29 Ιουνίου 2021

Γιάννης Χαρούλης - ανταπόκριση (2015)


Χαζεύοντας την κουτσουρεμένη συναυλιακή επανεκκίνηση του φετινού καλοκαιριού, με την covid-19 σκιά να επιμένει να καραδοκεί (και ελέω μετάλλαξης Δέλτα και λόγω του ότι συνεχίζουμε να καταγράφουμε νεκρούς), γέλασα μόνος μου καθώς είδα ότι και οι τρεις εμφανίσεις του Γιάννη Χαρούλη στο Κατράκειο της Νίκαιας (χθες 28/6, σήμερα 29/6, αύριο 30/6) έχουν ήδη γίνει sold-out. Εδώ έκανε τριήμερα sold-out σε ανάλογους χώρους και επί κανονικής χωρητικότητας, δεν θα το έκανε τώρα που τηρούνται έκτακτα υγειονομικά μέτρα; 

Συνεχίζει λοιπόν να συνιστά εγχώριο φαινόμενο ο μουσικός και ερμηνευτής (ενίοτε και τραγουδοποιός) από το χωριό Έξω Λακώνια του Λασιθίου, καθώς ανοίγει πια για τα καλά μία ακόμα δεκαετία σε αυτόν τον 21ο αιώνα. Απολαμβάνει δηλαδή μιας διαρκούς δημοφιλίας, παρότι οι δισκογραφικές του παρουσίες τείνουν στο σποραδικό: η τελευταία του στούντιο δουλειά είναι ο Δωδεκάλογος Του Γύφτου του 2016, με μελοποιήσεις Λουκά Θάνου σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά.

Στα 18 χρόνια δράσης του, εντούτοις, λίγες φορές έχουμε «συναντηθεί». Κατά καιρούς, δηλαδή, υπήρξαν ορισμένα ωραία κομμάτια, στα οποία μου άρεσε και η τοποθέτηση της φωνής του. Αλλά, από την πρώτη στιγμή που τον άκουσα, μου χτύπησε άσχημα αυτός ο απόηχος Νίκου Ξυλούρη που κουβαλά ως τραγουδιστής: εισπράττω μια απομίμηση μεγαλύτερων μεγεθών και καλύτερων καιρών, προσαρμοσμένη στο μετρίως μέτριο «τώρα» της ελληνικής δημιουργίας που μπαίνει κάτω από την έντεχνη ομπρέλα. Έτσι, πάει αυτόματα το μυαλό στον μάγο Σάρουμαν από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, να λέει στον βασιλιά Θέοντεν εκείνη την τσουχτερή ατάκα ότι είναι ελάσσων απόγονος σπουδαιότερων αρχόντων.

Παρά ταύτα, η αδιαμφισβήτητη και εκπληκτική λαοφιλία του Γιάννη Χαρούλη μου είχε κινήσει την περιέργεια. Ήθελα να δω τι συμβαίνει, πού μπορεί να οφείλεται αυτό που στα αφτιά μου δεν δικαιολογούνταν με βάση τη δισκογραφία. Μια βραδιά λοιπόν του Σεπτέμβρη 2015 το αποφάσισα και κίνησα για την Τεχνόπολη, όπου ο Κρητικός βάρδος θα έδινε μια τρίτη σερί συναυλία, ύστερα από δύο sold-out βραδιές. Έφυγα με διάφορες σκέψεις, που στη συνέχεια έγιναν ένα κείμενο ανταπόκρισης. Δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα


Ούτε η αναμέτρηση του Ολυμπιακού με τη Μπάγερν δεν σταμάτησε το «τρένο» του Γιάννη Χαρούλη, ο οποίος τράβηξε ένα εντυπωσιακό πλήθος στην Τεχνόπολη και μάλιστα για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί με την ευκρίνεια που πρέπει στο μυαλό όσων γράφουμε για μουσική, όμως ο Λασιθιώτης μουσικός και ερμηνευτής είναι ένας από τους δημοφιλέστερους καλλιτέχνες των ημερών μας. Ένα «φαινόμενο», όπως το θέλουν τα κλισέ της κριτικής γλώσσας.

Ανδρόγυνα με κλεισμένα τα δεύτερα -άντα που εύκολα θα όριζαν τον «μέσο Έλληνα», νεαρά ζευγάρια στα μέλια των πρώτων φοιτητικών ερώτων, κοριτσοπαρέες γεμάτες δροσερές, φρέσκιες φατσούλες, αγοροπαρέες θορυβώδεις με αφημένες αξυρισιές, παλιοί ροκάδες με γκριζαρισμένες κοτσίδες και «αγριεμένο» παραστατικό, αλλά και πιο σνομπ κοινό, που το φαντάζεσαι να περιμένει την έναρξη των παραστάσεων στη Λυρική Σκηνή. Η Τεχνόπολη έμοιαζε με χώρο συνάντησης πολλών διαφορετικών μικρών κόσμων. Για όλους, όμως, σημείο τήξης ήταν ο Γιάννης Χαρούλης.

Μια εικόνα που στέκεται έντονα στη μνήμη από τη βραδιά, είναι το πώς άνθιζαν όλα αυτά τα πρόσωπα, πώς άστραφταν τα βλέμματα, κάθε που ο πρωταγωνιστής της μίλαγε στο πλήθος. Είναι αδύνατον να μην το δώσεις αυτό στον Χαρούλη, γιατί την έχει σφυρηλατήσει προσωπικά τη συγκεκριμένη σχέση. Και βλέποντάς τον να χαμογελά πλατιά, ακούγοντας τον εγκάρδιο τόνο του, συνειδητοποιούσες πως είναι –με τον δικό του τρόπο– κάτι αυθεντικό. Είναι δηλαδή ό,τι ακριβώς έχεις μπροστά σου. Η έννοια της όποιας performance απουσιάζει με έναν τρόπο παραγκωνισμένο στη μοντέρνα διασκέδαση, μα εν τέλει πολύ λαϊκό.    

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, βρίσκεται κάτι άλλο. Αν πρέπει δηλαδή ν' αναζητήσει κανείς τα «μυστικά» αυτής της δημοτικότητας, χρειάζεται να σκάψει πέρα από τα όσα βλέπει/ακούει σε πρώτο επίπεδο. Γιατί σημαντικό μέρος της επιτυχίας του Χαρούλη οφείλεται θεωρώ στο ότι ενώνει ανθρώπους που θέλουν να είναι Έλληνες στο δεδομένο γεωγραφικό σταυροδρόμι και στο λιγωμένο εδώ και τώρα της Παγκοσμιοποίησης, μα δεν ξέρουν κι ακριβώς πώς να το κάνουν –έχουν σίγουρα ξεχάσει π.χ. των παλιών χορών τα βήματα.

Έτσι, περισσότερο από το αν ο Κρητικός σταρ παρουσιάζει το ίδιο βασικά πρόγραμμα εδώ και χρόνια, περισσότερο από το αν όσα παίζονται είναι ή δεν είναι καλά (σαν υλικό, σαν εκτελέσεις), σημασία έχει πως παρέχονται όλες οι αφορμές για να σηκωθούν τα χέρια ψηλά, για να κινητοποιηθούν τα πόδια, για να πιάσεις τους διπλανούς προσπαθώντας όπως-όπως να ξαναβρείς τον παμπάλαιο τρόπο να χορέψεις σε κύκλο. Δεν είχε ας πούμε την παραμικρή σημασία για τον κόσμο αν η εκτέλεση στο "Πάντα Θλιμμένη Χαραυγή" ήταν η χειρότερη που έχω προσωπικά ακούσει, αν η διασκευή στη "Βασιλική" του Νίκου Ζιώγαλα βγήκε υπέρ το δέον κλαπατσίμπαλη, αν η απόδοση του σαββοπουλικού "Σου Μιλώ Και Κοκκινίζεις" ήταν αληθινά εξαιρετική, αν το "Τότε Και 'Γω" στο μπάσιμο της βραδιάς ήχησε ανώτερο από τη στούντιο εκτέλεσή του στις Μαγγανείες (2012), αν ο "Χειμωνανθός" παίχτηκε με ζέση και αξιοπρόσεχτη συγκίνηση.

Θα μου πείτε, μα καλά, το ίδιο δεν ισχύει πάνω/κάτω για το κοινό του Θανάση Παπακωνσταντίνου, των Villagers Of Ioannina City, του Λεωνίδα Μπαλάφα; Ναι. Αλλά ίσως ο Χαρούλης, έτσι όπως κάνει χαρντροκάδικο headbanging πάνω στο λαούτο του, να είναι ακόμα πιο βαθιά μπλεγμένος στον αχταρμά που ορίζει μουσικά τον Έλληνα του 21ου αιώνα. 

Η συναυλία της Τεχνόπολης είχε ας πούμε σημεία όπου ένιωθες πως οι Deep Purple των 1970s έκαναν λάθος και, αντί για το Budocan, μπούκαραν σε κάποιο session στο οποίο ο Σαββόπουλος δοκίμαζε τη "Μαύρη Θάλασσα". Ή ότι οι progressive στουντιοπόντικες εκείνης της δεκαετίας τζάμαραν πότε με το ηπειρώτικο κλαρίνο και τις τσαμπούνες του Κωνσταντή Πιστιόλη, πότε με τις κρητικές λύρες του Λευτέρη Ανδριώτη, προσπαθώντας να πλάσουν το αντίπαλον δέος στους Jethro Tull. Οι όποιες μικρές εκπλήξεις της βραδιάς –ένα αδιάφορο νέο τραγούδι ονόματι "Ζηλεμένη" και η συμμετοχή του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη με μία διασκευή στο "Μη Με Ρωτάς" του Μάνου Λοΐζου, που του βγήκε λίγο «μαχαιριτσικά»– δεν άλλαξαν τον βασικό αυτό ρου.

Βρίσκω πραγματικά δύσκολο για όποιον ακούει στα σοβαρά ξένη ροκ μουσική να δει με συμπάθεια το «φαινόμενο» Χαρούλη. Όσο καλά κι αν υποστηρίζεται live από τα έμπειρα τύμπανα του Πάνου Τόλιου και την κιθάρα του Θανάση Τζίνγκοβιτς, η Δυτική, ηλεκτρική του πτυχή είναι πεπαλαιωμένη· ακόμα κι αν δεχτούμε πως το κοντραμπάσο του Μιχάλη Καλκάνη προσφέρει ορισμένες αποφασιστικές πινελιές προς μια άλλη κατεύθυνση. Εξίσου δύσκολη θεωρώ πάντως και τη συμπάθεια όσων διατηρούν σε βάθος σχέση με την παράδοση της Κρήτης: αν π.χ. ένα κομμάτι αυτού του προγράμματος που είδα στην Τεχνόπολη είχε χωρέσει στη βραδιά "Η Κρήτη Τραγουδάει" νωρίτερα μέσα στον Σεπτέμβρη, δεν θα ήταν από τα διακριθέντα. 

Γνώμη μου είναι λοιπόν πως αυτός ο αχταρμάς απόηχων της Κρήτης του Νίκου Ξυλούρη, Ηπειρώτικων πανηγυριών, έντεχνου νεοπαραδοσιακής κοπής και ηλεκτρικών κιθάρων κληροδοτημένων από την πάλαι ποτέ ροκ εποποιία της Εσπερίας, είναι κατά κύριο λόγο άγαρμπος και μπουρδουκλωμένος. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η live εμπειρία τον αναδεικνύει σε έξοχο καθρέφτη της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο έντεχνο «στρατόπεδο», το οποίο παραμένει μεν πολυάριθμο, μα παραμένει και σε κρίση ταυτότητας. 

Από μια τέτοια άποψη ο Γιάννης Χαρούλης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί οι περιπέτειές του διαθέτουν αυξημένες πιθανότητες να αποτελέσουν τη μαγιά από την οποία θα ξεπηδήσουν πράγματα με σημασία για το μουσικό μέλλον του τόπου μας –είτε για το καλύτερο, είτε για το χειρότερο. Δεν θα πρέπει πάντως καθόλου να απορούμε οι της μουσικής δημοσιογραφίας για τη βροντερή του δημοτικότητα, αν θέλουμε να έχουμε σχέση και με το τι συμβαίνει γύρω μας, πέρα από ό,τι διαδραματίζεται στις ελιτίστικες παρέες μας και στις εκλεκτές μας δισκοθήκες. 



28 Ιουνίου 2021

Άννα Βίσση - ανταπόκριση (2018)


Όταν πληροφορήθηκα ότι η Άννα Βίσση θα συνεργαζόταν με τον Μπάμπη Στόκα για ένα νέο τραγούδι, είπα από μέσα μου «ωχ, καμιά δακρυβρεχτοβαρετή μπαλάντα θα βγάλουν». Το αποτέλεσμα –μια διασκευή στο "Fino In Fondo" των Luca Barbarossa & Raquel Del Rosario (2011) σε στίχους Νίκου Μωραΐτη– αποδείχθηκε καλύτερο από το πηλίκο των φόβων μου, αν και προσωπικά δεν μου είπε κάτι. 

Εδώ που τα λέμε, βέβαια, ούτε το αυθεντικό τραγούδι μου λέει κάτι. Ωστόσο η «χημεία» μεταξύ Barbarossa & Del Rosario αποτυπώνεται πιο πειστική. Το ελληνικό αποτέλεσμα, απεναντίας, αφήνει μια γεύση «κοπτοραπτικής»: σαν να απασχολήθηκε περισσότερο με το τι παίζουν συνήθως τα ραδιόφωνα ή με το τι κρίθηκε ότι εξυπηρετεί την καριέρα και το προφίλ των συντελεστών του εν έτει 2021, παρά με τις όποιες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες μπορεί να γέννησε η σύμπραξη Βίσση-Στόκα. Πάντως η «μαγειρική» του είναι σωστή (ποτέ δεν χάνεις άλλωστε όταν έχεις ως βάση ιταλικό ...μπατούτο), οπότε πιστεύω ότι δεν θα δυσκολευτεί να αναδειχθεί σε σουξεδάκι.

Από την άλλη, διαβάζοντας για τον παλμό των δύο sold-out συναυλιών της Άννας Βίσση στο Άλσος (14 + 15/6), δεν απόρησα διόλου. Ειδικά όταν είδα ότι η καλοκαιρινή μπόρα όχι μόνο δεν την πτόησε, μα έγινε εν τέλει και κομμάτι του όλου σκηνικού. Γιατί η Βίσση δεν είναι έτσι τυχαία η μεγαλύτερη σταρ που έχει αναδείξει το ελληνικό ρεπερτόριο τα τελευταία χρόνια. Πόσο μάλλον αν μιλάμε για τον ανελέητο χώρο της κατεστημένης και ουχί εναλλακτικής ποπ, όπου επιβιώνει μόνο όποιος μπορεί να μεταμορφώνεται και να ξαναγεννιέται. 

Όλη η αυτή η επικαιρότητα, λοιπόν, μου θύμισε πόσο την είχα απολαύσει πριν τρία καλοκαίρια, τον Ιούνιο του 2018, όταν την είδα στο Ξέφωτο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στα πλαίσια του Summer Nostos Festival. Αν είχε πει και τη "Συνέντευξη", που της έγραψε (στιχουργικά) ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος το 2015, δεν θα μου είχε λείψει τίποτα. Μια ανταπόκριση από εκείνη τη βραδιά δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες προέρχονται από τη βραδιά στο ΚΠΙΣΝ. Η κεντρική ανήκει στον Άγγελο Χριστοφιλόπουλο, ενώ η κάτωθι ανήκει στην Πηνελόπη Γερασίμου. Η τρίτη κατά σειρά φωτογραφία, λίγο πιο κάτω, ανήκει στη Χριστίνα Κουτρουλού


Τα μετεωρολογικά sites έδειχναν βροχή και τα posts γνωστών και φίλων στο Facebook κατέγραφαν διάφορες όψεις της ταλαιπωρίας από τα μεγάλα συναυλιακά τεκταινόμενα της αμέσως προηγούμενης ημέρας στην Πλατεία Νερού (Ejekt Festival), στο Ηρώδειο (Sting & Shaggy), αλλά και στο ίδιο το Ξέφωτο του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Animal Collective σε εκδοχή διδύμου) όπου επρόκειτο να παίξει η Άννα Βίσση, ρίχνοντας την αυλαία του Summer Nostos Festival 2018. Παρά ταύτα, ο κόσμος έδωσε δυναμικό παρών και οι ουρανοί έκαναν σε όλους μας τη χάρη να μείνουν απλά φορτωμένοι για τη μιάμιση ώρα του live.

Ντυμένη με πράσινο παντελόνι και σακάκι, η Άννα Βίσση βγήκε στη σκηνή κομψή, χαμογελαστή, με σταθερή φωνή κι ένα εμφανές κέφι, το οποίο δεν έχασε ούτε στιγμή στη συνέχεια. Μπήκε μάλιστα πολύ δυνατά, με την πολυμελή της μπάντα να τη συνοδεύει στο πιο πρόσφατο από τα πάμπολλα σουξέ της "Ξανά Μανά", το οποίο χάρισε στη βραδιά μια λαμπερή εκκίνηση σε λάτιν ρυθμό. Φαίνεται να της αρέσουν τα λάτιν της Βίσση, αν κρίνουμε από τις νέες, εμπλουτισμένες με πνευστά, ενορχηστρώσεις που ακούσαμε σε παλιότερες επιτυχίες της –και γιατί όχι; Όσο κι αν είναι της μόδας ο κακός συρφετός του σουίνγκ, εκείνη το έχει κάνει πολύ πιο πριν ("Λάμπω") και εξακολουθεί να παίζει πολύ καλύτερα το σπορ «φρέσκιες μουσικές με μπαγιάτικες νότες» (ξανά μανά αναφορά στο "Ξανά Μανά").

Η Βίσση πήγε πίσω στο 1974 για να θυμηθεί τα "Χρόνια Της Υπομονής", στάθηκε στη δεκαετία του 1980 και στα ποπ χιτάκια του Νίκου Καρβέλα, «πείραξε» λαϊκοπόπ επιτυχίες της από τα 1990s κι έφτασε ως τα μαζικά ηλεκτρονικά beats που έντυσαν τα τραγούδια της κατά τα '00s. Δεν ήταν τόσο εύκολο αυτό το ατέλειωτο γαϊτανάκι από το "Όσο Έχω Φωνή" στην "Αντίστροφη Μέτρηση", από το "Ένα Σου Λέω Ένα" στη "Σχιζοφρένεια", από το "Παραλύω" στο "Αγάπη Υπερβολική", από την "Έμπνευση" στο "Ατμόσφαιρα Ηλεκτρισμένη". Πραγματοποιήθηκε όμως με σωστή ροή και προσεγμένες ισορροπίες χάρη στους καλούς μουσικούς που την πλαισίωσαν, χάρη στον καλό ήχο που εξασφάλισε για μας ο Γιάννης Παξεβάνης και χάρη –κυρίως– στην ίδια.


Εκεί στο Ξέφωτο του ΚΠΙΣΝ, δηλαδή, η Άννα Βίσση απέδειξε γιατί παραμένει η μεγαλύτερη σταρ στην Ελλάδα, ακόμα κι αν τα έχει πατήσει πια τα 60. Καμία από τις νεότερες που συχνά ζήλεψαν το στέμμα της δεν μπορεί να την πιάσει ερμηνευτικά –μια αντικειμενική συνθήκη που ισχύει είτε μας αρέσουν τα όσα τραγουδά, είτε δεν μας αρέσουν. Ενώ εκείνες φωνάζουν πια για να ακουστούν και βασίζονται σε αλλαγές φορεμάτων και σε εκκωφαντικά ντεσιμπέλ, η Βίσση τραγουδά ως εκεί που την παίρνει, ίπταται της ορχήστρας της ακόμα και όταν η τελευταία παίζει με φουλ σχηματισμό και ερμηνεύει με απέριττα συγκλονιστικό τρόπο όταν επιλέγει να αφήσει το σόου και το πάνω/κάτω στο σανίδι, για να σταθεί απλά πίσω από το μικρόφωνο και, με λιτή οργανική συνοδεία, μάτια κλειστά και όλο της το σώμα σε εγρήγορση, να πει το "Παραλύω" και το "Δώδεκα". Αν μας έλεγε και τη "Συνέντευξη" που της έγραψε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, δεν θα μου είχε λείψει προσωπικά τίποτα.

Για να μην συντηρούμε νεοελληνικούς μύθους σε αέναη ανακύκλωση εντός σφιχτοκουμπωμένων εναλλακτικών σωλήνων, η Άννα Βίσση μάζεψε στο Νιάρχος όσο κόσμο μάζεψαν και οι Στέρεο Νόβα. Το τι σημαίνει αυτό, αν σημαίνει και πώς, είναι από εκεί και πέρα υπόθεση του καθενός μας να το αποτιμήσει –το γεγονός ωστόσο, είναι γεγονός. Για να μη στερηθούμε επίσης της σημειολογίας, όταν η Βίσση φώναξε αν νιώθουμε ερωτευμένοι για να πιάσει ύστερα κουβέντα με κάποιο άτομο στις μπροστινές σειρές ρωτώντας «με κορίτσι ή με αγόρι;», εξέφρασε και κάτι που την ομορφαίνει τη ζωή μας σε καιρούς έξαρσης της μισαλλοδοξίας. Και μάλιστα έτσι ξάστερα και απολύτως κατανοητά, χωρίς ηρωικές διαλέξεις από μικροφώνου και αναλύσεις με υποσημειώσεις γαλλικής βιβλιογραφίας.

Φαίνονται άλλος κόσμος βέβαια οι συναυλίες των Στέρεο Νόβα και της Άννας Βίσση κι ας έλαβαν χώρα στον ίδιο χώρο, στο ίδιο καλοκαιρινό φεστιβάλ. Και μάλλον είναι, αν θέλετε την άποψη κάποιου που πήγε και στις δύο. Μόνο που οι κόσμοι αυτοί δεν είναι χωρίς γέφυρες, δεν είναι χωρίς τις αλληλοσυμπληρούμενες όψεις τους. Κάπως έτσι, άλλωστε, «περπατάει ο ένας πίσω απ' τον άλλο, γελώντας ή κλαίγοντας σ' έναν κόσμο μεγάλο». Τα υπόλοιπα είναι για τους μικρόκοσμους.







25 Ιουνίου 2021

Ευσταθία - συνέντευξη (2015)


Μου τη δίνει αφάνταστα η νιά-νιά κατάχρηση των υποκοριστικών στον καθημερινό λόγο. Είναι από τα πράγματα που πυροδοτούν τον Σάλβο Μονταλμπάνο μέσα μου και χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να μην επιδοθώ σε ξέσπασμα ανάλογο των δικών του. 

Γι' αυτό όχι μόνο γέλασα, αλλά και ταυτίστηκα με τους στίχους του καινούριου τραγουδιού της Ευσταθίας "Υποκοριστικά", παρότι σαν σύνολο –να το πω;– δεν μου πολυάρεσε. Κατανοώ εντούτοις καλά γιατί την έδωσαν τόσο στην πρωταγωνίστριά του όλα τούτα τα «σχεσούλα», «θεσούλα», «φαγάκι», «σπιτάκι». Και βρίσκω το κεντράρισμα της Ευσταθίας ευφυές, για ακόμα μία φορά.

Πάνε πια 22 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση της Αθηναίας τραγουδοποιού, η οποία μπορεί πίσω στο 2005 να συζητήθηκε ευρύτερα χάρη στο "Χωρίς Εσένα" με το «ζαμπόν, δίχως λιπαρά» και τα «λόγια ντεκαφεϊνέ», όμως ποτέ τελικά δεν έκανε την καριέρα που της άξιζε. Βρήκε ωστόσο το δικό της, έστω και μικρό κοινό. Και επιμένει να υπάρχει με τους όρους της σε μια χώρα που ποτέ δεν κατάλαβε την ποπ μουσική, εάν δεν σερβιριζόταν με τους όρους του (όποιου, κατά καιρούς) διεθνούς mainstream. Αθόρυβα, λοιπόν, όπως το συνηθίζει, καταγράφει δυναμική παρουσία στο πρώτο μισό του 2021.

Γιατί δεν είναι μόνο τα "Υποκοριστικά", που κυκλοφορούν ως το νέο της ψηφιακό single. Είναι και η "Ελευθερία", ένα ακόμα καινούριο τραγούδι της, το οποίο έδωσε στην πρωτοεμφανιζόμενη Νικολέτα Κωνσταντάκη. Διαθέτει  μάλιστα και βιντεοκλίπ με ιδιαίτερο μήνυμα (μπορείτε να το δείτε στον σύνδεσμο στο τέλος της ανάρτησης), ως έμπρακτη, συμβολική κίνηση στον αγώνα του Πανελλήνιου Συλλόγου Γυναικών με Καρκίνο του Μαστού «Άλμα Ζωής». Υπάρχει επίσης η Τύχη της Χοντρούλας, ένα «κωμικόδραμα μετά μουσικής» εμπνευσμένο από τον Γκυ ντε Μωπασάν, το οποίο συνυπογράφει με τον Βασίλη Κατσικονούρη (κυκλοφορεί από την Κάπα Εκδοτική). Και, τέλος, είναι κι ένας φρέσκος δίσκος: Τα Μετεξεταστέα Της Ευσταθίας, με παλιά τραγούδια της «που δεν ακούστηκαν πολύ» σε νέες ενορχηστρώσεις, ερμηνευμένα πλέον από την Έρρικα Πατρικίου.

Με αυτές τις αφορμές, αναδημοσιεύεται σήμερα μια κουβέντα με την Ευσταθία από τον Δεκέμβριο του 2015. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και παρουσιάζεται εδώ με μικρές, αισθητικής φύσης τροποποιήσεις. 


Μας κάνατε μια μικρή έκπληξη στο "Διακριτικά", με το μπουζούκι του Μανώλη Καραντίνη. Πώς ήρθε η ιδέα και πόσο εύκολη ή δύσκολη αποδείχθηκε, στην πράξη, η «συγκατοίκησή» του με το γενικότερο κλίμα του τραγουδιού; 

Το μπουζούκι είναι ένα όργανο που έχει από μόνο του μια συναισθηματική φόρτιση. Ήθελα να κάνω ένα σόλο που να δίνει μια δραματική κορύφωση στο τραγούδι κι όχι μόνο για να υπάρχει από αμηχανία. Βέβαια, είχα την τύχη να παίξει ο Μανώλης Καραντίνης, ο οποίος είναι σπουδαίος και μπόρεσε να εντάξει τις πενιές του πάνω στον Δυτικότροπο καμβά της μουσικής μου. Όλα έγιναν πολύ φυσικά πάντως, και πολύ εύκολα. Άλλωστε είμαι Ελληνίδα, ένα καλοπαιγμένο μπουζούκι δεν με χαλάει ποτέ!  

Το "Διακριτικά" έρχεται ως προπομπός ενός νέου άλμπουμ. Πότε αναμένεται; Και πώς να το φανταστούμε, σε σχέση με τα όσα ξέρουμε μέχρι τώρα από τη δισκογραφία σας;

Θα έρθει όταν θα είναι η ώρα του. Δεν βιάζομαι και δεν έχω καμία χρονική δέσμευση, παρά μόνο να πετύχω αυτό που θέλω, δηλαδή ένα άλμπουμ που όλα του τα τραγούδια θα έχουν κάτι να πουν και δεν θα είναι εκεί για ένα απλό γέμισμα. Όπως ξέρετε, αναλόγως με τα χρόνια που τραγουδάω, οι δισκογραφικές μου δουλειές είναι λίγες. Όσο μεγαλώνω απελευθερώνομαι από συμβατότητες και αισθάνομαι την ανάγκη να είμαι πιο ουσιαστική.

Τα τελευταία χρόνια σας είδαμε να καταπιάνεστε και με το θέατρο, νομίζω μάλιστα ότι ο Διάδρομος (πρώτο ανέβασμα τη σαιζόν 2012-2013) ήταν μια παράσταση που και συζητήθηκε και άρεσε. Σας φέρανε οι καιροί μας προς τα εκεί; Ή ήταν μια παλιά κλίση, που απλά βρήκε την ευκαιρία να αποκτήσει σάρκα και οστά;

Πάντα αγαπούσα το θέατρο, αλλά σαν θεατής. Αυτό μου βγήκε ξαφνικά κι απρόβλεπτα. Βέβαια συνέβαλε η αναδουλειά και με ανάγκασε να κάθομαι στο σπίτι πιο πολλές ώρες από τις προ μνημονίου εποχές. Έτσι λοιπόν συσσωρεύτηκε η ανάγκη για έκφραση και βγήκε σε διαφορετική μορφή. Το θέατρο σου δίνει άλλη ελευθερία να εκφράσεις αυτά που θέλεις, το τραγούδι σε περιορίζει. Πάντως συνέχισα να βρίσκομαι στη σφαίρα του λόγου, δεν έγινα χορεύτρια… 8-)

Είναι αλήθεια ο Διάδρομος καρπός μιας ανάγκης να ασχοληθείτε περισσότερο με τα πολιτικά; Βλέπετε ως κάτι θετικό την πολιτικοποίηση ενός σημαντικού κομματιού της σημερινής νεολαίας, από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου (2008) και μετά, ειδικά κατά τη συγκυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας και ΠΑ.ΣΟ.Κ. (με ή χωρίς τη ΔΗΜ.ΑΡ.);

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω πολλά πράγματα από πολιτική και δεν μπορώ να καταλάβω με τι σκεπτικό ένας καλλιτέχνης θέλει να μπει στη Βουλή. Για να είσαι πολιτικός πρέπει να έχεις άλλες γνώσεις και άλλες προθέσεις. Πρέπει να είσαι τεχνοκράτης και να σε σέβονται έξω. Δύο καρπούζια σε μια μασχάλη δεν χωράνε, και το ένα και το άλλο θέλουν ολοκληρωτική αφοσίωση και διαφορετική στάση ζωής. Έχω την άποψή μου –και τη λέω ενίοτε– αλλά μέχρι εκεί. Μακάρι να υπάρχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους νέους για τα κοινά. Αυτό που γίνεται πασιφανές, είναι ότι ο νέος κόσμος δεν θέλει παλαιοκομματικές καταστάσεις.

Μια άλλη σας πρόσφατη παράσταση, εκείνη για τη Δανάη, φανέρωσε ευρύτερα το ενδιαφέρον σας για το ελαφρό τραγούδι. Τι έχετε αγαπήσει περισσότερο στο είδος αυτό; Και πόσο πιστεύετε το έχουμε αδικήσει στην Ελλάδα –ίσως ήδη από την ονομασία κιόλας;

Η αλήθεια είναι ότι αυτό το τραγούδι κάθε άλλο από ελαφρό δεν είναι! Έχει τεράστιο ενδιαφέρον και το λατρεύω. Συνέβαλλε και η συνεργασία μου με τον μαιτρ του είδους, τον πιανίστα και δημοσιογράφο Δαυίδ Ναχμία. Έγραψα για τη Δανάη για να προβάλλω ένα πρότυπο γυναικείας δημιουργικότητας και πνευματικότητας, μιας και ζούμε σε έναν παγκόσμιο σκοταδισμό, ο οποίος προέρχεται ως επί το πλείστον από την καταστολή της θηλυκής αρχής που επικρατεί στην ανθρωπότητα εδώ και αιώνες. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για την εξισορρόπηση του θηλυκού στοιχείου στον κόσμο. Όσο για το ελαφρό τραγούδι, κερδίζει πια συνεχώς έδαφος στις καρδιές των νέων και το χαίρομαι ιδιαιτέρως.

Μου αρέσει ξέρετε πολύ το πώς αρθρώνονται τα τραγούδια σας, το πώς ανακατεύονται οι ρετρό αναφορές με λόγια καίρια, με καταστάσεις βγαλμένες από την απτή καθημερινότητα. Σας φαντάζομαι ως έναν άνθρωπο της πόλης, που πάντα θα βρίσκει περισσότερη έμπνευση στη ζωή των διαμερισμάτων, παρά στις εξοχικές ομορφιές της επαρχίας. Ισχύει;

Η έμπνευση για μένα είναι κάτι που δεν έχει συγκεκριμένο χώρο για να ευδοκιμήσει, παρά συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση. Δηλαδή για να γράψω πρέπει να έχω τις μπαταρίες μου γεμάτες και να είμαι νηφάλια. Αυτό συμβαίνει συνήθως στην εξοχή. Γράφω για την πόλη από την εξοχή. Γράφω για καταραμένους έρωτες από μια κατάσταση ήρεμη. Γράφω ...εκ του ασφαλούς δηλαδή! Επίσης πολλές φορές γράφω για ό,τι μου λείπει, βλέπε την περιβόητη "Μαγκιά"! 

Γιατί έχει γίνει τόσο δύσκολο στο ελληνικό τραγούδι που δεν ανήκει στην κατηγορία «πίστα» να μιλήσει για την καθημερινότητα της ζωής και –κυρίως– των ερώτων μας; Γιατί τόσα πράγματα, στο όνομα συχνά μιας ευρύτερης θεώρησης, μένουν μετέωρα σε ένα θολό τοπίο;

Το τραγούδι είναι καθρέφτης της κοινωνίας. Έχουμε πάψει να επικοινωνούμε απλά και άμεσα με τον άλλο. Γιατί το «θολό τοπίο» υπάρχει πια και στις ζωές μας. Τα «θέλω» μας δεν είναι ξεκάθαρα. Επίσης, το ατάλαντο καμουφλάρεται από το περίπλοκο. Υπάρχει ένας ελιτίστικος φόβος στα τραγούδια «της αντίπερα όχθης» (να χρησιμοποιήσω αυτόν τον twilight zone χαρακτηρισμό), μην κατηγορηθούν για απλοϊκά. Οι δημιουργοί τους νομίζουν ότι υποβαθμίζονται αν γράψουν χύμα και σταράτα κάποια πράγματα. Έτσι χάνονται σε νοήματα του τύπου: «Δεν ενέδωσες γιατί σε τρομάζει η αλήθεια που κρύβεις μέσα σου». Ενώ το λαϊκό θα σου πει: «Δεν με θες, αλλά δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται!».  

Από την άλλη, το "Διακριτικά" λ.χ. θυμίζει πως πάντα υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο στο ρεπερτόριό σας, πιο φιλοσοφημένο θα το έλεγα και σταθερά επικριτικό προς τη συμπεριφορική που συνήθως ορίζουμε ως «μικροαστική». Είναι εχθρός σας, εχθρός όλων μας, ο μικροαστισμός σαν νοοτροπία και στάση; 

Ο μικροαστισμός, με τον οποίο λίγο-πολύ όλοι μας έχουμε σχέση, είναι η ζωή χωρίς φιλοσοφία, είναι ο κακός μας εαυτός που εμφανίζεται σε ανύποπτο χρόνο και πρέπει να τον πολεμήσουμε. Είναι το «εμείς να 'μαστε καλά και όλοι οι άλλοι κομμάτια να γίνουν»! Είναι η συντήρηση κάποιων ηλίθιων και παράλογων κοινωνικών στερεοτύπων. Π.χ., ο μικροαστός μαλάκας θεωρεί την οικογένειά του ανώτερη από τις προσφυγικές οικογένειες της Συρίας. Το γιατί, μην το ρωτάς! 

Αν τα βάλουμε τα πράγματα σε μια ιστορική προοπτική, δέχεστε ότι είστε «απόγονος» της Αφροδίτης Μάνου, ίσως και της Μαριανίνας Κριεζή;

Φυσικά το δέχομαι και είναι τιμή μου! Σίγουρα είμαι πολύ επηρεασμένη και ανήκω στην ίδια «οικογένεια» γραφής. Επιπλέον, η Μαριανίνα Κριεζή είναι φίλη μου και μ' έχει βοηθήσει πολύ στη σκέψη μου.

Τέλος, φίλος που περιμένει πώς και πώς να διαβάσει αυτή τη συνέντευξη, θα με σκοτώσει αν δεν ρωτήσω για το πώς γεννήθηκε η "Μπουγάδα" (τραγούδι από το άλμπουμ του 2007 Δεν Μπορεί, Έχει Meeting). «Πόσο πια θα ταυτιστώ με αυτή την αναθεματισμένη τη "Μπουγάδα"», μου είπε... 

Χαίρομαι όταν ακούω πως κάποιοι φίλοι ταυτίζονται με τραγούδι μου, απ' την άλλη τους ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση! 8-) Όσον αφορά τη "Μπουγάδα", απεχθάνομαι τις δουλειές του σπιτιού και, όταν χρειαστεί να τις κάνω, προσπαθώ να σκαρώσω στίχους για να περάσουν πιο ανώδυνα. Κάποια στιγμή, λοιπόν, απλώνοντας τα ρούχα στην ταράτσα συνέλαβα και το θέμα, τόσο απλά! Μετά στο σιδέρωμα, το είχα ολοκληρώσει…



22 Ιουνίου 2021

Bloody Hawk: 1 Ευρώ [δισκοκριτική, 2019]


Έβαλε ημερομηνία 29 Ιουνίου για να έρθει στην Αθήνα (στο Gazarte), έγινε sold-out η συναυλία. Έβαλε και δεύτερο ραντεβού, στον ίδιο χώρο, για τις 5 Ιουλίου, τα social media λένε πάλι για sold-out. 

Ο λόγος για τον Bloody Hawk (κατά κόσμον Νίκος Κίτσος), τον 22άχρονο ράπερ από την Ξάνθη που τα τελευταία χρόνια πέτυχε να κάνει το δικό του γκελ, δίχως να ακολουθήσει τις trap νόρμες. 

Και ήταν κυρίως χάρη στο άλμπουμ 1 Ευρώ (2019) που το πέτυχε αυτό, γιατί εκεί έδειξε ότι διαθέτει δημιουργικές δυνάμεις ώστε να αναβαθμίσει σημαντικά την ποιότητα του έργου του. Δικαιολογώντας έτσι όσους πιστεύουν ότι έχουμε πράγματα να περιμένουμε από εκείνον, στο μέλλον. Είναι μια άποψη την οποία συμμερίζομαι κι εγώ, παρότι δεν εντυπωσιάστηκα από τον μικρό χαμό που δημιούργησε το τραγούδι "Εικοσάλεπτο" (για λόγους που εξηγούνται παρακάτω πιο αναλυτικά).

Με αφορμή λοιπόν την επικείμενη συναυλιακή του κάθοδο, αναδημοσιεύεται εδώ η κριτική στο 1 Ευρώ που είχα γράψει τότε για λογαριασμό του Avopolis –με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές.

* η κεντρική φωτογραφία ανήκει στον Θάνο Λαΐνα, τραβήχτηκε τον Νοέμβριο του 2019 σε προηγούμενη συναυλιακή εξόρμηση του ράπερ στην Αθήνα


Ο νέος δίσκος του Bloody Hawk διαθέτει την εξής, ολίγον παράδοξη ιδιότητα: σε έχει εκεί, μαζί του στα 42 λεπτά της διάρκειας, σταθερά ενδιαφερόμενο για το τι θα σου φτύσει κατάμουτρα. Αλλά, παρότι κρατάς τραγούδια και βρίσκεσαι να σιγομουρμουράς στίχους σε ανύποπτες φάσεις, στο πέρας των ακροάσεων η συνολική εντύπωση «μικραίνει». 

Καθώς αυτό μπορεί να εγγραφεί τόσο ως νίκη, όσο και ως ήττα, σχηματίζεται μια μπουρδουκλωμένη αποτίμηση για το 1 Ευρώ, η οποία γίνεται ακόμα πιο άβολη ως θέση όταν σκάει πάνω σε ένα κύμα ενθουσιασμού, πυροδοτημένο από δημοσιεύματα που το θέλουν «έναν από τους καλύτερους χιπ-χοπ δίσκους που έχουν βγει ποτέ στην Ελλάδα» ή χρίζουν τον δημιουργό του ως τον «τύπο που μας θύμισε γιατί (ξανα)κολλήσαμε με το χιπ χοπ». 

Μεγάλο μέρος του ενθουσιασμού οφείλεται στο "Εικοσάλεπτο" και δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις γιατί: έχει τον αέρα του «ανεπιτήδευτου», κορυφώνει το δράμα του στην αυτοκριτική και όχι στο μελό και βασίζεται σε μια σπαρτιατικώς αποτελεσματική μουσική συνοδεία (από το εναρκτήριο πιανάκι στο μπιτάκι του Chico Beatz), που αφήνει τη «σκηνή» στους στίχους και στις χρωματικές μεταπτώσεις στη ροή της ερμηνείας, η οποία πράγματι δημιουργεί την επιδιωκόμενη συγκίνηση. 

Παρά ταύτα, για όσους διατηρούν επαφή με τις διεθνείς εξελίξεις, προκύπτει αμέσως ένα τεράστιο «αλλά», καθώς το "Εικοσάλεπτο" μεταθέτει βασικά σε θρακιώτικο σκηνικό το "How Much A Dollar Cost" του Kendrick Lamar (2015). Βεβαίως, ο Bloody Hawk δεν αντιγράφει –ή, τέλος πάντων, το έχει προσαρμόσει επαρκώς στα μέτρα του και στις ανάγκες του, ώστε να μη μπορείς να ισχυριστείς κάτι τέτοιο. Καθώς χάνεται όμως το ορίτζιναλ στοιχείο και αρχίζεις αναπόφευκτα να συγκρίνεις τις εκπληκτικές ρητορικές στρατηγικές του Lamar με τον μετεφηβικό τόνο του Bloody Hawk, γίνεται σαφές ότι το 1 Ευρώ δεν γίνεται να αποτιμηθεί με το επιχείρημα «περιέχει το "Εικοσάλεπτο"». Άσχετα με το πόσοι πιτσιρικάδες το τραγουδούν βουρκωμένοι στα live του ράπερ από την Ξάνθη ή από τα πόσα views έκανε στο YouTube.

Το 1 Ευρώ δεν μπορεί επίσης να κρίνεται έτσι μονάχο του, επειδή τώρα εντόπισαν ορισμένοι την παρουσία του Νίκου Κίτσου. Ο τελευταίος δίνει μαχητικό παρών εδώ και μια πενταετία και το νέο άλμπουμ είναι το τέταρτο κατά σειρά, δίχως να υπολογίζω δύο ακόμα καταθέσεις με τα σχήματα Fuked Up και Φθείρομαι. Η όλη παραγωγή φαντάζει υπερβολική για το πώς έχουμε οι παλιότεροι κατά νου τη «δισκογραφία», είναι πάντως προσαρμοσμένη στους ταχείς ρυθμούς του ίντερνετ. Ένα τέτοιο credit επικαιρότητας, όμως, δεν προσφέρει συγχωροχάρτι στο γεγονός ότι άλλοτε λιγότερο, άλλοτε περισσότερο, o Bloody Hawk αναλώνεται σε πράγματα που μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους. Αντιστρέφοντας δηλαδή την ίδια ιντερνετική λογική, αν τελειώσει το 1 Ευρώ στο Spotify και σε πάει η πλατφόρμα σε παλιότερη επιλογή, θα αργήσεις κομματάκι να το καταλάβεις. 

Θα το καταλάβεις, ωστόσο. Κι εδώ εντοπίζεται μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ του 1 Ευρώ και δίσκων σαν το Κομπλεξικό (2017) ή το Signore Falco (2015). Παρότι δηλαδή δεν βρίσκονται όλα τα τραγούδια σε ίσο επίπεδο, υπάρχει μια ξεκάθαρη αναβάθμιση δυνάμεων, η οποία δίνει την εντύπωση μιας πρώτης άνθισης στην τέχνη του Νίκου Κίτσου. 

Μουσικά οι Chico Beatz, Trouf, NPS & Beef κρατούν μια φιλοσοφία που θέλει το χιπ χοπ στηριγμένο στον λόγο, χωρίς πάντως να λείπουν οι αιχμές των beats (π.χ. στο φοβερό "Daewoo 2") ή ο απαραίτητος επαγγελματισμός στη διαδικασία της ηχογράφησης, τον οποίον εγγυάται η παρουσία του Eversor. Με τη σειρά του, ο Bloody Hawk παρουσιάζεται με δουλεμένο το flow του, πετυχαίνοντας έτσι καθαρότερο «σερβίρισμα» ("Είμαστε Αλλιώς"), αν και σε διάφορα σημεία τον αισθάνεσαι να φωνάζει ενοχλητικά μέσα στο αυτί σου. Δρόμος υπάρχει δε και για τους στίχους: παρά τη συχνή τους ευστοχία ("Πείσμα"), τις ιστορίες των αδύναμων που φέρνουν στο φως και μια ισχυρή αίσθηση προσωπικής αλήθειας («η μάνα με έκανε πολυλογά και ο κόσμος σας αγχώδη», "Πίσω Πάλι"), χάνουν αρκετά από μια κυρίαρχα άγουρη ματιά ("Μπαλόνια", "Μη Σταματάς"). 

Με δεδομένο ωστόσο ότι ο Νίκος Κίτσος είναι 20 χρονών, έχει μεγαλύτερη σημασία ο ορίζοντας που ξανοίγει με το 1 Ευρώ, έστω κι αν δεν εντοπίζεται εδώ κανένας «σταθμός» για το ελληνικό χιπ χοπ. Αν κρίνουμε βέβαια με βάση το τι κυκλοφορεί στις μέρες μας, τότε ναι: όσο κι αν χρειάζεται να ακονίσει την τέχνη του, ο Bloody Hawk έχει ήδη κάτι παραπάνω να πει σε σύγκριση με τους απογοητευτικούς δίσκους των trap συνομηλίκων του. Και ας μη διαθέτει τις παραγωγές τους –εκείνοι άλλωστε υστερούν στο περιεχόμενο, για να τελειώνουμε με αυτή την εν πολλοίς άστοχη συζήτηση. Το παρόν μπορεί λοιπόν όντως να τους ανήκει, με όρους επικαιρότητας, αλλά ο Bloody Hawk αφήνει ζωηρή την υποψία ότι θα μας απασχολήσει και στο μέλλον. Γενόμενος ίσως μία από τις σημαντικές φωνές των σημερινών 20άρηδων.



19 Ιουνίου 2021

«Λένε λάμψε και για πάρτη μας, πριν έρθει η συντέλεια» - ο ΛΕΞ στο θέατρο Πέτρας (ανταπόκριση, 2019)


Ο Θάνος Λαΐνας, φίλος και φωτογράφος, μου θύμισε χθες ότι ήταν περίπου τέτοιες μέρες πριν 2 χρόνια (2019) που είδαμε τον ΛΕΞ στο Θέατρο Πέτρας. 

Ο Θεσσαλονικιός ράπερ έδωσε εκεί μια καταπληκτική, αληθώς καταπληκτική συναυλία. Και, δικαίως, αποθεώθηκε από χιλιάδες αγόρια και κορίτσια μεταξύ εφηβείας και φοιτητικών χρόνων, που δημιούργησαν μια εντυπωσιακή κοσμοπλημμύρα: 4.000 είναι, λέει, η χωρητικότητα του θεάτρου Πέτρας· και όλα δείχνουν ότι ξεπεράστηκε εκείνη την Παρασκευή του 2019. Ο Θάνος, ας πούμε, ο οποίος γνωρίζει καλά τον χώρο, παρατήρησε ότι η προσέλευση ξεπέρασε αυτή του Γιάννη Χαρούλη.

Ήταν δύσκολη για μένα η απόφαση να πάω στο θέατρο Πέτρας, εκείνο το βράδυ. Η «καρδιά», για να το πούμε έτσι, ήθελε Φάληρο –για τους αέναα αγαπημένους Manowar. Αλλά επικράτησε μια ας την πούμε επαγγελματική ευσυνειδησία: εφόσον υπήρχε δηλαδή συντάκτης να καλύψει δημοσιογραφικά τους Manowar, ο σωστός, ετοιμοπόλεμος αρχισυντάκτης αναλαμβάνει ό,τι μένει κενό (συν τις «επικίνδυνες αποστολές»), εφόσον δεν μετατράπηκε σε απλό διαχειριστή κειμένων καθήμενος στον θώκο.

Δεν πειράζει. Οι Manowar μάλλον θα μας ξαναεπισκεφθούν σύντομα και στη μνήμη έμεινε ένα φοβερό χιπ χοπ live. Μια ανταπόκριση δημοσιεύτηκε τότε στο Avopolis και αναδημοσιεύεται τώρα εδώ, με μικρές, αισθητικής φύσης αλλαγές. 

* οι χρησιμοποιούμενες φωτογραφίες, φυσικά, ανήκουν στον Θάνο Λαΐνα 


Ήταν εντυπωσιακή η κοσμοπλημμύρα που δημιούργησαν την Παρασκευή το βράδυ χιλιάδες αγόρια και κορίτσια μεταξύ εφηβείας και φοιτητικών χρόνων, στο θέατρο Πέτρας. Κάποιοι μιλούσαν για χωρητικότητα 4.000 ατόμων, όμως ο αριθμός αυτός ίσως και να ξεπεράστηκε, αφού έβλεπες κοινό όπου κι αν γύριζες το βλέμμα σου –ακόμα και στα βραχάκια περιμετρικά του χώρου. Ο φωτογράφος μας Θάνος Λαΐνας παρατήρησε μάλιστα ότι η προσέλευση είχε ξεπεράσει κι εκείνη για τον Γιάννη Χαρούλη· είναι ένα μέτρο σύγκρισης που λέει πολλά.

Dof Twogee & Squeezy Anks (άλλοτε μαζί, όπως στην κάτωθι φωτογραφία, άλλοτε εναλλάξ) κράτησαν τα decks για όλη τη βραδιά, προλογίζοντας με τα beats τους τον Ηγεμόνα, ο οποίος κι ανέλαβε να «ζεστάνει» το συγκεντρωμένο πλήθος. Το προσπάθησε, μα φοβάμαι ότι εν τέλει δεν ηγεμόνευσε. Πρώτα-πρώτα η full face κουκούλα με την οποία διάλεξε να εμφανιστεί, ήταν ό,τι χειρότερο για μια τόσο ζεστή βραδιά. Και νομίζω πως τον άγχωσε ή έστω τον αποσυντόνισε, αφού φάνηκε να ξεχνά τα λόγια σε ένα κομμάτι κι έπειτα σταμάτησε και πάλι, επικαλούμενος τεχνικό λάθος. Το κοινό ωστόσο τον παρότρυνε και, μετά από μερικές ανάσες στο πλάι της σκηνής, επέδειξε έναν κάποιον δυναμισμό στην εκφορά του ραπ του. Ήταν όμως αργά για να σωθεί το set.  


Δύο πανό στο πίσω μέρος της σκηνής με στίχους από τραγούδια του ΛΕΞ («Ο Πόνος των Φτωχών Γίνεται Τέχνη των Αστών» και «Να Μάθω Πού τα Κρύβουνε να Πάω να τους Πάρω») δημιούργησαν κλίμα ανυπομονησίας, με αποτέλεσμα μια έκρηξη ιαχών αλλά και καπνογόνων με το που ήχησε το "Vittorio" και τον είδαμε μπροστά μας, να ριμάρει «Η ζωή μας είναι ζάρι, πέσιμο στον Βαρδάρη, αμάξι που μαρσάρει 10 μέτρα πριν στουκάρει». «Απίστευτο», ήταν η απάντησή του στο τέλος του κομματιού, απέναντι στον πανζουρλισμό που αντίκρισε. Ο οποίος δεν θα σταματούσε παρά μόνο εκεί γύρω στα μεσάνυχτα, όταν μας ευχαρίστησε χωρίς πολλά-πολλά και άφησε τη σκηνή. Ήταν δε εντυπωσιακό ότι σε τόσες χιλιάδες κόσμου κανείς δεν ζήτησε encore, δείχνοντας σέβας σε έναν κώδικα που (δικαίως) θεωρεί τέτοιες πρακτικές ως σικέ. 

Έχοντας δει τον Θεσσαλονικιό ράπερ και το καλοκαίρι του 2018, στο Gazi Music Hall, είχα τον πήχη μου αρκετά ψηλά για το τι να περιμένω. Όμως ήδη από την αρχή του live, ο ΛΕΞ τον ξεπέρασε. 

Μπορεί το Gazi Music Hall, ως κλειστός χώρος, να έδωσε την ευκαιρία της συμπύκνωσης του ενθουσιασμού εκ μέρους του κοινού, μπορεί και η περσινή συγκυρία να φάνταζε ιδανική αφού δεν είχε πολύ που είχε σκάσει το άλμπουμ 2XXX, ξετρελαίνοντάς μας, όμως το ανοιχτό θέατρο ταίριαξε περισσότερο στα χνώτα του ΛΕΞ. Λειτούργησε επιπλέον και ως βάση ενός ακατάλυτου παλμού, που καλά κρατούσε ως και τις κερκίδες με τους καθήμενους στο πολύ βάθος. Νομίζω πάντως ότι και ο ίδιος ο ΛΕΞ στάθηκε με περισσότερη αυτοπεποίθηση: ήρθε στην Αθήνα γκαζωμένος κι έντυσε το παλιότερο ειδικά ρεπερτόριό του με τέτοιο τσαγανό, ώστε συχνά τα τραγούδια ακούγονταν καλύτερα από τις στούντιο εκτελέσεις τους.


Η φετινή συναυλία ήταν επίσης περισσότερο μοιρασμένη, από την άποψη ότι δεν ακούσαμε μόνο την πλειονότητα του 2XXX, αλλά και πολλά κομμάτια από το άλμπουμ του 2014 Ταπεινοί Και Πεινασμένοι, το οποίο σύστησε τον ΛΕΞ ως αυτόνομη μονάδα μετά την απενεργοποίηση του γκρουπ Βόρεια Αστέρια. Ορισμένα από αυτά –όπως ο "Φράχτης", η "Καταδίκη" και το "Μουσική Για Τσόγλανους"– έχουν αναντίρρητα κάνει την πορεία τους κι έχουν γίνει πολύ γνωστά. Σε άλλες όμως στιγμές από εκείνο τον δίσκο ("Τ.Γ.Κ.", "Μια Τζούρα Ρεαλισμού", "Απλοί Άνθρωποι"), οι φωνές του πλήθους καταλάγιαζαν: ένα μεγάλο τμήμα του έκανε καθώς φαίνεται πρώτη επαφή με τον ΛΕΞ στο 2XXX, με αποτέλεσμα τέτοιες επιλογές να τραγουδηθούν μόνο από όσους ακολουθούν από παλιότερα.

Στα τραγούδια του 2XXX, πάλι, έγινε χαμός, με το κοινό να βρίσκεται σε εντυπωσιακό συντονισμό με τον ράπερ, μη χάνοντας στίχο κάθε φορά που έτεινε το μικρόφωνο στην πλατεία ή έκανε παύση, περιμένοντας να ακούσει το συμπλήρωμα. "Κοράκια", "Πολυκατοικίες", "Μπόμπαν", "Κριμ" έδωσαν αφορμές για ακόμα περισσότερα καπνογόνα και για ενθουσιώδες εν χορώ τραγούδι, με τον ΛΕΞ να δείχνει ότι το χαιρόταν, παρά την πάντα συγκρατημένη παρουσία του.


Στα "Παυσίπονα" όρμησε επί σκηνής ο ΣΑΝΤΑΜ σε ρόλο guest και ο ΛΕΞ του πρόσφερε βήμα για τα επόμενα δύο κομμάτια, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να παίξει τα δικά του "Elli" και "Μόνα Λίζα". Παρά την πληθωρική του παρουσία και τα ωραία trap beats που του έχει φτιάξει ο Dof Twogee, πάντως, η συναυλία χάλασε σε αυτό το σημείο: η αντίληψη του ΣΑΝΤΑΜ για το χιπ χοπ έδειξε εγκλωβισμένη σε έναν παιδιάστικο τσαμπουκά και σε στίχους χαμηλής ποιοτικής στάθμης, δημιουργώντας μια εικόνα ζωηρής αντίθεσης με ό,τι είχε χτίσει ο ΛΕΞ ως εκείνο το σημείο. Ωραίο πράγμα να τιμούμε έμπρακτα τις φιλίες, καμία αντίρρηση· καλώς ή κακώς, όμως, οι από κάτω δεν τα αντιλαμβανόμαστε όλα ως τάλε κουάλε.

Το χαμένο νήμα, πάντως, ο ΛΕΞ δεν άργησε να το ξαναβρεί. Και όταν έφτασε η ώρα για το φετινό "Τίποτα Στον Κόσμο" και για το κλείσιμο της συναυλίας, στην αρένα στήθηκε γιορτή, με σωρό καπνογόνων και με χιλιάδες στόματα να σιγοντάρουν στο «το rap είν' ο πατέρας που δεν γνώρισα». Δεν ξέρω αν τραγούδησαν τόσο δυνατά και στο Φάληρο, στις αθάνατες στιγμές των Manowar. Αν πάντως η μισή μου καρδιά (η ας την πούμε χατζημεταλλάδικη) ήταν εκεί καθώς ανηφόριζα στο θέατρο Πέτρας για να δω τον ΛΕΞ, στο τέλος της συναυλίας του δεν είχα μετανιώσει για την επιλογή μου. 

το παρακάτω βίντεο ανήκει στη Greek Hip Hop Events Team 2014-2019