύριες ηλεκτρονικές σου επιρροές ήταν ο Theo Parrish, οι Motor City Drum Ensemble και ο Moodymann. Τι θαυμάζεις περισσότερο, σε κάθε μία περίπτωση; 

Και οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες διακρίνονται για τον κλασικό, «μουντρούχικο» ήχο που έχει το house του Ντιτρόιτ, αλλά και για τα techno vibes τους, τα οποία και με δονούν ιδιαιτέρως. Το στοιχείο της τονικής εξέλιξης στη μουσική τους είναι απλό μα αποδοτικό, ενώ πάντα υπάρχουν ήχοι με πειραματικούς υπαινιγμούς. 

Πλέον, βέβαια, το γούστο μου έχει γίνει πιο τρελό. Μου αρέσει δηλαδή να ακούω και καλλιτέχνες πολύ πιο πειραματικούς, σαν π.χ. τους Pelada και τον Tom Place. 

Πώς σκοπεύεις να κινηθείς για το υπόλοιπο 2019; Θα παραμείνεις απασχολημένη με ζωντανές εμφανίσεις; 

Το 2019 φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος του και σκοπεύω να χαλαρώσω λίγο, επιστρέφοντας από την Ευρώπη. Την επόμενη εβδομάδα από αυτήν που θα παίξω στην Ελλάδα θα πάω στο Βερολίνο. Θέλω να διασκεδάσω όσο γίνεται περισσότερο την παραμονή μου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.



18 Νοεμβρίου 2022

Πέτρος Μάλαμας - Κοιτάσματα [δισκοκριτική, 2017]


Μια κριτική μου από τo 2017 στο άλμπουμ «Κοιτάσματα» του Πέτρου Μάλαμα, γιου του δημοφιλέστατου τραγουδοποιού Σωκράτη Μάλαμα, που τα τελευταία χρόνια προσπαθεί να αρθρώσει μια δική του πορεία στα έντεχνα μουσικά πράγματα. 

Όπως και άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με πολύ μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Θάνο Λαΐνα και προέρχεται από συναυλία του Πέτρου Μάλαμα στο Θέατρο Βράχων του Βύρωνα, τον Ιούλιο του 2019


Ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα συγκαταλέγεται στους τελευταίους κρίκους μιας αλυσίδας νεότερων καλλιτεχνών που προσπαθούν, με τις μικρές τους φωνές, να δημιουργήσουν ξανά προσδοκίες μεγάλες. Αντιπαλεύοντας διάφορα αδιέξοδα πάνω στα οποία βαράει το κεφάλι του το εγχώριο (ελληνόφωνο) τραγούδι, από τον Βραχνό Προφήτη και μετά. 

Αυτό το «ο γιος του Σωκράτη Μάλαμα», βέβαια, ενδεχομένως να τον αδικεί –αν και όλοι ξέρουμε ότι, σε πρώτο επίπεδο, είναι ένας λειτουργικός κράχτης, ικανός επίσης να ανοίξει πόρτες που ενώπιον άλλων ίσως να έστεκαν και πεισματικά κλειστές: ο πατέρας του υπήρξε σημαντικός πέρα από γούστα και προτιμήσεις και εξακολουθεί να χαίρει μεγάλου σεβασμού, ακόμα και ανάμεσα σε όσους βαριούνται αυτά που είχε να προτείνει μετά το Άδειο Δωμάτιο (2005). Όμως, αν και μερικές φορές ο Πέτρος Μάλαμας κινείται κοντά σε εκείνον ως ερμηνευτής ("Ηλιόλουστη", "Να Ξεκουραστώ", "Ματαιοδοξία"), προσπαθεί για κάτι το διαφορετικό. Και ίσως τα Κοιτάσματα να το δείχνουν ακόμα πιο ξεκάθαρα συγκριτικά με την Καναδέζα (2015), τον δίσκο δηλαδή με τον οποίον μας συστήθηκε.

«Προσπαθεί», ωστόσο, δεν σημαίνει και ότι «καταφέρνει».

Ο Μάλαμας υιός κάνει εδώ μια φιλότιμη απόπειρα να ξανασυντονίσει το νεοπαραδοσιακό έντεχνο στυλ στο οποίο μεσουράνησε ο πατέρας του με τη διεθνή παραγωγή· ο συντονισμός υπήρχε στο ξεκίνημα του εν λόγω ήχου (θυμηθείτε λ.χ. τον ωραίο δίσκο του 1989 Ασπρόμαυρες Ιστορίες), μα χάθηκε στην πορεία. Με αποτέλεσμα να επικρατήσει μια ομφαλοσκόπηση που πολύ κακό έχει κάνει, αφενός «παγώνοντας» τον διάλογο με τη Δύση κάπου στα τέλη των 1970s, αφετέρου κομίζοντας μια επιφανειακή σχέση με την παράδοση –άλλο βλέπετε η επεξεργασμένη «παράδοση» του Νίκου Παπάζογλου, άλλο ο πλούτος του δημοτικού ρεπερτορίου. Σε επίπεδο  ενορχηστρώσεων, πάντως, ο Μάλαμας υιός το παλεύει: το έκανε και στο ντεμπούτο του, το κάνει κι εδώ, όπου είναι απλά ερμηνευτής των συνθέσεων του Λεωνίδα Μπαλάφα και των στίχων του Πάνου Δημητρόπουλου, με την ενορχήστρωση να υπογράφεται από τον Κώστα Νικολόπουλο.

Αλλά αυτό που ενορχηστρώνεται στα Κοιτάσματα, είναι ασθενικό. Λίγο. 

Στα βασικά –στους ήχους, στους στίχους, στην εκφορά του λόγου– κυριαρχούν τα ίδια και τα ίδια. Ο Μπαλάφας, ο καλύτερος των νεοπαραδοσιακών επιγόνων κι αυτός που φαίνεται να έχει την υγιέστερη σχέση με το παραδοσιακό μέρος της εξίσωσης, παρουσιάζεται αναιμικός: ένα κρητικό τέμπο εδώ, ένας ηπειρώτικος απόηχος εκεί, δεν έρχονται για να δώσουν πολύτιμα καύσιμα στο υλικό, μα για να αποτελέσουν γαρνιτούρα, ώστε να σπάσει λίγο η εντεχνίλα. Κι ένα τραγούδι που το λέει ντουέτο με τον Μάλαμα ("Αδερφέ"), είναι από τα χειρότερα της συγκομιδής. Προβλέψιμο, δεύτερο, και με διδακτικό τόνο φοιτητικού ημερολογίου τοίχου σε επαρχιακή εστία των 1990s («σαν χαθείς βρες τον εαυτό σου/να χαρείς τον καλό καιρό σου»). Μόνο κακό κάνει, λοιπόν, τοποθετημένο ως είναι στην έναρξη, αποτελώντας δηλαδή την πρώτη επαφή με τον δίσκο.  

Σε συνεντεύξεις του Πέτρου Μάλαμα, διαβάζω ότι μεγαλώνοντας τον συγκίνησε ο David Bowie, οι Nirvana, ο Michael Jackson. Πού είναι λοιπόν αυτά τα πράγματα; Πού είναι τα όσα του δώρισαν, πού είναι η οπτική και το φίλτρο του; Η πρότασή του για το πώς μπορούν να συμπορευτούν με την Ελλάδα που έχει επίσης αγαπήσει μουσικά; 

Στα Κοιτάσματα, ο Πέτρος Μάλαμας βρήκε λιγότερα να πει απ' ό,τι στην Καναδέζα. Κι αυτό είναι απογοητευτικό, γιατί αναλωνόμαστε ξανά μανά σε κόρες της Ανατολής και σε εκνευριστικές αμπελοφιλοσοφίες –για το ξεκλείδωμα και τη μεταμόρφωση, για τη ζωή που είναι λέει ένα έργο, για το ότι κάθε άνθρωπος μπορεί. Μέσα σε ένα τέτοιο τέλμα, βουλιάζουν κι εκείνα τα χείλη τα γλυκά «σταφύλια γινωμένα», η ευτυχέστερη δηλαδή στιχουργική στιγμή του Δημητρόπουλου μέσα εδώ. 

Επιπλέον, με βάση τα Κοιτάσματα, ο Πέτρος Μάλαμας απέχει πολύ απ' όσους δημιουργούς αγωνιούν να εκφράσουν το σήμερα κρατώντας τη γλώσσα τους ελληνική και μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, συχνά πάνω από ήχους οι οποίοι δεν θα βρουν εύκολα ταμπέλα στο δισκοπωλείο (αν φτάσουν δηλαδή ποτέ εκεί) ή τύχη σε συντηρητικά ραδιόφωνα. Και φοβάμαι ότι, αν κάτι δεν αλλάξει δραστικά στον όλο ορίζοντα, η όποια ελπίδα –αυτή η «σιωπηλή και γλυκοφιλημένη ηρωίδα» του τελευταίου κομματιού του δίσκου– θα λάβει απλά τη μορφή μιας μελλοντικής δουλειάς με τίτλο Ο Σωκράτης Μάλαμας Τραγουδά Πέτρο. 



17 Νοεμβρίου 2022

Βασίλης Τσαμπρόπουλος & Νεκταρία Καραντζή: «Ώρες» - ανταπόκριση (2013)


Απρίλιος 2013, Μεγάλη Εβδομάδα εκείνων των βαριών και «μαύρων» χρόνων. Στο πλαίσιο των Πασχαλινών συναυλιών της περιόδου βρέθηκα στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου Μουσικής. 

Παρά τρίχα sold-out η βραδιά «Ώρες» του Βασίλη Τσαμπρόπουλου και της Νεκταρίας Καραντζή. Αλλά όχι συνηθισμένο το «μενού» της. Κάπου μεταξύ Δύσης και Ανατολής, κεντροευρωπαϊσμού και Ορθοδοξίας, ξένισε ορισμένους στο κοινό, κέρδισε όμως το χειροκρότημα στο φινάλε, υπερβαίνοντας σκοπέλους και αγκυλώσεις.

Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, (κυρίως) αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες παραχωρήθηκαν για τις ανάγκες της δημοσίευσης και ανήκουν στον Γιάννη Φαλκώνη


(κρυφακούγοντας διάλογο στο διάλειμμα της συναυλίας) 
- Πώς σας φαίνεται; 
- Είναι καλό
- Για να το λέτε εσείς... Γιατί εμάς να, μας φαίνεται λιγάκι παράξενο...

Ναι, ήταν πράγματι λιγάκι παράξενο. Και ήταν και δύσκολο ό,τι αποτόλμησαν το βράδυ της Μεγάλης Δευτέρας ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος με τη Νεκταρία Καραντζή στο Μέγαρο Μουσικής. Ειδικά αν λάβει κανείς υπόψη πως η αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» είχε γεμίσει από ανθρώπους που ήξεραν τι ήρθαν να παρακολουθήσουν (ήταν παρά τρίχα sold-out η συναυλία) και είχαν, έτσι, τις αμφιβολίες τους. Δίπλα μου, ας πούμε, καθόταν γνωστός καθηγητής βυζαντινής μουσικής, με συγγραφικό έργο. 

Το θεωρώ επιτυχία, λοιπόν, που στο τέλος το χειροκρότημα ήρθε σύσσωμο και ζεστό, «υποχρεώνοντας» τους δύο πρωταγωνιστές σε encore. Τους άξιζε, ακόμα κι αν προσωπικά κρίνω πως δεν τους βγήκαν όλα όσα αποτόλμησαν.  Ο Τσαμπρόπουλος και η Καραντζή διαθέτουν διακρίσεις τις οποίες δεν αντέχει συνήθως η Ελλάδα –και ακαδημαϊκές και καλλιτεχνικές. Ο ένας ριζωμένος στη Δύση, η άλλη στην Ανατολή, έβαλαν κάτω τη μέχρι τώρα εμπειρία τους και προσπάθησαν να ανιχνεύσουν διασυνδέσεις, εκκινώντας έναν διάλογο μεταξύ της κεντροευρωπαϊκής παρακαταθήκης του κλαβιέ και της φωνητικής παράδοσης της Ορθόδοξης ψαλμωδίας. Πέτυχαν, σε μεγάλο βαθμό.

Θα διαφωνήσω ωστόσο με την επιλογή να συμπεριληφθούν στο set έργα από την προσωπική διαδρομή του Τσαμπρόπουλου. Μπορεί να απόλαυσα το εκτελεστικό του πάθος (και βέβαια τη δεξιοτεχνία του), όμως τέτοιες στιγμές διέσπασαν τελικά –κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον– την ενότητα που έχτιζαν οι καταπληκτικές διασκευές του στο θρησκευτικό υλικό. Για παράδειγμα, δεν ταίριαξε ο κυπριακός "Θρήνος Της Παναγίας" μετά τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ενώ τα πρελούδια και οι φούγκες του τελευταίου μάλλον κατέστρεψαν το κλίμα που είχε δημιουργήσει η έναρξη της βραδιάς, όταν το πιάνο του Τσαμπρόπουλου σιγόνταρε εξαίσια την Καραντζή στην πιο πλήρη και συγκινητική απόδοση του "Τρισάγιου Ύμνου" που έχω προσωπικά ακούσει. Επίσης, σε στιγμές σαν κι αυτές η ερμηνεύτρια έπρεπε να αφήνει τη σκηνή, με αποτέλεσμα αρκετά πήγαινε-έλα, άσκοπα και αποπροσανατολιστικά. 

Θα διαφωνήσω, επίσης, με τις ενδυματολογικές επιλογές της Καραντζή –τονίζοντας ωστόσο ότι έδειχνε όμορφη στο λευκό φόρεμα του πρώτου μέρους (το μαύρο του δεύτερου, με τα λευκά τριαντάφυλλα στο ύψος των ώμων, το βρήκα μεγαλίστικο). Κατανοώ ότι ο κώδικας του Μεγάρου και το γενικότερο πνεύμα ενός καθώς πρέπει συντηρητισμού που απέπνεε η περίσταση επέβαλλαν ίσως μια λουσάτη εμφάνιση. Βρήκα όμως τα δύο φορέματα του οίκου υψηλής ραπτικής Λάσκαρη ασύμβατα, αντιφατικά με τον ρόλο της Καραντζή ως πρέσβειρας μιας έκφρασης που έλαμψε ιστορικά αποφεύγοντας το περιττό και το βερμπαλιστικό. Όπως βέβαια και με την επιδιωκόμενη κατάνυξη της Μεγάλης Δευτέρας.  

Πάντως η ουσία της βραδιάς βρισκόταν αλλού και αποτελεί λάθος να εμμείνει κανείς σε παρατηρήσεις σαν τις παραπάνω. Από την πλευρά του Τσαμπρόπουλου, εντοπιζόταν στον τρόπο που «διάβασε» τον "Τρισάγιο Ύμνο", το "Ιδού Ο Νυμφίος", τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής ή τους τρεις ψαλμούς του Δαβίδ τους οποίους ακούσαμε ("Κύριος Φωτισμός Μου", "Ο Θεός, Ο Θεός Μου Προς Σε Ορθρίζω", "Κύριος Ποιμένει Με"), γεφυρώνοντας Δύση και Ανατολή υπό την αιγίδα της ευλάβειας. Ή, επίσης, στον τρόπο που συνταίριαξε το πιάνο του με τα φωνητικά της Καραντζή, προτιμώντας τη διακριτικότητα και την καίρια λιτότητα, στέκοντας μακριά από οποιαδήποτε έννοια πληθωρικής βιρτουοζιτέ, που εύκολα θα μπορούσε να «καπελώσει» ένα τέτοιο εγχείρημα. 

Από την πλευρά της Καραντζή, πάλι, η ουσία στοιχειοθετήθηκε από το πώς στάθηκε πλάι στον συνοδό της. Ακόμα κι αν ορισμένες φορές ο τρόπος με τον οποίον τραγουδούσε πλησίαζε επικίνδυνα κοντά στην Ελευθερία Αρβανιτάκη, βρήκε ένα επιτυχές μεσοδιάστημα μεταξύ λόγιας Δύσης, ανατολικής ψαλτικής και εγχώριου εντέχνου. Τρόπο που, ας σημειωθεί, έχει ωριμάσει συγκριτικά με τα όσα ακούσαμε δισκογραφικά στο Άφραστον Θαύμα (2010), καθώς ό,τι έλειπε τότε σε τόλμη και άνεση είχε τώρα μεταφραστεί σε χάρη, ευγένεια και αδιαπραγμάτευτη θηλυκή αβρότητα. Δεν ξέρω κατά πόσο οι πιουρίστες αποδέχονται ότι κάτι τέτοιο συνιστά όντως ψαλτική τέχνη –δεν ξέρω μάλιστα αν κι εγώ το βλέπω έτσι, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά δεν μπορώ να μη σημειώσω ότι η Καραντζή τραγούδησε όμορφα, συγκινητικά και σε πλήρη σύμπνοια με τη ματιά του Τσαμπρόπουλου. 

Έφυγα από το Μέγαρο αληθινά ικανοποιημένος. Περπατώντας προς το σπίτι, στην πρώτη αληθινά ζεστή βραδιά στην Αθήνα, σκέφτηκα ότι είναι κέρδος να υπάρχουν άνθρωποι με ταλέντο πρόθυμοι να δουν την παράδοσή μας πέρα από τις γνωστές κοντόφθαλμες λογικές· ακόμα κι αν δεν συμφωνείς απόλυτα με το πώς βλέπουν τον παράγοντα «ανανέωση». Θα ήθελα λοιπόν να δω αυτό το επί σκηνής πείραμα του Τσαμπρόπουλου και της Καραντζή να αποκτά και δισκογραφική υπόσταση, όταν το επιτρέψουν οι καιροί και οι διακριτές τους υποχρεώσεις. 



15 Νοεμβρίου 2022

Ελευθερία Αρβανιτάκη - Τα Μεγάλα Ταξίδια [δισκοκριτική, 2019]


Μια κριτική μου από τoν Οκτώβριο του 2019 στο άλμπουμ «Τα Μεγάλα Ταξίδια» της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Μια μάλλον απογοητευτική δουλειά εκ μέρους της, από την άποψη του υλικού που τραγούδησε, παρά το αξιοθαύμαστο μέτρο των ερμηνειών της. Με δεδομένο ότι, άτυπα έστω, έκλεινε 40 χρόνια καριέρας, όφειλε νομίζω να κάνει μια πιο ηχηρή κατάθεση.

Όπως κι άλλα μου κείμενα της ίδιας περιόδου, η κριτική αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στο Avopolis, του οποίου ήμουν τότε αρχισυντάκτης. Αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις.

* Η κεντρική φωτογραφία προέρχεται από υλικό που έχει δοθεί ως promo στον Τύπο


Σαράντα χρόνια καριέρας συμπληρώνει φέτος η Ελευθερία Αρβανιτάκη, μετρώντας από τη συγκρότηση της Οπισθοδρομικής Κομπανίας στα 1979. Στο διάστημα αυτό έκανε καλή χρήση μιας φωνής άμεσα αναγνωρίσιμης, έστω κι αν από τη φύση της ανήκει σε εκείνες που είτε αρέσουν στο πρώτο άκουσμα, είτε δεν αρέσουν ποτέ. 

Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσμα της όλης σωστής διαχείρισης είναι μια γερή προσωπική δισκογραφία, με άλμπουμ αναφοράς, με τραγούδια-ορόσημα και με διασκευές που ίσως ξεπέρασαν και τα πρωτότυπα: το "Είμαι Ερωτευμένος Με Τα Μάτια Σου", λ.χ., λίγοι πλέον το θυμούνται με την πρώτη διδάξασα, την κατά τα λοιπά θαυμάσια Χρυσούλα Στίνη.

Στην τελευταία της δισκογραφική εμφάνιση με τις «9+1 Ιστορίες» (2015, δείτε εδώ), η Αρβανιτάκη επένδυσε σε ένα προσεγμένο πολυσυλλεκτικό άλμπουμ. Τώρα, αντιθέτως, επιστρέφει με μια δουλειά φτιαγμένη α-λα-παλαιά: ένας συνθέτης, μία στιχουργός, μία φωνή. Έχει καιρό να διαλέξει κάτι τέτοιο. Συν λοιπόν την κίνηση να ιδρύσει το δικό της label (rEAct, με διανομή από την Panik Oxygen), δείχνει να τα επεξεργάστηκε αρκετά τα πράγματα, σε συνδυασμό (και) με τις μεταβολές που έχουν επέλθει στο σκηνικό του ελληνικού τραγουδιού. Το οποίο είναι πλέον ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από εκείνο όπου χτίστηκε η δόξα της.  

Η ίδια, φυσικά, είναι βασικός πόλος έλξης και κεντρική φιγούρα στα 9 καινούρια τραγούδια, τα οποία διαρκούν μόλις 31 λεπτά, αλλά με έναν τρόπο που πετυχαίνει να μη φαίνεται «λίγος». Νομίζω όμως ότι άτυπος πρωταγωνιστής σε αυτά τα Μεγάλα Ταξίδια αναδεικνύεται τελικά ο Θέμης Καραμουρατίδης. Θαρρείς και τον έχει κεντήσει τον συγκεκριμένο δίσκο, βελονιά-βελονιά· μορφοποιώντας τον σε έναν πλήρη κύκλο, με αρχή, μέση και αρμονικό τέλος. 

Οι συνθέσεις αποτυπώνονται μετρημένες, οι ενορχηστρώσεις φινετσάτες, τίποτα δεν είναι πιο ελαφρύ από όσο θα χρειαζόταν η Αρβανιτάκη και τίποτα (αντίστοιχα) δεν της πέφτει βαρύ. Η "Αρχή", ας πούμε, θα μπορούσε με λίγο διαφορετική μεταχείριση να κάνει και στη Μαρινέλλα, όμως ποτέ δεν παραπατά από την έντεχνη συνθήκη. Αυτήν υπηρετούν εν τέλει και τα πιο λαϊκά χρώματα, εύστοχα τοποθετημένα ως επικλήσεις συγγένειας σε έναν ήχο που δεν έχει πάψει να αποτελεί ραχοκοκαλιά κάθε εγχώριου προγράμματος –ακόμα και στις μέρες μας, όπου και τα μπουζούκια έγιναν ποπ. 

Στα Μεγάλα της Ταξίδια, ωστόσο, η Αρβανιτάκη δεν συνάντησε τα Μεγάλα Τραγούδια. Παρά τις γερές καραμουρατίδειες βάσεις και παρά τις ερμηνείες της, οι οποίες αποτυπώνονται θαλερές, συγκινητικές, δοσμένες με αξιοθαύμαστο μέτρο σε μια έντεχνη εποχή με πολλούς φωνακλάδες (γυναίκες και άντρες). Ορισμένα κομμάτια είναι βεβαίως νόστιμα, το δίχως άλλο: η "Αρχή", το "Κλειδί", τα "Μεγάλα Ταξίδια", τα "Μνήμες" και "Του Κόσμου Όλες Οι Προσευχές", είναι στιγμιότυπα στα οποία στέκεται το αυτί. 

Αλλά σε όλα τα τεστ ακρόασης που έκανα απ' όταν βγήκε ο δίσκος, δεν έμενε τίποτα στη μνήμη καθώς οι μέρες περνούσαν. Και γίνεται δύσκολο να μην επισημάνεις ότι βασικός υπαίτιος για την εικόνα αυτή είναι οι στίχοι της Λήδας Ρουμάνη·  ακόμα κι αν αληθεύει ότι σε τέτοιες περιστάσεις κάτι φταίει τελικά και στο συνολικό αλισβερίσι μουσικής, στίχων, τραγουδιού.

Δεν επιθυμώ ασφαλώς να απαξιώσω τη στιχουργό, η οποία στο κάτω-κάτω δουλεύει πια τόσα χρόνια (20;) με την Αρβανιτάκη, ώστε να ξέρει τι ψάχνει όσο κανείς άλλος συνεργάτης. Αναγνωρίζω άλλωστε ότι διαθέτει προσέγγιση στα τραγούδια που γράφει: χαμηλόφωνη, με γυναικεία ματιά στο συναίσθημα, που ενδιαφέρεται για τον αναστοχασμό και για τις εντυπώσεις που αφήνει μια κατάσταση στο μνημονικό. Νομίζω όμως ότι έχει μείνει σε μια 1990s οπτική, η οποία κεντράρει στο νεφελώδες της εσωτερικής ζωής και σε έναν κρυπτικό τόνο όσον αφορά τον έρωτα, που συχνά συσκοτίζει τελικά, αντί να φωτίζει, τα όσα έχουν διαμειφθεί στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων. 

Πάνε επίσης κάμποσα χρόνια που τέτοια πράγματα έγιναν μέρος του προβλήματος σε μια έντεχνη δισκογραφία διαρκώς απομακρυνόμενη προς στοχασμούς υπέρ το δέον προσωπικούς για να βγάζουν νόημα σε μια εποχή όπου ως μεγάλα μας κοινά προβάλλουν ο συμπιεσμένος ελεύθερος χρόνος –που τείνει να εξανεμιστεί ακόμα και για τα φοιτητικά στρώματα– και η εισβολή της τεχνολογίας στις ζωές και στα μυαλά μας, που με τη σειρά της αναδιαμορφώνει τον ορισμό της καθημερινότητας, της εσωτερικότητας και της αστικής μοναξιάς (που πάντα απασχολούσε το έντεχνο), εν μέσω μιας σωρείας κατακερματισμών. 

Αλλά η Ρουμάνη δεν βρήκε κάτι να συνεισφέρει για όλα τούτα ή για όσα τέλος πάντων δείχνουν να απασχολούν και την ίδια την Αρβανιτάκη. Η οποία στις συνεντεύξεις μιλάει λ.χ. για το άγχος που της προκαλεί η κλιματική αλλαγή, για το πόσο την εξοργίζει ο φασισμός της καθημερινότητας, για το ότι πριν κοιμηθεί βλέπει Netflix, μα εν τέλει δεν τραγουδάει για τίποτα από αυτά. 

Αντιθέτως, η Ρουμάνη μιλάει εδώ για έναν άλλον κόσμο, όπου υπάρχει ακόμα η πολυτέλεια να στοχάζεσαι για τα «μεγάλα σου τα όχι» και να περνάς ζόρικες νύχτες με τα «πρέπει σου». Πράγματα κομματάκι εντεχνοκλισέ πλέον, εδώ που τα λέμε. Ακόμα κι όταν επικαλείται τον «μαύρο μας τον κόσμο» (στο "Κι Εγώ Που Έλεγα"), όλα χάνονται τελικά σε ένα «τριαντάφυλλα κι εσύ λευκό» κρυφτούλι, με κάτι βουτιές στα βαθιά και λόγια τύπου «μας τιμωρώ με το φιλί, που σου 'κρυψα προτού να φύγω». 

Τι ακριβώς εκφράζουν όμως αυτά τα τραγούδια; Σε ποια άτομα και, κατ' επέκταση, σε ποια κοινωνία απευθύνονται; Έχουν κάτι να πουν όλα τούτα τα ήξεις-αφήξεις για τις ζωές μας, τα θέλω μας, τα όνειρά μας, όπως τα διαμορφώνει ο εν Ελλάδι 21ος αιώνας; Με κάτι έστω σαν εκείνο το «πώς στα παιχνίδια σκίζαμε, μα στην αλήθεια χάσαμε» που ακούσαμε στον προηγούμενο δίσκο της Αρβανιτάκη, στα "Άτομα"; Το ερώτημα, βεβαίως, δεν περιορίζεται μόνο στη Ρουμάνη: αφορά και την Αρβανιτάκη, εφόσον διάλεξε να πει το συγκεκριμένο υλικό, μα αφορά και τον Καραμουρατίδη σε ένα δεύτερο επίπεδο. Αν μη τι άλλο είναι άνθρωπος που έχει ακούσει σε βάθος  ελληνικό ρεπερτόριο κι έχει ακουμπήσει στους μεγάλους του σταθμούς. 

Στην προσωπική μου σούμα, λοιπόν, αν και παραμένω φίλα προσκείμενος στη φωνή της Ελευθερίας Αρβανιτάκη, βρίσκω ότι οι στίχοι δεν επέτρεψαν στον νέο της δίσκο να κάνει αληθώς Μεγάλα Ταξίδια, παρά τις μελωδικές, ενορχηστρωτικές και ερμηνευτικές αρετές που καταγράφονται στα επί μέρους κομμάτια του.